Ἐγὼ τώρα ἐξαπλώνω ἰσχυρὰν δεξιὰν καὶ τὴν ἄτιμον σφίγγω πλεξίδα τῶν τυράννων δολιοφρόνων . . . . καίω τῆς δεισιδαιμονίας τὸ βαρὺ βάκτρον. [Ἀν. Κάλβος]


******************************************************
****************************************************************************************************************************************
****************************************************************************************************************************************

ΑΙΘΗΡ ΜΕΝ ΨΥΧΑΣ ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ… 810 σελίδες, μεγέθους Α4.

ΑΙΘΗΡ ΜΕΝ ΨΥΧΑΣ ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ… 810 σελίδες, μεγέθους Α4.
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

****************************************************************************************************************************************

TO SALUTO LA ROMANA

TO SALUTO  LA ROMANA
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
****************************************************************************************************************************************

ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΩΝ ΓΙΓΑΝΤΩΝ

ΕΥΡΗΜΑ ΥΨΗΛΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΣΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗΝ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΟΣΟΝ ΚΑΙ ΔΙΑ ΜΙΑΝ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΘΕΜΕΛΙΩΣΙΝ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ Η ΑΝΕΥΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΜΟΜΜΙΟΠΟΙΗΜΕΝΟΥ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΟΥ ΔΑΚΤΥΛΟΥ! ΙΔΕ:
Οι γίγαντες της Αιγύπτου – Ανήκε κάποτε το δάχτυλο αυτό σε ένα «μυθικό» γίγαντα
=============================================

.

.
κλικ στην εικόνα

.

.
κλικ στην εικόνα

.

.
κλικ στην εικόνα

21 Ιουνίου 2010

Η περίπτωση της Αργεντινής και σύγκριση με Ελλάδα

Eurobank: Η περίπτωση της Αργεντινής και σύγκριση με Ελλάδα

Τις διαφορές της κρίσης που αντιμετώπισε η Αργεντινή το 2001 με την αυτή που αντιμετωπίζει η Ελλάδα εξετάζει άρθρο του οικονομικού αναλυτή της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Eurobank, Θεοδόση Σαμπανιώτη. Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, το άρθρο έχει τίτλο «Η περίπτωση της Αργεντινής. Αίτια της χρεοκοπίας του 2001 & σύγκριση με Ελλάδα.» και φιλοξενείται στο τρίτο τεύχος του πέμπτου τόμου της περιοδικής έκδοσης Οικονομία και Αγορές της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της τράπεζας.

Σύμφωνα με το άρθρο, η εμπειρία από την κρίση της Αργεντινής το 2001 έχει πολλές ομοιότητες με την σημερινή κρίση στην Ελλάδα. Πολλοί αναλυτές βλέποντας αυτές τις ομοιότητες στην πορεία των δύο οικονομιών αναμένουν και παρόμοια έκβαση. Θεωρούν δε ότι οι λύσεις που προκρίνονται για την αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος είναι παρόμοιες με τις προσπάθειες στην Αργεντινή, άρα αναποτελεσματικές και απλώς καθυστερούν το αναπόφευκτο. Δηλαδή στάση πληρωμών ή / και αναδιάρθρωση του χρέους με απώλειες για τους επενδυτές, σε συνδυασμό με έξοδο από το ευρώ και υποτίμηση. Υπάρχουν, όμως, κρίσιμες διαφορές οι οποίες κάνουν δυνατή και πιο βέβαια μια διαφορετική έκβαση για την Ελλάδα (Πίνακας 1 & 2).

Η Αργεντινή στις αρχές της δεκαετίας του 90’ αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα: δημοσιονομική απειθαρχία, χρήση νομισματικής επέκτασης για κάλυψη των ελλειμμάτων, διόγκωση χρέους και οικονομική στασιμότητα. Προκειμένου να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο εφάρμοσε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και σταθεροποίησης βασισμένου σε μια σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία.

Αρχικά οι προσπάθειες σημείωσαν σημαντική επιτυχία: ισχυρή ανάπτυξη, τιθάσευση του πληθωρισμού και μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών και εισροές κεφαλαίων. Η αποτυχία, όμως, ολοκλήρωσης των απαραίτητων διαρθρωτικών αλλαγών, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα, η δυναμική του δημοσίου χρέους, η οικονομική ύφεση και η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού προκάλεσαν κρίση εξυπηρέτησης του χρέους και τελικά την χρεοκοπία και την εγκατάλειψη της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Η τελική έκβαση, όμως δεν είναι προδιαγεγραμμένη για την Ελλάδα, καθώς υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις:

1. Η Ελλάδα συμμετέχει σε μία νομισματική ένωση.

Δεν πρόσδεσε μονομερώς το νόμισμά της σε ένα ξένο, αλλά το αντικατέστησε με το ευρώ. Η αξιοπιστία της πολιτικής διατήρησης σταθερής ισοτιμίας με το δολάριο στην Αργεντινή ήταν υπό συνεχή και αυξανόμενη αμφισβήτηση. Στην Ελλάδα η έξοδος από το ευρώ δεν είναι δυνατή νομικά, δεν μπορεί να επιβληθεί από τις αγορές και αποτελεί επιλογή με τεράστιο κόστος. Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει κερδοσκοπικές επιθέσεις στα συναλλαγματικά της διαθέσιμα και υποτιμητικές στο νόμισμά της. Επιπλέον η ΕΚΤ λειτουργεί ως lender of last resort και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι πολύ πιο ισχυρό και δεν αντιμετωπίζει κινδύνους από την ύπαρξη δύο παράλληλων νομισμάτων.

2. Ο μηχανισμός στήριξης ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ.

Η ελληνική κρίση δεν είναι μόνο ελληνική, γρήγορα αποδείχτηκε ότι υπήρχαν επιπλοκές για το σύνολο της ευρωζώνης. Η χρεοκοπία της Ελλάδας θα προκαλούσε διάχυση της κρίσης στις υπόλοιπες επίσης ευάλωτες οικονομίες του ευρωπαϊκού νότου και η ίδια η ύπαρξη του ευρώ θα ετίθετο υπό αμφισβήτηση. Η διαφορά αυτή με την Αργεντινή εκδηλώθηκε με την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης του ΔΝΤ και της ΕΕ. 


Ο ρόλος του ΔΝΤ στην Αργεντινή υπήρξε ιδιαίτερο αντικείμενο ανάλυσης και κριτικής. Η τελική αποτυχία, όμως, έθεσε υπό αμφισβήτηση το ρόλο και την αποτελεσματικότητά του. Ιδίως η αποτυχία του ως εγγυητή της επαρκούς συμμόρφωσης της χώρας στις απαιτήσεις του προγράμματος αποτελεί και λόγο ανησυχίας στην ελληνική κρίση. Η εμπειρία της Αργεντινής άλλαξε, όμως και τον τρόπο λειτουργίας του ΔΝΤ. Οι παρεμβάσεις σχεδιάζονται πλέον με τέτοιον τρόπο ώστε να καθιστούν το κόστος της χρεοκοπίας ακόμα πιο μεγάλο, λαμβάνοντας υπόψη τις αδυναμίες και τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας και ενισχύοντας τις μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές. 


Το μέγεθος δε της παρέμβασης είναι τέτοιο ώστε να δίνει χρόνο για τη εφαρμογή των απαραίτητων διαρθρωτικών αλλαγών, έστω και αν τα χρονοδιαγράμματα παραμένουν πιεστικά. Τέλος στην περίπτωση της Ελλάδας η παρακολούθηση είναι κοινή με τη Ε.Ε., η οποία συνδιαμορφώνει και το πλαίσιο λειτουργίας του μηχανισμού.

3. Σύνθεση δημοσίου χρέους.

