Ευρωπαϊκή ένωση: Εθνοκρατοκεντρική δημοκρατία ή υπερκρατική δεσποτεία;
Περιεχόμενα. 1. Τα κύρια αίτια της συμφοράς της Ελλάδας και της Κύπρου: Διεθνιστικά σύνδρομα 2. Φυσιογνωμικά και οντολογικά χαρακτηριστικά της ΕΕ. 3. Εθνοκρατοκεντρική δομή versus υλισμός. 4. Η ΕΕ σε τροχιά θανάτου.
- Τα κύρια αίτια της συμφοράς της Ελλάδας και της Κύπρου: Διεθνιστικά σύνδρομα
Η χρηματοοικονομική κρίση των τελευταίων ετών και τα πλήγματα κατά της Ελλάδας και της Κύπρου λόγω μνημονίων θέτουν επί τάπητος το ζήτημα μιας πιο ορθολογιστικής αντίληψης των διπλωματικών υποθέσεων και της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τουλάχιστον όσο αυτή θα επιβιώνει στην παρούσα ή κάποια άλλη μορφή. Δική μας εκτίμηση είναι ότι η ΟΝΕ και η ΕΕ είναι αλλόκοτο ακόμη και να σκεφτεί κανείς πως μπορούν να επιβιώσουν στην παρούσα μορφή. Εξελίχθηκαν σε μια υπερκρατική τεχνόσφαιρα που εν πολλοίς αναιρεί τις αφετηριακές αντί-ηγεμονικές λογικές ισοτιμίας και το μεταγενέστερο συνεργασιακό κεκτημένο.
Οι εξελίξεις στο πεδίο της Ευρώπης είναι καταιγιστικές. Αφενός, όσο ποτέ άλλοτε απαιτείται μια σωστή κατανόηση της ΕΕ. Αφετέρου, η ελαχιστοποίηση των ζημιών που επέρχονται απαιτεί απαλλαγή από κάθε σύνδρομο διεθνισμού και κυριαρχία φιλοπάτριδων στάσεων και παραδοχών που στηρίζουν την εθνική ανεξαρτησία. Παρά τις ιδιομορφίες της η ΕΕ είναι θεμελιωδώς εθνοκρατοκεντρική.
Κοντολογίς: Εδώ και αιώνες ο κόσμος είναι εθνοκρατοκεντρικός, το ίδιο και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
. Κύρια μονάδα είναι το εθνοκράτος, η κρατική ισχύς είναι προϋπόθεση επιβίωσης και ευημερίας, τα άλλα κράτη λειτουργούν με όρους εθνικού συμφέροντος και όταν τα συμφέροντα συγκρούονται οι στάσεις των άλλων είναι ανελέητες. Τα λάθη πληρώνονται. Αυτή την στιγμή πληρώνουμε την λανθασμένη «θεωρία» διεθνούς πολιτικής και την λανθασμένη θεωρία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Για μερικές έγκαιρες προειδοποιήσεις σε σύντομα κείμενα βλ. http://www.ifestosedu.gr/111ONEGreeceWarning.htm. Η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ αποτελούσε ένα αχρείαστο, άσκοπο και αυτοκτονικό εγχείρημα. Οφειλόταν, κυρίως, στο έλλειμμα γνώσης για την ΕΕ. Τραγικό, γιατί η κοινωνία δεσμεύει σπάνιους κοινωνικούς πόρους για να σιτίζονται εκατοντάδες άτομα τα οποία, υποτίθεται, καλλιεργούν την γνώση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Αντλώντας από την πιο πρόσφατη ανάλυσή μου για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα προσπαθήσουμε να αποκρυσταλλώσουμε κάποια πολυσυζητημένα στοιχεία που αφορούν την συντρέχουσα κρίση. Η ανάλυση που ακολουθεί θα είναι τόσο σύντομη όσο απαιτείται για να υπογραμμιστούν τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της ΕΕ, ο τρόπος που λειτουργεί και ο θεμελιώδης χαρακτήρας των ευρωπαϊκών θεσμών. Λογικά μιλώντας, αυτά αποτελούν και τον γνώμονα μιας ορθολογιστικής συμμετοχής ενός κράτους μέλους.
Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι άγνωστο το πόσες ζημιές θα υποστούν η Ελλάδα και η Κύπρος, εκ του γεγονότος ότι η «θεωρία του κράτους» ήταν λάθος. Είναι καιρός, όμως, να στηρίζουμε οι αποφάσεις να συνδέονται με την γνώση και όχι με την γνώμη, με την μελέτη των αποχρώσεων και όχι με την επιδερμική αντίληψη της πραγματικότητας και με το εθνικό συμφέρον και όχι με μεταφυσικές θεωρήσεις του κόσμου. Προϋποθέτει επίσης φορά κίνησης δημοκρατική και πληροφορημένους πολίτες που είναι εντολείς της εξουσίας. Εδώ, στον πυρήνα του προβληματισμού θα βάλουμε την ΕΕ.
- Φυσιογνωμικά και οντολογικά χαρακτηριστικά της ΕΕ
Κατ’ αρχάς, οι ίδιες οι κοινωνίες των κρατών-μελών εδώ και πολύ καιρό όρισαν και οριοθέτησαν τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της ΕΕ: Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι ένα διεθνιστικό εγχείρημα. Είναι αντίθετα ένα πρότυπο εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος, το οποίο ορίζεται, προσανατολίζεται και μετασχηματίζεται διακυβερνητικά. Εξ αντικειμένου η υπερεθνική ανθρωπολογία είναι μηδενική, δηλαδή δεν υπάρχει μία ευρωπαϊκή κοινωνική οντότητα, αλλά τόσες όσα και τα κράτη-μέλη και τόσες εθνικές κοσμοθεωρίες όσα και τα έθνη. Η ανθρωπολογική ετερότητα των εθνικών κοινωνιών βαθαίνει ολοένα και περισσότερο αναδεικνύοντας ολοένα και εντονότερα τα εθνοκρατοκεντρικά χαρακτηριστικά του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι βαθύτατες πολιτικοστοχαστικές προεκτάσεις αυτού του γεγονότος δεν μπορούν να παραβλεφθούν.
Μηδενική υπερεθνική ανθρωπολογία και ξεκάθαρα εθνοκρατοκεντρικές ιδιότητες ορίζουν και οριοθετούν μία απαρέγκλιτη σχέση εντολέα και εντολοδόχου μεταξύ των κρατών-μελών και των υπερεθνικών θεσμών. Υπό αυτό το αναντίλεκτο πρίσμα ακόμη και η παραμικρή διολίσθηση των υπερεθνικών θεσμών σε ανεξάρτητες αρμοδιότητες διευρύνει το δημοκρατικό έλλειμμα και τους καθιστά εξωπολιτικά κατεξουσιαστικά όργανα εν δυνάμει δεσποτικά. Ο χώρες του Νότου τα τελευταία χρόνια δοκιμάζονται σκληρά λόγω αυτής της αδήριτης πραγματικότητας. Οι τεχνοκράτες αυτονομούνται, συμμαχούν περιστασιακά με τα ισχυρά κράτη τα οποία εκδηλώνονται ηγεμονικά ολοένα συχνότερα και ακυρώνουν την ανεξαρτησία όσων κρατών φάνηκαν απρόσεκτα συμμετέχοντας στο τερατώδες εγχείρημα της ΟΝΕ.
Το καθεστώς έμμεσης αντιπροσώπευσης των κρατών μελών είναι ούτως ή άλλως δημοκρατικά ελλειμματικό και η διαδικασία λήψεως αποφάσεων σε διακυβερνητικό επίπεδο πολλαπλά έμμεση. Υπό αυτές τις συνθήκες παραμερισμός ακόμη και αυτής της πολλαπλά έμμεσης αντιπροσώπευσης και παραχώρηση ανεξάρτητων υπερεθνικών αρμοδιοτήτων σημαίνει εκμηδένιση της δημοκρατίας. Ένας τέτοιος προσανατολισμός είναι από άποψη πολιτικού πολιτισμού ανεπίτρεπτος. Ταυτόχρονα, πολιτικοκοινωνικά δεν είναι βιώσιμος.
