Μπαράζ λουκέτων και μεγάλες ανατροπές στη δομή της ελληνικής οικονομίας
Ωρα μηδέν για μικρομεσαίες επιχειρήσεις
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΥΛΕΡΕΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΙΝΤΙΚΑΚΗΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010
H χρηματοπιστωτική κρίση στη χώρα που έκλεισε τη στρόφιγγα των δανείων από τις τράπεζες και τα σκληρά μέτρα λιτότητας που συρρίκνωσαν δραματικά τον τζίρο στην αγορά, έχουν φέρει σε απόγνωση τη μικρομεσαία επιχείρηση. Ο «θάνατος του εμποράκου» φαίνεται να επιταχύνεται από τις ραγδαίες αυτές εξελίξεις που πλήττουν, βέβαια, το σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου αλλά χτυπούν περισσότερο τη μικρομεσαία τάξη επιχειρηματιών που δεν μπορούν να αντέξουν τον αυξημένο ανταγωνισμό για μία πίτα όλο και μικρότερη.Το σκηνικό στην πραγματική οικονομία της χώρας έχει πάρει ήδη διαστάσεις δραματικές, με τα λουκέτα να διαδέχονται το ένα το άλλο και πολλά πρώην «αφεντικά» να αλλάζουν κοινωνική τάξη. Από επιχειρηματίες γίνονται μισθωτοί ή άνεργοι προκαλώντας, εκτός των άλλων, μεγάλες ανατροπές στην ίδια τη δομή της ελληνικής οικονομίας.
Ηδη η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, όπως αποκαλούν χρόνια τώρα οι πολιτικοί όλων των παρατάξεων τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν το 96% του συνόλου των ελληνικών επιχειρήσεων, άρχισε να ραγίζει.
Το ανησυχητικό είναι ότι οι μικρές αυτές επιχειρήσεις απασχολούν πολύ περισσότερο προσωπικό (58% του συνόλου στη χώρα) απ΄ ό,τι η αντίστοιχη μέση ευρωπαϊκή (30%) και, επομένως, το πλήγμα από τα απανωτά λουκέτα για την απασχόληση και την οικονομία στην Ελλάδα είναι ισχυρότερο από όσο αλλού.
«Από τον Σεπτέμβριο του 2009 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2010 υπολογίζουμε ότι έχουν κλείσει 25.000 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, με τους ανθρώπους αυτούς να έχουν γίνει είτε υπάλληλοι είτε άνεργοι», λέει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Ελλάδος, Δημήτρης Ασημακόπουλος, θεωρώντας βέβαιο ότι, αργά ή γρήγορα, θα πυροδοτηθούν σοβαρές κοινωνικές εντάσεις.
«Ενας εργοδότης που βάζει λουκέτο στο κατάστημά του βρίσκεται σε χειρότερη θέση από ό,τι ένας εργαζόμενος, γιατί είναι ένας άνθρωπος με πολλά χρέη και κανένα επίδομα ανεργίας. Αρα, η θέση του είναι εξαιρετικά πιο δύσκολη και ουδείς έχει σκεφτεί να προβλεφθεί και γι΄ αυτούς τους ανθρώπους ένα δίχτυ ασφάλειας. Ευτυχώς που στο νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο πέρασε τελικά η πρότασή μας να καθιερωθεί υγειονομική περίθαλψη για δύο χρόνια σε εργοδότες των οποίων η επιχείρηση έκλεισε. Θα πρέπει, όμως, να δημιουργηθεί και ένας ειδικός λογαριασμός για το επίδομα», λέει χαρακτηριστικά. Να σημειωθεί ότι με βάση στοιχεία της Εurostat και εκτιμήσεις, το 2008 στην Ελλάδα είχαμε 846.000 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, από βιοτεχνίες μέχρι εμπορικές (σήμερα εκτιμώνται κοντά στις 800.000) που έδιναν δουλειά σε σχεδόν 2 εκατ. εργαζόμενους αλλά που συνεχώς βαίνουν μειούμενες.
«Αναγκαστική κίνηση η μείωση του προσωπικού»
«Είμαι 35 χρόνια στον χώρο του αυτοκίνητου. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι πρωτοφανές. Δεν μπαίνει άνθρωπος στο κατάστημα, γεγονός που αναγκάζει τον επιχειρηματία του κλάδου να προβεί σε αναγκαστικές κινήσεις μείωσης του προσωπικού, προκειμένου να μπορέσει να κρατηθεί στην αγορά, αφού τα έσοδα δεν επαρκούν για να καλύψουν τα έξοδα. Τον Ιούλιο οι πωλήσεις μας ήταν μειωμένες κατά 64% έναντι του ίδιου μήνα πέρσι, και τον Αύγουστο κατά 74%. Το κράτος αντί να εισπράττει, χάνει έσοδα αφού όσο πέφτουν οι πωλήσεις μας άλλο τόσο πέφτει ο τζίρος σε ανταλλακτικά, συνεργεία, κ.ο.κ.