Το ελληνικό δημόσιο χρέος Γενικής Κυβέρνησης διακρατείται, στο μεγαλύτερο μέρος του (80%), από ξένους, μειώνοντας τα κίνητρα για εξώθηση της χώρας σε χρεοκοπία. Επιπλέον, είναι σχεδόν εξολοκλήρου σε ευρώ και όχι σε ξένο νόμισμα, σε αντίθεση με την Αργεντινή όπου το 90% ήταν σε ξένο νόμισμα, καθιστώντας την εξυπηρέτησή του δύσκολη καθώς τα συναλλαγματικά αποθέματα (εξαιτίας και των χαμηλών εξαγωγικών εσόδων) δεν επαρκούσαν υπό την πίεση της ανάγκης διατήρησης της σταθερής ισοτιμίας.

4. Ισχυρό ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Στην Ελλάδα επιπλέον το τραπεζικό σύστημα είναι πολύ πιο ισχυρό, με επαρκείς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, ενώ σε αντίθεση με την Αργεντινή δεν αντιμετωπίζει συναλλαγματικό κίνδυνο και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών μπορεί να λειτουργήσει ως lender of last resort. Ο μηχανισμός στήριξης ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας, της ρευστότητας και της εποπτείας των τραπεζικών ιδρυμάτων διότι αναγνωρίζει την ευρωστία του τραπεζικού συστήματος ως κεντρική προϋπόθεση επιτυχίας.

5. Πολιτική σταθερότητα και κοινωνική συναίνεση.

Στην Αργεντινή η όλη προσπάθεια απέτυχε και λόγο της πολιτικής αστάθειας και της αδυναμίας επιβολής των αλλαγών με κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Η προσπάθεια στηρίχθηκε στον απότομο δημοσιονομικό περιορισμό που βάθυνε την ύφεση και στην δημιουργία εσωτερικής υποτίμησης με τη δημιουργία αποπληθωρισμού. Στην Ελλάδα αναγνωρίζεται ο κίνδυνος δημιουργίας βαθύτερης ύφεσης, για αυτό και το πρόγραμμα έχει μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα και επιχειρείται η τήρηση μιας ισορροπίας.

Τα προβλήματα, αν και από διαφορετική αφετηρία, είναι παρόμοια. Το πλαίσιο λειτουργίας των δύο οικονομιών, όμως, όχι. Τα μαθήματα από την περίπτωση της Αργεντινής πολύτιμα και σε μεγάλο βαθμό αξιοποιήθηκαν στην εν εξελίξει προσπάθεια στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Η τελική έκβαση εξαρτάται από τις προσπάθειες μας για αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου της ελληνικής οικονομίας και του συνολικότερου τρόπου λειτουργίας του κράτους και των πολιτών. Οι αγορές δεν μπορούν από μόνες τους να οδηγήσουν την Ελλάδα σε χρεοκοπία. Έχουμε χάρη και στη εμπειρία της Αργεντινής μια τελευταία ευκαιρία και λίγο αλλά πολύτιμο χρόνο για να εξέλθει η χώρα από την κρίση. Απαιτείται προσήλωση στο μνημόνιο συνεργασίας, σταθερές πολιτικές θέσεις και δημιουργία κλίματος κοινωνικής συναίνεσης.

Πίνακας 1.  Σύγκριση Αργεντινής –  Ελλάδας


Αργεντινή
(2001)
Ελλάδα
(2009)
ΑΕΠ (δισ. €, τρέχουσες τιμές)
299,6
237,5
ΑΕΠ (% μεταβολή, σε πραγματικές τιμές)
-4,4
-2,0
Πληθωρισμός (%)
-1,1
1,2
Ανεργία (%)
16,4
9,4
Έλλειμμα Γ.Κ. (δισ. €)
18,6
32,3
Έλλειμμα Γ.Κ. (% ΑΕΠ)
6,2
13,6
Δημόσιο Χρέος (δισ. €)
186,3
273,4
Δημόσιο Χρέος (% ΑΕΠ)
62,2
115,1
Ισοζ.Τρεχ. Συναλλαγών (% ΑΕΠ)
-1,7
-11,2
Εξωτερικό Χρέος (% ΑΕΠ)
52,2
170
REER*
31,5
18,9

*μεταβολή σε σχέση με το 1991 για την Αργεντινή, και το 2001 για την Ελλάδα
Γ.Κ.: Γενική Κυβέρνηση
REER: Real Effective Exchange Rate
Πηγή: IMF, OECD, ΕΛ.ΣΤΑΤ.

ΕΜΕΙΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΣΧΕΔΟΝ ΤΟΥΣ ΔΕΙΚΤΕΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΛΥ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΤΗΝ ΒΛΕΠΟΜΕ!!!!

Πίνακας 2. Διαφορές Αργεντινής – Ελλάδας

1. Η Ελλάδα συμμετέχει σε Νομισματική Ένωση, δεν πρόσδεσε απλώς το νόμισμά της σε ένα ξένο:
i. όχι παράλληλη κυκλοφορία δύο επίσημων νομισμάτων.
ii. Ενισχυμένη αξιοπιστία σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, καθώς η έξοδος από το ευρώ δεν είναι δυνατή νομικά, δεν μπορεί να επιβληθεί από τις αγορές και εθελουσία έξοδος αποτελεί αυτοκτονική επιλογή.
iii. Αδυναμία εκδήλωσης κερδοσκοπικών επιθέσεων στα συναλλαγματικά διαθέσιμα.

2. Στήριξη από Ε.Ε., ΕΚΤ και ΔΝΤ στα πλαίσια ισχυροποίησης της ευρωζώνης. Μηχανισμός στήριξης για αποφυγή διάχυσης της κρίσης:
i. Επαρκή χρονικά περιθώρια για πραγματοποίηση των απαραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
ii. Παρακολούθηση προόδου από κοινού ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ, αυξάνοντας την αξιοπιστία.
iii. Σχεδιασμός ώστε να ενισχυθούν οι μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές. Έμφαση όχι μόνο στα δημοσιονομικά.

3. Δημόσιο χρέος Ελλάδας σχεδόν εξολοκλήρου σε ευρώ. Δημόσιο χρέος Αργεντινής 90% σε ξένο νόμισμα. Επίσης το 80% διακρατείται από ξένους, μειώνοντας τα κίνητρα για εξώθηση της χώρας σε χρεοκοπία.

4. Ισχυρό ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

5. Στην αποτυχία της προσπάθειας της Αργεντινής συνέβαλε η πολιτική αστάθεια και η αδυναμία επιβολής των αλλαγών με κοινωνικά δίκαιο τρόπο.
 ΕΜΕΙΣ ΟΛΑ ΤΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕ ΠΟΛΥ ΡΗΧΑ!!!

Οικονομικό Βαρόμετρο- Δείκτης Καταναλωτικού Κλίματος

Οικονομικό Βαρόμετρο, Μάιος 2010 - Δείκτης Καταναλωτικού Κλίματος (CCI)

http://www.publicissue.gr/1460/cci-2010-may/

Η Μεθοδολογία του Οικονομικού Βαρόμετρου

Η μεθοδολογία υπολογισμού του δείκτη καταναλωτικού κλίματος (Consumer Climate Index -CCI)

