“Η
κατοχή δεν μπορεί να είναι ανθρώπινη. Υπάρχουν επομένως δύο επιλογές: ή
αποδέχεσαι την κατοχή και όλες τις μεθόδους που είναι αναγκαίες για την
επιβολή της ή, διαφορετικά, την απορρίπτεις εξ ολοκλήρου και όχι μόνο
κάποια συγκεκριμένα μέρη της” (Simone de Beauvoir).
Ανάλυση
Οφείλει
κανείς να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, όσον αφορά τα προβλήματα
που αντιμετωπίζει – αποφεύγοντας να «ενοχοποιεί» διαρκώς την κρίση, παρά
το ότι ίσως αποδειχθεί τελικά χειρότερη από τη Μεγάλη Ύφεση του 1930. Αρκετά από αυτά οφείλονται χωρίς καμία αμφιβολία σε εμάς τους ίδιους – κυρίως λόγω του ότι δεν «μεριμνήσαμε» στις καλές εποχές του παρελθόντος, για τις κακές του μέλλοντος.
Περαιτέρω, τόσο οι επιχειρήσεις (τα κράτη επίσης), όσο και τα νοικοκυριά, οφείλουν πάντοτε να λειτουργούν, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα χειρότερα δυνατά σενάρια – ευχόμενοι φυσικά να μη συμβούν ποτέ. Παράλληλα, πρέπει να έχουν έτοιμες εναλλακτικές δυνατότητες διαχείρισης κρίσεων (σχέδιο Α, Β
κλπ.), έτσι ώστε να μην «άγονται και φέρονται» από τα γεγονότα –
δηλαδή, να μην αναγκάζονται να αποφασίζουν κάτω από συνθήκες πίεσης
ή/και εκβιασμών (όπως η σημερινή πολιτική μας ηγεσία, η οποία διαρκώς
προβληματίζει τους Έλληνες – ιδίως όταν υποκλίνεται, χωρίς αντίκρισμα,
απέναντι στον εχθρό της Ευρώπης).
ΥΠΟΘΕΤΙΚΑ ΣΕΝΑΡΙΑ
Στα πλαίσια αυτά, ορισμένα από τα σενάρια (worst case scenarios’
κλπ.), με βάση τα οποία οφείλουν να λαμβάνονται οι επιχειρηματικές
αποφάσεις, καθώς επίσης η διαχείριση των περιουσιακών μας στοιχείων, σε
συνθήκες «χρυσής μεσότητας» (χωρίς υπερβολική αισιοδοξία ή απαισιοδοξία), είναι αναμφίβολα τα εξής:
(Α) Η έξοδος της Γερμανίας από την Ευρωζώνη:
Στο σενάριο αυτό συνηγορεί ο πρόσφατος αρνητικός δανεισμός της
Γερμανίας, αφού σημαίνει έμμεσα ότι οι επενδυτές, αυτοί δηλαδή οι οποίοι
αγόρασαν γερμανικά ομόλογα, πιθανολογούν την υιοθέτηση ενός δικού της νομίσματος – με αποτέλεσμα να ανατιμηθεί το γερμανικό μάρκο, οπότε να κερδίσουν από το γεγονός αυτό.
Με κριτήριο το ότι, δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάμε τις αγορές, κυρίως επειδή επενδύουν στις εκάστοτε προβλέψεις τους και δεν «θεωρητικολογούν», υποθέτουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα τοποθετούσαν χρήματα, έναντι αρνητικών αποδόσεων (επιτοκίων). Επομένως ότι προσδοκούν κέρδη, αναλαμβάνοντας ελάχιστο ρίσκο – κέρδη τα οποία, στην προκειμένη περίπτωση, θα ήταν «συναλλαγματικά».
Στο ίδιο σενάριο συνηγορεί επίσης η άποψη ότι, αφού η Γερμανία πήρε όσα ήθελε να πάρει από την Ευρωζώνη, δεν έχει πλέον κανένα λόγο να παραμείνει – πόσο μάλλον να επιστρέψει τα κέρδη της, βοηθώντας στην καταπολέμηση της κρίσης («η ευρωπαϊκή κρίση είναι ευλογία για τη χώρα»,
αναφέρουν χαρακτηριστικά τα γερμανικά ΜΜΕ, διαπιστώνοντας ρυθμούς
ανάπτυξης της τάξης του 3% και αρνητικά επιτόκια δανεισμού του
δημοσίου).
Το ενδεχόμενο της «μονομερούς» εξόδου της Γερμανίας θα ήταν μάλλον θετικό, εάν δεν κατέρρεε η Ευρωζώνη, με τις υπόλοιπες χώρες να παραμένουν στο κοινό νόμισμα – γεγονός που θα οδηγούσε ίσως στην πληθωριστική αντιμετώπιση της κρίσης, με τη βοήθεια της ΕΚΤ. Εν τούτοις, η Γερμανία θα απομονωνόταν, γεγονός που θα ήταν αρκετά προβληματικό, σε σχέση με τη διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη – κάτι που αποτέλεσε έναν από τους λόγους της απόφασης υιοθέτησης του κοινού νομίσματος.
Ειδικά
όσον αφορά τη Γερμανία, μία τέτοια «κατάληξη» θα ήταν αναμφίβολα πάρα
πολύ ενδιαφέρουσα. Ξεκινώντας το 1952, παρά τα εγκλήματα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου κατάφερε
να επιτύχει την εθελούσια διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους των δημοσίων
χρεών της, με την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των υπολοίπων και με
χαμηλά επιτόκια, χωρίς καν να υποχρεωθεί στην εξόφληση των πολεμικών αποζημιώσεων
– αναβάλλοντας τες μέχρι τη στιγμή της ενδεχόμενης ένωσης της. Στη
συνέχεια ενώθηκε με την Ανατολική πλευρά της, με τη βοήθεια της Γαλλίας
και με την προοπτική της Ευρωζώνης - καταφέρνοντας να μην υποχρεωθεί να
εξοφλήσει τις επανορθώσεις, οι οποίες ήταν (και είναι) πλέον
«απαιτητές».
