Μοχλός της εκβιομηχάνισης
Τη φοβερή- και σε πολλά ακόμη και σήμερα αφώτιστη- ιστορία του γκουλάγκ, που στοίχισε τη ζωή σε 4,5 εκατομμύρια καταδίκους και βασάνισε συνολικά τουλάχιστον 18 εκατομμύρια, αφηγείται η δημοσιογράφος της«Washington Ρost»Ανν Απλμπάουμ. Σύμφωνα με το πλήθος μαρτυριών από επιζώντες που συνέλεξε, ως και τα βλέμματα των ανθρώπων οι οποίοι πέρασαν από εκεί ήταν τόσο ιδιαίτερα ώστε πολλοί από αυτούς να αναγνωρίζονται μεταξύ τους στον δρόμο χωρίς ποτέ να έχουν συναντηθεί πιο μπροστά.
Τα πρώτα στρατόπεδα αυτής της μορφής τα συναντούμε στην τσαρική Ρωσία περίπου δύο αιώνες πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Τη μεγάλη τους ανάπτυξη όμως τη γνώρισαν στη σοβιετική εποχή. Και εκείνο που στα χρόνια του Λένιν ήταν ήδη ένα ευρύ σύστημα καταστολής και τιμωρίας της αντεπαναστατικής δράσης, στα χρόνια του διαδόχου του Στάλιν όχι μόνο έφτασε σε απίστευτα επίπεδα αγριότητας αλλά ταυτόχρονα έγινε κύριος- και αποτελεσματικότατος- μοχλός για την ανέξοδη εκβιομηχάνιση της Σοβιετικής Ενωσης μέσω της μέχρι θανάτου καταναγκαστικής εργασίας που το γκουλάγκ επέβαλλε στους καταδίκους.
Ο οιοσδήποτε θα μπορούσε να βρεθεί εκεί χωρίς να το καταλάβει - αρκούσε να τον καταδώσει κάποιος γείτονας ή ένας κομματικός παράγοντας, σε αρκετές περιπτώ σεις μάλιστα ακόμη και το παιδί ή ο αδελφός του.
Το τεράστιο δίκτυο των στρατοπέδων που αποτελούσαν το γκουλάγκ έγινε για πρώτη φορά ευρέως γνωστό στη Δύση από το έργο του Αλεξάντρ ΣολζενίτσινΑρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Η σοβιετική προπαγάνδα προσπάθησε με κάθε τρόπο να συκοφαντήσει τον συγγραφέα καλλιεργώντας ακόμη και τον μύθο ότι ήταν αλκοολικός - για έναν άνθρωπο που έτρεφε απέχθεια προς το οινόπνευμα. Επί δεκαετίες στη Δύση η επίδραση της πανίσχυρης σοβιετικής προπαγάνδας σε συνδυασμό με τα ιδεολογήματα του Ψυχρού Πολέμου, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα μεγάλη μερίδα της ευρωπαϊκής σκληροπυρηνικής Αριστεράς να εθελοτυφλεί, έκαναν εκατομμύρια ανθρώπους να πιστεύουν ότι όλα όσα λέγονταν για το γκουλάγκ ήταν περίπου φανταστικά. Στις χειρότερες περιπτώσεις μάλιστα η ιδεολογική τύφλωση ήταν τέτοια που πολλοί - και ανάμεσά τους εξέχοντες διανοούμενοι- θεωρούσαν νόμιμες τέτοιες μεθόδους. Μοιάζει αδιανόητη λ.χ. σήμερα η υποκρισία και ο κυνισμός του Σαρτρ που έγραψε κάποτε:«Δεδομένου ότι δεν ήμασταν μέλη του κόμματος,δεν ήταν καθήκον μας να γράφουμε για τα σοβιετικά στρατόπεδα εργασίας.Ημασταν ελεύθεροι να κρατήσουμε απόσταση από τις διενέξεις σχετικά με τη φύση του συστήματος με την προϋπόθεση ότι δεν θα σημειώνονταν γεγονότα κοινωνιολογικής σημασίας».