1. Γενική περιγραφή του δείκτη
Ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος (CCI) αποτυπώνει τη γνώμη που έχουν διαμορφώσει οι καταναλωτές, σχετικά με την προσωπική τους οικονομική κατάσταση, καθώς και την οικονομική κατάσταση της χώρας. Αποτελεί μέτρο αποτύπωσης αφενός των κοινωνικών αντιλήψεων για την τρέχουσα οικονομική συγκυρία και αφετέρου της αισιοδοξίας, με την οποία οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν τις υφιστάμενες προοπτικές της προσωπικής τους οικονομικής κατάστασης, καθώς και το οικονομικό μέλλον της χώρας. Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται ένα ιδιαίτερα χρήσιμο ερευνητικό εργαλείο για την εμπειρική αποτύπωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στην οικονομία. Για τον υπολογισμό του δείκτη CCI, η Public Issue έχει υιοθετήσει τις βασικές αρχές και τη μεθοδολογία του δείκτη εμπιστοσύνης καταναλωτή του Πανεπιστημίου του Michigan (Index of Consumer Sentiment - ICS). O δείκτης του Πανεπιστημίου του Michigan αποτελεί διεθνώς τον πλέον γνωστό και μακροβιότερο δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Ο εν λόγω δείκτης κατασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1940 και, αρχικά, υπολογιζόταν σε ετήσια βάση. Το 1952 άρχισε να υπολογίζεται σε τριμηνιαία βάση, ενώ από το 1978 υπολογίζεται πλέον σε μηνιαία βάση. Σήμερα, ο δείκτης του Michigan χρησιμοποιείται, εκτός από τις ΗΠΑ και σε αρκετές άλλες χώρες, όπως πχ: ο Καναδάς, η Ρωσία, η Αυστραλία, η Αργεντινή, το Μεξικό, το Χονγκ Κονγκ κα.
2. Οι μεταβλητές του δείκτη
Ο δείκτης βασίζεται σε πέντε μεταβλητές, που αποτυπώνουν τις βασικές παραμέτρους της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και οι οποίες μετρώνται με τις ακόλουθες ερωτήσεις:
Ε1) Εκτιμήσεις για την προσωπική οικονομική κατάσταση το χρόνο που πέρασε
[Στο χρόνο που πέρασε, (τους τελευταίους 12 μήνες), η προσωπική σας οικονομική κατάσταση, έχει καλυτερέψει πολύ, έχει καλυτερέψει λίγο, έχει μείνει ή ίδια, έχει χειροτερέψει λίγο, ή έχει χειροτερέψει πολύ;]
Ε2) Προσδοκίες για την προσωπική οικονομική κατάσταση τον επόμενο χρόνο
[Στο χρόνο που έρχεται, δηλαδή στους επόμενους 12 μήνες, πιστεύετε ότι η προσωπική σας οικονομική κατάσταση θα καλυτερέψει πολύ, θα καλυτερέψει λίγο, θα μείνει ίδια, θα χειροτερέψει λίγο, ή θα χειροτερέψει πολύ;]
Ε3) Προσδοκίες για την κατάσταση της οικονομίας τον επόμενο χρόνο
[Στο χρόνο που έρχεται, δηλαδή, μέσα στους επόμενους 12 μήνες, πιστεύετε ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας θα καλυτερέψει πολύ, θα καλυτερέψει λίγο, θα μείνει ίδια, θα χειροτερέψει λίγο, ή θα χειροτερέψει πολύ;]
Ε4) Προσδοκίες για την κατάσταση της οικονομίας κατά την προσεχή 5ετία
[Στα επόμενα 5 χρόνια, πιστεύετε ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας θα καλυτερέψει πολύ, θα καλυτερέψει λίγο, θα μείνει ίδια, θα χειροτερέψει λίγο, ή θα χειροτερέψει πολύ;]
Ε5) Γενική ροπή προς αγορά οικιακών καταναλωτικών αγαθών
[Για κάποιον που θέλει να κάνει μεγάλες αγορές για το σπίτι (όπως έπιπλα, μεγάλες ηλεκτρικές συσκευές κλπ), πιστεύετε ότι είναι μία μάλλον καλή περίοδος, ούτε καλή - ούτε κακή περίοδος, ή μία μάλλον κακή περίοδος;]
3. Ο υπολογισμός του δείκτη
Για κάθε επιμέρους μεταβλητή υπολογίζεται ο σχετικός δείκτης, προσθέτοντας τη διαφορά των αρνητικών από τις θετικές απαντήσεις, στο 100. Η τιμή κάθε επιμέρους δείκτη κυμαίνεται, από 0 έως 200. Τιμή του δείκτη πάνω από το 100 σημαίνει, ότι όσοι δίνουν θετικές απαντήσεις είναι περισσότεροι από εκείνους που δίνουν αρνητικές απαντήσεις. Τιμή του δείκτη κάτω από το 100 σημαίνει, ότι όσοι δίνουν αρνητικές απαντήσεις είναι περισσότεροι από εκείνους που δίνουν θετικές απαντήσεις. Στη θεωρητική περίπτωση, κατά την οποία όλες οι απαντήσεις των ερωτώμενων είναι θετικές, ο δείκτης θα ελάμβανε την τιμή 200, ενώ εάν όλες οι απαντήσεις των ερωτώμενων ήταν αρνητικές, ο δείκτης θα ελάμβανε την τιμή 0.
Ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος (CCI) υπολογίζεται ως ο μέσος όρος των επιμέρους δεικτών των πέντε μεταβλητών. Τιμή του δείκτη μεγαλύτερη από 100 σημαίνει, ότι όσοι δείχνουν εμπιστοσύνη στην οικονομία είναι περισσότεροι από όσους δεν δείχνουν εμπιστοσύνη. Αντιστοίχως, τιμή του δείκτη μικρότερη από 100 σημαίνει, ότι όσοι δείχνουν εμπιστοσύνη στην οικονομία είναι λιγότεροι, από όσους δεν δείχνουν εμπιστοσύνη.

Η μεθοδολογία υπολογισμού των υπολοίπων δεικτών

1. Δείκτης τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας (Current Economic Conditions Index - CECI)
Η μεθοδολογία υπολογισμού του δείκτη τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας είναι παρόμοια με εκείνη του δείκτη καταναλωτικού κλίματος, με τη διαφορά ότι στην κατασκευή του δείκτη CECI συμμετέχουν μόνον οι μεταβλητές Ε1 και Ε5. Ο δείκτης αποτυπώνει τις εκτιμήσεις των καταναλωτών για την τρέχουσα οικονομική συγκυρία.
2. Δείκτης καταναλωτικών προσδοκιών (Consumer Expectations Index - CEI)
Η μεθοδολογία υπολογισμού του δείκτη καταναλωτικών προσδοκιών είναι παρόμοια με εκείνη του δείκτη καταναλωτικού κλίματος, με τη διαφορά ότι ο δείκτης CEI κατασκευάζεται μόνον από τις ερωτήσεις Ε2,Ε3,και Ε4. Ο δείκτης αποτυπώνει την αισιοδοξία, ή την απαισιοδοξία των καταναλωτών για το προσωπικό εισόδημα και την οικονομική κατάσταση της χώρας.
3. Λοιποί δείκτες του Οικονομικού Βαρόμετρου
Η μεθοδολογία υπολογισμού των υπόλοιπων δεικτών του Οικονομικού Βαρόμετρου είναι παρόμοια με τη μεθοδολογία υπολογισμού των επιμέρους δεικτών του CCI.

Οικονομικό Βαρόμετρο - Δείκτης Καταναλωτικού Κλίματος (CCI) - Μάιος 2010 / Economic Barometer - Consumer Confidence Index - (CCI) - May 2010




 

Β. Βιλιάρδος- Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Τα λάθη της Ευρώπης, η οικονομική θέση συγκεκριμένων κρατών της, τα μεγάλα προβλήματα των τραπεζών, το «τεστ κοπώσεως» των Βρυξελών, η διαφαινόμενη απειλή εξαφάνισης της μεσαίας τάξης και η αναδιάρθρωση του χρέους

Η «κατάρρευση» των χρηματοπιστωτικών αγορών το 2008, μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι, δεν επρόκειτο για μία απλή «κίνηση» του «συστήματος», για έναν ομαλά πτωτικό δηλαδή οικονομικό κύκλο, αλλά για ένα πολύ πιο σημαντικό γεγονός - με αποτέλεσμα, να παραλληλισθούν οι παγκόσμιες «αναταράξεις» με τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 (άρθρο μας: Ύφεση L; Η μορφή της κρίσης, τα αποτελέσματα της, οι πραγματικές αιτίες, η αναδιανομή εισοδημάτων, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η αναγκαιότητα μίας μερικής αποπαγκοσμιοποίησης  16/5/2009).