Ως λύση εγώ βλέπω ότι από τη στιγμή που μια αντιπροσωπεία ούτως ή άλλως σήμερα προχωρεί σε εκπτωτικές πολιτικές, θα μπορούσε να έρθει σε συνεννόηση με την Πολιτεία προκειμένου η τελευταία να διαθέσει τα εν λόγω ποσά σε όσους αποσύρουν τα αυτοκίνητά τους. Τα προς απόσυρση αυτοκίνητα υπάρχουν: Επειδή τα υψηλά τέλη καθιστούν ασύμφορη τη κυκλοφορία τους, έχουν κατατεθεί στις εφορίες περί τις 280.000 πινακίδες παλαιών οχημάτων. Πρέπει παράλληλα να αρχίσουν να εκταμιεύουν δάνεια και οι τράπεζες. Διαφορετικά τα λουκέτα θα συνεχίσουν να αυξάνονται. Μέχρι σήμερα έχουν κλείσει 2.000 επιχειρήσεις στον κλάδο του αυτοκινήτου, και μαζί μ΄ αυτούς έχουν βγει στην ανεργία χιλιάδες υπάλληλοι», λέει ο Αντώνης Λαμπρινούδης, επίσημος έμπορος της Ηyundai.
«Τρώμε από το λίπος μας»
«Σήμερα οι παραγωγικές επιχειρήσεις τρώνε από το λίπος τους, όσες δεν έχουν είναι καταδικασμένες. Το πρόβλημα για μια επιχείρηση δεν είναι μόνο να πουλήσει αλλά να μπορεί να εισπράττει πίσω τα ποσά. Και στην τωρινή συγκυρία έχουν τριπλασιαστεί οι καθυστερήσεις πληρωμών μέσα σε έναν χρόνο. Εκεί όπου πέρσι είχαμε για παράδειγμα δύο πελάτες σε καθυστέρηση, φέτος έχουμε έξι. Αρα εκτός από μια μείωση πωλήσεων της τάξης του 15% σε σχέση με πέρσι, επιβαρυνόμαστε και με τον κίνδυνο να μην εισπράξουμε τον ΦΠΑ, τον οποίο όμως αποδίδουμε κανονικά. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, έχουμε αναγκαστεί να κόψουμε κάποιους από τους πελάτες μας, δηλαδή καταστήματα λιανικής. Κάνουμε επίσης μια στροφή για να τοποθετηθούμε σε ξένες αγορές, στην Ευρώπη και στην Ασία. Και αν δεν είχαμε ένα προϊόν, που ας το πούμε έχει σταθερή προστιθέμενη αξία, και είναι επώνυμο, δεν θα είχαμε παραμείνει στον χώρο. Αν πάντως δεν βρεθεί ένας τρόπος να μειωθεί το κόστος εργασίας, που σε μια δεκαετία αυξήθηκε κατά 76%, τα προβλήματα θα είναι ακόμη μεγαλύτερα.
Συμφωνώ με την τοποθέτηση που έχει κάνει ο υπουργός Εργασίας για μείωση των εισφορών προς το ΙΚΑ», λέει ο κ. Λάζαρος Δραγογιάννης, που έχει την βιομηχανία πλεκτών Ιστός ΑΒΕΕ.
«Με ένστικτο αυτοσυντήρησης κι όχι με τους κανόνες του εμπορίου»
«Το ανδρικό ρούχο έχει σοβαρό πρόβλημα, καθώς ο άνδρας είναι το τελευταίο μέλος της οικογένειας που θα νοιαστεί να αγοράσει ρούχα σε περίοδο κρίσης. Εχουμε μείωση πάνω από 10% σε επίπεδο τζίρου σε σχέση με πέρσι, και χονδρικά κατά 20% από τα επίπεδα του 2008. Κάπως μάς βοήθησαν οι θερινές εκπτώσεις, αλλά οι ημέρες που προηγήθηκαν ήταν εντελώς νεκρές. Επιχειρούμε να παντρέψουμε, αφενός το γεγονός ότι πρέπει να ρίξουμε τις τιμές μας και, αφετέρου, την αυξημένη φορολογία λόγω ΦΠΑ. Διαχειριζόμαστε δηλαδή απλά μια κατάσταση με ένστικτο αυτοσυντήρησης κι όχι με κανόνες εμπορίου.
Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, μικρότερες παραγγελίες κατά 25% για το επόμενο καλοκαίρι. Σκεφτείτε ότι φέτος είχαμε για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια κλείσιμο καταστημάτων από τους εμπόρους, με αφορμή την κατάθεση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου. Σε κάθε περίπτωση, για εμάς η μείωση του προσωπικού αποτελεί κόκκινη γραμμή, γιατί θεωρούμε ότι χωρίς εργαζόμενους δεν θα έχουμε και καταναλωτές», λέει ο Παύλος Πολιτάκης, ιδιοκτήτης καταστήματος ένδυσης στον Πειραιά.
«Θηλιά» η έλλειψη ρευστότητας
Με την οικονομική ύφεση και τα αλλεπάλληλα μέτρα αντιμετώπισης των δημοσιονομικών αδιεξόδων της χώρας να έχουν ρίξει κατακόρυφα την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών η ελληνική επιχείρηση και ιδιαίτερα η μικρή ψάχνει με το κιάλι για να βρει πελάτες. Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο δραματικό για τη μικρομεσαία επιχείρηση η οποία έχει σχεδόν αποκλειστεί από τον τραπεζικό δανεισμό καθώς οι τράπεζες αποφεύγουν να ρισκάρουν το ενδεχόμενο και νέων επισφαλειών.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών που έγινε σε δείγμα 523 επιχειρήσεων, το 86% από αυτές δήλωσε ότι αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας, το 89% ότι αντιμετωπίζουν πρόβλημα πρόσβασης στην τραπεζική χρηματοδότηση, το 93% ότι έχουν πτώση κύκλου εργασιών και το 91% ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα στην αποπληρωμή οφειλών πελατών τους προς την επιχείρησή τους.
Στηριζόμενος στα ευρήματα της έρευνας αυτής αλλά και στις καθημερινές επαφές του με εκπροσώπους μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος δηλώνει στα «ΝΕΑ» ότι «για τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων της χώρας δεν φταίει μόνον η οικονομική ύφεση που πλήττει την αγορά αλλά και η αδυναμία των επιχειρήσεων να χρηματοδοτηθούν από τις τράπεζες, καθώς και να επωφεληθούν από τα κοινοτικά προγράμματα». Ταυτόχρονα, επισημαίνει ότι «επειδή το τραπεζικό σύστημα της χώρας είναι αποκλεισμένο από τις διεθνείς αγορές χρήματος αδυνατεί να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στις ιδιωτικές επιχειρήσεις». Βεβαίως σε περιόδους ακραίων οικονομικών φαινομένων υποφέρουν και οι μεγάλες επιχειρήσεις, από τις οποίες ουκ ολίγες αντιμετωπίζονται επίσης με δυσπιστία από το τραπεζικό σύστημα της χώρας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση μεγάλης ελληνικής αλυσίδας που δραστηριοποιείται στον χώρο των καλλυντικών και η οποία παρά τον σχεδόν μηδενικό τραπεζικό δανεισμό της πήρε αρνητική απάντηση στο αίτημά της να της χορηγηθεί δάνειο για κεφάλαια κίνησης.
ΑΡΘΡΑ
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΡΔΑ , Του ΔΙΟΝΥΣΗ ΧΙΟΝΗ
Απουσιάζει η έξυπνη πολιτική στήριξης των μικρομεσαίων
Στα υπόλοιπα 26 κράτη- μέλη της Ε.Ε. υπάρχει μια σωρεία μέτρων υπέρ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων χρήσιμων για κάθε μικρή επιχείρηση, όχι όμως και σε μάς. Αυτά αφορούν, εκτός των άλλων, ακόμη και τους τρόπους διαδοχής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τους πατεράδες στα παιδιά τους ή μια επιθετική πολιτική εξωστρέφειας με έξυπνα και όχι απαραίτητα δαπανηρά μέτρα, όπως προκύπτει από μελέτη της Ε.Ε. του 2004. Τέτοιες λύσεις απουσιάζουν από τη δική μας πολιτική υπέρ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που επικεντρώνει την προσοχή της σε παραδοσιακές ενισχύσεις, αλλά όχι στην κοινωνία της γνώσης.