Αργότερα,
χρησιμοποιώντας τα πλεονεκτήματα της ΕΕ και της Ευρωζώνης, κατόρθωσε να
εξυγιάνει την Α. Γερμανία, δαπανώντας περί τα 150 δις € ετησίως – κόστος το οποίο «εξυπηρέτησε» με τη βοήθεια των «μερκαντιλιστικών» εξαγωγών προς τους «εταίρους» της, εκμεταλλευόμενη μεταξύ άλλων τη διαφθορά των κυβερνήσεων τους (ειδικά όσον αφορά τα εξοπλιστικά προγράμματα).
Σήμερα, θα μπορούσε να «αποσχισθεί», έτσι ώστε να μην υποχρεωθεί να καταβάλλει απολύτως τίποτα για τη διάσωση της Ευρωζώνης – με τη βοήθεια του διασυρμού και της ώθησης της Ελλάδας στη χρεοκοπία.
Τα αποτελέσματα ενός τέτοιου ενδεχομένου για την ειρήνη στην ΕΕ, ειδικά
για τη Γαλλία, την Ολλανδία και τις υπόλοιπες χώρες, με τις οποίες
συνορεύει, δεν είναι τόσο δύσκολο να προβλεφθούν – ενώ η Γερμανία δεν ήταν ποτέ «διάσημη» για την ευγνωμοσύνη της
(όταν αναφερόμαστε στη συγκεκριμένη χώρα εννοούμε πάντοτε το
βιομηχανικό καρτέλ, το οποίο ουσιαστικά την κυβερνάει και όχι τους
Πολίτες της).
(Β) Η διάλυση της Ευρωζώνης:
Εάν υποθέσουμε πως η έξοδος της Γερμανίας δεν θα οδηγούσε στην
κατάρρευση του κοινού νομίσματος, είναι δεδομένο το ότι, εάν δεν
επιλυθεί το πρόβλημα της μη ισορροπημένης κατανομής ελλειμμάτων και πλεονασμάτων εντός της νομισματικής ένωσης (όπου κυρίως η Γερμανία και η Ολλανδία κερδίζουν εις βάρος αρκετών εκ των υπολοίπων χωρών),
οι εναλλακτικές λύσεις που απομένουν είναι είτε η δημοσιονομική ένωση
(μεταφορά χρημάτων από τις πλεονασματικές στις ελλειμματικές
οικονομίες), είτε η έξοδος όλων των χωρών μαζί από την Ευρωζώνη.
Κατά
την άποψη μας, η έκδοση Ευρωομολόγων ή/και η αγορά δημοσίων ομολόγων εκ
μέρους της ΕΚΤ, από την πρωτογενή αγορά, προϋποθέτει τη δημοσιονομική
ένωση – τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης δηλαδή. Φυσικά δεν θεωρούμε ότι, πρόκειται για μία ρεαλιστική πιθανότητα – τουλάχιστον όχι από εθνολογικής ή οικονομικής πλευράς (άρθρο μας).
Επομένως, οι προοπτικές διατήρησης της Ευρωζώνης είναι ελάχιστες – ενώ ο
μεγάλος κίνδυνος θα προέλθει από την Ιταλία (θα αναζητήσει
αναχρηματοδότηση ύψους περί τα 300 δις € εντός του 2012 – με τις
τράπεζες της σε πολύ δύσκολη οικονομική θέση).
Βέβαια, η δημοσιονομική ένωση της Ευρωζώνης είναι πιθανόν να προωθείται εκ μέρους των Η.Π.Α., στα πλαίσια του 1ου παγκόσμιου οικονομικού πολέμου
που βιώνουμε – κρίνοντας από τις συνεχείς υποτιμήσεις των ευρωπαϊκών
χωρών, εκ μέρους των εταιρειών αξιολόγησης, οι οποίες δυσχεραίνουν τη
λειτουργία του μηχανισμού στήριξης (EFSF). Οι υποτιμήσεις αυτές, οι οποίες ανταποκρίνονται στις καθαρές, βιώσιμες λύσεις
που απαιτούν οι αγορές, έχουν σαν αποτέλεσμα την υποχρέωση λήψης
ριζικών αποφάσεων εκ μέρους των ηγετών της ΕΕ, οι οποίες σε τελική
ανάλυση θα ήταν είτε η ένωση της Ευρωζώνης, είτε η πλήρης διάλυση της.
Το σενάριο της διάλυσης θα μπορούσε επίσης να είναι θετικό για την Ελλάδα,
αφού η αποχώρηση όλων μαζί από την Ευρωζώνη θα ήταν κατά πολύ λιγότερο
επώδυνη, από την κατά κάποιον τρόπο «μονομερή» έξοδο της.
(Γ) Η έξοδος της Ιταλίας από την Ευρωζώνη: Όπως αναφέραμε προηγουμένως, οι ανάγκες χρηματοδότησης της Ιταλίας είναι τεράστιες – ενώ δεν πρέπει να μας καθησυχάζει η πρόσφατη μείωση των επιτοκίων δανεισμού της, η οποία ήταν μάλλον τεχνητή,
αφού ακολούθησε την αύξηση του δανεισμού των ευρωπαϊκών τραπεζών κατά
500 δις €, εκ μέρους της ΕΚΤ (η οποία μάλλον υποχρέωσε τις Ιταλικές και
Ισπανικές τράπεζες να αγοράσουν ομόλογα του δημοσίου τους, θέλοντας να
«ξεγελάσει» τις αγορές – οι υποτιμήσεις της S&P ήταν πιθανότατα η απάντηση των αγορών).