Με βάση λοιπόν τη συγκεκριμένη παραδοχή, οι υπεύθυνοι για τη λειτουργία του καπιταλισμού (κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες κλπ), αξιοποιώντας την εμπειρία του παρελθόντος, αφενός μεν πλημμύρισαν τις αγορές με ρευστότητα, αφετέρου ενίσχυσαν, μέσω του δημοσίου τομέα, τη ζήτηση, έτσι ώστε να αναθερμανθούν οι Οικονομίες – ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του Keynes. Δυστυχώς όμως, όπως συνήθως συμβαίνει με τα περισσότερα θέματα, τα οποία προσπαθεί να ρυθμίσει, να ελέγξει καλύτερα ο «ατελής ανθρώπινος παράγοντας», δεν δόθηκε η απαιτούμενη σημασία στον «τρίτο» συντελεστή – ο οποίος όμως είναι ο πλέον αποφασιστικός.

Έτσι, παρά το ότι ήταν γνωστό ήδη από το 1930 πως «οι τράπεζες κάνουν τη διαφορά», αφού μέσα από τη δική τους «δυσλειτουργία» εξελίχθηκε η τότε «οικονομική άπνοια» στη Μεγάλη Ύφεση, δεν ελήφθησαν τα απαραίτητα μέτρα «εξυγίανσης» τους – ιδίως από τις Η.Π.Α., οι οποίες «επιδόθηκαν» κυρίως σε νέα «τεχνάσματα», παρά στην αναζήτηση ορθολογικών λύσεων (άρθρο μας: RE-REMICS: Η εγκληματική συνταγή που σταμάτησε δραστικά την κεφαλαιακή «αιμορραγία» των τραπεζών, αύξησε ως δια μαγείας την κερδοφορία τους και τοποθέτησε ακόμη μία βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια του συστήματος.  24/11/2009).

Η ΕΥΡΩΠΗ

Ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη, η οποία απειλήθηκε κατά πολύ περισσότερο από την υπόλοιπη «δύση», τα απαιτούμενα «μέτρα» αφενός μεν καθυστέρησαν αδικαιολόγητα, αφετέρου ήταν εξαιρετικά ανεπαρκή – ενώ συνεχίζουν να είναι. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι,

(α)  οι Ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν επενδύσει μεγάλα ποσά σε ομόλογα δημοσίου, ιδιαίτερα των «ασφαλών» κρατών της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένες, στην περίπτωση που ένα κράτος αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα - όπως για παράδειγμα η Ιρλανδία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, αργότερα η Ιταλία, η Γαλλία κλπ,

(β)  εντός της Ευρώπης λειτουργεί ένας μεγάλος αριθμός μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες είναι κατά πολύ πιο εξαρτημένες από τις πιστώσεις των τραπεζών, σε σχέση με τις αμερικανικές πολυεθνικές – με αποτέλεσμα να είναι περισσότερο ευάλωτες, σε περιόδους περιορισμού της ρευστότητας (άρθρο μας: Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ : Η «πιστωτική παγίδα» είναι μία βαριά οικονομική ασθένεια, η οποία εμφανίζεται όταν μία υφιστάμενη κρίση ρευστότητας, προερχόμενη συνήθως από μία ευρύτερη οικονομική κρίση, δεν μπορεί να θεραπευτεί βραχυπρόθεσμα  10/7/2009).        

Περαιτέρω, οι κυβερνήσεις των κρατών της Ευρωζώνης, αντί να προσπαθήσουν να επιλύσουν συλλογικά τα προβλήματα τους, από κοινού δηλαδή, επέλεξαν δυστυχώς εθνικές λύσεις. Παρά το ότι η συμπεριφορά τους αυτή δεν είναι κατακριτέα (με εξαίρεση τη Γερμανία, η οποία έχει άλλες επιδιώξεις – άρθρο μας: Β! Μέρος - Πρώτος παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος: Ενδιάμεσος απολογισμός της θηριώδους μάχης στο χρηματοπιστωτικό κυβερνοχώρο!  29/3/2009), αφού είναι απολύτως κατανοητό πως είναι δύσκολο να πεισθούν οι Πολίτες μίας χώρας να «επιδοτήσουν» κάποια άλλη, δεν παύει να είναι απολύτως εσφαλμένη. Η άποψη μας αυτή, η πεποίθηση μας μάλλον, τεκμηριώνεται από το αναμφισβήτητο γεγονός της αλληλεξάρτησης (συγκοινωνούντα δοχεία) των ευρωπαϊκών χρηματαγορών – κάτι που σημαίνει ότι, είναι αδύνατον να έχουν μακροπρόθεσμα θετικό αποτέλεσμα οι οποιεσδήποτε μεμονωμένες λύσεις.

Αν μη τι άλλο λοιπόν, τουλάχιστον το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωζώνης οφείλει να αντιμετωπίζεται συλλογικά – σε καμία περίπτωση δηλαδή «εθνικά», εάν επιθυμεί κανείς να αποφύγει την ολοκληρωτική καταστροφή του (η οποία φυσικά θα παρασύρει μαζί της το σύνολο των χωρών της ΕΕ). Επομένως, πρέπει να υπάρξει ένας κοινός ευρωπαϊκός οργανισμός επίβλεψης των τραπεζών – κάτι που προβλέπεται από το καταστατικό της ΕΚΤ.

Εν τούτοις, παρά το ότι η αναγκαιότητα αυτή είναι γνωστή από σχεδόν τριάντα χρόνια τώρα, δεν έγινε απολύτως τίποτα στην πράξη – με αποτέλεσμα, η συνολική ευρωπαϊκή «κατασκευή» να είναι ουσιαστικά «εκ γενετής» ατελής. Φυσικά, οι αγορές έχουν αντιληφθεί το μεγάλο αυτό μειονέκτημα (άρθρο μας: Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ: Η μαζική επίθεση των κερδοσκόπων στην Ελλάδα, οι δέκα μεγαλύτεροι πιστωτές της, καθώς επίσης αναφορές στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία, στην Ιταλία, στη Γερμανία και στη Γαλλία  4/3/2010) – οπότε, αφενός μεν είναι «ανήσυχες», αφετέρου επιτίθενται κερδοσκοπικά, με όλα τα μέσα που διαθέτουν.

Συνεχίζοντας, αν και θα ήταν ίσως εφικτή, μέχρι πρόσφατα, η απλή επίλυση του προβλήματος, μέσω της δημιουργίας μίας ευρωπαϊκής ρυθμιστικής αρχής για την επίβλεψη των τραπεζών, σήμερα δεν αρκεί. Η Ευρώπη οφείλει να αποφασίσει επί πλέον την έκδοση Ευρωομολόγων, με στόχο την από κοινού χρηματοδότηση όλων των χωρών της Ευρωζώνης – έτσι ώστε να είναι εφικτός ο δανεισμός των ελλειμματικών χωρών, με προσιτά επιτόκια. Φυσικά, απώτερος στόχος πρέπει να είναι η πραγματική, η πολιτική δηλαδή ένωση της (άρθρο μας: ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ: Μία διακρατική, προοδευτική «φορολογική» κλίμακα, θα ήταν ίσως η ιδανική «κοινωνική» λύση για την εξομάλυνση των ανισορροπιών και την επίτευξη της ισότητας εντός της Ε.Ε.  16/10/2009), αφού διαφορετικά είναι αδύνατον να επιβιώσει.

Κατά την άποψη μας βέβαια, είναι μάλλον αργά για την Ευρώπη - όσο αφορά τουλάχιστον την διατήρηση της ανεξαρτησίας της. Δυστυχώς, δεν δόθηκε έγκαιρα η απαιτούμενη σημασία στην Ελληνική κρίση (άρθρο μας: ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΝΑ: Η Ελλάδα στο επίκεντρο της αμερικανό-ευρωπαϊκής διαμάχης, τα σφάλματα μας, οι «αλλότριες» ευθύνες και ο υπερπληθωρισμός ομολόγων, ο οποίος φαίνεται να εξελίσσεται σε μία καταστροφική πανδημία  23/1/2010), με αποτέλεσμα να «εισβάλλουν» σχεδόν ανενόχλητες οι Η.Π.Α. (ΔΝΤ) στην Ευρώπη, δια μέσου της Ελληνικής κερκόπορτας.

Σήμερα, ο πρόεδρος του «ταμείου» δεν σχεδιάζει μόνο την άλωση της Ισπανίας, αλλά εκφράζεται «κριτικά» ακόμη και για τη Γαλλία – ενδεχομένως με μελλοντικό στόχο την ίδια τη Γερμανία, η οποία δυστυχώς χαρακτηρίζεται από ένα τεράστιο έλλειμμα διακυβέρνησης, ενώ διαθέτει σχεδόν μηδενική «πολιτική ωριμότητα» (άρθρο μας: ΑΠΟΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ: Η χαμένη μάχη, το πρόβλημα της υπερχρέωσης, η επίθεση μέσω ομολόγων, η αδυναμία χρεοκοπίας των Η.Π.Α., η Ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα και η ευρηματική «επέλαση» του ΔΝΤ  15/5/2010).

Όσον αφορά τις υπόλοιπες χώρες, η Μ. Βρετανία είναι από αρκετό καιρό  χρεοκοπημένη, έχοντας συνολικό χρέος 466% του ΑΕΠ της. Απλά λοιπόν «διατηρείται τεχνητά στη ζωή» από τις Η.Π.Α., μάλλον επειδή ανήκει στον αγγλοσαξονικό καπιταλισμό - ο οποίος, μέσα από την «αποικία» του αυτή, έχει «θέση και μάτια» στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα. Το Βέλγιο τώρα, το οποίο όχι μόνο έχει υψηλό δημόσιο χρέος (30.382 € ανά κάτοικο - για σύγκριση, το αντίστοιχο μέγεθος της Ελλάδας είναι 24.280 €), αλλά και έντονο κυβερνητικό πρόβλημα, μετά τις τελευταίες εκλογές («διάσπαση» της γαλλόφωνης με τη φλαμανδική πλευρά), αποτελεί αναμφίβολα έναν «λανθάνοντα» αδύνατο κρίκο.     

Πιθανότατα η Πορτογαλία, όπως και η Ιρλανδία (συνολικό χρέος 700% του ΑΕΠ, έναντι 252% της Ελλάδας), παραμένουν στην επικαιρότητα, αν και τα «μεγέθη» τους είναι μάλλον αμελητέα για τις επιδιώξεις του ΔΝΤ – ενώ η Ιταλία, με δημόσιο χρέος περί τα 1,8 τρις €, φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα, παρατηρώντας τις κινήσεις του κ. S. Kahn, ο οποίος έχει πλέον εγκατασταθεί μόνιμα στις Βρυξέλες. Φυσικά η Ελλάδα, θεωρώντας καλοπροαίρετα ότι η κυβέρνηση της είναι αδύνατον να υπηρετεί «ανίερες συμφωνίες», έχει «παραδώσει τα όπλα», πολύ πριν εμφανισθεί ο εχθρός στις «πύλες» - σε κάθε περίπτωση χωρίς κανέναν αξεπέραστο οικονομικό λόγο, αφού τα προβλήματα μας θα μπορούσαν να είχαν επιλυθεί σχετικά εύκολα, με τη βοήθεια απλά και μόνο της έγκαιρης (2009) διάθεσης Εθνικών Ομολόγων.   

Η Γαλλία, με έλλειμμα στο 7,5% του ΑΕΠ της (2009), καθώς επίσης με δημόσιο χρέος στο 77,6% (περίπου 1,5 τρις €), δεν φαίνεται να έχει τη δυνατότητα ρεαλιστικής «συνδιοίκησης» της ΕΕ, αφού δεν μπορεί να ακολουθήσει τη Γερμανία στην ανάπτυξη – παρά το ότι η τελευταία, με δημόσιο χρέος στο 70% του ΑΕΠ της (1,7 τρις €), δεν είναι στην καλύτερη εποχή της. Η Ολλανδία βέβαια ευρίσκεται σε σχετικά καλή θέση, με δημόσιο χρέος στο 61% του ΑΕΠ της, όπως και η Αυστρία (έλλειμμα 4,7%) – αν και οι τράπεζες της είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένες στην Α. Ευρώπη. Η Φιλανδία, με δημόσιο χρέος 75 δις €, είναι ίσως στην ιδανικότερη θέση από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης - μαζί με τη Σλοβενία (40% χρέος) και τη Σλοβακία (22 δις € ή 35,2% του ΑΕΠ της).         

ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Όπως είναι γνωστό, στην αρχή εμφανίσθηκαν οι επισφάλειες στους Ισολογισμούς των τραπεζών, οι οποίες τις οδήγησαν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Ακολούθησαν σχέδια διάσωσης τους εκ μέρους των κυβερνήσεων παγκοσμίως, με στόχο να εμποδιστεί η χρεοκοπία τους - η οποία θα είχε σαν αποτέλεσμα την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Λογικό επακόλουθο, ήταν η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού των κρατών, ενώ έγινε εμφανής η τεράστια ανάγκη τους για πιστώσεις - προερχόμενη από την περαιτέρω αύξηση των ήδη υψηλών δημοσίων χρεών.

Η αύξηση των επιτοκίων, σε συνδυασμό με τη μειωμένη διάθεση ανάληψης πιστωτικών κινδύνων από τις «αγορές»,  οδήγησε κάποιες χώρες στα όρια της χρεοκοπίας (Ισλανδία, Ιρλανδία, Ελλάδα). Το γεγονός αυτό αποσταθεροποίησε σημαντικά το «σύστημα», υποχρεώνοντας τις κεντρικές τράπεζες να επέμβουν ξανά, μετά τις ενέργειες τους (2009) για την εξασφάλιση της απαιτούμενης ρευστότητας του συστήματος – σχεδιάζοντας να την απορροφήσουν πριν ακόμη δημιουργήσει προβλήματα (άρθρο μας: ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ: Όσο περισσότερο αργούν να αποσύρουν την υπερβάλλουσα ρευστότητα οι κεντρικές τράπεζες και με όσο πιο πολλά χρήματα πλημμυρίζουν τις αγορές, τόσο πιο καταστροφική θα είναι η «απάντηση του «συστήματος», διά μέσου της «κυοφορίας» νέων υπερβολών («φούσκες»)  17/11/2009).

Δυστυχώς, ο «καθοδικός σπειροειδής κύκλος» συνέχισε την πορεία του, ειδικά στην Ευρώπη, «επιστρέφοντας» στις τράπεζες, οι οποίες απειλούνται σήμερα με νέες επισφάλειες – αυτή τη φορά λόγω των κινδύνων αδυναμίας εξόφλησης των ομολόγων, εκ μέρους των κρατών, τα οποία (κράτη) δανείσθηκαν επαυξημένα για να τις διασώσουν. Η καινούργια αυτή εξέλιξη είχε σαν αποτέλεσμα την απώλεια της εμπιστοσύνης των τραπεζών μεταξύ τους - οι οποίες πλέον δεν δανείζουν η μία την άλλη, χωρίς επαρκείς εγγυήσεις, φοβούμενες να διακινδυνεύσουν τα χρήματα τους.

Αυτή τη φορά όμως, η ΕΚΤ δεν έχει τη δυνατότητα να προσφέρει λύσεις - με εξαίρεση ίσως μία μικρή διακοπή, ένα «διάλλειμα» καλύτερα στην «νομοτελειακή» εξέλιξη των γεγονότων. Ενδεχομένως για αυτόν ακριβώς το λόγο, ο κ. Trichet επέκρινε πρόσφατα τις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας - με ιδιάζουσα αυστηρότητα, καταλογίζοντας τους ευθύνες σε σχέση με τη διαχείριση της κρίσης (άρθρο μας: ΠΡΩΣΟΙ, ΓΑΛΑΤΕΣ & ΣΑΞΟΝΕΣ: Τα έξι διαφορετικά στάδια της κρίσης, οι ευρωπαϊκές ανισορροπίες, η περιορισμένη διάρκεια των νομισματικών ενώσεων, η «συνεταιριστική» νοοτροπία της Ένωσης, οι φυλετικές διαμάχες και ο Ελληνικός παράγοντας  21/3/2010).

Σε κάθε περίπτωση, οι διεθνείς χρηματαγορές δεν φαίνονται πλέον πρόθυμες να συνεχίσουν να αγοράζουν τραπεζικά ομόλογα – με αποτέλεσμα, ακόμη μία φορά, τον περιορισμό των τραπεζικών πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Το γεγονός αυτό αποτελεί φυσικά μία πολύ μεγάλη απειλή για την εύθραυστη οικονομική ανάκαμψη η οποία, εφόσον διατηρηθεί η πιστωτική στενότητα, κινδυνεύει να καταλήξει σε μία επόμενη ύφεση – πολύ πιο σοβαρή από την πρόσφατη.
Περαιτέρω, η ενδεχόμενη «παγίδα ρευστότητας» των τραπεζών, εμφανίζεται σε μία εντελώς «ακατάλληλη» χρονική στιγμή. Όπως διαπιστώνεται, τα περισσότερα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν αναχρηματοδοτήσει τις υποχρεώσεις τους εξαιρετικά βραχυπρόθεσμα - αφού μέχρι το τέλος του 2012 έχουν δανειακές ανάγκες ύψους 1,6 τρις € (πηγή: Zeit). Η κάλυψη αυτών των αναγκών τους, εν μέσω της σημερινής κρίσης, θα είναι αρκετά δύσκολη – πόσο μάλλον εάν μεσολαβήσει ενδιάμεσα κάποια αναπάντεχη χρεοκοπία μιας τράπεζας ή ενός κράτους. Επομένως, είναι εξαιρετικά πιθανόν ένα «κύμα» συγκέντρωσης στον τραπεζικό χώρο – η «απορρόφηση» δηλαδή αδύνατων ιδρυμάτων από ισχυρότερα, γεγονός που θα οδηγήσει (κατ’ αναλογία με τις Η.Π.Α.), στη δημιουργία ενός τραπεζικού ολιγοπωλίου, αρκετά επικίνδυνου για την Πολιτική και τη Δημοκρατία.  
Στην πραγματικότητα, είναι πάρα πολλοί εκείνοι οι παράγοντες, οι οποίοι τεκμηριώνουν μία «ιδιάζουσα ανασφάλεια» στη διατραπεζική αγορά. Μεταξύ αυτών, ο σημαντικότερος είναι το ότι οι τράπεζες «παρκάρουν» όλο και πιο πολλά χρήματα στην ΕΚΤ - με αποτέλεσμα τα κατατεθειμένα ποσά από τις ευρωπαϊκές τράπεζες στην ΕΚΤ (369 δις € σήμερα), να υπερβαίνουν πλέον τα αντίστοιχα ποσά, τα οποία τοποθετήθηκαν στην ΕΚΤ μετά τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, αντί να οδηγηθούν στην πραγματική Οικονομία. Φυσικά, το γεγονός αυτό είναι πολύ πιο ανησυχητικό από τότε, αφού σήμερα η ποσότητα χρήματος στις αγορές είναι αρκετά μεγαλύτερη, σε σχέση με το 2008.

Κατ’ επέκταση, παρά το ότι η ΕΚΤ προσπαθεί φιλότιμα να καθησυχάσει τις αγορές, οι κίνδυνοι κατάρρευσης του συστήματος παραμένουν σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα. Οι φόβοι αυτοί ενδεχομένως να επιβεβαιώνονται τόσο από την πρόσφατη «στάση» της Ρωσίας, η οποία φαίνεται πλέον να επιθυμεί τη συμμετοχή της στις ευρωπαϊκές διαδικασίες, όσο και από αυτήν της Κίνας – η οποία ανακοίνωσε την ελεύθερη διακύμανση της ισοτιμίας του νομίσματος της απέναντι στο δολάριο, αμέσως μετά τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι εξαγωγές της (σε κάποιο βαθμό, λόγω της πτώσης της τιμής του Ευρώ).     

ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΤΕΣΤ ΚΟΠΩΣΕΩΣ

Τα «stress tests» των τραπεζών είναι εξτρεμιστικά σενάρια, τα οποία αποσκοπούν στην έγκαιρη διαπίστωση ενδεχομένων κινδύνων χρεοκοπίας, εάν μεσολαβήσουν ιδιαίτερα επικίνδυνες συνθήκες. Στην περίπτωση που ένα τραπεζικό ίδρυμα δεν «περάσει» με επιτυχία τα τεστ, δεν σημαίνει βέβαια ότι κινδυνεύει άμεσα να πτωχεύσει. Εν τούτοις, είναι πολύ δύσκολο να το εξηγήσει κανείς δημόσια στους Πολίτες, οι οποίοι πιθανότατα, σε μία τέτοια περίπτωση, θα καταλαμβάνονταν από πανικό, αποσύροντας μαζικά τα χρήματα τους.
Παρά το ότι λοιπόν η ευρωπαϊκή επιτροπή παρακολούθησης των τραπεζών διενεργεί ήδη τεστ σε μεγάλες τράπεζες, η Κομισιόν δεν φαίνεται πρόθυμη να δώσει στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα της έρευνας - προτιμώντας την κοινοποίηση τους στους υπευθύνους των κρατών-μελών της ΕΕ, σε μία ειδική συνάντηση, η οποία θα πραγματοποιηθεί στα τέλη του Ιουνίου.  Πόσο μάλλον όταν η ΕΚΤ υπολογίζει ότι, μέχρι τα τέλη του 2011, οι τράπεζες θα πρέπει να «αποσβέσουν» επί πλέον 195 δις € επισφάλειες από τους Ισολογισμούς τους.
Εν τούτοις η Ισπανία, πιεζόμενη από την κοινή γνώμη, η οποία δεν εμπιστεύεται τις τράπεζες της λόγω των τεράστιων προβλημάτων της Οικονομίας της (σύμφωνα με τον P. Krugman  «Η πραγματική εστία της πυρκαγιάς στην Ευρωζώνη δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η Ισπανία»), επιθυμεί την δημοσίευση των αποτελεσμάτων του τεστ. Παραδόξως όμως, η χώρα που κυρίως αντιδρά στην «απαίτηση» αυτή για διαφάνεια, η οποία αποσκοπεί στον καθησυχασμό της κοινής γνώμης (κατά το παράδειγμα των Η.Π.Α. το 2009), είναι η Γερμανία. Η αιτία είναι προφανώς η πολύ δυσμενής εικόνα των γερμανικών ομοσπονδιακών τραπεζών (Landesbanken), μερικές από τις οποίες ευρίσκονται πραγματικά στα όρια της χρεοκοπίας.

Ίσως εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, οι εταιρείες αξιολόγησης θεωρούν δεδομένη τη βοήθεια των τραπεζών από τα κράτη, σε περιόδους κρίσεων, αξιολογώντας τις τράπεζες με αυτήν την προϋπόθεση. Εάν κάτι τέτοιο δεν θεωρούταν δεδομένο, τότε η βαθμολογία σχεδόν του συνόλου των τραπεζών, από τις εταιρείες αξιολόγησης, θα ήταν κατά πολύ χαμηλότερη. Ακριβώς για το λόγο αυτό, όταν υποτιμάται η πιστοληπτική ικανότητα ενός κράτους, ακολουθεί αμέσως μετά η αντίστοιχη υποτίμηση των τραπεζών του. 

Συνεχίζοντας στη Γερμανία, το γεγονός ότι οι τράπεζες της είναι οικονομικά πάρα πολύ αδύνατες, εάν αντιμετωπισθούν ανεξάρτητα από τη χώρα, εάν δηλαδή αποδεχθούμε ότι το γερμανικό δημόσιο δεν θα συμμετείχε σε ενδεχόμενη διάσωση τους, τεκμηριώνεται από την τεράστια εξάρτηση τους από τις χρηματαγορές. Τόσο οι τράπεζες των ομοσπονδιακών κρατιδίων, όσο και οι «κτηματικές» (αυτές του κλάδου του ενυπόθηκου δανεισμού ακινήτων), χρηματοδοτούνται κυρίως μέσω δανείων και ομολόγων – όχι από τις καταθέσεις των πελατών τους, οι οποίες είναι πολύ χαμηλές.  
Εκτός αυτού, οι γερμανικές τράπεζες έχουν επηρεασθεί σε μεγάλο βαθμό από την κρίση των ελλειμματικών χωρών της Ευρώπης αφού, σύμφωνα με την τράπεζα διεθνών διακανονισμών, έχουν δανείσει το συνολικό ποσόν των 465 δις $ στις Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία και Πορτογαλία. Μόνο η Γαλλία είναι σε μεγαλύτερο βαθμό εκτεθειμένη, έχοντας προσφέρει πιστώσεις στις ίδιες χώρες, ύψους 493 δις $ (οι δύο αυτές χώρες μαζί, έχουν δανείσει το 60% των χρημάτων, τα οποία οφείλονται από τις χώρες της Ευρωζώνης στις τράπεζες).     
Τα τρομακτικά επακόλουθα μίας ενδεχόμενης αναδιάρθρωσης χρεών, εκ μέρους κάποιων αδύναμων χωρών της Ευρωζώνης, διαπιστώνονται από την έκθεση της τράπεζας διεθνών διακανονισμών. Για παράδειγμα, οι συνολικές πιστώσεις, τις οποίες έχουν δώσει οι βελγικές, οι γαλλικές και οι γερμανικές τράπεζες στο ισπανικό δημόσιο, με ημερομηνία τα τέλη του 2009, αποτελούν το 12,1% των πραγματικών κεφαλαίων τους – στην Ελλάδα το 8,3% και στην Πορτογαλία το 5%.    
Περαιτέρω, όσον αφορά τις ισπανικές τράπεζες, θεωρείται ότι τουλάχιστον 45 «ταμιευτήρια» απειλούνται με υψηλές «αποσβέσεις» επισφαλειών, προερχομένων από ενυπόθηκα δάνεια. Στην περίπτωση δε που αποδυναμωθούν ευρύτερα μέρη του τραπεζικού συστήματος της χώρας, η κατάσταση θα γίνε δραματική - ενώ μόνο η επέμβαση του δημοσίου θα μπορούσε να αποβεί σωτήρια. Ενδεχομένως τότε όμως να απαιτούταν η βοήθεια του ΔΝΤ, κατά το «πρότυπο» της Ελλάδας.
Η κεντρική τράπεζα της Ισπανίας υπολογίζει ότι, οι συνολικές επισφάλειες στους Ισολογισμούς των τραπεζών ανέρχονται στα 166 δις € (στο 18% περίπου του ΑΕΠ της χώρας), από τα οποία έχουν ήδη αποσβεσθεί μόλις 43 δις €. Τέλος, οι απαιτήσεις της Γερμανίας απέναντι στους ιδιώτες και τα ιδρύματα της Ισπανίας ήταν (2009) 202 δις $ - από τα οποία τα 109 δις $ αφορούσαν τις τράπεζες.     
Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε δικαιολογημένο το φόβο των τραπεζών, σε σχέση με τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων των stress test, αφού ο κίνδυνος να ξεσπάσει πανικός στις αγορές δεν είναι καθόλου αμελητέος. Μέχρι σήμερα έχουν εισπράξει τεράστια ποσά από τους φορολογουμένους, για την αντιμετώπιση της κρίσης, για τα οποία δεν έχουν ακόμη «απολογηθεί». Εάν τυχόν αποδειχθεί ότι μεγάλο μέρος από αυτά έχει δαπανηθεί ανεπιτυχώς, πόσο μάλλον εάν υπάρξει θέμα επόμενης ενίσχυσης τους, θα είναι πολύ δύσκολο να αποφύγουν το μοιραίο.   

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

Όπως έχουμε τεκμηριώσει επανειλημμένα, η Ελλάδα ευρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση από αρκετές άλλες δυτικές οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας (άρθρο μας: ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ: Τα κύρια μειονεκτήματα της Ελλάδας, τα τεράστια πλεονεκτήματα της, το συνολικό χρέος επιλεγμένων χωρών, η καταλυτική σημασία του, η ανάγκη ύπαρξης κρατικών ισολογισμών και η ελληνική ιδιαιτερότητα  17/6/2010).

Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε σκόπιμη την αναφορά σε μερικά ακόμη μεγέθη της Γερμανίας τα οποία, αφενός μεν αποδεικνύουν ξανά το γεγονός, αφετέρου διαγράφουν τον επόμενο μεγάλο προβληματισμό της Ευρώπης: την απειλή εξαφάνισης της μεσαίας τάξης, του συνεκτικού κρίκου μεταξύ της ανώτερης και της κατώτερης, η οποία, κατά την άποψη μας, θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα για όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Έτσι στη Γερμανία, κατά τη διάρκεια του πρώτου τετραμήνου, χρεοκόπησαν 8.230 εταιρείες – 6,7% περισσότερες από το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2009.  Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία της χώρας, η κρίση αποδεικνύεται καταστροφική για τις μικρές κυρίως εταιρείες, αφού το έτος 2009 χρεοκόπησαν συνολικά 33.000 επιχειρήσεις – 11,6% περισσότερες από το 2008.

Την ίδια στιγμή, όλο και περισσότεροι Γερμανοί ιδιώτες δηλώνουν επίσημα αδυναμία πληρωμών. Ο αριθμός τους το Μάρτιο του 2010 ανήλθε στις 10.339 – 18,1% περισσότεροι από τον αντίστοιχο μήνα του 2009, παρά το ότι η Οικονομία της χώρας αναπτύσσεται ξανά, με κέντρο βάρους τις εξαγωγές (φθηνό ευρώ). Στο πρώτο τετράμηνο, ο αριθμός των ιδιωτών που δήλωσαν χρεοκοπία ήταν 27.236 – αύξηση 13% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.    
Γνωρίζοντας ότι η Γερμανία δεν αποτελεί εξαίρεση, αφού το ίδιο συμβαίνει και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, θεωρούμε ότι υποδηλώνει ξεκάθαρα μία τάση της εποχής, η οποία προέρχεται από την «επέλαση» του μονοπωλιακού καπιταλισμού στην ΕΕ. Η τάση αυτή, εάν δεν εμποδιστεί, πόσο μάλλον εάν ενισχυθεί από την (εγκληματική) έλευση του ΔΝΤ, θα προκαλέσει τεράστιες κοινωνικές αναταραχές στην Ευρώπη - αφού πολύ δύσκολα οι Πολίτες της θα ανεχθούν τη «γκετοποίηση», πόσο μάλλον την εξαθλίωση μεγάλων κοινωνικών ομάδων, κατά το δυστυχές «παράδειγμα» των Η.Π.Α.   

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΧΡΕΩΣΗΣ

Έχοντας την άποψη ότι, η ενδεχόμενη επιστροφή της κρίσης, ξανά μέσα από το «μονοπάτι» των τραπεζών, θα είναι πολλαπλάσια καταστροφική, θεωρούμε σκόπιμη την αναφορά μας στη διαχείριση της υπερχρέωσης – την απολύτως τελευταία, προφανώς επώδυνη και καταναγκαστική επιλογή μίας χώρας, η κυβέρνηση της οποίας δεν κατάφερε να λειτουργήσει σωστά, αποφεύγοντας το μοιραίο.
Είναι γνωστό το ότι, εάν ένα κράτος υπερχρεωθεί κινδυνεύει, μεταξύ άλλων, να οδηγηθεί σε μία τεράστιας έκτασης κρίση του κλάδου των ακινήτων, η οποία «πυροδοτεί» αμέσως μετά μία τραπεζική (δίδυμες κρίσεις) - από την οποία είναι σχεδόν αδύνατον να ξεφύγει, στηριζόμενο αποκλειστικά και μόνο στις δικές του δυνάμεις. Φυσικά, θεωρείται προτιμότερη για το ίδιο η αποφυγή του ΔΝΤ, αφού αφενός μεν μπορεί μόνο του να εφαρμόσει τις μεθόδους του, αφετέρου το ΔΝΤ δεν εγγυάται την αποφυγή της χρεοκοπίας. 

Έτσι, μοναδική ουσιαστικά επιλογή του, πριν ακόμη συμβεί η «δίδυμη κρίση», είναι  η «αναδιάρθρωση» του χρέους του – δηλαδή, η «απόσβεση» ενός ποσοστού του, εκ μέρους των πιστωτών του. Πόσο μάλλον όταν, οι αιτίες της υπερχρέωσης του, είναι η διαφθορά και ο χρηματισμός των πολιτικών του, εκ μέρους των εκάστοτε πολυεθνικών. Φυσικά, τη μεγαλύτερη ευθύνη από όλους τους άλλους έχουν πάντοτε οι Πολίτες του (άρθρο μας: ΤΟ ΡΕΚΒΙΕΜ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ: Ο καταμερισμός των ευθυνών της συνθηκολόγησης στους Έλληνες Πολίτες, στους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, στις κυβερνήσεις, στους κερδοσκόπους και στην ΕΕ  25/4/2010).            

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αναδιάρθρωσης χρέους αποτελεί η Γερμανία η οποία, μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα τεράστιο δημόσιο χρέος - το οποίο προερχόταν τόσο από την περίοδο προ του πολέμου, όσο και από το κόστος του (δεν αναφερόμαστε στις πολεμικές επανορθώσεις, αλλά κυρίως στο κανονικό δημόσιο χρέος). Η χώρα δεν θα κατάφερνε ποτέ να ανακάμψει, πόσο μάλλον να αποπληρώσει το χρέος της, όσο και αν προσπαθούσε.

Τα γεγονότα όμως λειτούργησαν υπέρ της, όταν ξεκίνησε η περίοδος του ψυχρού πολέμου, στην οποία δεν μπορούσε παρά να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο, με βάση την «καίρια» θέση της στο «χάρτη» Ανατολής-Δύσης. Η Δ. Γερμανία τότε. όφειλε να αναπτυχθεί οικονομικά το συντομότερο δυνατόν, σύμφωνα με τα σχέδια των Η.Π.Α., έτσι ώστε να ενταχθεί άμεσα στη «δύση». Για να μπορέσει όμως να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να μειωθεί το χρέος της, ιδιωτικό και δημόσιο, το οποίο ήταν κυρίως απέναντι στις Η.Π.Α.(3,2 δις $) και τη Μ. Βρετανία (202 εκ. στερλίνες) – τεράστια ποσά για εκείνη την εποχή.           

Η διαπραγμάτευση των χρεών έλαβε χώρα στο Λονδίνο (1952/53), όπου συμμετείχαν αντιπρόσωποι της Γερμανίας, καθώς επίσης όλων των χωρών-δανειστών της. Ο τότε καγκελάριος της Γερμανίας, ο ικανότατος K.Adenauer, είχε τοποθετήσει τον διεθνώς έμπειρο και πασίγνωστο τραπεζίτη H.Abs διευθυντή της διαπραγματευτικής ομάδας της Γερμανίας. Η πρώτη προσφορά του τραπεζίτη ήταν ύψους 500 εκ. ΓΜ ετησίως, για τόκους και χρεολύσια – ένα εξαιρετικά χαμηλό ποσόν, το οποίο είχε τεκμηριωθεί από τη μεγάλη φτώχεια που επικρατούσε στη χώρα μετά τον πόλεμο. 

Παρά το ότι οι διαπραγματεύσεις κινδύνευαν να αποτύχουν εντελώς, λόγω του πολύ χαμηλού ποσού της ετήσιας δόσης, ο γερμανός τραπεζίτης παρέμεινε άκαμπτος στη θέση του. Έτσι κατάφερε, κατόπιν συνεχών διαβουλεύσεων με όλους τους πιστωτές της Γερμανίας, να αποσβεσθεί εντελώς από τους πιστωτές το 35% των τόκων (εξόφληση του υπόλοιπου 65% σε 25 χρόνια), τα χρεολύσια να ανέλθουν σε 750 εκ. Μάρκα ετησίως (για 5 χρόνια), να «αποσβέσουν» οι Η.Π.Α. περίπου 2 δις $ κλπ.
Σε γενικές γραμμές, οι χώρες-πιστωτές της Γερμανίας τότε «ζημιώθηκαν» με την απόσβεση του 60% των απαιτήσεων τους – μία πολύ μεγάλη επιτυχία του καγκελαρίου, η οποία ουσιαστικά έθεσε τις βάσεις της μετέπειτα ανάπτυξης της χώρας του. Έτσι, η διαπραγματευτική ικανότητα μίας κυβέρνησης, η οποία κατανοούσε απόλυτα τα πλεονεκτήματα της, ενώ ταυτόχρονα γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε να αποπληρώσει ποτέ το χρέος της, χωρίς να εξαθλιωθεί ο λαός της μία για πάντα, βοήθησε τη Γερμανία αφενός μεν να μη χρεοκοπήσει, αφετέρου να αντικρύσει ξανά με αισιοδοξία το μέλλον. Άλλωστε, στη Γερμανία επίσης, το χρέος οφειλόταν στους πολιτικούς (ναζιστική κυβέρνηση) οι οποίοι, χωρίς να ενδιαφερθούν για τους Πολίτες τους, οδήγησαν τη χώρα στην καταστροφή.  

Ολοκληρώνοντας το κείμενο μας, επιθυμούμε να τονίσουμε ακόμη μία φορά ότι, η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο αναδιάρθρωσης του χρέους της – πόσο μάλλον να χρεοκοπήσει. Ευρίσκεται σε καλύτερη θέση από όλες σχεδόν τις ανεπτυγμένες χώρες (ειδικά εάν εξοφλούσε έντιμα η Γερμανία τις τεράστιες οφειλές της απέναντι μας), ενώ έχει τη δυνατότητα να αναδειχθεί στην ωραιότερη, στην πλουσιότερη και στην πιο πολιτισμένη χώρα του πλανήτη.
Εάν τυχόν οδηγηθεί στην αυτοκτονία, με τη συμμετοχή του ΔΝΤ (γεγονός που ενδεχομένως να συμβεί εάν δεν εκδιωχθεί άμεσα, πριν από το Φθινόπωρο δηλαδή, το σκοτεινό «ταμείο» - η «σκιώδης» κυβέρνηση καλύτερα), ο μοναδικός, ο αποκλειστικός καλύτερα υπεύθυνος του «εγκλήματος», θα είναι η σημερινή, ευρύτερη πολιτική ηγεσία – η οποία είναι υποχρεωμένη να οδηγήσει την Ελλάδα στην έξοδο από την κρίση, χωρίς καν να σκεφθεί την αποφυγή ή το «μετριασμό» των ευθυνών της, με τη βοήθεια εκλογών.   

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)--Αθήνα, 20. Ιουνίου 2010