Του Κώστα Ράπτη
Η Ιταλία του Silvio Berlusconi αποτελεί την απτή διάψευση τριών προσδοκιών των θεμελιωτών της «Ευρώπης του Maastricht»: ότι η νομισματική ενοποίηση θα ήταν μη αντιστρεπτή, ότι θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη σύγκλιση των κρατών-μελών και ότι θα δημιουργούσε έναν «οικονομικό ντετερμινισμό» που θα άνοιγε τον δρόμο (μέσα από κρίσεις, βεβαίως, αλλά πάντως ελεγχόμενες) προς τη μεγαλύτερη πολιτική ενοποίηση.
Τώρα όλα τα «τυφλά σημεία» του οράματος των Kohl, Mitterand, Delors και Andreotti έρχονται στο φως: η σύγκρουση του εθνικού επιπέδου με το ευρωπαϊκό, η έλλειψη πραγματικών πολιτικών εργαλείων ώστε η πλειοψηφία των «27» να μπορεί να επιβάλλεται στη μειοψηφία (αν αυτή περιλαμβάνει ισχυρά κράτη-μέλη), η ασυμβατότητα ανάμεσα στο μακροπρόθεσμο κοινοτικό συμφέρον και τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της εκλογικής τους πελατείας, στα οποία υπακούουν οι επιμέρους εθνικές ηγεσίες.
Έχοντας συσσωρεύσει δημόσιο χρέος ύψους 1,9 δισ. ευρώ, το οποίο πλέον εξυπηρετείται με απαγορευτικά επιτόκια της τάξης του 7%, η Ιταλία αποτελεί την πραγματική βόμβα στα θεμέλια του ευρώ, για την οποία οι αγορές θέτουν τα πιο δύσκολα ερωτήματα και οι πολιτικοί ηγέτες τις πιο ασαφείς απαντήσεις, καλυπτόμενοι πίσω από την «ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης».
Τα ερωτήματα είναι πρωτίστως πολιτικά καθώς τα οικονομικά δεδομένα της χώρας δεν έχουν μεταβληθεί σημαντικά μέσα στο χρόνο: το δημόσιο χρέος έχει υπερβεί το όριο του 100% ήδη από το 1991, ενώ οι προϋπολογισμοί από το 1992 και εξής παρουσιάζουν πρωτογενή πλεονάσματα. Ωστόσο, η «αυτοεκπληρούμενη» απορία (και τα προειδοποιητικά μηνύματα) των αγορών σχετικά με το «τι θα έπραττε η Ιταλία ώστε να αποφύγει τους κινδύνους μετάδοσης της κρίσης», προσκρούει μήνες τώρα στην αμεριμνησία του ιταλικού πολιτικού συστήματος – εξ ού και η δημοσίως εκφραζόμενη ψυχρότητα των Merkel και Sarkozy προς τον Ιταλό πρωθυπουργό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η 14σέλιδη επιστολή με την οποία ο Silvio Berlusconi δεσμεύθηκε την Τετάρτη έναντι των εταίρων για εξομοίωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών στα 67 έτη (μέχρι το 2026), διευκόλυνση των απολύσεων, αποκρατικοποιήσεις ύψους 15 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη τριετία, μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, ενίσχυση της Αντιμονοπωλιακής Αρχής και ισοσκελισμό του προϋπολογισμού το 2013, επιτεύχθηκε μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού και μόνον αφού (σύμφωνα με τον Ιταλικό Τύπο) ο ηγέτης της συγκυβερνώσας Λέγκας του Βορρά Umberto Bossi απέσπασε δέσμευση για προκήρυξη πρόωρων εκλογών την άνοιξη.
Με τον ίδιο ζήλο με το οποίο υπερασπίζεται τα προνόμια των Ιταλών του Βορρά έναντι των Νοτίων συμπατριωτών τους, ο Bossi κρατά όμηρο την ευρωζώνη, υπερασπιζόμενος (σε μια χώρα με σοβαρότατο δημογραφικό πρόβλημα) τα υφιστάμενο όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των γυναικών [ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΝΑ ΤΕΚΝΟΠΟΙΗΣΟΥΝ ΣΤΑ 60 ??].
Ο διευθυντής του Ιταλικού Ινστιτούτου στο Πεκίνο Francesco Sisci, με άρθρο του στους Asia Times σημειώνει ότι στην πραγματικότητα κερδίζει έδαφος στην ιταλική κοινή γνώμη (και μερίδα των ελίτ) η μέχρι τώρα «απαγορευμένη» άποψη ότι η χώρα θα είχε κάθε συμφέρον να επιστρέψει στη λιρέττα: το υποτιμημένο νόμισμα θα αναπλήρωνε το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και το βάρος θα έπεφτε υπό τη μορφή του υψηλού πληθωρισμού (που όμως κατατρώει το χρέος) στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (που όμως θα ανταμείβονταν με ονομαστικές αυξήσεις των μισθών).
Ο Sisci παρατηρεί πικρόχολα ότι είναι πιο εύκολο για τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης να βομβαρδίζουν τη Λιβύη παρά να κάμψουν τις αντιστάσεις του ιταλικού πολιτικού σκηνικού. Χρειάζεται, καταλήγει, μια «εισβολή», ένας συντονισμένος «βομβαρδισμός» (μεταφορικά μιλώντας) της Ρώμης από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, ώστε να αποφευχθεί η καταστροφή.
Πηγή:www.capital.gr