Οι βαθύτατα εμπεδωμένες ιδιότητες της εθνοκρατοκεντρικά δομημένης ΕΕ επιτάσσουν αυστηρό έλεγχο των υπερεθνικών οργάνων και μηδενικές ανεξάρτητες δικαιοδοσίες για τα τελευταία. Επιπλέον, αποτελεσματική ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, η οποία διαφυλάττει στοιχειωδώς τη δημοκρατική τάξη, επιτάσσει εξορθολογισμό των διακυβερνητικών αποφάσεων και συνάμα εξορθολογισμό της δημοκρατίας στο επίπεδο των κρατών-μελών. Υπό το πρίσμα της ανάλυσης που προηγήθηκε καταγράφουμε μερικές βασικές θέσεις για το φαινόμενο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που αφορούν καίρια την ανάλυση των κεφαλαίων που προηγήθηκαν.
Κατά πρώτον, η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης επιβεβαιώνει σχεδόν απόλυτα το γεγονός της κατίσχυσης της εθνικής κοσμοθεωρίας ως αξονικής σημασίας στην πορεία του κόσμου προς ένα ορθολογιστικό διεθνές εθνοκρατοκεντρικό διεθνές σύστημα. Όσον αφορά την αποτίμηση της πορείας του εθνοκρατοκεντρικού γίγνεσθαι, συγκρινόμενη με το Σοβιετικό παράδειγμα είναι αξιοσημείωτο ότι, αν και διαφορετικών αφετηριών και διαφορετικού ιδεολογικού περιεχομένου, οδηγείται στον ίδιο προσανατολισμό, που επιβεβαιώνει μία πορεία προς την κατεύθυνση μιας ολοένα και πιο βαθιάς εθνοκρατοκεντρικής συγκρότησης του κόσμου.
Η Σοβιετική Ένωση άρχισε ως ένα προγραμματικά υλιστικό παράδειγμα, που δρομολόγησε και επόπτευε μία συγκεντρωτική εξουσία, η οποία διέθετε ολοκληρωμένο επαναστατικό διεθνιστικοϋλιστικό σχέδιο, την εφαρμογή του οποίου διαχειριζόταν αδιατάραχτα επί πολλές δεκαετίες καταφέρνοντας να καταστήσει την ΕΣΣΔ ως τη μεγαλύτερη ιδεολογική και στρατιωτική δύναμη όλων των εποχών. Η πανίσχυρη και εξουσιαστική κραταιά κομουνιστική εξουσία κατέρρευσε ως χάρτινος πύργος για να δημιουργηθεί σχεδόν ακαριαία μία εθνοκρατοκεντρική δομή σ’ όλη την πρώην σοβιετική επικράτεια. Οι εθνικές-ανθρωπολογικές δομές στα θεμέλια της ΕΣΣΔ όχι μόνο δεν εξαλείφθηκαν αλλά επιπλέον δυνάμωσαν εκπληκτικά. Οι εθνικές κοσμοθεωρίες αναδύθηκαν πανίσχυρες μέσα από τις στάχτες του ισχυρότερου διεθνιστικοϋλιστικού εγχειρήματος όλων των εποχών.
Αντίστοιχα, στην εθελούσια και αφετηριακά πολύ χαλαρή –και αποκλειστικά εμπορικοοικονομική– διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κάποιες αρχικές υλιστικές αξιώσεις δεν άντεξαν πάνω από μία δεκαετία. Τάχιστα οι κοινωνίες των κρατών-μελών με πρωτοστάτη τη Γαλλία επί προεδρίας Ντε Γκολ απέρριψαν τις διεθνιστικές παραδοχές και επέβαλαν μία διακυβερνητική διαπολιτειακή δομή, που επιβεβαιώνει τους εθνοκρατοκεντρικούς προσανατολισμούς των τελευταίων δεκαετιών στην Ευρώπη και στον κόσμο.
Δεύτερον, η συζήτηση για τα πολιτικοθεσμικά χαρακτηριστικά της ΕΕ απαιτεί συνεκτίμηση του ιστορικού γεγονότος για την πρωτοκαθεδρία του μεταμοντερνισμού στην πορεία της νεοτερικότητας και την υλιστική νοηματοδότηση της δημόσιας σφαίρας στα δυτικά κράτη. Τα υλιστικά χαρακτηριστικά των δημόσιων σφαιρών συνυπάρχουν με τις εθνικές-ανθρωπολογικές προϋποθέσεις των εθνοκρατικών ενοτήτων της Ευρώπης δημιουργώντας, έτσι, διφυείς κοινωνικοπολιτικές δομές.
Θέση μας που διατυπώσαμε εκτενώς στις παράλληλες με το παρόν δημοσιεύσεις, είναι ότι στον βαθμό και στην έκταση που εμπεριέχουν παρωχημένες κανονιστικές ρυθμίσεις μοντερνιστικού χαρακτήρα οι δημόσιες σφαίρες των κρατών-μελών της ΕΕ είναι πολιτικά ελλειμματικές (και γι’ αυτό από άποψη δημοκρατίας ελαττωματικές). Η συντήρηση παρωχημένων νομικοπολιτικών ρυθμίσεων, που θέλουν μία ιδεολογικά εμπνευσμένη υλιστική ανθρωπολογία πνευματικά εκμηδενισμένων πολιτών, είναι ατελέσφορη και αδιέξοδη. Αυτές οι ρυθμίσεις, εξάλλου, δεν συμβαδίζουν με τις πανίσχυρες εθνικές κοσμοθεωρίες, που έκτισε η ιστορική διαχρονία στο επίπεδο των κοινωνικών οντοτήτων.
Στο επίπεδο των εθνικών κοινωνιών, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο οι εθνικές κοσμοθεωρίες ενισχύονται διαρκώς, κτίζονται εθνικές-ανθρωπολογικές δομές και εγείρονται αξιώσεις συμβατότητας του Πολιτικού γεγονότος με την ανθρωπολογική ετερότητα μιας εκάστης ευρωπαϊκής κοινωνικής οντότητας. Σ’ αντίθεση με τις ιδεολογικές εμμονές διαφόρων αποχρώσεων που υποστηρίζουν ότι οι θεσμοί κατασκευάζουν την ανθρωπολογία του Πολιτικού, κάτι τέτοιο δεν ισχύει: Είναι στη φύση κάθε κοινωνικής οντότητας να αξιώνει διαρκώς προσαρμογή των θεσμών της στην ανθρωπολογική ετερότητά της αποτινάσσοντας όσους θεσμούς είναι είτε εξωπολιτικά προσδιορισμένοι και αλλότριοι είτε εξωγενώς επιβληθέντες.
Η εμπειρία της ΕΕ αποτελεί το σημαντικότερο ίσως παράδειγμα της σύγχρονης εποχής –ακόμη πιο σημαντικό από την πρώην ΕΣΣΔ, επειδή ακριβώς η συμμετοχή είναι εθελούσια–, το οποίο καταμαρτυρεί ότι οι υλιστικές κανονιστικές δομές, που αποκλείουν τα πνευματικά από τον δημόσιο βίο, δεν έχουν μέλλον και ότι το αυτοκτονικό μεταμοντέρνο ροκάνισμα μπορεί να αποφευχθεί μόνο αν υπάρξει ριζική αλλαγή παραδείγματος.
Δηλαδή, κατεδάφιση των υλιστικών τειχών των δημόσιων σφαιρών των εθνών-κρατών της ΕΕ και απεριόριστος εμπλουτισμός των ηθικοκανονιστικών διαμορφώσεων στο εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο με τον πνευματικό κόσμο των πολιτών των κρατών-μελών. Όχι μόνο δεν πρέπει να αποκλειστεί η μεταφυσική πίστη, όπως παρωχημένες μοντερνιστικές παραδοχές υποστηρίζουν, αλλά επιπλέον απαιτείται να γίνει αποδεκτό και παραδεκτό το γεγονός ότι αποτελεί κύριο γνώρισμα του πνευματικού κόσμου των πολιτών και της ανθρωπολογικής ετερότητάς τους.
Η σύνδεση της μεταφυσικής πίστης με θεοκρατικές παραδοχές οφείλεται σε πολιτικοστοχαστικά τραύματα, που προκάλεσε ο αφετηριακός αντιθεοκρατικός αγώνας της νεοτερικότητας. Αν και υπό το πρίσμα του 15ου αιώνα ο αγώνας αυτός για πολλούς ήταν δικαιολογημένος προκάλεσε, εντούτοις, εκτρωματικές αντιμεταφυσικές ιδέες και στη συνέχεια αντιπνευματικές ιδέες, που αντιβαίνουν στην ανθρώπινη ετερότητα και που εξώθησαν στην τροχοδρόμηση του μοντερνισμού, στην οντολογική αναβάθμιση της ύλης και στη διχοτομία πνεύματος και πολιτικής.
Τα τραύματα που υπέστη η ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη από τη μεσαιωνική Ρωμαιοκαθολική Θεοκρατία οδήγησαν σε μία αυτοκτονική αντιπνευματική υλιστική νοηματοδότηση του δημόσιου βίου. Λογικά μετά από πολλούς αιώνες αυτά τα τραύματα θα έπρεπε να είχαν επουλωθεί. Όμως, πλην ελάχιστων πνευματικά τραυματισμένοι διανοητές συνεχίζουν να τα καλλιεργούν στα υλιστικών προσανατολισμών πανεπιστημιακά ιδεολογικοπολιτικά εκπαιδευτήρια.
Τρίτον, η σχεδόν απόλυτη επιβεβαίωση του εθνοκρατοκεντρικού φαινομένου καταμαρτυρείται από τη μηδενική υπερεθνική ανθρωπολογία στο επίπεδο των υπερεθνικών δομών και από τη νομικοπολιτική αποτύπωση των αποφάσεων πολλών δεκαετιών στο επίπεδο της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η θέση που διατυπώσαμε πιο πάνω ότι μόνο οι ανεξάρτητες αρμοδιότητες των υπερεθνικών οργάνων πρέπει να είναι μηδενικές αφορά ζωτικά το κατά πόσο η ΕΕ θα συνεχίσει να αναδεικνύεται ως ένα πρότυπο μετανεοτερικό παράδειγμα ή κατά πόσο, όπως συμβαίνει με κάθε υλιστική νοηματοδότηση της πολιτικής, θα αποσυντεθεί κάτω από το βάρος των αντιθέσεων και αντιφάσεων μιας λειψής υλιστικά νοούμενης δημόσιας σφαίρας.
Ακόμη και το παραμικρό παραστράτημα προς ανεξαρτησία των υπερεθνικών οργάνων είναι αυτοκτονικός πολιτικός ανορθολογισμός και πολιτική ανωμαλία. Μόνο παρωχημένα ιδεολογήματα θα μπορούσαν να υποστηρίζουν τέτοιες πολιτικές εκτροπές, που αναπόδραστα οδηγούν σε κατεξουσιασμό, αναποτελεσματικότητα και βραδύκαυστη εκκόλαψη δεσποτικών αξιώσεων. Οι οντολογικές ιδιότητες της ΕΕ επιτάσσουν ότι είτε η Ευρώπη θα είναι εθνοκρατοκεντρικά οργανωμένη σύμφωνα με τις κοινωνικές της προϋποθέσεις είτε θα διολισθαίνει άλλοτε αργά και άλλοτε ταχύρυθμα στη σύγχυση και στην αδυναμία. Η διολίσθηση σε πολιτικό ανορθολογισμό και η διεύρυνση της απόστασης της εξουσίας από την κοινωνία προκαλεί, επιπλέον, τάσεις προς λαϊκισμό, εξωπραγματικές ρητορικές διεθνιστικές τοποθετήσεις και «παράθυρα ευκαιρίας» ανεξάρτητων υπερεθνικών στάσεων και δράσεων που οφείλονται σε αβλεψία των διακυβερνητικών οργάνων.
Τέταρτον, αναλύοντας τη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κανείς δεν μπορεί να παρακάμψει ή να παραβλέψει τα εξής κύρια φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά:
α) Η ΕΕ φέρει τα κοσμοθεωρητικά χρώματα του Ντε Γκολ. Ο Ντε Γκολ είναι εκείνη η πολιτική και στοχαστική μορφή, η οποία ξεκάθαρα συλλογίστηκε ορθούς προσανατολισμούς για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τα μέλη της με όρους εθνικής κοσμοθεωρίας, εθνικής ανεξαρτησίας, εθνικού συμφέροντος και δημοκρατίας.
β) Το γεγονός ύπαρξης ανεπίστροφων εθνοκρατικών χαρακτηριστικών των μελών της ΕΕ σημαίνει ότι η προοπτική σταθεροποίησης ενός ορθολογιστικού μετανεοτερικού εθνοκρατοκεντρικού περιφερειακού συστήματος συναρτάται με τη περαιτέρω συνύπαρξη των εθνικών κοσμοθεωριών υπό συνθήκες εθνικής ανεξαρτησίας και ορθολογιστικά δομημένων διακυβερνητικών κανονιστικών ρυθμίσεων, που αναζητούν συγκλίσεις των εθνικών συμφερόντων.
γ) Όποιος συντηρεί ιδεολογικοϋλιστικές παρακρούσεις κινείται κόντρα στις οντολογικά θεμελιωμένες ανθρωπολογικές προϋποθέσεις των κρατών-μελών της ΕΕ και συνεπικουρεί όσους στις παλιές μηδενιστικές γραμμές επιδιώκουν ένα ακόμη πιο ισοπεδωμένο μεταμοντέρνο ανθρωπολογικό εκμηδενισμό των πολιτών των κρατών-μελών. Σε μερικά κράτη όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, βεβαίως, το ροκάνισμα των ανθρωπολογικών θεμελίων από μεταμοντέρνους ιδεολόγους (εθνομηδενιστικά ιδεολογήματα και ιστορική ανεκδοτολογία) που συνεπικουρούνται από δυτικές ηγεμονικές δυνάμεις βρίσκεται ήδη σε προχωρημένο στάδιο.
δ) Με διακυβερνητικές αποφάσεις παρμένες επί σειρά δεκαετιών η ΕΕ είναι θεμελιωδώς προσανατολισμένη σε μία διακυβερνητικά νοούμενη ρητή εθνοκρατοκεντρική δομή. Η διακυβερνητική φυσιογνωμία δεν είναι μία τυχαία ή παροδική τάση αλλά αντανάκλαση θεμελιωδών καταστατικών αποφάσεων σύμφωνων με το γεγονός της εθνικής-ανθρωπολογικής ετερότητας των κοινωνιών των κρατών μελών, που προϋποθέτουν μία απαράβατη σχέση εντολέα-εντολοδόχου μεταξύ των εθνών-κρατών και των υπερεθνικών θεσμών. Η ρητή και απαράβατη εμπέδωση μιας σχέσης εντολέα-εντολοδόχου μεταξύ των κρατών-μελών και της ΕΕ είναι προϋπόθεση ορθολογιστικών βηματισμών. Αντίστροφα, κάθε διεθνιστική στάση, δράση ή απόφαση είναι βήμα προς πολιτικό ανορθολογισμό.
ε) Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα, που θέτουν τυχόν ανορθολογικοί υλιστικοί βηματισμοί που παραγνωρίζουν τον εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα της ΕΕ, είναι ο τρόπος που επηρεάζουν τη δύσκολη σχοινοβασία των ευρωπαϊκών κρατών στο πεδίο των πολιτικοστρατηγικών εξελίξεων, που αφορούν τόσο ζητήματα πλανητικής κατανομής ισχύος και συμφερόντων όσο και ενδοευρωπαϊκά διλήμματα ασφαλείας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης.
Συνδυασμός μιας κατάστασης προχωρημένου μεταμοντέρνου ροκανίσματος των ανθρωπολογικών προϋποθέσεων και μιας πολιτικοδιπλωματικής ή οικονομικής κρίσης μπορεί να προκαλέσει μεγάλες πολιτικές ταλαντώσεις ή και πολύ περισσότερα. Όσοι μελέτησαν χωρίς διαστρεβλωτικούς φακούς την περίοδο από το 1945 μέχρι τις μέρες μας θεμελίωσαν ότι τέτοιες οριακές καταστάσεις ήταν πολύ συχνές.
Πέμπτον, όπως σε κάθε ανθρώπινη κατάσταση η ουσία βρίσκεται στην ειδοποιό διαφορά. Η ΕΕ, λοιπόν, είναι μία διεθνής εθνοκρατοκεντρική δομή εμπεδωμένης συνεργασίας στον καταναλωτικό τομέα αλλά όχι μόνο.
Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η υλιστική σφαίρα στον υπερεθνικό τομέα –όπως σε κάθε άλλη διακρατική σχέση– είναι μεν εξαρτημένη μεταβλητή της διακυβερνητικής διαδικασίας αλλά συνάμα είναι και ενταγμένη σε ένα ευρύτερο πλέγμα διακρατικών διαπραγματεύσεων, συμφωνιών, κοινών δικαιακών ρυθμίσεων, συμβάσεων και διαβουλεύσεων σε βαθύτατα πολιτικούς τομείς σε βαθμό και έκταση που δεν συναντάται σε άλλους διεθνείς οργανισμούς.
Αυτά τα γνωρίσματα ενισχύουν τον μετανεοτερικό χαρακτήρα του εγχειρήματος, όπως τον ορίσαμε πιο πάνω. Ο εθνοκρατοκεντρικός δημόσιος χώρος στους υλιστικούς τομείς (οικονομική και καταναλωτική ολοκλήρωση) είναι προϊόν διακυβερνητικών διαπραγματεύσεων στη βάση θέσεων εθνικού συμφέροντος τα οποία συγκροτούνται και σταθεροποιούνται ως εθνικές θέσεις στο εθνοκρατικό επίπεδο. Στο εθνοκρατικό επίπεδο και παρά τις ιστορικές υλιστικές ιδιότητες της εθνικής δημόσιας σφαίρας κάθε κράτους τα εθνικά συμφέροντα προσδιορίζονται υπό το πρίσμα τόσο πνευματικών όσο και αισθητών κριτηρίων και παραγόντων, που αφορούν στην ανθρωπολογική ετερότητα κάθε εθνικής κοινωνίας. Κοντολογίς, τα εθνικά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης είναι διακριτά, διαφορετικά, ανομοιογενή και η ΕΕ εξ ορισμού κοσμοθεωρητικά/ηθικά διαφοροποιημένη.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο υλιστικός χαρακτήρας του εγχειρήματος μετριάζεται, γιατί η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών των κρατών-μελών, που ποτέ δεν θα δέχονταν να εκμηδενιστούν πνευματικά, διαρκώς αγωνίζονται για συμπερίληψη των πνευματικών τους προϋποθέσεων τόσο στη δική τους εθνική δημόσια σφαίρα όσο και στην εθνοκρατοκεντρική δημόσια ευρωπαϊκή σφαίρα.
Μία δεύτερη και συναφής ειδοποιός διαφορά είναι η έκταση και το βάθος των διακρατικών κοινών νομικοπολιτικών ρυθμίσεων. Η εμπέδωση του προαναφερθέντος διακρατικού συστήματος διαβουλεύσεων, συμβάσεων και συμφωνιών οδηγεί σε μία «υπερεθνική» δομή θεμελιωδώς διακυβερνητικού χαρακτήρα, αλλά συνάμα νομικών συμφωνιών, που αφενός δεν θίγουν την κυριαρχία, αφετέρου ενέχουν βαθύτατες ενδοκρατικές και ενδοσυστημικές προεκτάσεις. Πιο συγκεκριμένα: α) Οι νομικές ρυθμίσεις συγκρινόμενες με άλλες νομικές δεσμεύσεις είναι πολύ περισσότερες και καλύπτουν ένα πολύ μεγαλύτερο φάσμα της εθνικής καθημερινότητας. β) Ενσωματώνονται στην ενδοκρατική δικαιοταξία των κρατών μελών και εποπτεύονται από συμπεφωνημένους θεσμούς και κυρίως από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αυτά τα δύο φυσιογνωμικά, δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά αν και στερούνται διεθνιστικών ιδιοτήτων δημιουργούν, εντούτοις, παραστάσεις μιας εμπεδωμένης ευρωσυστημικής συνέχειας και σταθερότητας υπό συνθήκες σεβασμού της κυριαρχίας των μελών. Πολλές νομικές μελέτες, για παράδειγμα, δείχνουν ότι στις καλύτερες στιγμές του το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφαίνεται οριοθετημένα στο πλαίσιο των αποφάσεων των μελών, που συγκροτούν τη νομικοπολιτική δομή αποφεύγοντας κοσμοπλαστικές αποφάνσεις. Η παράσταση ευρωσυστημικής σταθερότητας και συνέχειας ενισχύεται, επιπλέον, από το γεγονός ότι τα κράτη της ΕΕ συμμετέχουν σε πλήθος διεθνών θεσμών, συμβάσεων και συμφωνιών, όπως μεταξύ άλλων η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, ο ΟΗΕ και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου. Συμπληρώνεται ότι στους τομείς αυτούς τα μέλη κατά κανόνα συνεννοούνται και δει δυνατόν συμφωνούν για κοινές διαπραγματευτικές στάσεις και θέσεις.
Μία τρίτη ειδοποιός διαφορά, που θρέφει τάσεις προς μία μετανεοτερική δομή, είναι το γεγονός ότι ακριβώς στερούμενη διεθνιστικών παραδοχών –και αυτό, επαναλαμβάνουμε, οφείλεται σε αποφάσεις πολύ δουλεμένες στο διακυβερνητικό επίπεδο– η ΕΕ ενισχύει την εθνική ανεξαρτησία των εθνών-κρατών, δεν θίγει αλλά ενισχύει την εθνική κυριαρχία ως καθολικό και οικουμενικό πολιτικό δόγμα και δεν απειλεί την εθνική ανθρωπολογία. Πιο συγκεκριμένα, κανείς σοβαρά σκεπτόμενος δεν φιλοδοξεί να αντικαταστήσει ή να υποκαταστήσει τα ευρωπαϊκά έθνη και να τα αντικαταστήσει με κάποια εκμηδενισμένη μεταμοντέρνα ανθρωπολογία που θα διοικείται (διάβαζε κατεξουσιάζεται) από μία ομάδα απάτριδων σύμφωνα με τον εύστοχο όρο του Ντε Γκολ, η οποία θα στερείται πολιτικής νομιμοποίησης και που θα διολισθαίνει στον δεσποτισμό.
Βασικά, τα οντολογικά χαρακτηριστικά της ΕΕ δεν αφήνουν περιθώρια για ανεξάρτητες υπερεθνικές αρμοδιότητες, παρά το γεγονός ότι στην πράξη εύκολα παρατηρεί κανείς ότι υπάρχουν αβλεψίες και ολισθήματα, που συναντά κανείς σε κάθε πολιτικό σύστημα. Για να είμαστε πιο σαφείς, οι καταστατικές δομές, οι νομικοπολιτικές αποφάσεις κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου και η καθημερινή Κοινοτική πραγματικότητα ενέχουν μια κεφαλαιώδη ειδοποιό διαφορά: Τοποθετούν την ΕΕ στον αντίποδα τόσο των διεθνιστικών, όσο και των ηγεμονικών αντιλήψεων που καλλιεργούν θεσμικοϋλιστικά ιδεολογικά δόγματα και α-πολιτικές κοσμοπολίτικες παραδοχές για τη ζωή, το κράτος και τις πλανητικές σχέσεις.
Σίγουρα, υπάρχουν διαβρώσεις του ευρωπαϊκού διακρατικού ορθολογισμού. Προσθέτουμε ότι αν υπάρχει κάποιος λόγος για να χρηματοδοτούνται μελέτες για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και για να δεσμεύονται δημόσιοι πόροι για πανεπιστημιακά τμήματα διεθνών σπουδών, είναι η διεξαγωγή βασανιστικών εμπειρικών μελετών, που θα καταδεικνύει από τη μία πλευρά τις οντολογικές ιδιότητες της ΕΕ και από την άλλη τα διεθνιστικά ελαττώματα και ελλείμματα των Κοινοτικών θεσμών, καθώς και του τρόπου με τον οποίο θίγονται τα εθνικά συμφέροντα των μελών.
Νόημα έχουν τέτοιες μελέτες, επίσης, όχι όταν προτάσσουν κανονιστικά εμπνευσμένους κοσμοπλαστικούς θεσμούς, αλλά όταν φωτίζουν τα ελλείμματα των καθεστώτων έμμεσης αντιπροσώπευσης, όταν εξετάζουν τις δυνατότητες μετατροπής τους σε (τουλάχιστον) καθεστώτα έμμεσης δημοκρατίας και όταν διερευνούν προσανατολισμούς αυτών των καθεστώτων προς την κατεύθυνση της άμεσης δημοκρατίας. Η χρηματοδότηση ιδεολογικά προσανατολισμένων μεταμοντέρνων μελετών αποτελεί, όπως έγινε σαφές στα προηγούμενα κεφάλαια, αυτοκτονική πολιτικοστοχαστική πράξη.
Ο ορθολογισμός του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έγκειται στην ενδυνάμωση του εθνοκρατικού χαρακτήρα του εγχειρήματος. Κάθε διεθνιστική ή κοσμοπολίτικη προαίρεση είναι πολιτική συνταγή αποδυνάμωσης, σύγχυσης, αναποτελεσματικότητας και αποπροσανατολισμού. Συνοψίζουμε λοιπόν τα οντολογικά χαρακτηριστικά της ΕΕ ως εξής:
α) Τα μέλη της ΕΕ είναι εθνοκρατικές ενότητες προικισμένες με εθνικές ανθρωπολογικές προϋποθέσεις και η ΕΕ ως διεθνής θεσμός είναι ένα εθνοκρατοκεντρικό σύστημα, που έκανε μερικά μετανεοτερικά βήματα δημιουργώντας έναν αντιηγεμονικά δομημένο εθνοκρατοκεντρικό δημόσιο χώρο, που συνοδεύεται και εμπλουτίζεται από πλήθος συμβάσεων, συνθηκών, διαβουλεύσεων στη βάση των εθνικών συμφερόντων και συγκρότηση κοινών θέσεων και στάσεων. Μεταξύ άλλων ειδοποιών διαφορών ήδη διακρίναμε την εκτεταμένη από κοινού ενσωμάτωση δικαιακών διατάξεων στην εθνοκρατική δικαιοταξία, την ύπαρξη συμπεφωνημένων δικαστικών οργάνων και τη διαχείριση πλήθους καταναλωτικών ζητημάτων μετά από σκληρές διακυβερνητικές διαπραγματεύσεις. Πορεία προς διεθνισμό οδηγεί στην αποδυνάμωση των εθνοκρατοκεντρικών μετανεοτερικών κτισμάτων. Πορεία προς μία πιο αναπτυγμένη εθνοκρατοκεντρική δομή εδρασμένη στις εθνικές κοσμοθεωρίες αποδυναμώνει τις νοηματοδοτήσεις των πολιτικών σχέσεων με όρους ισχύος και δυναμώνει τα συνεργασιακά και αναγκαία και μη εξαιρετέα αντιηγεμονικά αντανακλαστικά.
β) Το κύριο οντολογικό γνώρισμα της ΕΕ αφορά στην ανθρωπολογία. Οι υπερεθνικοί θεσμοί είναι εντολοδόχοι των κρατών-μελών, επειδή στερούνται και της παραμικρής ανθρωπολογικής βάσης. Από καιρό έχει εδραιωθεί η θέση ότι μόνο ως ιδεολογική παράκρουση μπορεί να ακουστεί η θέση υπέρ της δημιουργίας μιας υλιστικής ανθρωπολογίας, που θα αντικαθιστούσε τους πολιτισμούς, τις ταυτότητες, τις ιστορικές μνήμες και τις εθνικές κοσμοθεωρίες.
Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι διακυβερνητικές αποφάσεις διατήρησαν το προνόμιο των κρατών μελών να είναι ύστεροι και υπέρτατοι εντολείς των υπερεθνικών θεσμών. Η τάση είχε ήδη αρχίσει από τη δεκαετία του 1960 και εδραιώθηκε ανεπίστροφα με την πρωτοκαθεδρία, έκτοτε, των διακυβερνητικών θεσμών σε όλα τα επίπεδα. Ήδη από το 1966 η Γαλλία αποστέρησε τη δυνατότητα μιας αυτοτροφοδοτούμενης υπερεθνικότητας, που θα αναπτυσσόταν με πλειοψηφικές αποφάσεις μεταξύ των αντιπροσώπων των εθνών-κρατών. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι διακυβερνητικές διασκέψεις επικύρωσαν αυτές τις θεμελιακές επιλογές.
Σε ύστατο και υπέρτατο επίπεδο οι υπερεθνικοί θεσμοί είναι εξαρτημένες μεταβλητές των εθνοκρατοκεντρικών θεσμών. Ο ρόλος τους δεν μπορεί να είναι παρά μόνο λειτουργικός υπό την υψηλή εποπτεία των εντολέων-κρατών. Εξαιρέσεις που θρέφουν τάσεις προς κατεξουσιαστικές στάσεις δεν λείπουν, όπως είπαμε, αλλά δεν θα μας απασχολήσουν εδώ περισσότερο. Οι εντολοδόχοι υπερεθνικοί θεσμοί συντονίζουν και μεγιστοποιούν τα εθνικά συμφέροντα των κρατών κατόπιν εντολής των διακυβερνητικών οργάνων και η λειτουργία τους βρίσκεται υπό την αίρεσή τους και την υψηλή εποπτεία τους.
Οι υπηρετούντες τους υπερεθνικούς θεσμούς στερούνται και της παραμικρής πολιτικής νομιμοποίησης –ουσιαστικά μιλώντας αυτό ισχύει και για το λεγόμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που περισσότερο σύγχυση προκαλεί παρά νομιμοποιεί τη λήψη αποφάσεων– και γι’ αυτό δεν είναι νομιμοποιημένοι να αποφαίνονται κοσμοπλαστικά, ηθικοπαιδαγωγικά και με πολιτική ασέβεια, όσον αφορά στον θεμελιώδη εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος και στις εθνικές κοσμοθεωρίες των μελών. Κάθε τέτοια στάση είναι με όρους πολιτικού πολιτισμού ανεπίτρεπτη πολιτική εκτροπή. Κάθε εξωπολιτική και εξωκοινωνική κοσμοπλαστική ιδεολογία είναι βασικά, ούτως ή άλλως, πολιτική εκτροπή.
γ) Ο λόγος για τον οποίο τα κράτη-μέλη είναι οι έσχατοι, υπέρτατοι και οριστικοί κριτές οφείλεται στο γεγονός ότι διαφύλαξαν το δικαίωμα των εθνοκρατοκεντρικών-διακυβερνητικών θεσμών την εδραία καθιερωμένη αρμοδιότητα να διατηρούν, να αλλάζουν, να μετασχηματίζουν, να καταργούν, να δημιουργούν νέους, να αυξάνουν και να μειώνουν τους ρόλους και τις δικαιοδοσίες των υπερεθνικών θεσμών. Για τους άπιστους «Θωμάδες» που επηρεάζονται από τη συμβατική προπαγανδιστική ρητορεία παρασιτικών διανοουμένων δεν έχουν παρά να παρακολουθήσουν κάθε διακυβερνητική διάσκεψη αλλά και την περιπέτεια σύνταξης ενός «Ευρωπαϊκού Συντάγματος» τις δεκαετίες του 1990 και 2000 για να κατανοήσουν πλήρως τον εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα της ΕΕ.
δ) Η πίστη, η νομιμοφροσύνη, η εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια, η διπλωματία και οι κοσμοθεωρητικοί προσανατολισμοί είναι υποθέσεις των κρατών, όπως και η άσκηση λαϊκής κυριαρχίας, στο εθνοκρατικό επίπεδο. Η διαλεκτική σχέση εθνοκρατικής διανεμητικής δικαιοσύνης, διακυβερνητικής συναίνεσης ή ομοφωνίας και απόλυτου διακυβερνητικού ελέγχου των υπερεθνικών δομών προσδιορίζει την πορεία αλλά και το μέλλον της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Μιλάμε για σχοινοβασία ενός εθνοκρατοκεντρικού μετανεοτερικού εγχειρήματος και το παραμικρό σπρώξιμο μπορεί να το καταποντίσει. Το μεγάλο πρόβλημα έγκειται στο γεγονός, όπως εξηγήσαμε αλλού, ότι πολλές διαταράξεις δεν προέρχονται μόνο από αστοχίες στο επίπεδο της διαδικασίας ολοκλήρωσης αλλά από τεκταινόμενα στο πολιτικοστρατηγικό επίπεδο και στις σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων των κρατών μελών. Υπό αυτό το πρίσμα είμαστε οι τελευταίοι που θα συνιστούσαμε εφησυχασμό. Για να παραφράσουμε τον Παναγιώτη Κονδύλη, στις διεθνείς σχέσεις «τελειωτικές λύσεις και ευτυχία χωρίς κινδύνους» δεν υπάρχουν.
Το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι καράβι το οποίο ταξιδεύει στις φουρτουνιασμένες θάλασσες του διεθνούς συστήματος, το οποίο πάσχει ενδογενώς από διλήμματα ασφαλείας μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και το οποίο ροκανίζεται από διεθνισμούς, κοσμοπολιτισμούς, υλισμούς και κυρίως αυτοκτονικά αντιπνευματικά σύνδρομα, που στερούν τη δημόσια σφαίρα από τον πλούτο των πολιτών των εθνοκρατών της Ευρώπης.
Επαναλαμβάνουμε κάτι που θεωρούμε εξαιρετικής σημασίας: Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι τα κράτη της Ευρώπης διαθέτουν σπάνιους πόρους για τη χρηματοδότηση υλιστικών πανεπιστημιακών τμημάτων, στο εσωτερικό των οποίων καλλιεργούνται μεταμοντέρνα ιδεολογήματα, που ροκανίζουν τον ορθολογισμό τόσο των ευρωπαϊκών εθνών όσο και τον εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα του εγχειρήματος της ολοκλήρωσης.
3. Εθνοκρατοκεντρική δομή versus υλισμός
Το ζήτημα της εθνοκρατοκεντρικού χαρακτήρα της ΕΕ versus υλιστικές και διεθνιστικές προσλήψεις του εγχειρήματος σχετίζεται τόσο με τις προαναφερθείσες θέσεις περί μιας εύθραυστης, αλλά και πολύτιμης μετανεοτερικής πορείας όσο και με τις αφετηριακές λειτουργιστικές προβλέψεις και ιδεολογικές παραδοχές για μία υλιστική ανθρωπολογία. Παρά το γεγονός ότι οι τελευταίες βρίσκονται σε αναντιστοιχία με τα οντολογικά χαρακτηριστικά της ΕΕ συνεχίζουν να υπονομεύουν τον μετανεοτερικό εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα του εγχειρήματος.
Κάθε εθνοκρατικό ή διεθνές εθνοκρατοκεντρικό πολιτικό εγχείρημα είναι ένα άθλημα ισορροπίας μεταξύ ορθολογικών και ανορθολογικών πολιτικών επιλογών. Ως ζήτημα στοιχειώδους πολιτικοστοχαστικού ορθολογισμού απαιτείται το εγχείρημα της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης να μην χαρίζεται στους διεθνιστές, στους κοσμοπολίτες, στους υλιστές κάθε άλλου είδους και στους νομικιστές. Τονίζουμε ξανά ότι αυτή η θέση, αν και αυτονόητα ορθή για τους περισσότερους, δεν είναι αυτονόητη για μυριάδες θαμώνες των πανεπιστημιακών ιδεολογικοπολιτικών εκπαιδευτηρίων, τα οποία συνεχίζουν μια παρωχημένη και ξεπερασμένη υλιστική παραδοξολογία, που ενσαρκώνεται στα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα που περιγράψαμε πιο πάνω.
Χωρίς να επεκταθούμε σε γνωστά ιστορικά γεγονότα υπενθυμίζουμε μόνο ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι προϊόν συγκεκριμένων παραγόντων, εκ των οποίων δύο είναι οι σημαντικότεροι. Ο πρώτος είναι η διεθνής κατανομή ισχύος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και ο δεύτερος είναι η αναζήτηση τρόπων εξυπηρέτησης των εθνικών συμφερόντων τόσο στον οικονομικό όσο και στον στρατηγικό τομέα. Παρά το ότι αφετηριακά η διεθνιστική ρητορική ήταν αρκετά διαδεδομένη, το στοίχημα, εντούτοις, ήταν πάντοτε η εθνοκρατοκεντρική οργάνωση των ευρωπαϊκών διακρατικών σχέσεων με τρόπο που θα εκπλήρωνε τα εθνικά τους συμφέροντα ενόψει των οικονομικών και στρατηγικών αλλαγών που προκάλεσε ο πόλεμος.
Μερικοί υποστήριξαν τότε μία διεθνιστική-υλιστική υπερεθνική δομή, που θα εξελισσόταν σε μία ανεξάρτητη ευρωπαϊκή εξουσία. Η πολιτική της νομιμοποίηση, οι ανθρωπολογικές της προϋποθέσεις και το μέγα ζήτημα της πολιτικής ελευθερίας ποτέ δεν διευκρινίστηκαν. Μέχρι και τη δεκαετία του 1960 δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι ερωτοτροπούσαν με ιδεολογικά νοούμενες διεθνιστικοϋλιστικές παραδοχές.
Η κατίσχυση της εθνοκρατοκεντρικής αντίληψης δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διεθνιστικά ιδεολογικά υπολείμματα. Είναι τα μεταφυσικά προσδιορισμένα ιδεολογήματα περί «συναρχιών», «υπερεθνικών δημόσιων χώρων», «μετακρατικών πολιτειών» κ.τ.λ. Βασικά, είναι φτωχοί συγγενείς των παρωχημένων λειτουργιστικών θεωριών και στο βάθος της ιδεολογικής σκέψης εύκολα αναγνωρίζονται ελιτίστικες αντιλήψεις, που με ευκολία διολισθαίνουν σε δεσποτικές υπερκρατικές παραδοχές. Βρίσκονται κυριολεκτικά στον αντίποδα της έννοιας δημοκρατία, πολιτική ελευθερία και διεθνές δίκαιο.
Η ιδεολογική προκατάληψη τυφλώνει. Γι’ αυτό για τους ιδεολογικά τυφλωμένους είναι αδύνατο να κατανοήσουν ότι ανθρωπολογικές προϋποθέσεις, κοινωνική ετερότητα, δημοκρατία, κοινωνική ελευθερία και πολιτική ελευθερία είναι έννοιες άρρηκτα αλληλένδετες με κάθε πολιτικό σύστημα, το οποίο, αν τις στερηθεί, είναι ευθέως δεσποτικό. Κατιτί ιδεολογικό και βαθύτατα ψυχικό, που επί αιώνες χαρακτηρίζει τις διεθνιστικοϋλιστικές παραδοχές, εξωθεί σε ποικιλόχρωμες ρητές, υπονοούμενες, ψιθυριστές και άλλοτε κραυγαλέες αντιπάθειες για το έθνος, την κυριαρχία και την εθνική κοσμοθεωρία.
Ως εγγενώς υλιστικές αυτές οι παραδοχές, εξάλλου, ουδόλως ενασχολούνται με το κυριότερο ζήτημα κάθε δημοκρατικής πολιτικής οργάνωσης, δηλαδή τον ρόλο των πνευματικών κριτηρίων και παραγόντων στη δημόσια σφαίρα. Αν κάτι λένε γι’ αυτό, είναι είτε περιπλανήσεις μέσα στα θολά βασίλεια των ιδεολογημάτων του μεταμοντερνισμού που θέλουν μία εκμηδενισμένη ανθρωπολογία είτε συνηγορία υπέρ θεσμικών διαταγμάτων που θα διαμορφώσουν και συμμορφώσουν τους πολίτες σε νέα υλιστικά ανθρωπολογικά πρότυπα. Μιας και εξ αντικειμένου δεν διαθέτουν κάποιο μαγικό ραβδί να μετατρέψουν τις φαντασίες τους σε πραγματικότητα, ζουν παρασιτικά μέσα σε ιδεολογικοπολιτικά εκπαιδευτήρια βασανίζοντας φοιτητές και ταλαιπωρώντας όσους αναγνώστες εντυπωσιάζονται, ακόμη, από ακαδημαϊκούς τίτλους.
Τώρα, η πιο πάνω συζήτηση είναι περιττή, αν κανείς απαντήσει ευθέως ένα απλό ερώτημα: Προέκυψε μία εθνοκρατοκεντρική διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ή μία διεθνιστικοϋλιστική δομή; Αυτό το ερώτημα πρέπει να είναι ο πυρήνας κάθε ανάλυσης για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ιδεολογικές αμφιταλαντεύσεις δεν επιτρέπονται, γιατί όσο και να θέλει κανείς να σχοινοβατήσει πάνω σε ενδιάμεσες μορφές ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, άλματα δεν χωρούν, γιατί μπορεί να ρίξουν τις ευρωπαϊκές εθνοκρατικές ενότητες στο κενό. Δύο είναι οι νοητές μορφές διεθνούς πολιτικής οργάνωσης στην Ευρώπη και μεταξύ τους είναι θανάσιμα εχθρικές:
Από τη μία πλευρά είναι η διεθνιστική-υλιστική ολοκλήρωση που κατατείνει στην ισοπέδωση ή και στην εκμηδένιση της ανθρωπολογικής ετερότητας. Με ηχηρά απλουστευτικό τρόπο –εκκλήσεις για περισσότερη, πιο ταχύρρυθμη και υπερεθνική ολοκλήρωση ως και αν αυτό να είναι ένα τεχνικό ή απλά τεχνικό ζήτημα– καλεί για ανεξάρτητους υλιστικούς υπερεθνικούς θεσμούς, οι οποίοι θα διαμορφώνουν δήθεν την ποθούμενη υλιστική ανθρωπολογία. Το τι σημαίνει αυτό, βέβαια, καταμαρτυρήθηκε όταν συνάφθηκαν μνημόνια μεταξύ των τεχνοκρατών και των κρατών της Νότιας Ευρώπης που υπέστησαν πλήγματα λόγω άνισου ανταγωνισμού.
Από την άλλη πλευρά κείται η εθνική κοσμοθεωρία και η εθνοκρατοκεντρική νοηματοδότηση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που αποτυπώνεται επακριβώς στη μεγαλειώδη κοσμοθεωρητική πρόσληψη του Ντε Γκολ:
1) Είναι συμβατή με τις εθνικές-ανθρωπολογικές προϋποθέσεις.
2) Συνεκτιμά την ύπαρξη ισχυρών εθνοκρατικών κοινωνικών οντοτήτων οργανωμένων σε εθνοκρατική βάση.
3) Δεν πάσχει από αβλεψία μπροστά στο γεγονός ότι η όποια λαϊκή (ή έμμεση) κυριαρχία ασκείται στο εθνοκρατικό επίπεδο.
4) Διαπιστώνει με ακρίβεια ότι πολλές δεκαετίες μετά την έναρξη του εγχειρήματος οι υπερεθνικοί θεσμοί είναι ανθρωπολογικά μηδέν.
5) Θεωρεί τα οικονομικά και πολιτικά κεκτημένα της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ως κατάκτηση των εθνοκρατικών ενοτήτων και όχι ως υπόθεση απάτριδων ιδεολόγων.
6) Προχωρεί σωστά στη διαπίστωση ύπαρξης αιτιών πολέμου τόσο στον κόσμο όσο και στα θεμέλια της ίδιας της ευρωπαϊκής εθνοκρατοκεντρικής δομής.
7) Θεωρεί ανορθολογική ιδεολογική παράκρουση ακόμη και την παραμικρή σκέψη ότι οι εντολοδόχοι υπερεθνικοί θεσμοί θα μπορούσαν να αποκτήσουν εξουσίες ανεξάρτητα των κρατών.
8) Θεωρεί ζήτημα στοιχειώδους πολιτικού ορθολογισμού τον διακυβερνητικό χαρακτήρα του οντολογικά θεμελιωμένου εθνοκρατοκεντρικού εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
9) Θεωρεί θανάσιμο ανθρωπολογικό-πολιτικό δηλητήριο την αποδόμηση των εθνικών προϋποθέσεων από τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα.
10) Δεν υποτιμά τα τελευταία, όχι τόσο γιατί διαθέτουν κάποια λογική βάση η επιστημονική υπόσταση, αλλά γιατί ευνοούνται από τη μαζική παραγωγή, τη μαζική κατανάλωση και τα ανεξέλεγκτα διεθνικά πλανητικά φαινόμενα. Δεν τα υποτιμά, επιπλέον, γιατί ο σκοπός τους είναι η ανθρωπολογική εκμηδένιση των πολιτών, η υπονόμευση των πατροπαράδοτων τρόπων ζωής, η συνεπαγόμενη πνευματική αποδόμηση και η ενδημική πλέον καταπολέμηση κάθε πολιτικής υποστασιοποίησης της ανθρωπολογικής ετερότητας.
Αντικρούοντας τη διεθνιστική-υλιστική νοηματοδότηση της πολιτικής, το εθνοκρατοκεντρικό Πολιτικό γεγονός στην Ευρώπη για να είναι συμβατό με τις υποκείμενες εθνοκρατικές προϋποθέσεις απαιτείται α) να είναι αμιγώς διακρατικού χαρακτήρα, β) οι υπερεθνικοί θεσμοί να είναι απαραβίαστα εντολοδόχοι και γ) τα κράτη-μέλη να είναι απαραβίαστα οι εντολείς. Δεν πρόκειται για ζήτημα βαθμίδας αλλά για ζήτημα θεμελιώδους δημοκρατικής αρχής. Ακόμη και η παραμικρή διεθνιστική, κοσμοπολίτικη ή ηγεμονική παρέκκλιση από την αρχή αυτή οδηγεί σε ασυμβατότητες, ανορθολογισμούς και εκκόλαψη δεσποτικών φιδιών. Το ότι οι παρακλήσεις αυξήθηκαν και ότι το μέλλον της ΕΕ δεν είναι πλέον διασφαλισμένο, είναι ολοφάνερο από την μελέτη των μνημονίων που συνάφθηκαν λόγω της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών.
Η λαϊκή κυριαρχία απαιτείται να ασκείται εκεί όπου υπάρχουν τόσο ανθρωπολογικές προϋποθέσεις όσο και θεσμικές προϋποθέσεις, δηλαδή στο εθνοκρατικό επίπεδο. Γι’ αυτό και πιο πάνω τονίσαμε ότι προϋπόθεση δημοκρατικών προόδων στην Ευρώπη σημαίνει εξορθολογισμό της εθνοκρατικής δημοκρατίας, εκεί δηλαδή όπου διαμορφώνονται τα εθνικά συμφέροντα, τα οποία στη συνέχεια κατατίθενται στις διακυβερνητικές διασκέψεις με τον σωστό τρόπο.
Σωστός τρόπος –και ασφαλώς το «σωστός» δεν σχετίζεται με αξιολογικές προτιμήσεις– είναι η ομοφωνία στη λήψη αποφάσεων στο διακυβερνητικό επίπεδο. Αυτό γιατί η μόνη νοητή σχέση μεταξύ κυρίαρχων κρατών σε μία συνέλευση κυβερνήσεων, όπου όλα τα κράτη συμμετέχουν και διαβουλεύονται ισότιμα, είναι η ομοφωνία στη λήψη αποφάσεων. Το ότι συχνά ανακύπτει η ανάγκη να γίνονται συναλλαγές συμφερόντων για να συγκροτείται πεδίο συναινετικών συγκλίσεων, είναι ένα πρακτικό πολιτικό ζήτημα, που δεν μπορεί να παραβιάζει τη θεμελιώδη δημοκρατική αρχή της ισοτιμίας μεταξύ κρατών.
Νοηματοδοτήσεις του «Διακρατικού Πολιτικού» ως υπερκρατικού συστήματος στερούμενου κοινωνικής νομιμοποίησης αντιβαίνει τόσο με γενικότερες δημοκρατικές αρχές όσο και με την αξίωση κυριαρχίας και εθνικής ανεξαρτησίας των εθνοκρατικών κοινωνιών. Η συναινετική λήψη αποφάσεων (συζήτηση μέχρις ότου οι διαπραγματεύσεις να καταλήξουν σε συμφωνία στη βάση συναλλαγών, που αφορούν σε συγκλίνοντα εθνικά συμφέροντα) είναι μία πιθανή προσέγγιση, όταν υπάρχουν ευρωσυστημικές πολιτικές προϋποθέσεις.
Όμως, σε μία δημοκρατικά νοούμενη αντίληψη της πολιτικής δίλημμα μεταξύ αποτελεσματικότητας και δημοκρατίας δεν υπάρχει. Η αποτελεσματικότητα πρέπει να υποτάσσεται στη δημοκρατία και με βάσανο να μεγιστοποιούνται αμφότερα. Ακριβώς, δεσποτισμός είναι κάθε έκκληση υπερεθνικότητας στο όνομα της αποτελεσματικότητας παραβλέποντας τη θεμελιώδη εθνοκρατοκεντρική δομή της ΕΕ.
Τονίζουμε ότι ένα πιθανό ευρωπαϊκό Διακρατικό Πολιτικό γεγονός δεν είναι ένα αυτονόητα στερεωμένο τελειωτικό γεγονός. Συναρτάται με εύθραυστες ενδοευρωπαϊκές και στρατηγικές σχέσεις. Εξαρτάται επίσης από τη συμβατότητά του με τις υποκείμενες εθνοκρατικές ανθρωπολογικές προϋποθέσεις.
Ρέπει είτε προς πολιτικό ορθολογισμό είτε προς πολιτικό ανορθολογισμό σύμφωνα με τις ρευστές φιλοσοφικές παραδοχές των μελών των κοινωνιών και των πολιτικών ελίτ και τον τρόπο που νοηματοδοτείται η Πολιτική ενδοκρατικά και υπερεθνικά καθώς επίσης και το πώς νοείται η δημοκρατία και η διακυβέρνηση στην εξίσωση δημοκρατία-αποτελεσματικότητα, που προαναφέραμε.
Συμπλέκεται επιπλέον με μία σειρά από καίρια ζητήματα, χωρίς την κατανόηση των οποίων οι συζητήσεις για την πορεία της ΕΕ είναι προγραμματικά άγονες και άκαρπες. Αφορούν στον ρόλο των ιδεολογιών τον ταραχώδη 20ό αιώνα και στον τρόπο που οι μεταμοντέρνες διεθνικοϋλιστικές παραδοχές και τα πολιτικοστρατηγικά ζητήματα, που σχετίζονται με το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, προβάλλονται στον 21ο αιώνα.
4. Η ΕΕ σε τροχιά θανάτου
Παρά τα ελλείμματα και τους περιστασιακούς διεθνιστικοϋλιστικούς ανορθολογισμούς, σε σύγκριση με άλλες περιφέρειες η Ευρώπη θα μπορούσε να βρίσκεται σε σταθερή πλεονεκτική θέση εκ του γεγονότος ότι εδραιώθηκε μία εθνοκρατοκεντρική δομή. Η κρίση των τελευταίων ετών θέτει αυτό το κεκτημένο σε θανάσιμο κίνδυνο.
Στα θεμέλια της ΕΕ βρίσκονται εθνοκρατικές κυριαρχίες, οι οποίες δυναμώνουν ολοένα και περισσότερο προσδιορίζοντας και διαμορφώνοντας έτσι τα οντολογικά και φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας ολοκλήρωσης ως ένα εγχείρημα, που ήδη διαθέτει επισφαλή, αλλά έντονα μετανεοτερικά χαρακτηριστικά.
Μέχρι πρόσφατα και πριν την κρίση της ΟΝΕ, ήταν εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο οι υπερεθνικοί θεσμοί συγκρατήθηκαν σε ρόλο εντολοδόχου. Αυτό πλέον εκτροχιάστηκε ενδεχομένως ανεπίστροφα.
Ενώ προϋπόθεση επιβίωσης ήταν η προσκόλληση στον εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα του εγχειρήματος, οι εντολοδόχοι υπερεθνικοί θεσμοί αφέθηκαν να αυτονομηθούν. Στο εσωτερικό τους κυριαρχούν τεχνοκράτες και η ιδιωτεία διεθνικών δρώντων που συμμετέχουν ακόμη και επίσημες συσκέψεις. Δυνατότητες επιβίωσης του εγχειρήματος θα υπήρχαν εάν οι υπερεθνικοί θεσμοί ετίθεντο υπό τον πλήρη έλεγχο των διακυβερνητικών θεσμών που για να ισχύει η ισοτιμία θα πρέπει να αποφασίζουν σε όλα ομόφωνα. Η χαλάρωση του εγχειρήματος, εξάλλου, οδήγησε και στην χαλάρωση του αντί-ηγεμονικού χαρακτήρα των κοινοτικών ρυθμίσεων. Με αφορμή την οικονομική κρίση αυτό πλέον καταμαρτυρείται καθημερινά. Η ΕΕ εισήλθε έτσι σε μια αυτοκτονική τροχιά.