Περαιτέρω η Ιταλία είναι μία μεγάλη, υπερήφανη χώρα, η οποία πιθανολογούμε ότι δεν θα αποδεχόταν την «επιτήρηση» του ΔΝΤ ή της Γερμανίας, όπως δυστυχώς η Ελλάδα – ενώ φυσικά δεν θα επέλεγε τη χρεοκοπία εντός Ευρωζώνης, πόσο μάλλον αφού το ταμείο σταθερότητας (EFSF)
δεν θα μπορούσε να τη βοηθήσει, λόγω περιορισμένων κεφαλαίων (ειδικά
μετά τη χθεσινή υποτίμηση της Γαλλίας και της Αυστρίας, η οποία αποτελεί ένα τεράστιο πλήγμα για τη χρηματοδότηση του EFSF – άρθρο μας).
Ταυτόχρονα
βέβαια έχει αρκετά οικονομικά προβλήματα (δημόσιο χρέος άνω του 120%
του ΑΕΠ, έλλειμμα προϋπολογισμού, έλλειμμα εξωτερικού ισοζυγίου, συνεχή
μείωση της βιομηχανικής παραγωγής της κλπ.), για τα οποία απαιτούνται
ριζικές λύσεις – γεγονός που την καθιστά στόχο των εταιρειών αξιολόγησης και, κατ’ επέκταση, των διεθνών τοκογλύφων.
Εάν
λοιπόν διαπιστώσει το αυτονόητο, το ότι δηλαδή η παραμονή της στην
Ευρωζώνη θα τη φέρει αντιμέτωπη με κινδύνους, ανάλογους με αυτούς της
Ελλάδας, υποθέτουμε πως δεν θα περιμένει το μοιραίο – οπότε θα αποχωρήσει από το κοινό νόμισμα, υιοθετώντας ξανά τη λιρέτα. Στο ενδεχόμενο αυτό, λόγω μεγέθους της οικονομίας της, θεωρούμε μάλλον βέβαιη τη διάλυση της Ευρωζώνης (άρθρο μας)
– γεγονός που μπορεί να συμβεί πολύ πιο σύντομα, από ότι φανταζόμαστε,
μετά τη χθεσινή μείωση της πιστοληπτικής της αξιολόγησης κατά δύο
μονάδες (μαζί με την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Κύπρο, παρά την
ανακάλυψη πλούσιων κοιτασμάτων στο θαλάσσιο υπέδαφος της).
Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε εντελώς απίθανο να αποδεχθεί η Ιταλία τα «βασανιστήρια του βατράχου»
(ο οποίος τοποθετείται στην αρχή σε χλιαρό νερό, το συνηθίζει, στη
συνέχεια αυξάνεται σταδιακά η θερμοκρασία και τέλος ψήνεται, χωρίς να το
καταλάβει), στα οποία συνεχίζει να υποβάλλεται η Ελλάδα – προκαλώντας
μας απορία για τη «σιωπή των αμνών». Επίσης απίθανο θεωρούμε το να συνεχίσει να ανέχεται το διασυρμό της εκ μέρους της Γερμανίας ο οποίος, με αφετηρία τα εξαιρετικά προσβλητικά άρθρα του Spiegel (Chao Italia, 2010), συνέχισε με τις κατηγορίες εναντίον των Ιταλών πολιτών, για εκτεταμένη φοροδιαφυγή (η γνωστή ναζιστική μέθοδος της θυματοποίησης).
(Δ) Η ελεγχόμενη, εθελούσια χρεοκοπία της Ελλάδας εντός Ευρωζώνης:
Γνωρίζοντας ότι, ελεγχόμενη χρεοκοπία σημαίνει διαγραφή μέρους των
δημοσίων χρεών ή/και επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, ενδεχομένως με
χαμηλότερα επιτόκια, με τη συμφωνία των δανειστών (όπως αποφάσισαν οι σύνοδοι κορυφής του Ιουλίου και Οκτωβρίου του 2011), καθώς επίσης ότι,
είναι
απόλυτα συνδεδεμένη με «μνημόνια», τα οποία οδηγούν στη χρεοκοπία, με
την Ελλάδα λεηλατημένη και με τους Έλληνες εξαθλιωμένους, οφείλουμε να
λάβουμε υπ’ όψιν τόσο τις βραχυπρόθεσμες (παρατεταμένη ύφεση), όσο και
τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της (ανεξέλεγκτη χρεοκοπία). Επίσης το ότι,
εάν τελικά η διαγραφή ξεπεράσει το 50%, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως πιστωτικό γεγονός – επομένως, ως μη εθελούσια.
(Ε) Η ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της Ελλάδας εντός του Ευρώ: Εάν δεν επιτευχθεί η συμφωνία διαγραφής (Ο γρίφος του PSI),
για οποιονδήποτε λόγο, ή εάν δεν θα μπορέσει κάποια στιγμή στο μέλλον
να «εξυπηρετηθεί» το χρέος, τότε η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει ανεξέλεγκτα –
δεν θα μπορεί δηλαδή να αποπληρώσει «μονομερώς» τις οφειλές της, οπότε
θα πάψει να εξοφλεί τα ληξιπρόθεσμα ομόλογα (τα 14,4 δις € λήγουν στις 20. Μαρτίου).
Στην περίπτωση αυτή είναι πιθανόν να σταματήσει ο περαιτέρω δανεισμός της από την Τρόικα,
με αποτέλεσμα να μην χρηματοδοτούνται πλέον τα δίδυμα ελλείμματα της
(προϋπολογισμός, ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών) – οπότε ουσιαστικά θα
τίθετο σε λειτουργία το σενάριο της χρεοκοπίας (άρθρο μας).
Ειδικότερα,
θα ακολουθούσε μία τραπεζική κρίση, αφού οι Ελληνικές τράπεζες θα
έπρεπε να διαγράψουν (να μηδενίσουν) την αξία των ομολόγων στα βιβλία
τους – με αποτέλεσμα να χρεοκοπήσουν οι περισσότερες, πρακτικά μέσα σε μία νύχτα.
Οι πιστώσεις προς την πραγματική οικονομία, καθώς επίσης ο εφοδιασμός
της με χρήματα θα κατέρρεαν, οπότε η Ελλάδα θα υποχρεωνόταν να δανεισθεί
χρήματα από το ταμείο σταθερότητας (EFSF), έτσι ώστε να ανακεφαλαιώσει και να διασώσει τις τράπεζες της – κάτι που νομικά θα ήταν εφικτό, αλλά πολιτικά πολύ δύσκολο, αφού θα απαιτούσε τη συμφωνία των κοινοβουλίων των χωρών της Ευρωζώνης.
Κατά την άποψη μας, ο κίνδυνος μίας μη ελεγχόμενης χρεοκοπίας της Ελλάδας τόσο
για την Ευρωζώνη, όσο και για τον υπόλοιπο πλανήτη (κατάρρευση του
χρηματοπιστωτικού συστήματος), δεν έχει ακόμη εξουδετερωθεί – αν και είναι πολύ μικρότερος, σε σχέση με το 2010 (άρθρο μας).
Επομένως, μάλλον θα υπάρξει δανεισμός για την εξόφληση του ομολόγου των
14,4 δις €, έτσι ώστε να καθυστερήσει η χρεοκοπία – μέχρι τη στιγμή που
δεν θα αποτελεί πλέον κίνδυνο η Ελλάδα για την Ευρωζώνη.
Σε κάθε περίπτωση, η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη φαίνεται να είναι προτιμότερη για την ίδια, από την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία εντός ευρώ
– γεγονός που οφείλει να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν η πολιτική ηγεσία, αν
και δεν παύει να αποτελεί μία αρκετά δυσμενή εξέλιξη για τη χώρα μας.
(ΣΤ) Η έξοδος της Ελλάδας από το Ευρώ: Είναι δυνατόν να επιλεχθεί η υιοθέτηση της δραχμής, σε συνδυασμό με τη μετατροπή του δημοσίου χρέους στο εθνικό νόμισμα, με απόφαση της Βουλής,
(φυσικά πριν υιοθετηθεί το Αγγλικό Δίκαιο, το οποίο απαγορεύει τέτοιες
ενέργειες), έτσι ώστε να αποπληρώνονται οι οφειλές – αφού τότε η Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα έκδοσης χρημάτων, σε οποιεσδήποτε ποσότητες και δεν θα χρεοκοπήσει.
Επομένως, θα μπορούσε επίσης να αναχρηματοδοτήσει η ίδια τις τράπεζες,
χωρίς να περιμένει την έγκριση δανείων, από το μηχανισμό σταθερότητας.
Στην περίπτωση αυτή, η υποχρεωτική μετατροπή των Ευρώ σε δραχμές θα ήταν δεδομένη –
επίσης ο διασυνοριακός έλεγχος της διακίνησης των χρημάτων, το άνοιγμα
των τραπεζικών θυρίδων, ο πληθωρισμός, η υποτίμηση του νέου νομίσματος
κλπ. (άρθρο μας).
Όπως
συνέβη στη Ν. Αμερική, όλες οι καταθέσεις στις τράπεζες, όλες οι
πιστώσεις (δάνεια) των τραπεζών και όλες οι «συμβάσεις» στην πραγματική
οικονομία (μεταχρονολογημένες επιταγές, πιστώσεις, οφειλές κάθε είδους
κλπ.), θα μετατρεπόταν δια νόμου
σε δραχμές – έτσι ώστε να αποφευχθεί η χρεοκοπία τραπεζών, νοικοκυριών
και επιχειρήσεων από την υποτίμηση του νέου νομίσματος (κάτι δεδομένο, εάν τα χρέη θα παρέμεναν σε ευρώ).
Συνεχίζοντας, θεωρούμε πολύ πιθανή την επιλογή μίας ισοτιμίας 1:1 με το ευρώ, έτσι ώστε να χρησιμοποιηθούν τα Ευρώ που κυκλοφορούν
(«μαγνητισμένα» σε δραχμές) – μέχρι την αντικατάσταση τους από νέες
δραχμές, η οποία απαιτεί τουλάχιστον ένα έτος. Ο υπερπληθωρισμός θα
μπορούσε να αποφευχθεί (όπως συνέβη στην Αργεντινή μετά το 2002), η ραγδαία υποτίμηση του νέου νομίσματος επίσης (αφού μάλλον δεν θα συνέφερε τους δανειστές της χώρας),
οι εισαγωγές θα μπορούσαν να εξασφαλισθούν σε κάποιο «βιώσιμο» βαθμό (η
αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης έχει προβλέψει τέτοιου είδους ενδεχόμενα,
αφού έχουν διατηρηθεί τόσο οι κεντρικές τράπεζες, όσο και κάποια συναλλαγματικά αποθέματα), ενώ φυσικά δεν θα επρόκειτο για το τέλος του κόσμου.
Κατά την άποψη μας, πρόκειται για ένα σενάριο με ελάχιστα θετικά και πάρα πολλά αρνητικά επακόλουθα – ειδικά για την Ευρωζώνη, για την οποία θα ήταν μάλλον προτιμότερη η χρεοκοπία της Ελλάδας εντός ευρώ.
Μεταξύ άλλων, όταν για την αγορά ενός ευρώ θα απαιτούνται 1,30 δραχμές
(30% υποτίμηση), οι πολίτες των υπολοίπων ελλειμματικών χωρών της
Ευρωζώνης, υποθέτοντας ότι θα συμβεί κάτι ανάλογο και στους ίδιους, θα
αποσύρουν μαζικά τις καταθέσεις τους από τις τράπεζες – επίσης από το
Ευρώ, μετατρέποντας τις αποταμιεύσεις τους σε άλλα νομίσματα και
μεταφέροντας τες σε άλλες τράπεζες.
Το
ενδεχόμενο αυτό θα προκαλούσε την άμεση κατάρρευση τόσο του ευρώ, όσο
και του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωζώνης – πολύ πιθανόν
ολόκληρου του πλανήτη. Θεωρείται
λοιπόν ως μία πολύ περισσότερο επικίνδυνη «επιπλοκή», σε σχέση με την
ενδεχόμενη ζημία των τραπεζών, σε περίπτωση χρεοκοπίας της Ελλάδας –
αν και μάλλον δεν έχουν συμπεριληφθεί οι ζημίες της ΕΚΤ, στην οποία οι
Ελληνικές τράπεζες οφείλουν περί τα 55 δις €, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδας (άρθρο μας) οφείλει 101 δις € (συνολικά 156 δις €, όταν το κεφάλαιο της ΕΚΤ δεν υπερβαίνει τα 10 δις €).
(Ζ) Η έξοδος της Ελλάδας από το Ευρώ και η ανεξέλεγκτη χρεοκοπία:
Η μη προγραμματισμένη και χωρίς σχέδιο επιστροφή στη δραχμή, ειδικά
κάτω από συνθήκες πίεσης ή/και εκβιασμών, θα οδηγούσε πολύ πιθανόν στη
χρεοκοπία – εάν όχι άμεσα, τότε αργά ή γρήγορα.
Σύμφωνα
με ορισμένους οικονομολόγους, ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα συνοδευόταν από
υπερπληθωρισμό, καθώς επίσης από μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, ενώ θα ήταν πολύ πιθανή η «εγκατάσταση» δικτατορικού καθεστώτος. Η μαζική επιδρομή στις τράπεζες (bank run) θα ήταν δεδομένη, ενώ η λέξη «καταστροφή» δεν θα μπορούσε να περιγράψει ούτε στο ελάχιστο, το τι ακριβώς θα επακολουθούσε.
Αν και είναι το δεύτερο χειρότερο δυνατό σενάριο για την Ελλάδα (το χειρότερο όλων είναι να οδηγηθεί στη δραχμή και στη χρεοκοπία, αφού λεηλατηθεί από τους δανειστές της τόσο η δημόσια, όσο και η ιδιωτική περιουσία των Ελλήνων), οφείλει να ληφθεί επίσης υπ’ όψιν - εάν δεν θέλουμε να βρεθούμε ξαφνικά προ απροόπτου.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
Με βάση τα παραπάνω υποθετικά σενάρια είναι εμφανές ότι, εάν προετοιμασθεί κανείς για το τελευταίο, θα περιορίσει σε μεγάλο βαθμό τις ζημίες του.
Στα πλαίσια αυτά, γνωρίζοντας ότι τα κράτη δεν χρεοκοπούν όπως οι
επιχειρήσεις (δεν «κλείνουν» δηλαδή και συνεχίζουν να πληρώνουν – η στάση πληρωμών αφορά κυρίως τα ομόλογα του δημοσίου),
ότι δεν πρόκειται για τη συντέλεια του κόσμου, καθώς επίσης ότι κάποια
στιγμή «η τάση αντιστρέφεται», η χώρα «αναρρώνει» και αρχίζει ξανά να
αναπτύσσεται, έχουμε την άποψη πως η εξασφάλιση συνθηκών επιβίωσης, για το πρώτο χρονικό διάστημα, είναι ότι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε – τόσο όσον αφορά τις επιχειρήσεις, όσο και τα νοικοκυριά.
Ειδικά όσον αφορά τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων μας, προέχει
η μείωση των δαπανών μας στις απόλυτα απαραίτητες, η εξασφάλιση του
κεφαλαίου (όχι η αύξηση του), η διατήρηση των οφειλών μας, η μείωση των
απαιτήσεων μας, καθώς επίσης η διασπορά του κινδύνου. Για παράδειγμα (όπως πάντα, εντελώς υποκειμενική τοποθέτηση, επιφυλασσόμενοι για την ορθότητα της),
(α) η ενοικίαση των ακινήτων, έστω και με πολύ μειωμένα ενοίκια,
έτσι ώστε να καλύπτονται τα πάγια έξοδα τους και να μην χρειαστεί να
πουληθούν στις εξευτελιστικές τιμές των περιόδων χρεοκοπίας (οι οποίες,
αργά ή γρήγορα, περνούν – με την ανάπτυξη να ξεκινάει πρακτικά την επόμενη ημέρα της επίσημης χρεοκοπίας, όπου οι τιμές των ακινήτων ακολουθούν συνήθως τον πληθωρισμό),
(β) η διατήρηση μετρητών και σε άλλα νομίσματα
(τα οποία δεν θα μετατρεπόταν υποχρεωτικά στο εθνικό νόμισμα, εάν
διαλυόταν η Ευρωζώνη ή εάν οδηγείτο μονομερώς η χώρα εκτός Ευρώ),
(γ) η αγορά υποτιμημένων μετοχών εταιρειών με χαμηλά χρέη,
σταθερή κερδοφορία και περιορισμένες απαιτήσεις προς τους πελάτες τους
(όταν η οικονομία επανέρχεται, οι τιμές των υγιών εταιρειών αυξάνονται
με εκρηκτικό ρυθμό – κατά το παράδειγμα της Αργεντινής),
(δ) η διατήρηση τραπεζικών λογαριασμών σε ανθεκτικές τράπεζες του εσωτερικού ή/και του εξωτερικού
(δεν υπάρχει κανένας λόγος ύπαρξης μετρητών σε θυρίδες), με κάποιες
«πρόχειρες» ρεζέρβες, για την περίπτωση που οι τράπεζες θα κλείσουν
μερικές ημέρες (αλλαγή νομίσματος κλπ.) ή οι καταθέσεις μας θα
δεσμευθούν (με τον περιορισμό των ποσών ανάληψης για κάποιο χρονικό
διάστημα, όπως συνέβη στην Αργεντινή),
(ε) η παράταση των δανείων μας προς τις τράπεζες,
σε συμφωνία φυσικά μαζί τους (ενδεχόμενη επιστροφή στο εθνικό νόμισμα
θα ήταν υπέρ των οφειλετών και εις βάρος των δανειστών),
(στ) η έντονη προσπάθεια μείωσης των απαιτήσεων μας από τους πελάτες μας,
έτσι ώστε να μας χρωστούν το δυνατόν λιγότερα, καθώς επίσης η μείωση
των τιμών πώλησης - με στόχο τη διατήρηση του «μετρητοίς», υγιούς
τζίρου, στον οποίο οφείλουμε να προσαρμόσουμε τις δαπάνες,
(ζ) η αξιοποίηση όλων των περιουσιακών μας στοιχείων
(ιδιαίτερα των αγρών – το μέλλον ευρίσκεται στα τρόφιμα και στη
γεωργία), αφού δεν πρέπει να διατηρούμε τίποτα ανεκμετάλλευτο, χωρίς
έσοδα δηλαδή,
(η) η τοποθέτηση ενός μικρού μέρους των χρημάτων μας σε μέταλλα (χρυσός, ασήμι), σε φυσική μορφή κλπ.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν, η
όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διασπορά του κινδύνου, με κριτήριο όχι την
κερδοφορία, αλλά την επιβίωση και τη διατήρηση των περιουσιακών μας
στοιχείων, έως τη στιγμή που θα περάσει η καταιγίδα, είναι
μάλλον η καλύτερη «συνταγή» – γνωρίζοντας ότι τίποτα δεν διαρκεί τόσο
όσο νομίζουμε, ενώ όλα περνούν αργά ή γρήγορα.
Δυστυχώς,
για τους εργαζομένους χωρίς αποταμιεύσεις ή άλλα περιουσιακά στοιχεία
(πόσο μάλλον για τους ανέργους, για τους οποίους η παραμονή στη ζώνη του Ευρώ, με πολιτικές λιτότητας που θα διευρύνουν συνεχώς την ανεργία, δεν είναι ότι καλύτερο), η στρατηγική επιβίωσης είναι μία πολύ δύσκολη διαδικασία.
Πόσο μάλλον όταν η αύξηση της ανεργίας αποτελεί σκόπιμη επιλογή των «μνημονιακών πολιτικών»
(αφού διευκολύνει την «υποταγή» των συνδικάτων, την κατάργηση των
συλλογικών συμβάσεων και τον περιορισμό των αμοιβών), ενώ η μείωση των
μισθών επιδεινώνει όχι μόνο τη θέση τους, αλλά και την οικονομική
κατάσταση της χώρας – αφού δεν πρόκειται μέσω αυτών να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας,
η οποία προϋποθέτει κυρίως επενδύσεις (ο δείκτης του εργατικού κόστους
ανά προϊόν στην Ελλάδα είναι μόλις 1, όταν στη Γερμανία είναι 1,7 –
δηλαδή, η ώρα εργασίας είναι κατά 70% ακριβότερη στη Γερμανία, χωρίς να μειώνει την ανταγωνιστικότητα της).
Η
συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη της επιχείρησης, η αυτοδιάθεση, η
ομαδικότητα, ο μοντέρνος κεφαλαιουχικός εξοπλισμός, οι νέες μέθοδοι
παραγωγής και διανομής, η σωστή χρηματοδότηση κλπ. αυξάνουν πολύ περισσότερο την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα, από το ύψος των μισθών – το οποίο οφείλει να είναι προσαρμοσμένο στο βιοτικό επίπεδο της εκάστοτε χώρας.
Κλείνοντας, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι, η μετανάστευση επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου
(αφού περιορίζεται ο αριθμός των φορολογουμένων), ενώ δυσχεραίνει τις
προοπτικές της χώρας – επειδή αυτοί που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν
είναι συνήθως οι νέοι, οι μορφωμένοι, οι ικανοί και οι παραγωγικοί
πολίτες.
Επίσης
ότι, τυχόν αύξηση της τιμής του πετρελαίου (λόγω Ιράν κλπ.), θα ήταν
υπέρ της παραγωγής στην Ευρώπη – αφού θα αυξάνονταν τα μεταφορικά από
τις χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού (Κίνα κλπ.), τα οποία συμμετέχουν
σε μεγάλο βαθμό στην τιμή του παραγομένου προϊόντος (αν και θα ήταν
αρνητικό για τη ναυτιλία).
Ήδη πολλές επιχειρήσεις, τόσο στις Η.Π.Α., όσο και στη Γερμανία, παράγουν πλέον στις χώρες τους
– αποσυρόμενες από την Κίνα και την υπόλοιπη Ασία. Το γεγονός αυτό θα
ωφελήσει μεσοπρόθεσμα τους εργαζομένους, αφού αργά ή γρήγορα θα περιορίσει την ανεργία, ενώ θα λειτουργήσει θετικά στη διαμόρφωση των μισθών
– κάτι που συνηγορεί επί πλέον, στην επιλογή μίας ψύχραιμης στρατηγικής
επιβίωσης, η οποία πρέπει απαραίτητα να συμπεριλαμβάνει και την
αλληλεγγύη.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα
πλεονεκτήματα της συμμετοχής της χώρας μας στην Ευρωζώνη ήταν κυρίως η
ασφάλεια των συνόρων, η λήψη ευρωπαϊκών προγραμμάτων χρηματοδότησης, οι
επιδοτήσεις, η δυνατότητα δανεισμού με χαμηλά επιτόκια, η διατήρηση του
πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα, καθώς επίσης η προστασία του νομίσματος
από συναλλαγματικές επιθέσεις – οι οποίες θα είχαν σαν αποτέλεσμα τη
ραγδαία υποτίμηση του. Φυσικά αρκετά από αυτά τα πλεονεκτήματα, όπως για παράδειγμα ο δανεισμός με χαμηλά επιτόκια, έχουν πλέον εκλείψει – ενώ η Πολιτική αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων.
Περαιτέρω, το βασικότερο μειονέκτημα της συμμετοχής μας ήταν η επιδρομή των ξένων πολυεθνικών,
εμπορικών κυρίως, η οποία οδήγησε πολλές μικρομεσαίες Ελληνικές
επιχειρήσεις στη χρεοκοπία – με εξαιρετικά δυσμενή αποτελέσματα τόσο για
την απασχόληση, όσο και για τα έσοδα, καθώς επίσης για τις δαπάνες του
δημοσίου (ανεργία).
Ειδικά όσον αφορά τα δημόσια έσοδα, η συνήθης φοροαποφυγή των πολυεθνικών (transfer pricing – μεταφορά ουσιαστικά των κερδών και μειωμένη φορολόγηση τους εκτός Ελλάδας)
είχε σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό της φορολογικής βάσης – γεγονός που
οδήγησε την Ελλάδα στη συνεχή αύξηση των φορολογικών συντελεστών, καθώς
επίσης σε διαρκώς νέους φόρους (με οδυνηρές συνέπειες για τις εγχώριες
επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά).
Δυστυχώς οι Ελληνικές εταιρείες δεν μπόρεσαν να επεκταθούν ανάλογα στην Ευρώπη, έτσι ώστε να εξισορροπηθούν οι συνθήκες
– με αποτέλεσμα αφενός μεν να μειώνονται τα δημόσια έσοδα, αφετέρου να
κλείνουν η μία μετά την άλλη. Ταυτόχρονα, η βασισμένη στην κατανάλωση
ανάπτυξη, ο εύκολος δανεισμός, τα υπερτιμημένα έργα υποδομής (από τα
οποία κέρδισαν κυρίως οι ηγετικές δυνάμεις της Ευρωζώνης), οι πανάκριβοι
Ολυμπιακοί αγώνες, οι τεράστιες εξοπλιστικές δαπάνες, η διαφθορά κλπ.,
ενέτειναν τα προβλήματα μας – για τα οποία φυσικά δεν είμαστε άμοιροι
ευθυνών.
Η
«επιδρομή» των πολυεθνικών συνέβαλλε παράλληλα στην αποβιομηχανοποίηση
της Ελλάδας, καθώς επίσης στο συνεχώς αυξανόμενο έλλειμμα του εμπορικού
ισοζυγίου της – αφού οι εμπορικές αυτές εταιρείες (Lidl, Carrefour, Makro, Media Markt κλπ.), εισάγουν κυρίως τα προϊόντα τους είτε από τις «μητρικές» τους χώρες, είτε από άλλες, φθηνού εργατικού δυναμικού (Κίνα
κλπ.). Επομένως, οι εισαγωγές αυξάνονταν, οι Ελληνικές βιομηχανίες
αδυνατούσαν να ανταγωνιστούν τις τιμές, οι εξαγωγές μειώνονταν κλπ. –
οπότε ο παραγωγικός ιστός της χώρας οδηγήθηκε σταδιακά στην απόλυτη καταστροφή.
Με κριτήριο τα παραπάνω, η λύση του προβλήματος της χώρας μας απαιτεί πολύ περισσότερα, από την εξασφάλιση της αποπληρωμής του δημοσίου χρέους
– εάν επιθυμεί πράγματι να επιστρέψει στις αγορές, να πάψει να
ευρίσκεται «στον ορό» της Τρόικας, καθώς επίσης να μην μετατραπεί σε
γερμανική αποικία. Όπως έχουμε αναφέρει λοιπόν, απαιτούνται τα εξής:
(1) Χρηματοδότηση με επιτόκιο ΕΚΤ (1%), μακροπρόθεσμο διακανονισμό των δόσεων αποπληρωμής του χρέους (χρεολύσια) και εκδίωξη (εξόφληση) του ΔΝΤ.
(2) Παραγωγικές (όχι εμπορικές) επενδύσεις, στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες, από χώρες της Ευρωζώνης (σχέδιο Μάρσαλ) - οπότε θα αυξηθούν οι εξαγωγές μας, παράλληλα με τη μείωση των εισαγωγών, λόγω μεγαλύτερης παραγωγής.
(3) Ανταγωνιστικό φορολογικό περιβάλλον,
με κριτήριο τις γείτονες χώρες. Δεν είναι δυνατόν να απαιτείται φόρος
εισοδήματος στην Ελλάδα της τάξης του 45%, όταν στα γειτονικά κράτη
είναι 10-20%. Εάν δεν αλλάξει αμέσως η τακτική που μας έχει επιβληθεί,
όχι μόνο δεν θα προσελκύσουμε επενδύσεις αλλά, αντίθετα, θα
εγκαταλείψουν τη χώρα μας όλες οι εναπομείναντες παραγωγικές
επιχειρήσεις.
(4) Συμμετοχή της ΕΕ στα εξοπλιστικά προγράμματα μας,
καθώς επίσης σε αυτά της προστασίας των συνόρων μας από τη
λαθρομετανάστευση - με την παράλληλη συμβολή της Ευρωζώνης στη
διαχείριση του προβλήματος των λαθρομεταναστών που ευρίσκονται ήδη στην
Ελλάδα.
(5) Αξιοποίηση του εξαιρετικά εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού της
χώρας μας σε νέες επενδύσεις. Οι πλεονασματικές χώρες της ΕΕ πρέπει
επιτέλους να καταλάβουν ότι, οφείλουν να επενδύουν στο ζωτικό χώρο τους -
στην Ευρώπη δηλαδή και όχι στην Κίνα, στις Η.Π.Α., στη Βραζιλία ή
αλλού.
(6) Ισοσκελισμένος προϋπολογισμός
– δηλαδή, τα έξοδα μας να μην υπερβαίνουν τα έσοδα. Μείωση λοιπόν των
περιττών δαπανών του δημοσίου, ει δυνατόν χωρίς απολύσεις και με
επιλεκτικές μειώσεις μισθών, παράλληλα με την αύξηση της παραγωγικότητας
των ΔΥ, μέχρι να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα.
Διατήρηση τόσο των στρατηγικών, όσο και των κοινωφελών δημοσίων επιχειρήσεων, με την παράλληλη αναδιοργάνωση τους.
(7) Αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης,
με στόχο την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας (διευκόλυνση στο άνοιγμα
και κλείσιμο των επιχειρήσεων, σταθερό φορολογικό περιβάλλον, σταθερό
οικονομικό πλαίσιο κλπ.), καθώς επίσης τον εξορθολογισμό του φορολογικού
μηχανισμού.
(8) Καθοδήγηση και κίνητρα ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα, για να αυξηθεί το ΑΕΠ και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας (γεωργία, τουρισμός, ναυτιλία, διαδίκτυο, λοιπές υπηρεσίες).
(9) Περιορισμός των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών.
Ειδικά το εμπορικό μας ισοζύγιο, αν και βελτιώθηκε το 2010, παρέμεινε
αρνητικό – στο -8,6% σε σχέση με το 2009, χωρίς τα πετρελαιοειδή. Αν και
δεν είναι θετικό, ο ισχυρισμός πολλών σε σχέση με το ότι η χώρα μας δεν
παράγει τίποτα, είναι εντελώς εσφαλμένος – αφού οι εισαγωγές μας, ύψους
33.786,4 εκ. € το 2010, ήταν της τάξης του 15,5% του ΑΕΠ μας.
Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης καλύπτεται από προϊόντα που παράγονται εντός Ελλάδας
- πόσο μάλλον εάν προσθέσουμε τις εξαγωγές, ύψους 14.529 εκ. €
(έλλειμμα 2010 19.257,50 εκ. €). Δυστυχώς οι εισαγωγές καυσίμων και
λοιπών πετρελαιοειδών επιδεινώνει τα μεγέθη μας – κάτι που ίσως
μελλοντικά αντιμετωπισθεί, με τη βοήθεια της εκμετάλλευσης του υπογείου
πλούτου της χώρας μας.
(10) Καταπολέμηση της φοροαποφυγής των πολυεθνικών
(με ειδικό φόρο επί του τζίρου) - παράλληλα με την εγκατάσταση ενός
λειτουργικού Κράτους Δικαίου, καθώς επίσης με τη διεκδίκηση των αποζημιώσεων από τη Γερμανία (περί τα 90 δις € συν τους τόκους – ενδεχομένως έως και 560 δις €).
Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα μίας χώρας είναι η ανεργία
η οποία, εκτός του ότι κοστίζει στο κράτος περί τα 400 εκ. ανά 1%,
εξαθλιώνει ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων. Έχουμε την άποψη λοιπόν ότι
δεν είναι εύλογη η ανακοίνωση συνεχώς νέων μέτρων από μία κυβέρνηση, τα οποία «εξακοντίζουν» την ανεργία σε ποσοστά άνω του 20% - πόσο μάλλον αφού ο προϋπολογισμός επιβαρύνεται με τα ποσά που αναφέραμε (συνολικά πάνω από 4 δις €).
Σε κάθε περίπτωση, δεν θα ήταν σκόπιμο να επικρατήσει και στην Ελλάδα η νεοφιλελεύθερη αντιμετώπιση, με βάση την οποία (άρθρο μας) “οι
νέοι καπετάνιοι του υπερωκεανίου ρίχνουν έναν μεγάλο αριθμό ταξιδιωτών
στη θάλασσα, για να μπορέσει το καράβι να συνεχίσει το δρόμο του με τους
υπόλοιπους”.
Εάν
λοιπόν δεν επιλυθούν τα προβλήματα μας, εάν δηλαδή η κυβέρνηση δεν τα
καταφέρει, καθώς επίσης εάν η ΕΕ συνεχίσει να μας αρνείται τα εκ μέρους
της απαιτούμενα, τότε είναι καλύτερα να επιλεχθεί αμέσως η στάση (αναβολή) πληρωμών
– έτσι ώστε να εξασφαλισθεί ο απαραίτητος χρόνος, εντός του οποίου θα
μπορούσαμε να διαπραγματευθούμε, σωστά και μεθοδικά, το μέλλον της χώρας
μας, η οποία πρέπει να παραμείνει ελεύθερη και δημοκρατική (άρθρο μας).
Αθήνα, 14. Ιανουαρίου 2012