Δεκαετίες αργότερα- και ενώ είχαν ήδη δημοσιευτεί πλήθος απομνημονεύματα και λογοτεχνικά έργα που αφηγούνταν τη ζωή στο γκουλάγκ η Απλμπάουμ ακτινογραφεί την ιστορία του: Πότε και πώς ξεκίνησε; Πώς και πού αναπτύχθηκε; Πώς γίνονταν οι συλλήψεις και οι μεταγωγές; η αναφορά και η διαλογή; Ποιες ήταν οι εργασίες; Πώς ήταν η ζωή των κρατουμένων; Ποιες ήταν οι τιμωρίες αλλά και ποιες οι επιβραβεύσεις; Οι σχέσεις κρατουμένων και φρουρών; Πώς περνούσαν τις τελευταίες τους μέρες οι ετοιμοθάνατοι; Τι γινόταν με τις γυναίκες και τα παιδιά; Υπήρχαν εξεγέρσεις και αποδράσεις; Τέτοια υπήρξε η μυστικότητα που περιέβαλλε τη λειτουργία των στρατοπέδων ώστε ακόμη και οι σχετικές φωτογραφίες που είδαν το φως της δημοσιότητας είναι συγκριτικά ελάχιστες.
Σε περισσότερες από 700 σελίδες της εμπεριστατωμένης μελέτης της, που διαβάζεται απνευστί, η Απλμπάουμ απαντά σε αυτά και σε πλήθος άλλα συναφή ερωτήματα. Βασισμένη σε έρευνες αρχειακών υλικών αλλά και σε πλήθος μαρτυρίες και με όχημά της μια γραφή που σχεδόν υπνωτίζει, μεταφέρει τον αναγνώστη κοντά στον φοβερό αυτόν κόσμο. Τόσο κοντά που πιθανότατα δεν θα ΄θελε να πλησιάσει...
* Ο εφιάλτης ξεκινούσε ήδη από τη στιγμή που οι κατάδικοι στοιβάζονταν στο διαβόητο «Μακρύ τρένο» για τα στρατόπεδα.Η κρατούμενη Ελενα Γκλινκ θυμάται:«Βίαζαν κατ΄ εντολήν του “μαέστρου του τρένου”.Στη συνέχεια,στο άκουσμα της εντολής “κοντσάι μπαζάρ”- “τέλος η διασκέδαση”,ο εκάστοτε βιαστής αποτραβιόταν από το θύμα και έδινε τη θέση του στον επόμενο που ήταν κιόλας “έτοιμος”.Τις νεκρές γυναίκες τις τραβούσαν από τα πόδια και τις στοίβαζαν στο κατώφλι.Οσες ήταν ακόμη ζωντανές τις συνέφεραν ρίχνοντάς τους νερό και η σειρά άρχιζε πάλι από την αρχή.Τον Μάιο του 1951 στο Μινσκ τα πτώματα των γυναικών τα πετούσαν στη θάλασσα.Οι φρουροί δεν έμπαιναν καν στον κόπο να καταγράψουν τα ονόματα των νεκρών».
* «Ακόμα και σήμερα,μετά από τριάντα χρόνια,δεν είμαι ακόμα σε θέση να περιγράψω τη φρίκη εκείνης της πρώτης μου νύχτας στο Λεφόρτοβο» θυμάται η φινλανδή κρατούμενη Αϊνο Κουσουσίνεν.«Μέσα στο κελί μου άκουγα κάθε ήχο που ερχόταν απ΄ έξω.Κοντά στο κελί μου,όπως ανακάλυψα αργότερα, βρισκόταν το τμήμα ανακρίσεων, ένα ξεχωριστό κτίσμα το οποίο ουσιαστικά ήταν θάλαμος βασανιστηρίων. Ολόκληρη τη νύχτα άκουγα ήχους που δεν προέρχονταν από ανθρώπους και τον επαναλαμβανόμενο ήχο από μαστίγωμα.Ακόμα κι ένα ζώο σε απόγνωση που το βασανίζουν δεν θα μπορούσε να βγάζει τέτοιες φοβερές κραυγές,όπως εκείνες των θυμάτων που υπέμεναν την κακοποίηση για ώρες ατέλειωτες, μαζί με απειλές, ξυλοδαρμό και βρισιές».
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=47&artId=320047&dt=14/03/2010#ixzz0idC194RK