Πάρτε για παράδειγμα την Ιρλανδία: Επιχορηγεί το μίσθωμα κατά την έναρξη επιλεγμένων δραστηριοτήτων ανά περιοχή και ανά δραστηριότητα, κατά 100% τον πρώτο χρόνο, 60% τον δεύτερο, και κατά 20%-25% τον τρίτο, τέταρτο και πέμπτο. Υπάρχει μια προϋπόθεση: η υποστήριξη της εθνοτικής γλώσσας, π.χ. της ιρλανδικής, στον εργασιακό χώρο.
Αλλα μέτρα σε ευρωπαϊκές χώρες είναι η ενίσχυση της υπεργολαβίας ανάμεσα σε μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, η συμμετοχή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις κρατικές προμήθειες, προγράμματα ενίσχυσης για πρόσληψη εμπειρογνωμόνων για ανάπτυξη εξαγωγών, η δημιουργία μιας δεξαμενής με ένα σύνολο εμπειρογνωμόνων σε ειδικά θέματα (δικηγόρων, λογιστών, συμβούλων επιχειρήσεων) που ψάχνουν για διαδόχους σε οικογενειακές επιχειρήσεις, εκτός των μελών της οικογένειας, κ.ο.κ.
Επίσης, σημαντικά είναι και τα φορολογικά κίνητρα μαζί με ειδικά προγράμματα για συνέχιση της οικογενειακής εταιρείας που ισχύουν σε αρκετές χώρες. Στην Αυστρία παρέχεται προετοιμασία για διαδοχή στις οικογενειακές επιχειρήσεις, ενώ στη Γαλλία έχει δημιουργηθεί ένας θεσμός, ένα είδος Λέσχης με μέλη όλους τους ενδιαφερόμενους, πρώην ιδιοκτήτες μικρομεσαίων επιχειρήσεων αλλά και μελλοντικούς αγοραστές.
Τέλος, υπάρχουν προγράμματα με σκοπό τη δημιουργία “γεφυρών επικοινωνίας” μεταξύ των μεγάλων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Οι μεγάλες επιχειρήσεις δίνουν λοιπόν στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις πληροφορίες και τεχνικές για να υπερνικήσουν οι δεύτερες τα ζητήματα ανάπτυξής τους.
Ο κ. Δημήτρης Μάρδας είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ, πρώην γενικός γραμματέας Εμπορίου (ΥΠΑΝ) κατά το 2000-2002 Οι συγχωνεύσεις θα σώσουν τις πολύ μικρές επιχειρήσεις
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιχείρηση, μικρή ή μεγάλη, αποτελεί τον βασικό πυλώνα της ανάπτυξης της σύγχρονης οικονομίας. Η παραπάνω έκφραση αποτελεί μια κοινοτυπία γιατί το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει, σχετίζεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας επιχείρησης που της επιτρέπουν να επιβιώσει σε μια εποχή έντονης ύφεσης. Η αποτύπωση του χάρτη των ελληνικών επιχειρήσεων και τα στοιχεία της Εurostat δίνουν την απάντηση και είναι ενδεικτικά για το μέλλον και τις κατευθύνσεις των πολιτικών για τη βιωσιμότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.
Συγκεκριμένα στην ελληνική οικονομία οι πολύ μικρές (αριθμός απασχολουμένων 0-9) αποτελούν το 96,5% των επιχειρήσεων. Οι μικρές επιχειρήσεις (αριθμός απασχολουμένων 10-49) αποτελούν το 3% ενώ στην Ε.Ε. το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 7%. Επίσης, οι μεγάλες επιχειρήσεις αποτελούν πολύ μικρό ποσοστό μόνο 0,1% ενώ συμβάλλουν στην προστιθέμενη αξία του κλάδου μόνο κατά 27% και στην απασχόληση μόνο κατά 13%.
Οι αριθμοί λοιπόν και η συγκυρία υποδεικνύουν και την κατεύθυνση των πολιτικών αλλά και των επιχειρηματικών κινήσεων. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση σημαντικός αριθμός των πολύ μικρών επιχειρήσεων απειλείται. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ρευστότητας, της μείωσης της ζήτησης αλλά και του ανταγωνισμού θα πρέπει σε σύντομο χρονικό διάστημα οι πολύ μικρές επιχειρήσεις να μετατραπούν σε μικρές μέσω συγχωνεύσεων ή εξαγορών. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να εκσυγχρονιστούν και να είναι βιώσιμες αλλά και να εφαρμόσουν σύγχρονες επιχειρηματικές πρακτικές.
Ο κ. Διονύσης Χιόνης είναι καθηγητής Οικονομικών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης