Ἐγὼ τώρα ἐξαπλώνω ἰσχυρὰν δεξιὰν καὶ τὴν ἄτιμον σφίγγω πλεξίδα τῶν τυράννων δολιοφρόνων . . . . καίω τῆς δεισιδαιμονίας τὸ βαρὺ βάκτρον. [Ἀν. Κάλβος]


******************************************************
****************************************************************************************************************************************
****************************************************************************************************************************************

ΑΙΘΗΡ ΜΕΝ ΨΥΧΑΣ ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ… 810 σελίδες, μεγέθους Α4.

ΑΙΘΗΡ ΜΕΝ ΨΥΧΑΣ ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ… 810 σελίδες, μεγέθους Α4.
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

****************************************************************************************************************************************

TO SALUTO LA ROMANA

TO SALUTO  LA ROMANA
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
****************************************************************************************************************************************

ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΩΝ ΓΙΓΑΝΤΩΝ

ΕΥΡΗΜΑ ΥΨΗΛΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΣΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗΝ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΟΣΟΝ ΚΑΙ ΔΙΑ ΜΙΑΝ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΘΕΜΕΛΙΩΣΙΝ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ Η ΑΝΕΥΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΜΟΜΜΙΟΠΟΙΗΜΕΝΟΥ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΟΥ ΔΑΚΤΥΛΟΥ! ΙΔΕ:
Οι γίγαντες της Αιγύπτου – Ανήκε κάποτε το δάχτυλο αυτό σε ένα «μυθικό» γίγαντα
=============================================

.

.
κλικ στην εικόνα

.

.
κλικ στην εικόνα

.

.
κλικ στην εικόνα

5 Απριλίου 2010

Τριάντα χρόνια ελληνικής εξωτερικής πολιτικής

Τριάντα  χρόνια ελληνικής εξωτερικής πολιτικής
Ισχύς και δίκαιο στην διεθνή πολιτική: ελληνική εξωτερική πολιτική 1974-2004

Παναγιώτης Ήφαιστος
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών www.ifestos.edu.gr
Συνέδριο για τα 30 χρόνια ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: 1974-2004
Ζάππειο Μέγαρο 12-13 Μαίου 2004 (τελική επεξεργασία Δεκέμβριος 2004)
Η ανάλυση που ακολουθεί θα είναι εξ ανάγκης σύντομη και συμπερασματική. Η συνάρτηση της εξωτερικής πολιτικής τριών δεκαετιών μιας οποιασδήποτε χώρας με αντιλήψεις και επιλογές που αφορούν την ισχύ και το δίκαιο περί τα διεθνή σ’ ένα κείμενο μερικών μόνο σελίδων όπως αυτό που ακολουθεί δεν είναι δυνατό να είναι πλήρης. Πολύ περισσότερο, η έκφραση εκτιμήσεων για τις σχετικές ακαδημαϊκές μελέτες και τις κυβερνητικές επιλογές μιας οποιασδήποτε χώρας απαιτεί πρόταξη του επιστημονικού διεθνολογικού κεκτημένου ως σημείο αναφοράς, συγκρίσεων και συναρτήσεων. Απαιτείται επιπλέον να συνεκτιμηθεί ότι, όπως θα τονιστεί πιο κάτω, ως εκ της φύσεως του διεθνούς συστήματος είναι σύνηθες φαινόμενο πολλοί αναλυτές να περιπίπτουν σε στοχαστικά και λογικά σφάλματα όταν ηθελημένα (για ιδεολογικούς ή άλλους συναφείς λόγους φορούν διαστρεβλωτικούς φακούς) ή αθέλητα (λόγω άγνοιας ή επιπολαιότητας) δεν εκτιμούν ορθά το γεγονός της απουσίας ενός διαμορφωμένου και ρητά οροθετημένου παγκόσμιου κοινωνικά νομιμοποιημένου κοσμοθεωρητικού και ηθικοκανονιστικού συστήματος που θα ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ των ατόμων και των ομάδων του πλανήτη. Δεν εκτιμούν ορθά, επίσης, το γεγονός της απουσίας μιας «διεθνούς κοινότητας κρατών» που θα ανάπτυσσε περαιτέρω τις δυνατότητες των διεθνών θεσμών για την διεθνή τάξη χωρίς αυθαίρετες ανατροπές, χωρίς αθέτηση υποσχέσεων και χωρίς χρήση ή απειλή χρήσης βίας[1]. Για ιστορικούς λόγους στους οποίους θα αναφερθούμε πιο κάτω, κοσμοθεωρητική και ηθικοκανονιστική συγκρότηση με πολιτικά αξιοπρόσεκτο τρόπο υπάρχει μόνο στο επίπεδο των εθνών-κρατών, γεγονός που δημιουργεί ένα κοσμοθεωρητικά, ηθικά και κανονιστικά κατακερματισμένο κόσμο. Έτσι, αν και πραγματολογικά πασίδηλο, αυτό το γεγονός δεν είναι πάντοτε ορατό σε όλους με αποτέλεσμα δύσκολα να υπάρχει συμφωνία για το τι είναι ορθό-λανθασμένο, ορθολογιστικό-ανορθολογικό ή αληθινό-φανταστικό στις διεθνείς σχέσεις.
            Στο σημείο αυτό, είναι χρήσιμο να γίνει διάκριση μεταξύ των αναγκαίων πολιτικών στάσεων των ατόμων και των ομάδων στους κοινωνικούς- πολιτικούς ενδοκρατικούς   και διακρατικούς αγώνες διαμόρφωσης και λήψης αποφάσεων και της επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων. Όσον αφορά την ανάλυση των διεθνών σχέσεων επιστημονικών αξιώσεων, η ατομική, εθνική, συμμαχική ή ιδεολογική ιδιοτέλεια είναι ανεπίτρεπτη και σε κάθε περίπτωση ακυρώνει την κοινωνική και πρακτική της σημασία της επειδή αναπόδραστα προσφέρει εκτιμήσεις που στρεβλώνονται από ιδιοτελείς προσωπικούς, εθνικούς, συμμαχικούς ή ιδεολογικούς φακούς. Συναφώς, άλλο γνώμη και άλλο γνώση. Για την επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων – τόσο όσον αφορά τις επιστημολογικές προσεγγίσεις όσον και όσον αφορά τα πορίσματα–, η διέξοδος βρίσκεται αφενός στην υιοθέτηση αυστηρά αξιολογικά ελεύθερης στάσης και αφετέρου στην αναζήτηση οντολογικά θεμελιωμένων κριτηρίων ανάλυσης και εκτίμησης του διεθνούς συστήματος. Οπωσδήποτε, επιπλέον, ο σταθερός προσανατολισμός κάθε σοβαρής μελέτης των διεθνών σχέσεων με επιστημονικές αξιώσεις δεν μπορεί παρά να εδράζεται στο Παραδοσιακό Παράδειγμα[2] και στο θεωρητικό του κεκτημένο[3]
            Συνεπής με προγενέστερα πορίσματα επιστημολογικού χαρακτήρα του γράφοντος, υποστηρίζεται εδώ ότι η συλλογική «τυπική λογική»[4] περί τα διεθνή των διαφορετικών οντοτήτων του διεθνούς συστήματος όπως ενσαρκώνεται στην εξωτερική τους συμπεριφορά, εξ ορισμού διαφέρει ανάλογα με την ισχύ τους, τα συμφέροντά τους, την συλλογική κοσμοθεωρία τους και την ηθικοκανονιστική τους διαμόρφωση στο επίπεδο των κοινωνικοπολιτικών συστημάτων, των διοικητικών προσεγγίσεων και των καθεστωτικών προτύπων. Στην ανάλυση που ακολουθεί, κατά συνέπεια, θα εκφραστούν εκτιμήσεις όχι για το ορθό-λανθασμένο των ελληνικών επιλογών εξωτερικής και των επιστημολογικών προτιμήσεων της ακαδημαϊκής «κοινότητας» αλλά μόνο συμπεράσματα για τον ορθολογιστικό ή όχι χαρακτήρα τους, καθώς επίσης και για το κατά πόσο κινούνται στον χώρο του αληθινού-πραγματικού ή στον χώρο του φανταστικού-εξωπραγματικού που διολισθαίνει σε μεταφυσικές απόψεις και τα συμπαρομαρτούντα θεωρήματα και ιδεολογήματα.
Το γνωστικό πεδίο που ορίζεται ως «επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων» ουδέποτε θα αποκτήσει στέρεα θεωρητικά εποικοδομήματα κοινωνικά και πρακτικά χρήσιμα αν δεν απαλλαγεί από τις υποκειμενικές γνώμες, τις ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις, τις ουτοπικές αντιλήψεις και τις προσωπικές, εθνικές ή συμμαχικές σκοπιμότητες και αν δεν κατορθώσει να αυτοπεριοριστεί σε αυστηρά αξιολογικά ελεύθερες προσεγγίσεις. Όσον αφορά το τελευταίο ζήτημα θα μπορούσε να προστεθεί ότι, αν για τους υπόλοιπους κλάδους των κοινωνικών επιστημών είναι μια αναγκαία και μη εξαιρετέα ποιοτική προϋπόθεση, η αξιολογική ελευθερία είναι απόλυτη αναγκαιότητα στον τομέα της μελέτης των διεθνών σχέσεων λόγω του προαναφερθένος κοσμοθεωρητικού και ηθικοκανονιστικού κατακερματισμού. Αυτό δεν σημαίνει έλλειμμα ηθικών κρίσεων ή εκτιμήσεων πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων αλλά προσδιορισμό του τρόπου που αυτές οι ηθικές κρίσεις είναι συμβατές με τον κοινωνικοπολιτικό και οντολογικά θεμελιωμένο χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος.
            Υπό το πρίσμα των επιφυλάξεων που εκφράστηκαν μόλις, η σύντομη ανάλυση που ακολουθεί θα προσπαθήσει να συνοψίσει πορίσματα προγενέστερων μελετών του γράφοντος, να περιγράψει αυτά που εκτιμάται ότι είναι αυτονόητα αληθινά –επειδή είναι οντολογικά θεμελιωμένα– χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος και θα επιχειρήσει δοκιμαστικά να εκφράσει εκτιμήσεις για μερικά προβλήματα που αφορούν την διαδρομή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και της μελέτης της τις τρις τελευταίες δεκαετίες. Το κείμενο θα διανθίζεται με επισημάνσεις για την ειδοποιό διαφορά μεταξύ κοινωνικά-πρακτικά χρήσιμων αναλύσεων (επειδή ακριβώς είναι επιστημονικά θεμελιωμένες) και αναλύσεων οι οποίες, έστω και αν οι δράστες-συγγραφείς είναι ενδεδυμένοι ακαδημαϊκούς μανδύες είναι επικίνδυνες για όλους τους ενδιαφερόμενους επειδή εισάγουν ανορθολογισμό στις διακρατικές σχέσεις. Επισημαίνεται ότι λόγω ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας ακόμη και αποπροσανατολιστική ιδεολογικοπολιτική προπαγάνδα δεν υπόκειται σε κανενός είδους κοινωνικοπολιτικό έλεγχο (και σ’ ένα παρακμασμένο ακαδημαϊκό περιβάλλον δεν υπόκειται ούτε ακαδημαϊκούς ελέγχους). 
Ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα για να λειτουργήσει ορθολογιστικά και μια διεθνολογική κοινότητα για να υπάρξει επιστημονικά απαιτείται να κατακτήσει γνωστικά τα στοιχειώδη και ουσιώδη του διεθνολογικού επιστημονικού κεκτημένου. Εύστοχα, ο Martin Wight παρατήρησε ότι, μπορεί κανείς να αξιολογήσει την εμβρίθεια και την οξυδέρκεια ενός θεωρητικού των διεθνών σχέσεων μελετώντας την άποψη του για το φαινόμενο του πολέμου στις διεθνείς σχέσεις[5]. Βασικά, οι αναλύσεις της διεθνούς πολιτικής είναι ποιοτικά προβληματικές εάν δεν εκτιμούν ορθολογιστικά το γεγονός ότι «η ισχύς είναι βασικό στοιχείο της πολιτικής»[6] και ότι εκτιμώντας την κοσμοθεωρητική και κοινωνικοπολιτική μορφολογία του διεθνούς συστήματος ο ρόλος της ισχύος και του δικαίου στις διακρατικές σχέσεις είναι πολύ διαφορετικός από τον αντίστοιχο ρόλο στις ενδοκρατικές σχέσεις. Ανάλογα και αντίστοιχα τίθεται, επίσης, το ζήτημα της ηθικής. Στο βαθμό και στην έκταση που η πολιτική οργάνωση κάθε κυρίαρχης κοινωνικής οντότητας προσδιορίζει ανά πάσα στιγμή το ηθικοκανονιστικό πλαίσιο που διέπει τις σχέσεις των ατόμων και των ομάδων που διεκδικούν ότι ανήκουν σ’ αυτή, η ηθική στην διεθνή πολιτική μπορεί να προσδιοριστεί ορθά και «ορθολογιστικά»[7] μόνο αν εκτιμηθεί ορθά η μορφή και ο χαρακτήρας της κοσμοθεωρητικής και κοινωνικοπολιτικής δομής του κόσμου όπως διαμορφώθηκε ιστορικά[8]. Κατά συνέπεια, ορθολογιστική είναι μόνο εκείνη η ανάλυση της διεθνούς πολιτικής η οποία χωρίς συμβατικούς συμβιβασμούς και χωρίς επιστημονικά και λογικά σφάλματα εκτιμά δεόντως και επακριβώς την κοσμοθεωρητική και ηθικοκανονιστική δομή του κόσμου. Εξ αντικειμένου, όπως σημειώθηκε ήδη, οι αξιολογικά ελεύθερες θεωρήσεις είναι οι μόνες που θα μπορούσαν να είναι απαλλαγμένες από τον αβυσσαλέα υποκειμενικό ατομικό κόσμο του αναλυτή, τις οποιεσδήποτε υλικές εξαρτήσεις, συμφέροντα και ταυτίσεις και τις αναρίθμητες μεταφυσικές ερμηνείες του διεθνούς συστήματος που παραδοσιακά πλημμυρίζουν την διεθνολογική βιβλιογραφία. Είναι οι μόνες αναλύσεις, επίσης, που θα μπορούσαν χωρίς διαστρεβλωτικούς φακούς να αναδείξουν τα προβλήματα και τα διλήμματα της εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους και ευρύτερα των διακρατικών σχέσεων.
Ενώ κάθε βιώσιμη-κυρίαρχη Πολιτεία είναι προικισμένη μ’ ένα ιστορικά διαμορφωμένο και οροθετημένο και λίγο-πολύ οριοθετημένο νομιμοποιητικό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον που επιτρέπει τον προσδιορισμό συλλογικών σκοπών και την χρήση ή απειλή χρήσης κυρώσεων και βίας για την εκπλήρωσή τους, η προϋποτιθέμενη συνθήκη ορισμού παγκόσμιων σκοπών και άσκησης νομιμοποιημένης βίας δεν ισχύει στις διακρατικές σχέσεις. Πιο συγκεκριμένα, στις ενδοκρατικές σχέσεις μιας βιώσιμης και σταθερής Πολιτείας η ισχύς-χρήση βίας είναι κοινωνικοπολιτικά νομιμοποιημένη και ελεγχόμενη. Αντίθετα, στις διακρατικές σχέσεις, αφενός κανείς δεν έχει το δικαίωμα νομιμοποιημένης άσκησης βίας[9] και αφετέρου οι αναδιανεμητικές συνέπειές της διέπονται από τον άναρχο χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος[10]. Έτσι, η διαλεκτική σχέση μεταξύ της ισχύος, της τάξης, της ηθικής και της δικαιοσύνης στις διεθνείς σχέσεις είναι ουσιωδώς διαφορετική από την αντίστοιχη σχέση στο εσωτερικό ενός κράτους.
            Το βασικό ζήτημα το οποίο δύσκολα γίνεται κατανοητό ακόμη και από πολλούς που συμβατικά θεωρούνται ειδικοί των διεθνών σχέσεων, είναι το γεγονός ότι, ενώ οι αξιώσεις αλλαγών στο εσωτερικό του κράτους είναι για τους προαναφερθέντες λόγους εξ ορισμού θεμιτές-νομιμοποιημένες (και σε κάθε περίπτωση αντικείμενο καθημερινής συζήτησης υπό το πρίσμα των κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων κάθε Πολιτείας), στις διεθνείς σχέσεις οι αντίστοιχες αξιώσεις αλλαγών είναι είτε ηγεμονικές αξιώσεις ισχύος για αναδιανομές συμφερόντων στην διεθνή πολιτική είτε αξιώσεις διακρατικών αλλαγών οι οποίες σε κάθε περίπτωση είναι δύσκολο ή αδύνατο να επιλυθούν δικαιακά στην βάση των εννοιών «δίκαιο»-«δικαιοσύνη» όπως αυτές είναι αντιληπτές στις ενδοκρατικές σχέσεις. Ακόμη, είναι δύσκολο να κατανοηθεί ότι ηγεμονικές λογικές όπως «αναγκαιότητα επιδίωξης του μικρότερου κακού», «αιτιολόγηση του αποτελέσματος λόγω επιτυχίας» ερμηνεύονται διαφορετικά στις ενδοκρατικές απ’ ότι στις διακρατικές σχέσεις: Όταν μια Πολιτεία είναι προικισμένη με μια συγκροτημένη και διαμορφωμένη κοινωνία, στις ενδοκρατικές σχέσεις δυνατό να προκαλέσουν διαδηλώσεις, απεργίες, αλλαγή κυβέρνησης, αλλαγή καθεστώτος ή ακόμη και επανάσταση. Η Πολιτεία όμως αν και με διαφορετικό ηθικοκανονιστικό περιεχόμενο θα επιβιώσει και θα διαιωνιστεί. Στις διακρατικές σχέσεις όπου απουσιάζει μια παγκόσμια νομιμοποιητική κοσμοθεωρία γενεσιουργό παγκόσμιων ηθικοκανονιστικών δομών, οι αξιώσεις αλλαγών και μάλιστα οι ηγεμονικές/αναθεωρητικές οδηγούν είτε σε υποταγή και ανακατανομές συμφερόντων εις βάρος του αδυνάμου είτε σε πόλεμο και νέες οριοθετήσεις ισχύος, συμφερόντων και ρόλων στο διακρατικό σύστημα. Στις περιπτώσεις που για αμφότερα τα κράτη μιας διένεξης δεν θίγονται ζωτικά συμφέροντα και οι έσχατες λογικές της πολιτικής τους κυριαρχίας, καθώς και στις περιπτώσεις που κανένας από τους εμπλεκόμενους δεν είναι ηγεμονικό και/ή αναθεωρητικό κράτος, δυνατό να υπάρξει ειρηνική επίλυση των διακρατικών διαφορών με διεθνή διαμεσολάβηση ή κοινή προσφυγή και εκδίκαση στους αρμόδιους διεθνείς θεσμούς[11].  
            Εν κατακλείδι, βασικό ποιοτικό μέτρο αξιολόγησης μιας οποιασδήποτε ανάλυσης διεθνών σχέσεων –και κατ’ επέκταση της ανάλυσης των διεθνών σχέσεων[12] στην Ελλάδα τις τρις τελευταίες δεκαετίες– είναι ο βαθμός κατανόησης του φαινομένου της διεθνούς αναρχίας, του συνεπακόλουθου καθεστώτος της εσωτερικής-εξωτερικής κρατικής κυριαρχίας και του εκ φύσεως αντι-ηγεμονικού – αντιαναθεωρητικού χαρακτήρα των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου. Ο ορθή συνεκτίμηση των παραγόντων και κριτηρίων που συνοδεύουν το φαινόμενο της αναρχίας-κυριαρχίας αφορά ζωτικά τον ρόλο της ισχύος, την άσκηση βίας, την τάξη, την ηθική, το δίκαιο και την δικαιοσύνη και είναι βαθύτατων προεκτάσεων για την ανάλυση της διεθνούς πολιτικής και της εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους. Αυτονόητα ενώ οι αναλύσεις των διλημμάτων και των προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής είναι σύνηθες να ασχολούνται οι ακαδημαϊκοί, οι αποφάσεις είναι προνόμιο των κοινωνιών και των αντιπροσώπων τους[13].  
Κεντρικό ζήτημα των θεμάτων που θίχθηκαν στις γραμμές που προηγήθηκαν είναι τα βαθύτερα αίτια της σταθερότητας της ενδοκρατικής τάξης πραγμάτων, ζήτημα για το οποίο ίσως αξίζει να επιμείνουμε. Η νομιμοποίηση των διανεμητικών συνεπειών της ισχύος στις ενδοκρατικές σχέσεις, η παραδοχή-αποδοχή του δικαιακού της χαρακτήρα και κατά συνέπεια η σταθερότητα των ηθικοκανονιστικών δομών οφείλεται όχι μόνο στο γεγονός ότι ο κοινός τρόπος ζωής[14] των μελών μιας κοινωνίας είναι σφυρηλατημένος στον χρόνο και στους κοινούς αγώνες αυτοσυντήρησης αλλά επιπλέον και στο γεγονός ότι, αφετηριακά στην φάση των αγώνων ανεξαρτησίας κάθε κοινωνίας, η ενδοκρατική τάξη πραγμάτων προικίζεται με θεμελιακές κοσμοθεωρητικές παραδοχές για τους κοινούς «στρατηγικούς» προσανατολισμούς της κοινωνίας. Αυτές οι θεμελιακές κοσμοθεωρητικές παραδοχές διαμορφώνονται στην φάση των αξιώσεων συλλογικής ελευθερίας και των αγώνων που οδηγούν στην απόφαση ανεξαρτησίας-κυριαρχίας. Κατά κάποιον τρόπο, οι κρατούσες κοσμοθεωρητικές παραδοχές όπως εκκολάπτονται και διαμορφώνονται στην φάση των αξιώσεων ανεξαρτησίας-ελευθερίας μιας κοινωνίας αποτελούν τα θεμέλια πάνω στα οποία στην συνέχεια κτίζονται τα εποικοδομήματα κάθε ενδοκρατικής τάξης, δηλαδή το ηθικοκανονιστικό της σύστημα που ανά πάσα στιγμή ορίζει και ρυθμίζει τον συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίον και κατ’ επέκταση τον συλλογικό τρόπο ζωής[15].
            Η αφετηριακή αξίωση πολιτικής κυριαρχίας-συλλογικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας των διακριτών κοινωνιών του πλανήτη –το κύριο χαρακτηριστικό του ιστορικού γίγνεσθαι[16]–, είναι βαθύτατων προεκτάσεων τόσο από την άποψη της κοσμοθεωρητικής συγκρότησης όσο και από την άποψη της ηθικοκανονιστικής και θεσμικής ανάπτυξης όλων των κυρίαρχων Πολιτειών. Εκτός του γεγονότος ότι διαμορφώνει τις εθνικές-κρατικές κοσμοθεωρητικές και στην συνέχεια τα ηθικοκανονιστικά εποικοδομήματα, εξ ορισμού, επίσης, δημιουργεί διεθνή αναρχία: Το –θεμελιωμένο στην οντολογικού περιεχομένου ανθρώπινη ελευθερία– γεγονός ότι οι διακριτές κοινωνίες αξιώνουν να είναι ανεξάρτητες στο πλαίσιο μιας πολιτικά κυρίαρχης Πολιτείας[17] αναπόδραστα δημιουργεί διεθνή αναρχία. Δηλαδή, το φαινόμενο της αξίωσης πολιτικής κυριαρχίας και η συνεπακόλουθη διεθνής αναρχία δημιούργησε και διαρκώς καθιερώνει-εδραιώνει ως καθεστώς λειτουργίας του διεθνούς συστήματος τις αρχές της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας που προσδιορίζονται και οριοθετούνται επακριβώς από το διεθνές δίκαιο και που στην ύστερη εποχή ορίζονται επακριβώς από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ[18]. Πάνω απ’ όλα και πέραν οποιασδήποτε νομικής καταγραφής, βεβαίως, η μορφή, ο χαρακτήρας και το καθεστώς του διεθνούς συστήματος είναι απόρροια βαθύτερων αιτίων που αφορούν την αέναη αξίωση των διακριτών κοινωνιών να είναι ελεύθερες-πολιτικά κυρίαρχες και πολιτειακά ανεξάρτητες[19]. Για οποιονδήποτε στοιχειωδώς οξυδερκή παρατηρητή των ενδοκρατικών και διακρατικών σχέσεων είναι πασίδηλο ότι η αξίωση των μελών κάθε κοινωνίας για «εθνική ανεξαρτησία» είναι η κυριότερη πολιτική συμπεριφορά όλων ανεξαιρέτως των διακριτών κοινωνιών στις σχέσεις τους με τις υπόλοιπες κοινωνίες[20]. Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν έχει παρά να διατρέξει τα θεμελιώδη κείμενα των προαναφερθέντων διεθνών οργανισμών[21] για να διαπιστώσει ότι ο απερίφραστα διατυπωμένος σκοπός των διεθνών θεσμών είναι, υπό καθεστώς διεθνούς αναρχίας, να διασφαλιστούν η ανεξαρτησία-ελευθερία των κοινωνιών που έχουν ήδη κατακτήσει την κυριαρχία τους. Για την εκπλήρωση αυτού του σκοπού οι αρχές λειτουργίας του συστήματος οροθετήθηκαν ιστορικά από τους θεμελιώδεις προσανατολισμούς που ορίζει το διεθνές δίκαιο, δηλαδή την διακρατική ισοτιμία, την μη επέμβαση και το δικαίωμα εσωτερικής αυτοδιάθεσης[22].
            Εξ αντικειμένου και με πασίδηλο τρόπο που επιβεβαιώνεται καθημερινά από την διυποκειμενική εμπειρία των συμπεριφορών και στάσεων στην διεθνή πολιτική[23], η μη πλήρης εφαρμογή αυτών των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου οφείλεται στα αίτια πολέμου. Κυρίως, οφείλεται στην άνιση ανάπτυξη, στους ηγεμονικούς ανταγωνισμούς που αυτοί προκαλούν, στα διλήμματα ασφαλείας, στα περιφερειακά προβλήματα (τα πλείστα των οποίων είναι κατάλοιπα του εθνικού γίγνεσθαι και των ηγεμονικών ανταγωνισμών στις αρχές του αιώνα), στις επαναστατικές αξιώσεις και στα διεθνικά φαινόμενα που δεν ελέγχονται από την κρατική κυριαρχία. Αν εκλείψουν αυτά και άλλα συναφή αίτια πολέμου το διεθνές δίκαιο θα εφαρμοζόταν ευθύγραμμα και το διεθνές σύστημα θα καθίστατο οιονεί σταθερό. Οι οποιεσδήποτε διενέξεις –κατ’ αντιστοιχία με την εσωτερική τάξη πραγμάτων– θα αντιμετωπίζονται από τους διεθνείς θεσμούς οι οποίοι σ’ αυτήν την περίπτωση θα ήταν προικισμένοι με αρμοδιότητες απόδοσης «διακρατικής δικαιοσύνης» διανεμητικών συνεπειών[24]
 Τα πολιτικά χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος που περιγράψαμε πιο πάνω και τα οποία σε κάθε δημόσιο (επιστημονική ή άλλο) διάλογο αξιοπρόσεκτων προδιαγραφών θεωρούνται ως δεδομένα ανεξαρτήτως φιλοσοφικών παραδοχών των συζητητών, συχνά δεν συνεκτιμώνται επαρκώς στις αναλύσεις πολλών «ειδικών» διεθνών σχέσεων, ενώ ακόμη πιο συχνά εκτιμώνται υπό το πρίσμα ιδεολογικοπολιτικών παραδοχών ή και άλλων ιδιοτελών κριτηρίων τα οποία εκ προοιμίου ακυρώνουν κάθε δυνατότητα αξιολογικής ελευθερίας μιας επιστημονικής ανάλυσης. Κατά συνέπεια διαφθείρουν τον διεθνολογικό στοχασμό, ακυρώνουν κάθε δυνατότητα αντικειμενικής κρίσης περί τα διεθνή και εξουδετερώνουν την κοινωνική-πρακτική χρησιμότητα των διεθνολογικών μελετών. Επειδή τόσο στο εξωτερικό όσο στην Ελλάδα –όπου ο «επιστημονικός πιθηκισμός»[25] ανθεί– οι αναλύσεις που εκκινούν με τοποθέτηση, και ακόμη πιο σημαντικό που εκκινούν με επαναστατικού χαρακτήρα προγραμματική δήλωση[26]πως σκοπός της διεθνολογικής ενασχόλησής τους είναι η πολιτειακή και κοινωνική εξομοίωση του διεθνούς συστήματος, είναι ουσιαστικά αναρίθμητες, κρίνεται ότι περαιτέρω αναφορές ή παραπομπές σε συγκεκριμένα κείμενα περιττεύουν[27]. Επισημαίνεται, εν τούτοις, ότι αποτελούν την μεγαλύτερη τροχοπέδη στην ανάπτυξη της επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων. Σ’ ένα κόσμο κοσμοθεωρητικά και ηθικοκανονιστικά κατακερματισμένο σ’ εθνική-κρατική βάση, η αξίωση ενός συγγραφέα να θέτει ως στόχο της ανάλυσής του την προσωπική του ιδεοληψία για το είδος κοσμοθεωρητικής και ιδεολογικής ενοποίησης του κόσμου που αυτός προσωπικά επιθυμεί με σκοπό την κατάργηση της διεθνούς αναρχίας (δηλαδή την καταστολή της ανεξαρτησίας-ελευθερίας των κυρίαρχων κοινωνιών) είναι τουλάχιστον[28] στοχαστικά προπετής[29] και οπωσδήποτε αναπόδραστα πλήρης λογικών και επιστημονικών σφαλμάτων[30]. Ενώ αυτά τα σφάλματα εξ ορισμού και εξ αντικειμένου αποτελούν το κύριο γνώρισμα των διεθνολογικών αναλύσεων που επηρεάζονται από διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες ιδεολογίες, αποτελεί κανόνα και όχι εξαίρεση το γεγονός ότι πολλοί αναλυτές των διεθνών σχέσεων δεν κατορθώνουν να απαλλαγούν από τα δεσμά των προκαταλήψεων που αυτές οι ιδεολογίες θέτουν. Έτσι, στην προσπάθεια ανάπτυξης διεθνολογικού στοχασμού για τον άναρχο χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος, τον πόλεμο, την ειρήνη, την ηθική και το δίκαιο, την σταθερότητα και την αστάθεια, ένας μεγάλος αριθμός κειμένων αναπόφευκτα περιέχει λογικά και επιστημονικά σφάλματα. Αυτονόητα, όσο λιγότερα λογικά και επιστημονικά σφάλματα περιέχει μια ανάλυση τόσο ψηλότερης ποιοτικής βαθμίδας είναι και αντίστροφα. Αντίστοιχα, όσο περισσότερες σφαλερές-στρεβλές αναλύσεις εισρέουν στην διαδικασία διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους τόσο περισσότερο κινδυνεύει να υποστεί ζημιές ακόμη και της πιο ψηλής βαθμίδας, των συμφερόντων δηλαδή που διασφαλίζουν την συλλογική του ελευθερία. Ακόμη μια φορά τονίζεται ότι αυτά που λέχθηκαν και γράφτηκαν περί το σχέδιο Αναν από το 2001 μέχρι το 2004 αποτελεί το ασφαλέστερο και συνολικότερο περιπτωσιολογικό πλαίσιο μελέτης και εκτίμησης των ποιοτικών προδιαγραφών της ελληνικής διεθνολογικής κοινότητας (συμπεριλαμβανομένων των νομικών διεθνολόγων) και των αντιλήψεων για το διεθνές σύστημα στο επίπεδο των πολιτικών και πνευματικών ελίτ[31].
 Τα προβλήματα που τίθενται δεν είναι «ιδεολογικό», ούτε καν «φιλοσοφικό», αλλά αντικειμενικό, η αντικειμενικότητα του οποίου απορρέει από την φύση του διεθνούς συστήματος και ιδιαίτερα από την δομή και τον χαρακτήρα του καθεστώτος της διεθνούς αναρχίας-κυριαρχίας: Η άνιση ανάπτυξη, η απορρέουσα ανισότητα ισχύος στο διεθνές σύστημα, σε συνδυασμό με την απουσία νομιμοποιημένων αποτελεσματικών διεθνών κανονιστικών δομών και τα υπόλοιπα αίτια πολέμου, έχουν ως συνέπεια όταν εγείρονται αξιώσεις διεθνούς αλλαγής με χρήση βίας, με απειλή χρήση βίας ή με εκτέλεση επεμβάσεων αναδιανεμητικών αποτελεσμάτων, κανείς να μην μπορεί να σταθεροποιήσει το (διακρατικό) σύστημα και να αποφανθεί για το δίκαιο ή το άδικο των διακρατικών διενέξεων. Ακόμη πιο σημαντικό, όταν ισχυρά-ηγεμονικά και/ή αναθεωρητικά κράτη επιδιώκουν να προκαλέσουν διεθνείς αλλαγές[32] οι διεθνείς θεσμοί είναι συχνά είτε αδρανείς λόγω ανταγωνισμών μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων[33] είτε εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος[34]. Έτσι, πέραν των αιτιών πολέμου που υποβόσκουν στο υπόβαθρο των διακρατικών σχέσεων τρέφοντας την αστάθεια, τα κράτη τα οποία μεριμνούν για ισορροπία ισχύος και συμφερόντων στην εξωτερική τους πολιτική διαφυλάττουν τα ζωτικά τους συμφέροντα, ενώ τα κράτη τα οποία είτε υπερεξαπλώνονται επιδιώκοντας στόχους πέραν των δυνάμεών τους είτε αμελούν να διασφαλίσουν τα ζωτικά τους συμφέροντα  τιμωρούνται με ζημιές, ενδεχομένως συρρίκνωση ή ακόμη και πλήρη καταστροφή[35]. Δηλαδή το γεγονός της αναρχίας-κυριαρχίας που εδραίωσε το καθεστώς ρύθμισης των διεθνών σχέσεων τα νεότερα χρόνια, διαμορφώνει τις διακρατικές ισορροπίες ισχύος και συμφερόντων, επηρεάζει βαθύτατα τα εθνικά συμφέροντα και την κρατική συμπεριφορά και προκαλεί αστάθεια εάν αξιώσεις για διεθνείς αλλαγές οδηγούν σε προσπάθειες ανατροπών των ισορροπιών δυνάμεων και συμφερόντων που δεν είναι αποδεκτές από τους ενδιαφερόμενους και θιγόμενους. 
 Ένα άλλο συναφές ζήτημα που αφορά την ανάλυση των διεθνών σχέσεων και ιδιαίτερα την ισχύ, το δίκαιο και την τάξη στην διεθνή πολιτική, είναι η ακαδημαϊκή ηθική ή ακαδημαϊκή δεοντολογία, ένα για πολλούς αμφιλεγόμενο ζήτημα. Είναι ηθικά βάσιμη και συμβατή με πάγια δεοντολογικά-επιστημονικά κριτήρια η θέση του υποψήφιου διεθνολόγου (βλ. πιο πάνω εντός υποσημειώσεων) που θεωρεί το «επάγγελμα του διεθνολόγου» ως περίπου πάρεργο δραστηριοτήτων για την «αλλαγή του εθνοκεντρικού κόσμου»[36]; Είναι η ακαδημαϊκή δραστηριότητα «επάγγελμα» ή λειτούργημα που υπηρετεί με αξιολογική ελευθερία την υπόθεση αναζήτησης της «αλήθειας»[37] περί τα διεθνή; Είναι η αναζήτηση αυτής της «αλήθειας» εφικτή στην βάση υποκειμενικών απόψεων και ιδεολογημάτων που αντιβαίνουν στις κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των διεθνών σχέσεων[38]; Είναι (ή πρέπει να είναι) ο διεθνολόγος γνώστης και κριτής των συμφερόντων των κυρίαρχων κοινωνιών; Είναι ο διεθνολόγος ιεραπόστολος κάποιων σκοπών[39] στους οποίους υποτάσσει την μεθοδολογία, την έρευνα και τα συμπεράσματά του ή είναι ένας «ταπεινός»[40] και αξιολογικά ελεύθερος στοχαστής των διακρατικών σχέσεων; Υπό το πρίσμα αυτών των ερωτήσεων αν κανείς θέσει ζήτημα «ακαδημαϊκού ή επιστημονικού ήθους» αυτή θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα αφενός του κατά πόσον μια ανάλυση είναι αξιολογικά ελεύθερη και αφετέρου του κατά πόσον δεν αντιμάχεται τις συμβατές με τα οντολογικά χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των διακρατικών σχέσεων. Όντως, αν υπάρχει κάποιου είδους δεσμευτικός δεοντολογικός κώδικας και κάποιου είδους δεσμευτική «επιστημονική ηθική», είναι εκείνες οι επιστημολογικές επιλογές που δεσμεύουν μια ανάλυση διεθνών σχέσεων να βρίσκεται σε αρμονία με την οντολογικού περιεχομένου και γι’ αυτό ηθικά αμάχητη αξίωση συλλογικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας μιας κοινωνίας. Ήδη σημειώθηκε το πρόδηλο γεγονός ότι, όπως εξάλλου ορίζεται με σαφήνεια από τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και τις καταστατικές διατάξεις συλλογικής ασφάλειας, το έθνος-κράτος είναι για κάθε κυρίαρχη κοινωνία ο θεσμός συλλογικής ελευθερίας και η εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία είναι τόσο το μέσο διασφάλισης αυτής της ελευθερίας όσο και το μέσο συναλλαγών με τις άλλες κοινωνίες[41]. Επιπλέον, το καθεστώς της κρατικής κυριαρχίας όπως επακριβώς ορίζεται από το διεθνές δίκαιο και τους καταστατικούς χάρτες των οργανισμών συλλογικής ασφάλειας απαιτείται διαρκώς να ενισχύεται, να εδραιώνεται και να διασφαλίζεται ως κόρη οφθαλμού επειδή μελλοντικά, όταν εκλείψουν τα αίτια πολέμου και κυρίως οι ηγεμονικές συμπεριφορές, προσφέρει την μόνη ασφαλή προσέγγιση ειρηνικής και σταθερής οργάνωσης του διεθνούς συστήματος[42]. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, δεν είναι δυνατό να υπάρξει στοχαστικό περιβάλλον ορθολογιστικών διεθνολογικών αναλύσεων σε μια χώρα (και ευρύτερα σ’ όλα τα κράτη[43]) αν αναπτύσσεται διαρκώς μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα ασυνάρτητων αναφορών στην παγκοσμιοποίηση (που αναιρεί, δήθεν, την –οντολογικού περιεχομένου– αξίωση πολιτικής κυριαρχίας) και αν φορείς υποκριτικών μανδύων περί ειρηνικής επίλυσης των διαφορών επικαλούνται εξίσου ασυνάρτητες διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες ιδέες ή θέσεις που υποβαστάζουν τα φασιστοειδή ηγεμονικά συμφέροντα. Ακόμη, είναι πολιτικά  τραγικό και επιστημονικά θλιβερό όταν κυριαρχούν ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις της χαμηλότερης ποιοτικής βαθμίδας που αυθαίρετα και ασυνάρτητα προσφέρουν στοχαστικά μίγματα που περιέχουν «ολίγον από όλα»: λανθασμένες ή αποσπασματικές αναφορές στο διεθνές δίκαιο, ψευδεπίγραφες αναφορές στο διεθνές δίκαιο με μόνο πασίδηλο σκοπό να ικανοποιήσουν την αναθεωρητική-διεκδικούσα χώρα, παροτρύνσεις για αποδοχή των ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος για επεμβάσεις, παροτρύνσεις για αποδοχή της φασιστοειδούς νεοφιλελεύθερης/»πλουραλιστικής» αντίληψης περί «ηγεμονικής διεύθυνσης» των διεθνών θεσμών και παροτρύνσεις για υποταγή στα ηγεμονικά κελεύσματα ούτως ώστε … να μη θιγούν τα εθνικά συμφέροντα όταν μια λιγότερο ισχυρή χώρα καλείται είτε να συνταυτιστεί με παράνομες διεθνείς επεμβάσεις είτε να παραχωρήσει ζωτικό χώρο ή ακόμη και την ελευθερία της όπως στην περίπτωση της Κύπρου την περίοδο 2001-4)[44]. Οποιαδήποτε προσπάθεια ανάλυσης-αξιολόγησης της ανάλυσης της διεθνολογικής σκέψης στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες και της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής κατά την διάρκεια της ίδιας περιόδου, για να αποτελέσει ένα σοβαρό στοχαστικό εγχείρημα απαιτείται να διερευνήσει, αφενός το κατά πόσον υπήρξαν τέτοιες πασίδηλα ασυνάρτητες και αντιφατικές αναλυτικές εισροές, φορείς των οποίων ήσαν, μάλιστα, άτομα που περιφέρονται στους ακαδημαϊκούς χώρους[45], και αφετέρου, το κατά πόσο οι έλληνες διεθνολόγοι εκτιμούν ορθολογιστικά και συμβατά με την ανθρώπινη ελευθερία το φαινόμενο της κυριαρχίας-αναρχίας, τάξης και δικαιοσύνης στις διεθνείς σχέσεις.
 Η πρακτική αξία και η κοινωνική χρησιμότητα μιας ανάλυσης διεθνών σχέσεων επιστημονικών αξιώσεων συναρτάται με τις δυνατότητες αξιόπιστων θεωρητικών προτάσεων οι οποίες αντέχουν στον χρόνο και στον τόπο και που βρίσκονται σε συμβατότητα με τις πολιτικές κατακτήσεις των διεθνών σχέσεων, δηλαδή τον θεσμό ελευθερίας της κρατικής κυριαρχίας και το διεθνές δίκαιο του οποίου εξ αντικειμένου κύρια αποστολή είναι να υπηρετεί το εθνικό συμφέρον των κρατών για ανεξαρτησία, ακεραιότητα και ασφάλεια κατά των αναθεωρητικών-ηγεμονικών αξιώσεων[46]. Ένα βασικό επιχείρημα που υποστηρίχθηκε σε άλλη περίπτωση, είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες αναπτύσσεται η τάση κανονιστικών διατυπώσεων όχι με την έννοια της εισροής φιλοσοφικής σκέψης, αλλά αντίθετα με την έννοια απομάκρυνσης από την Θουκυδίδεια παράδοση, δηλαδή την παράδοση που διδάσκει πως ο θεωρητικός προβληματισμός συνίσταται στην προσπάθεια όσο το δυνατό πιο αντικειμενικής απεικόνισης των πολλών διλημμάτων και προβλημάτων που εμπεριέχει κάθε διεθνές φαινόμενο. Όσο περισσότερο παρεισφρέουν πολιτικές σκοπιμότητες, προσωπικές απόψεις και ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις[47] τόσο περισσότερο η ανάλυση δίνει λανθασμένες παραστάσεις ή στρεβλή εικόνα της πραγματικότητας και των διλημμάτων ή προβλημάτων ενός διεθνούς φαινομένου και ευρύτερα του διεθνούς συστήματος. Η αξιολογικά ελεύθερη ρεαλιστική παράδοση –ή τουλάχιστον οι αναλύσεις που αναπτύσσονται στο πλαίσιο αυτής της παράδοσης και διακρίνονται από στοιχειώδη σοβαρότητα– εκ των πραγμάτων τηρούν αυτές τις προϋποθέσεις. Αυτή η θέση βρίσκεται σε συμφωνία με τον Hedley Bull, ένα διεθνολόγο μοναδικών ποιοτικών προδιαγραφών και ανώτερης βαθμίδας πνευματικής, ηθικής και ακαδημαϊκής υπόστασης. Στις τελευταίες σελίδες του κλασικού του έργου Η Άναρχη Κοινωνία, γράφει ότι η τάση πολλών διεθνολόγων σε ακαδημαϊκά κείμενα να προτείνουν «λύσεις» ή «πρακτικές συμβουλές» είναι προσέγγιση που διαφθείρει την μελέτη των διεθνών σχέσεων. Η ανάλυση των διεθνών σχέσεων, προσθέτει ο Hedley Bull: «είναι μια στοχαστική και όχι πρακτική άσκηση. Τέτοιες “λύσεις” προτείνονται λιγότερο επειδή είναι θεμελιωμένες και περισσότερο επειδή υπάρχει ζήτηση γι’ αυτές και επειδή είναι επικερδές εάν ικανοποιηθούν»[48].
 Είναι φυσικό ότι διεθνολογικός στοχασμός μιας συγκεκριμένης χώρας συναρτάται άμεσα με τον κοινωνικό της περίγυρο, με το επίπεδο επιστημονικής ανάπτυξης του πνευματικού της κόσμου, με την ύπαρξη ενός εδραιωμένου συντελεστικού στην θετική σκέψη πνευματικού περιβάλλοντος[49] και με το κατά πόσον τα ακαδημαϊκά ελίτ υπηρετούν αξιολογικά ελεύθερα την επιστήμη ή αντίστροφα, όπως υπαινιχθήκαμε μόλις, από το κατά πόσον ο στοχασμός διαφθείρεται από εισροές ιδεολογημάτων, θεωρημάτων, παραταξιακών σκοπιμοτήτων, επιχειρηματικών συμφερόντων, προσωπικών ιδιοτελών κριτηρίων ή ακόμη και από συμφέροντα των αδιαφανών παρασκηνίων (ενδοκρατικών και διακρατικών[50]). Αναμφίβολα, όπως στην έρημο υπάρχουν λουλούδια σ’ ένα παρακμασμένο επιστημονικό περιβάλλον ενδέχεται να εκδηλώνονται μεμονωμένα ηρωικά επιστημονικά επιτεύγματα. Όμως, για να ευδοκιμήσουν, να αυξηθούν και να αναπτυχθούν απαιτείται σε κάθε περίπτωση η δημιουργία ενός συντελεστικού πνευματικού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Τότε μόνο, εξάλλου, ενδέχεται να επηρεαστεί θετικά και προς ορθολογιστικές κατευθύνσεις το πολιτικό σύστημα και η εξωτερική πολιτική μιας χώρας. Επιπλέον, όσο πιο αναπτυγμένη είναι μια κυρίαρχη κοινωνία στον πνευματικό και κοινωνικοπολιτικό βίο τόσο πιο ομοιογενής και συνεκτική είναι στο επίπεδο της κοσμοθεωρητικής της συγκρότησης της, της κοινωνικοπολιτικής της οργάνωσης της και της επιστημονικής της ανάπτυξης. Αναμφίβολα, αν και στην ιστορική διαχρονία οι εμπειρίες μιας μεμονωμένης χώρας –και μάλιστα μικρής– δεν επηρεάζουν σημαντικά την επιστημονική πρόοδο, η επιστημονική άνθηση κάθε χώρας απαιτεί ένα ορθολογιστικό και υψηλών προδιαγραφών επιστημονικό περιβάλλον που ευνοεί αναλύσεις υψηλών επιστημονικών προδιαγραφών, οι μόνες που μπορεί να είναι κοινωνικά-πρακτικά χρήσιμες. Το αντίστροφο ισχύει όταν υπάρχει ένα ανορθολογικό και ποιοτικά υποβαθμισμένο πνευματικό περιβάλλον, διαβρωμένο και εξαρτημένο από αδιαφανή συμφέροντα και παραπαίων ανάλογα με το γούστο και τα συμφέροντα ξένων προτύπων ή συμφερόντων[51].
            Οι συνέπειες για την εθνική και διεθνή ζωή αντίστοιχα είναι βαθύτατων προεκτάσεων. Κάποιες από αυτές θα μπορούσαν αναφερθούν. Πιο συγκεκριμένα, η ορθή κατανόηση του διεθνούς συστήματος δεν αφορά μόνο τις στοχαστικές προδιαγραφές των πνευματικών ελίτ μιας χώρας αλλά είναι επιπλέον βαθύτατων ηθικοπρακτικών προεκτάσεων και συνεπειών για το ίδιο το κράτος και για το υπόλοιπο διεθνές σύστημα: Πρώτον, ο βαθμός κοσμοθεωρητικής, κοινωνικοπολιτικής και στοχαστικής ανάπτυξης σχετίζεται με τον βαθμό πολιτικής δέσμευσης των μελών και ομάδων μιας κοινωνίας στο συλλογικό (εθνικό) συμφέρον[52]. Αυτό στη συνέχεια επηρεάζει το επιστημονικό ήθος της ακαδημαϊκής κοινότητας και το πολιτικό ήθος των ηγετικών ελίτ και της κοινωνίας. Δεύτερον και συναφές, σχετίζεται με τον τρόπο που αξιολογούνται απώλειες ή κέρδη στην εξωτερική πολιτική από διαφορετικά πρόσωπα, ομάδες και αναλυτές[53]. Τρίτον και πιο προσδιοριστικό, υποδηλώνει το κατά πόσο τα μέλη μιας κοινωνίας είναι προσανατολισμένα στην ορθολογιστική εκπλήρωση της αξίωσης κυριαρχίας-ανεξαρτησίας ή στην ανορθολογική εκπλήρωση διεθνιστικών-κοσμοπολίτικων αξιώσεων (οι οποίες, όπως επισημαίνεται σε άλλο σημείο, αφορούν πάντοτε φασιστοειδείς αξιώσεις ισχύος των ισχυρότερων κρατών εις βάρος των λιγότερο ισχυρών κρατών που υπεραμύνονται ή διεκδικούν την ανεξαρτησία τους). Τέταρτον, αν και δεν υπάρχουν σταθερά κριτήρια αναφοράς σε όλα τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ο βαθμός κοσμοθεωρητικής-κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης οριοθετεί και τις ηθικοπολιτικές στάσεις επί συγκεκριμένων ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής όπως, μεταξύ άλλων, την σημασία της κρατικής κυριαρχίας ως θεσμού συλλογικής ελευθερίας, την επίδειξη αυτοθυσίας για την υπεράσπισή της, τους «συμβιβασμούς» επί συγκεκριμένων διακρατικών διαφορών, την ετοιμότητα διαπραγματεύσεων όταν προκύπτουν αναθεωρητικές αξιώσεις κατά της κρατικής κυριαρχίας ενός κράτους και την ετοιμότητα προάσπισης των μεγάλων εθνικών συμφερόντων όταν αυτά απειλούνται ή αντιμετωπίζονται ανταγωνιστικά από τρίτους παράγοντες[54].    
 Εξ αντικειμένου και σε όλες τις περιπτώσεις, η οπτική γωνία που συνεκτιμά δεόντως τα ζητήματα αναρχίας-κυριαρχίας είναι η  μόνη που επιτρέπει μια ακριβή και κατά το δυνατόν αντικειμενική περιγραφή της μορφής, του χαρακτήρα και των λειτουργιών του διεθνούς συστήματος, επιτρέποντας έτσι την συναγωγή αξιόπιστων και γι’ αυτό κοινωνικά χρήσιμων πορισμάτων για τον χαρακτήρα και τις λειτουργίες του διεθνούς συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, ανεξάρτητα υποκειμενικών κριτηρίων και συμφερόντων ή επιθυμιών για την αλλαγή του χαρακτήρα ή των κυριαρχικών οριοθετήσεων του διεθνούς συστήματος[55], υπάρχουν ορισμένες σταθερές των διεθνών σχέσεων τις οποίες καμιά ανάλυση διεθνών σχέσεων και καμιά εθνική στρατηγική δεν έχει την πολυτέλεια να παραβλέπει ή να παρακάμπτει. Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε τέσσερις δέσμες σημαντικών πτυχών που οριοθετούν την προαναφερθείσα οπτική γωνία:
            Πρώτον, λόγω καταβολών και ιστορικής διαμόρφωσης τα κράτη του διεθνούς συστήματος εξ ορισμού λειτουργούν και συμπεριφέρονται στη βάση των εθνικών τους συμφερόντων. Επίσης, λόγω αυτής της δομής του διεθνούς συστήματος, δεν υπάρχει κοινά αποδεκτή έννοια ως προς το τι συνίσταται η «παγκόσμια δικαιοσύνη»[56] και οι κυβερνήσεις προσδιορίζουν τις θέσεις τους –ή τις αλλάζουν– ανάλογα με τα εθνικά τους συμφέροντα. Στο ίδιο πλαίσιο, οι διεθνείς οργανισμοί δεν έχουν αρμοδιότητα επί ζητημάτων εσωτερικής δικαιοσύνης αλλά μόνον επί ζητημάτων διακρατικής τάξης[57]. Επειδή ακριβώς είναι εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος και των εθνικών συμφερόντων, οι οριοθετήσεις της διεθνούς τάξης όταν αμφισβητείται δεν προσδιορίζονται από κάποιο αδέκαστο «διεθνές δικαστήριο» αλλά είναι αποτέλεσμα σκληρής αναμέτρησης μέσων και θελήσεων των εμπλεκομένων και ενδιαφερομένων. Το αντίθετο θα σήμαινε πως πλην των Συνθηκών υπάρχουν άλλα ανώτερης βαθμίδας οικουμενικά κριτήρια ηθικής και δικαιοσύνης στη βάση των οποίων χαράσσονται τα σύνορα, δημιουργούνται νέα κράτη, αναδιανέμονται συγκρουόμενα συμφέροντα, αντιμετωπίζεται η άνιση ανάπτυξη μεταξύ κρατών και περιφερειών κτλ[58]. Δεύτερον, η ισχύς –διπλωματική, στρατιωτική, συμμαχική– είναι προσδιοριστικός παράγων που επηρεάζει τις διακρατικές διαπραγματεύσεις και την επίλυση των διεθνών συγκρούσεων. Επηρεάζει ακόμη, όπως αναφέρθηκε μόλις, την αποτελεσματικότητα των διεθνών θεσμών και τον τρόπο που ερμηνεύονται οι καταστατικές τους διατάξεις στα μεγάλα διεθνή ζητήματα[59]. Τρίτον και συναφές, οι διεθνείς θεσμοί –συμπεριλαμβανομένων της ΕΕ και του ΟΗΕ– δεν είναι ανεξάρτητοι δρώντες αλλά εξαρτημένοι από τα εθνικά συμφέροντα και την ισχύ των εμπλεκομένων. Τέταρτον, η στάση ενός κράτους στις διεθνείς σχέσεις ποτέ δεν μπορεί να είναι αυτή του ικέτη-ζητιάνου αλλά του διεκδικητή που θέτει ορθολογιστικά-θεμιτά αιτήματα, τα διαπραγματεύεται με πείσμα και συνέπεια και που δεν υποχωρεί επί ζητημάτων ελευθερίας και εθνικής ανεξαρτησίας.
 Συνολικά, λοιπόν, αυτό που έχουμε μπροστά μας είναι τα κράτη, τα συμφέροντά τους, οι εξαρτημένοι από αυτά τα συμφέροντα θεσμοί όπως ο ΟΗΕ και άλλοι διεθνείς οργανισμοί όπως η ΕΕ (η τελευταία λόγω ιδιομορφιών και σε σύγκριση με το υπόλοιπο διεθνές σύστημα δημιουργεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον διπλωματικό πεδίο). Έτσι, η βασική λειτουργία των διεθνών θεσμών όπως ο ΟΗΕ είναι όχι να υποδείξουν ή να επιβάλουν εκβιαστικά στους ενδιαφερόμενους αυθαίρετες «λύσεις» αλλά να υποβοηθήσουν τις διακρατικές διαπραγματεύσεις εάν και όταν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι το επιθυμούν επειδή αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους όπως αυτοί τα κατανοούν ή εάν και όταν τίθεται σοβαρά σε κίνδυνο η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια. Όσον αφορά την τελευταία πτυχή, ένας τέτοιος κίνδυνος για τη διεθνή ειρήνη ήταν, για παράδειγμα, η εισβολή στην Κύπρο το 1974. Το γεγονός πως ο ΟΗΕ αποδείχθηκε απολύτως αναποτελεσματικός στην εφαρμογή των αποφάσεων του και στην αποκατάσταση της διακρατικής νομιμότητας επιβεβαιώνει τις θέσεις που εκφράσαμε μόλις. Το γεγονός επίσης ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, το 2002-04 ο ΓΓ του ΟΗΕ συνεπικουρούμενος από την βρετανική και αμερικανική διπλωματία προσπάθησε με πείσμα να νομιμοποιήσει και μονιμοποιήσει τα τετελεσμένα της βίας της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο του 1974 είναι φυσικό επακόλουθο τριών κυρίως αλληλένδετων παραγόντων: Πρώτον, της κατανομής ισχύος που επηρεάζει σημαντικά τον ρόλο των διεθνών θεσμών. Δεύτερον, του γεγονότος ότι σε τελικό στάδιο η κατανομή ισχύος προσδιορίζει τις κυριαρχικές οριοθετήσεις. Τρίτον, του γεγονότος ότι σ’ ένα διεθνές σύστημα που είναι εκ φύσεως άναρχο (επειδή οι κοινωνίες αξιώνουν να είναι κυρίαρχες) και όπου ενυπάρχουν αίτια πολέμου (και κυρίως άνιση ανάπτυξη), ισχύει το πόρισμα του Θουκυδίδη ότι «ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και οι αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται και όσοι διατηρούν την ελευθερία τους το χρωστούν στην δύναμή τους»[60]. Έτσι, οποιαδήποτε ανάγνωση και αν κάνει κάποιος του Σχεδίου Αναν που υποβλήθηκε από τον ΓΓ του ΟΗΕ το 2002 θα διαπιστώσει ότι, μεταξύ άλλων αποτελούσε πρόταση ολοκληρωτικής και παντοτινής καταστολής της συλλογικής ελευθερίας των κυπρίων (ολοκληρωτική και παντοτινή καταστολή της εξωτερικής-εσωτερικής κυριαρχίας και της λαϊκής κυριαρχίας). Αν και η αποδοχή-παραδοχή ή απόρριψη τέτοιων ρυθμίσεων συμβατικά θεωρείται ως ζήτημα υποκειμενικών-φιλοσοφικών επιλογών, η αλήθεια είναι ότι υπάρχει ένα νοερό σύνορο: Στην μια πλευρά βρίσκεται το συγκεκριμένο ανελεύθερο σχέδιο Αναν ή άλλες ανάλογες ηγεμονικές αξιώσεις ισχύος και στην άλλη πλευρά βρίσκονται οι παραδοχές που στηρίζουν την οντολογικού χαρακτήρα για γι’ αυτό ηθικά αμάχητη ανθρώπινη ελευθερία. Επαναλαμβάνεται και τονίζεται ότι για κάποιον που επιθυμεί να εκτιμήσει αντικειμενικά και έγκυρα την ανάλυση εξωτερικής πολιτικής στην Ελλάδα και την συνεπακόλουθη κατάληξη της εξωτερικής πολιτικής τρις δεκαετίες μετά την πτώση της δικτατορίας, το σχέδιο Αναν προσφέρει ένα έξοχο περιπτωσιολογικό πλαίσιο[61].    
 Η περιγραφή των προαναφερθέντων πασίδηλων χαρακτηριστικών του διεθνούς συστήματος δεν φαίνεται να είναι πλήρως κατανοητή στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στο επίπεδο της ελληνικής διανόησης που διεκδικεί το προνόμιο ανάλυσης της «σύγχρονης» διεθνούς πολιτικής[62]. Το κυριότερο πρόβλημα πολλών αναλύσεων είναι η αδυναμία κατανόησης της προαναφερθείσης διάκρισης μεταξύ τάξης και δικαιοσύνης στο διεθνές σύστημα και στο εσωτερικό του κράτους αντίστοιχα. Επίσης, οφείλεται στην αδυναμία κατανόησης του γεγονότος ότι επειδή η δικαιοσύνη διασφαλίζεται και νομιμοποιείται μόνο στο εσωτερικό του κάθε κυρίαρχου κράτους υπό συνθήκες διαρκών κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων[63], ο βασικός σκοπός της εξωτερικής πολιτικής  ενός κυρίαρχου κράτους είναι η διεθνής τάξη και κατ’ επέκταση –για τα κράτη εκείνα τα οποία υπερασπίζονται το εδαφικό-κυριαρχικό status quo– η εκπλήρωση των εθνικών συμφερόντων με προεξάρχων την ακεραιότητα της οικείας κυριαρχίας. Αυτό ισχύει επειδή λόγω των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών του διεθνούς συστήματος, στην κορυφή της ιεραρχίας των συμφερόντων κάθε κυρίαρχης κοινωνίας βρίσκεται το έσχατο εθνικό συμφέρον διασφάλισης της ακεραιότητας της κρατικής επικράτειας. Στον βαθμό που η εθνική επικράτεια οριοθετεί τον χώρο εντός του οποίου μια κοινωνία είναι συλλογικά ελεύθερη η κρατική κυριαρχία, υπό αυτήν ακριβώς έννοια, ενσαρκώνει για τα μη ηγεμονικά κράτη την αξίωση συλλογικής ελευθερίας μιας κοινωνίας και για τους ίδιους λόγους το εθνικό συμφέρον επιβίωσης αποτελεί την κορωνίδα των κοινωνικών ιεραρχήσεων. 
            Μια τέτοια παραδοχή δεν είναι αυτονόητη αν ένα άτομο ή μια ομάδα θεωρεί το έθνος-κράτος αναλώσιμο στο όνομα διεθνιστικών, κοσμοπολίτικων και/ή ηγεμονικών σκοπιμοτήτων[64]. Σ’ αυτή την περίπτωση, έστω και αν δεν υιοθετούνται ευθέως στάσεις συρρίκνωσης ή κατάργησης του οικείου κράτους οδηγούν εν τούτοις στην αποδυνάμωση της αναγκαίας και μη εξαιρετέας πίστης και νομιμοφροσύνης στα εθνικά συμφέροντα, εκ των οποίων όπως αναφέρθηκε μόλις το εθνικό συμφέρον κυριαρχίας αποτελεί βασικά και ουσιαστικά την αξίωση συλλογικής ελευθερίας κάθε κυρίαρχης κοινωνίας[65]. Το έθνος-κράτος ως αξίωση ανεξαρτησίας-κυριαρχίας, υπογραμμίζεται ξανά, είναι ο θεσμός ελευθερίας μιας κυρίαρχης κοινωνίας[66]. Αυτό επειδή εξ αντικειμένου η κατάκτησή της πολιτικής κυριαρχίας εκ μέρους μιας κοινωνίας μετά από ένα αγώνα ανεξαρτησίας συμβολίζει την νίκη της κοινωνίας αυτής κατά των αυτοκρατορικών-ηγεμονικών αξιώσεων και την δυνατότητα πλέον αυτής της κοινωνίας να απολαμβάνει την συλλογική της ελευθερία όπως προβλέπει το διεθνές δίκαιο και οι Καταστατικοί Χάρτες Συλλογικής Ασφάλειας[67].
            Μια συζήτηση για την εξωτερική πολιτική της χώρας δυνατό να φανερώνει ποικίλες και διαφορετικές προσεγγίσεις εκπλήρωσης των έσχατων εθνικών συμφερόντων είναι εν τούτοις αδιανόητο να αμφισβητούνται αυτά τα έσχατα εθνικά συμφέροντα και το δικαίωμα άμυνας όταν αυτά απειλούνται[68]. Στο ίδιο πλαίσιο και εξ αντικειμένου, το βασικό ζήτημα που τίθεται σε κάθε συζήτηση περί την εξωτερική πολιτική στο εσωτερικό ενός μη αναθεωρητικού κράτους δεν αφορά –ή δεν πρέπει να αφορά– το κατά πόσο η ισχύς (στρατιωτική, κοσμοθεωρητική, διπλωματική, φρόνημα-ιδεολογία) είναι αναγκαία για την διασφάλιση της διεθνούς τάξης αλλά ο προσδιορισμός και η διαβάθμιση σκοπών και μέσων. Στο πλαίσιο μιας ορθολογιστικής εξωτερικής πολιτικής ο θεμελιώδης σκοπός ενός μη αναθεωρητικού κράτους[69] είναι η διασφάλιση της κυριαρχίας-ανεξαρτησίας και τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι η στρατιωτική, διπλωματική και ιδεολογική ισχύς ανάλογα με την περιφερειακή και παγκόσμια κατανομή ισχύος[70]. Στο άναρχο διεθνές σύστημα η ισορροπία δυνάμεων κατά των αναθεωρητικών-ηγεμονικών αξιώσεων και συμπεριφορών διασφαλίζει την ειρήνη και ενδεχομένως ισόρροπες διαπραγματεύσεις ειρηνικής επίλυσης των διακρατικών διενέξεων. Κυρίως, μια εξωτερική πολιτική ενός μη αναθεωρητικού κράτους η οποία είναι ορθολογιστική και συμβατή με τον χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος είναι η μόνη που επιτρέπει να διασφαλιστούν τα συμφέροντα επιβίωσης και ευημερίας της ενδιαφερόμενης κοινωνίας. Εάν αυτά τα απλά, ορθολογιστικά και αυτονόητα δεν συνεκτιμώνται ορθά στον επιστημονικό και δημόσιο διάλογο τα αποτελέσματα είναι αναμενόμενα και συνοψίζονται από τις θέσεις και απόψεις που κυριάρχησαν στον ελληνικό δημόσιο διάλογο όταν εκδηλώθηκε το σχέδιο Αναν για το κυπριακό. Συνοψίζω αυτές τις κυρίαρχες απόψεις: 1) Η ισχύς δεν διαδραματίζει ρόλο στις διεθνείς σχέσεις και γι’ αυτό θα πρέπει να επιλύουμε με διάλογο τις διακρατικές διαφορές, δηλαδή πρέπει να «συμβιβαζόμαστε», να υποχωρούμε ή ακόμη και να θυσιάζουμε την ελευθερίας μας[71]. 2) Το δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα επιβεβαιώνονται ως τα κυρίαρχα στοιχεία του «συγχρόνου» διεθνούς συστήματος (ουσιαστικά και πρακτικά υποστηρίζονται ότι δίκαιο είναι σε τελευταία ανάλυση οι αποφάνσεις των διοικητικών υπαλλήλων των διεθνών θεσμών και των ηγεμονικών κρατών που τους καθοδηγούν και ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι μόνο προνόμιο των δυτικών κοινωνιών αλλά όχι των ελλήνων και τούρκων της Κύπρου[72]). 3) Κάποια «ελαττώματα» του σχεδίου Αναν θα διορθωθούν στο πλαίσιο της ΕΕ (από τις θεμελιώδεις νομικές, πολιτικές και πολιτισμικές κατακτήσεις της οποίας η Κύπρος εξαιρέθηκε παντοτινά με ρητές διατάξεις μετά από εμμονή της τουρκικής πλευράς και της θετικής ανταπόκριση του Κόφι Αναν στις τουρκικές αξιώσεις)[73]. Όπως υποστηρίζω σε άλλο σημείο, προς το τέλος της περιόδου που εξετάζεται, δηλαδή τρις δεκαετίες μετά την πτώση της δικτατορίας στην Ελλάδα λόγω καταστροφής της Κύπρου[74], το σχέδιο Αναν και ο περί αυτού «επιστημονικός» και δημόσιος διάλογος αποτελεί μοναδικό περιπτωσιολογικό πλαίσιο μελέτης των περί δικαίου, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ισχύος και γενικότερα εξωτερικής πολιτικής απόψεων στον ελληνικό χώρο.  
 Οι πιο πάνω απλές, αυτονόητες και πραγματολογικά επαληθευμένες θεωρήσεις των διεθνών σχέσεων και της στρατηγικής ανάλυσης που περιγράφουν με ακρίβεια και ορθολογισμό την μορφή, τον χαρακτήρα, τις λειτουργίες και την δομή του διεθνούς συστήματος και που προσφέρουν αξιόπιστες ερμηνείες για τον ρόλο της ισχύος, του δικαίου και των διεθνών θεσμών, φαίνεται να μην είναι έστω και στοιχειωδώς κατανοητές στην δημόσια και ακαδημαϊκή συζήτηση στην Ελλάδα. Αν και τα παραδείγματα που θεμελιώνουν αυτές τις θέσεις είναι αναρίθμητα –και συνοψίστηκαν στις θέσεις-γνώμες που πολλοί εξέφρασαν για το σχέδιο Αναν την περίοδο 2001-2002– θα μπορούσε να αναφερθεί ένα μόνο παράδειγμα, και πιο συγκεκριμένα στην «στοχαστική δολοφονία του Κλάουζεβιτς» από στελέχη της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας. Η επιπολαιότητα με την οποία γίνονται αναφορές στο έργο αυτού του κορυφαίου αναλυτή της στρατηγικής είναι μνημειώδης (και δεν αναφέρομαι βεβαίως σε τσαρλατάνους που ενδεχομένως κατόρθωσαν να ενδυθούν ακαδημαϊκούς μανδύες αλλά σε στελέχη της διεθνολογικής «κοινότητας» που για ποικίλους λόγους διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του κλάδου τις δύο τελευταίες δεκαετίες όπως ο Θοδωρής Κουλουμπής).
 Πιο συγκεκριμένα, η προβληματική του πολέμου στο σύγχρονο διακρατικό σύστημα το οποίο αποτελείται από συγκροτημένα και κατά το πλείστον πολιτικά κυρίαρχα κοινωνικοπολιτικά συστήματα οριοθετείται από την γνωστή θεώρηση του Κλάουζεβιτς ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». Με άλλα λόγια, ο πόλεμος ως άσκηση βίας ή απειλή άσκησης βίας στις διεθνείς σχέσεις υπό αυτό το φιλοσοφημένο πρίσμα δεν είναι αυτόνομο φαινόμενο αλλά ένας μόνο κρίκος στην αλυσίδα των διακρατικών σχέσεων που βρίσκεται σε άμεση διασύνδεση με τους πολιτικούς σκοπούς που εκπληρώνει η εθνική στρατηγική. Όπως επιγραμματικά γράφει ο Κλάουζεβιτς, «ο πόλεμος έχει την δική του γραμματική αλλά όχι την δική του αυτόνομη λογική»[75]. Οποιαδήποτε ανάλυση επιχειρήσει να αντικρούσει αυτή την θεμελιώδη θεώρηση αναπόδραστα επαναφέρει τους συλλογισμούς στην βαρβαρική εποχή όταν η ανθρώπινες πράξεις υποκινούνταν από σκοπούς εκδίκησης ή επιβίωσης και όχι από κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένους και ιεραρχημένους σκοπούς και στόχους. Γι’ αυτό και ο Κλάουζεβιτς θεωρείται απ’ όλους τους σοβαρούς πολιτικούς επιστήμονες ως κορυφαίος στοχαστής πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων που σύνδεσε τους σκοπούς και τα μέσα μιας κοινωνίας με το φαινόμενο του πολέμου και με τρόπο συμβατό με τις πολιτισμικές και πολιτικές κατακτήσεις του ανθρώπου. Πρόσφερες επίσης βαθυστόχαστες θεωρήσεις γενικότερου επιστημονικού ενδιαφέροντος στον στίβο της πολιτικής θεωρίας[76] που προσφέρουν πεδίο περαιτέρω στοχαστικής επεξεργασίας αυτών των φαινομένων στο διακρατικό σύστημα των νεότερων χρόνων και ιδιαίτερα της ύστερης εποχής[77]. Στην διεθνή πολιτική, ακριβώς, λόγω του προαναφερθέντος γεγονότος ανυπαρξίας παγκόσμια προσδιορισμένων κοινωνικοπολιτικών σκοπών[78]μόνο μια δυναστική-αυθαίρετη και αυταρχική εξουσία μπορεί να είναι βιώσιμη-αποτελεσματική και το «προνόμιο» τέτοιων αξιώσεων και τέτοιων θέσεων, στάσεων και συμπεριφορών έχουν μόνο τα ηγεμονικά κράτη και όσοι τους υποστηρίζουν στα λιγότερο ισχυρά κράτη[79]. Συναφώς, δεν είναι τυχαίο ότι όταν ένας φιλελεύθερος στοχαστής της εμβέλειας του John Rawls εξέτασε το φάσμα σχέσεων μεταξύ σκοπών, δικαίου, ισχύος και πολιτικής κρίσης στις διεθνείς σχέσεις, επιχείρησε να αναζητήσει ηθικά κριτήρια διεθνούς πολιτικής με αφετηρία αυτά τα πραγματολογικά επαληθευμένα γεγονότα[80]. Σημειώνει λοιπόν τα λογικά και επιστημονικά σφάλματα του κοσμοπολίτικου φιλελευθερισμού[81] και το γεγονός ότι ο Carr έχει δίκαιο όταν άσκησε κριτική κατά της κοσμοπολίτικης ουτοπικής σκέψης[82]. Επίσης,  σημειώνει[83] ότι θα ήταν άδικο για τον Κλάουζεβιτς να μην επισημανθεί ότι κατά την δική του άποψη τα συμφέροντα του κράτους μπορούν να περιέχουν οποιουδήποτε είδους ρυθμιστικούς ηθικούς στόχους και κατά συνέπεια οι στόχοι του πολέμου ίσως είναι να υπερασπίζονται τις κοινωνίες ενάντια σε επεκτατικά και τυραννικά κράτη. Στο ίδιο πλαίσιο, αναφερόμενος στο «μεγαλειώδες έργο του Θουκυδίδη», όπως χαρακτηριστικά το ονομάζει, και στην ανάλυση του Robert Gilpin για τα αίτια των ηγεμονικών συγκρούσεων, δεν αμφισβητεί την βασιμότητα των θεωρήσεών τους για τα αίτια πολέμου σ’ ένα άνισα αναπτυσσόμενο διεθνές σύστημα[84]. Αυτή είναι οπωσδήποτε και η θέση των πλείστων σοβαρών κειμένων περί τα διεθνή που θεωρούν τις αναλύσεις των Θουκυδίδη, Clausewitz, Carr και Gilpin ως το υπόβαθρο της επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων. Στην Ελλάδα, εν τούτοις, η φιλοσοφημένη θεώρηση του Κλάουζεβιτς κατά ένα περίεργο τρόπο ταυτίζεται με «εθνικισμούς», «ακρότητες», «επιθετικά δόγματα» και με άλλους ασυνάρτητους όρους ασύμβατους με την ανάλυση του εξόχως σοβαρού φαινομένου του πολέμου και της άσκησης βίας στην διεθνή πολιτική. Όπως ήδη αναφέρθηκε, συχνά, ακόμη και στελέχη που είχαν ή έχουν στην Ελλάδα την ακαδημαϊκή και διοικητική αρμοδιότητα διορισμού των πλείστων ελλήνων διεθνολόγων στα αναρίθμητα πλέον διεθνολογικά τμήματα και που διαδραματίζουν μεγάλο ρόλο στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης[85], δείχνουν με γραπτά κείμενά τους να βρίσκονται σε μεγάλη σύγχυση που μια επιστημονική θεώρηση μπαίνει σε σφαλερό δρόμο αν τις πάρει στην ονομαστική τους αξία[86]. Έτσι, οι επιστημονικές συζητήσεις εξαθλιώνονται ή καθίστανται άχρηστες όταν μέλη της επιστημονικής κοινότητας επιτίθενται κατά των αναλυτών της στρατηγικής οι οποίοι με αξιολογική ελευθερία πειθαρχούνται από το επιστημονικό κεκτημένο του κλάδου τους. Άλλα μέσα πέραν των χαρακτηρισμών ατών των αντιδεοντολογικών επιθέσεων είναι αδόκιμοι όροι όπως «ακραίος ρεαλισμός» και «ψυχροπολεμικές αντιλήψεις» που εξ αντικειμένου υπηρετούν τον άχαρο ρόλο της δολοφονίας χαρακτήρων και της ανάδειξης ιδεολογικοπολιτικά προσκείμενων πολιτικών αναλύσεων ως δήθεν επιστημονικών. Στο ίδιο επίσης πλαίσιο συχνά έχουμε ακόμη πιο βάναυσες κακοποιήσεις όρων και εννοιών όταν εκτοξεύονται ισχυρισμοί πως οι αναλυτές της αποτρεπτικής στρατηγικής που οριοθετούν τις στρατηγικές προσεγγίσεις ενός κράτους το οποίο υπεραμύνεται της κυριαρχίας του όπως ορίζεται από τις Συνθήκες και το διεθνές δίκαιο, διακατέχονται, δήθεν, από «επιθετικές προθέσεις». Συνολικά, η καταγεγραμμένη σε πάμπολλα κείμενα συνήθης πρακτική των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων είναι να διανθίζονται οι λεγόμενες ακαδημαϊκές συζητήσεις με άφθονους χαρακτηρισμούς, να εκτοξεύονται  ύπουλα υπονοούμενα με σκοπό την συμβατική δολοφονία της προσωπικότητας του ενός ή άλλου αναλυτή και να εκδηλώνονται πολλά άλλα παρόμοια φαινόμενα τα οποία αποτελούν και τον δείκτη της παρακμής ενός ακαδημαϊκού χώρου[87].
 Υπό το πρίσμα των καταληκτικών επισημάνσεων και ως είδος συμπερασμάτων θα παραθέσω μερικά εδάφια της ανάλυσης του ακαδημαϊκού-διεθνολόγου Δημήτρη Κώνστα, πανεπιστημιακού με μεγάλο ρόλο τόσο στην αφετηρία όσο και στην φάση ανάπτυξης των πανεπιστημιακών τμημάτων διεθνών σπουδών στην Ελλάδα[88], τα οποία και θα σχολιάσω εντός και εκτός υποσημειώσεων. Μερικά μόνο σχόλια θα συνδέσουν αυτές τις εκτιμήσεις του Δημήτρη Κώνστα με την παρούσα ανάλυση. Σε βιβλίο του το 1999, σε μια εξαιρετικά σημαντική ανάλυσή του, ο Δημήτρης Κώνστας[89] έγραψε ότι «η τρέχουσα κατάσταση της ακαδημαϊκής συζήτησης για την ελληνική εξωτερική πολιτική αντανακλά την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής ιδεολογίας και των επαγγελματικών συμφερόντων έναντι της ακαδημαϊκής επιστημονικής λογικής»[90]. Πιο κάτω στο ίδιο κείμενο καταγράφει «την πραγματικότητα της διεθνολογικής κοινότητας στην Ελλάδα»[91] στην οποία και ο υποφαινόμενος προσπάθησε να σκιαγραφήσει στις σελίδες που προηγήθηκαν[92]: Όπως εύστοχα σημειώνει, «πολύ πιο συνηθισμένη είναι η δημοσίευση άρθρων στα οποία οι συγγραφείς εκφράζουν τις απόψεις τους ή απαντούν σε απόψεις άλλων, χωρίς να παραθέτουν συγκεκριμένες πηγές[93]. Αυτή η μορφή επικοινωνίας έχει ελκύσει πολλούς διεθνολόγους της νεότερης γενιάς[94]. Οπαδοί της ρεαλιστικής σχολής έχουν εκλαϊκεύσει[95] τις ιδέες τους όσον αφορά την πρωτοκαθεδρία του κράτους, την επιδίωξη τους να αυξάνουν διαρκώς την ισχύ τους, είτε ως καθαυτό στόχο είτε ως μέσο εκπλήρωσης άλλων στόχων, την έννοια της ισορροπίας, της ισχύος και τη «νεορεαλιστική» έμφαση στην δομή των διεθνών συστημάτων και την επίδραση στην κρατική συμπεριφορά. Ο Παναγιώτης Ήφαιστος και ο Αθανάσιος Πλατιάς, εκπρόσωποι αυτής της σχολής στην Ελλάδα, προσπάθησαν να εφαρμόσουν την ρεαλιστική θεωρία στο συγκεκριμένο πεδίο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Τα γραπτά τους εμφανίστηκαν στην Ελλάδα σε μια περίοδο που η κατάτμηση της κοινότητας των Διεθνών Σχέσεων είχε εξαλείψει τους παραδοσιακούς διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των μελετητών και είχε αναβαθμίσει τις στήλες των εφημερίδων ως πρόσφορο μέσο επικοινωνίας. Υπό αυτές τις περιστάσεις, η εισαγωγή στην Ελλάδα του πολιτικού ρεαλισμού μιας από τις πιο δημοφιλείς σχολές στην θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, αποδείχθηκε δύσκολο καθήκον. Περιορισμένος χώρος και αναγνώστες προφανώς αδιάφοροι για θεωρητικές αναφορές ανάγκασαν τους συγγραφείς να εστιάσουν την προσοχή τους απευθείας στις ασκούμενες πολιτικές και σε πολιτικές υποδείξεις που απέρρεαν από τις θεωρητικές τους πεποιθήσεις[96]. Στα μαζικά μέσα ενημέρωσης όπου η συζήτηση περί της εξωτερικής πολιτικής κυριαρχείτο από την σύγκρουση εθνικιστών-ευρωπαϊστών, η «ρεαλιστική» ανάλυση ταξινομήθηκε πρόχειρα ως «εθνικιστική», με όλες τις σοβαρές πολιτικές προεκτάσεις που φέρει αυτός ο χαρακτηρισμός εξαιτίας του ελληνικού εμφύλιου πολέμου και της ταραγμένης μετεμφυλιακής ιστορίας. Οι δύο συγγραφείς, συνεπώς, υπέστησαν επιθέσεις από άλλους που δεν τους ανέφεραν ονομαστικά μέσω της χρήσης παραλλαγών του χαρακτηρισμού «εθνικιστής»[97] «Ο κ Κουλουμπής παλιό μέλος της κοινότητας των Διεθνών Σχέσεων αντί να τραβήξει την προσοχή σε μια πραγματική γραμμή διαχωρισμού ανάμεσα στο επιστημονικό και μη επιστημονικό έργο στον τομέα των Διεθνών Σχέσεων έχει επιδείξει μια εντυπωσιακή δημιουργικότητα στο να διαιρεί τους διεθνολόγους σε δύο πάντα κατηγορίες των οποίων, όμως, τα ονόματα μεταβάλλονται: «οι Αχιλλείς» ενάντια στους «Οδυσσείς», οι «αισιόδοξοι» ενάντια στους «απαισιόδοξους», οι «υπερασπιστές του status quo» ενάντια στους «υπέρμαχους της αναθεωρητικής πολιτικής», οι «ρεαλιστές» ενάντια στους «πραγματιστές»[98], κ.λπ. Συνέπεια της διχοτόμησης είναι από την μια πλευρά να βρίσκονται οι σώφρονες, φιλοευρωπαϊστές και υπέρμαχοι της ειρηνικής συνεργασίας με τους γείτονες ενώ από την άλλη πλευρά να στέκονται οι «απομονωτιστές» και οι «τυχοδιώχτες» «έτοιμοι να δημιουργήσουν τετελεσμένα γεγονότα ενάντια στα βαλκανικά κράτη»[99]. Καμία αμφιβολία ότι ο Θ. Κουλουμπής και η παρέα του[100] ήταν πάντοτε με τους «καλούς»[101].
            Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά ότι αυτές οι θέσεις του κ Κουλουμπή τις οποίες σχολιάζει κριτικά και με εξαιρετική ευστοχία ο Δημήτρης Κώνστας, είναι επιστημονικού χαρακτήρα. Το λιγότερο που θα μπορούσα να πω είναι ότι πρόκειται για πολιτικές παρεμβάσεις ενδεδυμένες με ακαδημαϊκούς μανδύες που δεν τιμούν μια κοινότητα επιστημόνων. Σε κάθε περίπτωση, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι η υπονόμευση της επιστημονικής οντότητας ενός ακαδημαϊκού ή μιας ομάδας ακαδημαϊκών με τέτοιους αχρείαστους και αντιδεοντολογικούς χαρακτηρισμούς ή κατηγοριοποιήσεις δεν είναι χωρίς συνέπειες. Μεταξύ άλλων, επηρεάζει τις εξελίξεις στον ακαδημαϊκό χώρο επειδή θέτει τις συζητήσεις των διεθνολόγων εκτός επιστημονικού πλαισίου και επειδή ενθαρρύνει τα νεότερα στελέχη όχι να ασχολούνται ασκητικά και αξιολογικά ελεύθερα με την επιστήμη αλλά να διατυπώνουν εφήμερης αξίας ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις που εξυπηρετούν πολιτικά κόμματα, ιδεολογικά ρεύματα και κρατικά συμφέροντα εντός και κυρίως –μιας και η εξωτερική πολιτική ασχολείται με εθνικά συμφέροντα στο διακρατικό σύστημα–εκτός συνόρων. Αυτές οι ενδεδυμένες με ακαδημαϊκούς μανδύες γνώμες (εξ αντικειμένου πολιτικού και όχι ακαδημαϊκού χαρακτήρα) τελικά επηρεάζουν το ειδικό βάρος εκατέρωθεν θέσεων και απόψεων στην πλάστιγγα του δημόσιου διαλόγου περί τα διεθνή. Στον ένα δίσκο αυτής της πλάστιγγας βρίσκονται οι επιστημονικού χαρακτήρα αναλύσεις και στον άλλο δίσκο οι ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις προσωπικού, συμμαχικού, ιδεολογικού ή ηγεμονικού χαρακτήρα[102]. Επισημαίνεται, επίσης, ότι όταν ένας διεθνολόγος εγκαταλείπει την αναγκαία και μη εξαιρετέα αξιολογική ελευθερία στις ακαδημαϊκές του δραστηριότητες και όταν επιδίδεται στην έκφραση ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων ή αθεμελίωτων γνωμών, είναι δύσκολο ή αδύνατο να απαλλαγεί των υποκειμενικών και ιδιοτελών απόψεων που τον διαμόρφωσαν στην ατομική του διαδρομή. Αυτή η διαδρομή διαμορφώνει τον υποκειμενισμό (κατά τα άλλα θεμιτό) κάθε ατόμου στην σφαίρα της ιδεολογίας, των αντιλήψεων για τα εθνικά συμφέροντα, των αντιλήψεων για τα συμμαχικά συμφέροντα και των αντιλήψεων για συγκεκριμένες διεθνείς διενέξεις. Χρέος του ακαδημαϊκού, ακριβώς, είναι να επιδιώκει διαρκώς να απαλλαγεί από αυτόν τον υποκειμενισμό και ο μόνος τρόπος να το επιτύχει είναι να λειτουργεί αξιολογικά ελεύθερα, να υπόκειται στην βάσανο των θεμελιώσεων και να καταλήγει σε τεκμηριωμένα συμπεράσματα. Είτε κάποιος υπογράφει είτε δεν υπογράφει με ένα ακαδημαϊκό τίτλο, αν δεν λειτουργεί επιστημονικά και επιστημολογικά σ’ αυτή την βάση δεν εκφράζει επιστημονικές απόψεις αλλά γνώμες που κατοπτρίζουν τον υποκειμενισμό του όπως διαμορφώθηκε στην προσωπική του διαδρομή. Ένα άτομο λοιπόν όπως ο κ Κουλουμπής που επηρέασε τα μέγιστα τις ακαδημαϊκές εξελίξεις στην Ελλάδα στον κρίσιμο τομέα των διεθνών σχέσεων,[103] όταν δεν εκφράζεται με τρόπο που πειθαρχείται από πάγια δεοντολογικά και επιστημολογικά κριτήρια αξιολογικής ελευθερίας, είναι μοιραίο να εκφέρει υποκειμενικές γνώμες όπως διαμορφώθηκαν στην προσωπική του διαδρομή (επαναλαμβάνω: αυτό ισχύει για όλους, του υποφαινόμενου συμπεριλαμβανομένου). Εν τούτοις, ο ακροατής ή αναγνώστης δεν μπορεί να γνωρίζει αυτό το γεγονός και η εντύπωση που μένει σε κάθε περίπτωση είναι ότι δεν πρόκειται για γνώμη αλλά για γνώση, μάλιστα έγκυρη και αξιόπιστη. Οι διανεμητικές συνέπειες για τα συμφέροντα των εμπλεκομένων κρατών τέτοιων πρακτικών είναι σχεδόν αυτονόητες[104]. Για παράδειγμα, όταν ένα άτομο πείθει πολλούς ότι εκφράζεται αντικειμενικά λόγω ακαδημαϊκής ιδιότητας, η γνώμη του δεν μπορεί παρά να έχει μεγάλες συνέπειες για τις συμμαχίες, τα σύνορα, την κυριαρχία και την ελευθερία των ανθρώπων όταν –για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Δημήτρη Κώνστα– προτάσεις πολιτικής υποστηριζόμενες από αυτόν και «την παρέα του», όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του σχεδίου Αναν για το κυπριακό ζήτημα, οδηγούν σε κατάργηση κρατών, μόνιμη απώλεια της ελευθερίας μιας κοινωνίας, νομιμοποίηση των τετελεσμένων της βίας, μονιμοποίηση των αποικιακών βάσεων και εξυπηρέτηση της στρατηγικής των ΗΠΑ στην μεταψυχροπολεμική εποχή[105]. Τονίζεται ότι, όπως εξάλλου είναι αυτονόητο, δεν αναφερόμαστε στις προθέσεις ή στα κίνητρα οποιουδήποτε ατόμου αλλά στην αναπόδραστη διολίσθηση κάθε ακαδημαϊκού στην έκφραση υποκειμενικών –και εξ αντικειμένου ελάχιστα επιστημονικών– απόψεων, εάν και όταν δεν πληρούνται πάγια κριτήρια ακαδημαϊκής δεοντολογίας και αξιολογικής ελευθερίας. Ο υπογράφων, ο κ Κουλουμπής και οποιοσδήποτε άλλος φορέας ακαδημαϊκού τίτλου εάν και όταν δεν πληροί κριτήρια αξιολογικής ελευθερίας, αντικειμενικών θεμελιώσεων και πάγιων κριτηρίων ακαδημαϊκής δεοντολογίας, είναι καταδικασμένος να εκφέρει γνώμες που εν τέλει εξυπηρετούν –κατά τα άλλα, στο πλαίσιο του ενδοκρατικού και διακρατικού αγώνα, ενδεχομένως θεμιτά– κρατικά συμφέροντα, συμμαχικά συμφέροντα και ιδεολογικά συμφέροντα[106]. Όπως ήδη τονίστηκε, εκτιμάται ότι η διαλεκτική σχέση μεταξύ της αξιολογικής ελευθερίας και της δυνατότητας ενός ακαδημαϊκού να εκφραστεί επιστημονικά είναι αδυσώπητη: Όταν ένας ακαδημαϊκός συνειδητά λειτουργεί αξιολογικά ελεύθερα μπορεί να ελαχιστοποιήσει τον υποκειμενισμό και την ιδιοτέλεια από την οποία όπως όλοι οι άνθρωποι διακατέχεται. Όταν αντίθετα διολισθαίνει στην έκφραση ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων μοιραία επηρεάζεται από τον υποκειμενισμό του όπως αυτό διαμορφώθηκε στην προσωπική, ακαδημαϊκή και επαγγελματική του διαδρομή[107].
 Καταληκτικά, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σ’ ένα εξαιρετικά σημαντικό γράμμα του Edward H. Carr προς τον Stanley Hoffmann στις 30 Σεπτεμβρίου 1977. Όπως σημειώνει ο μεγαλύτερος ίσως επιστήμονας των διεθνών σχέσεων των νεότερων χρόνων, «δεν υπάρχει επιστήμη των διεθνών Σχέσεων. Η μελέτη των διεθνών σχέσεων στον αγγλόφωνο κόσμο είναι απλά ο καλύτερος τρόπος για να κυβερνούν τον κόσμο από θέσεως ισχύος»[108]. Αυτή η βαρύνουσα εκτίμηση του πρώτου μεγάλου στοχαστή των προσπαθειών επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων επαληθεύτηκε απολύτως με το σχέδιο Αναν για το κυπριακό πρόβλημα, το οποίο αποτελεί, ενδεχομένως, όχι μόνο εξαιρετικό περιπτωσιολογικό πλαίσιο μελέτης των συγχρόνων διεθνών σχέσεων, του διεθνούς δικαίου, των διεθνών θεσμών και του ρόλου της ισχύος, αλλά επίσης και μοναδικό πλαίσιο μελέτης των αντιδεοντολογικών και αντιεπιστημονικών ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων που εκφράστηκαν από έλληνες «διεθνολόγους». Στον δημόσιο και ούτως ονομαζόμενο ακαδημαϊκό διάλογο γύρω από το σχέδιο Αναν, ουσιαστικά υποστηρίχθηκαν μετά μανίας οι εξόφθαλμες ηγεμονικές αξιώσεις ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας. Ενώ οι ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις –οι οποίες με κανένα τρόπο δεν σχετίζονται με τις φιλότιμες προσπάθειες επιστημονικής θεμελίωσης αυτού του νεότευκτου κλάδου των κοινωνικών επιστημών– δεν τιμούν την σημερινή ελληνική επιστημονική κοινότητα, αναμφίβολα εξυπηρετούσαν τις προαναφερθείσες αξιώσεις ισχύος. Θα μπορούσαν, εν τούτοις, να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης από εκείνους τους διεθνολόγους της νεότερης γενιάς οι οποίοι θα ήθελαν, ενδεχομένως, να αποκαταστήσουν την επιστημονική τιμή των ελλήνων ακαδημαϊκών στον πεδίο ανάλυσης των διεθνών σχέσεων. Αν υπάρχει ένας αδιαμφισβήτητος δεοντολογικός κώδικας στις κοινωνικές επιστήμες –και ιδιαίτερα στην ανάλυση του διεθνούς συστήματος όπου απουσιάζουν κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένοι σκοποί και όπου το αντίστοιχο της ελευθερίας του ατόμου είναι η συλλογική ελευθερία όπως ενσαρκώνεται στην έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας-κυριαρχίας την οποία ορίζει επακριβώς το διεθνές δίκαιο– που δεν πρέπει να παραβιάζεται, είναι ότι οι φορείς ακαδημαϊκών τίτλων δεν μπορούν να στρέφονται κατά της οντολογικού περιεχομένου ανθρώπινης ελευθερίας και υπέρ των φασιστοειδών αξιώσεων ηγεμονικής ισχύος. Η ανάλυση διεθνών σχέσεων καθίσταται εργαλείο εξυπηρέτησης φασιστοειδών σκοπών όταν ο αναλυτής αντιδεοντολογικά εγκαταλείπει την αξιολογική ελευθερία και τάσσεται υπέρ των ηγεμονικών/αναθεωρητικών αξιώσεων ισχύος. Αντίστροφα, ο αναλυτής υπηρετεί το δίκαιο[109] και την οντολογικού περιεχομένου ανθρώπινη ελευθερία όταν περιορίζεται στην περιγραφική εξέταση της πραγματικής φύσης των αξιώσεων πολιτικής κυριαρχίας και στην εξέταση του πραγματικού ρόλου της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας για την οντολογικού περιεχομένου συλλογική ανθρώπινη ελευθερία, καθώς επίσης και όταν περιορίζεται στην διατύπωση συλλογισμών συμβατών με την πραγματική (αντιηγεμονική) αποστολή του διεθνούς δικαίου και των διεθνών θεσμών συλλογικής ασφάλειας. Τουλάχιστον στην ανάλυση του διεθνούς συστήματος όπου το δίκαιο οριοθετείται από τους θεσμούς συλλογικής ελευθερίας των εθνών-κρατών και όπου τα αίτια πολέμου –και κατά κύριο λόγο οι αξιώσεις ηγεμονικής ισχύος– προκαλούν αστάθεια και σύγκρουση, η αλήθεια δεν μπορεί να υποταχθεί στις συμβατικές αριθμητικές πλειοψηφίες, στα εκάστοτε εφήμερα κυρίαρχα γούστα και στα ιδιοτελή ηγεμονικά συμφέροντα που υπηρετούν αντιδεοντολογικές και αντιεπιστημονικές ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις που ολοένα και πιο συχνά ενδύονται ακαδημαϊκούς μανδύες ενός επιστημονικού πεδίου το οποίο στερείται κοινωνικού χώρου αναφοράς[110], στο οποίο η συλλογική ανθρώπινη ελευθερία δεν εκπληρώνεται λόγω αιτιών πολέμου και από το οποίο όταν απουσιάζουν αποτελεσματικοί και ουσιαστικοί επιστημονικοί έλεγχοι και εξισορροπήσεις καθίσταται εύκολα προνομιακό πεδίο των φασιστοειδών αξιώσεων ηγεμονικής ισχύος.
Η ανάλυση των διεθνών σχέσεων περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο γνωστικό προσανατολισμό των κοινωνικών επιστημών είναι βαθύτατων αναδιανεμητικών συνεπειών. Αναμφίβολα, η υψηλών προδιαγραφών ακαδημαϊκή-επιστημονική θεώρηση των διεθνών σχέσεων είναι μεγάλης πρακτικής σημασίας και μεγάλης κοινωνικής χρησιμότητας. Εκτίμησή μου είναι ότι η προσπάθεια ανάπτυξης της επιστημονικής μελέτης του διεθνούς συστήματος τις δύο τελευταίες δεκαετίες ενώ διαθέτει τεράστιους σπάνιους πόρους στην δημιουργία και ανάπτυξη διεθνολογικών τμημάτων, ενδεχομένως ουδόλως εκπληρώνει τις προσδοκίες της κοινωνίας. Αν αυτό ισχύει, αναλύσεις ενδεδυμένες επιστημονικούς μανδύες –η αναξιοπιστία των οποίων είναι εν τούτοις δυσδιάκριτη στον μη ειδικό των διεθνών σχέσεων– εισρέουν άναρχα στον δημόσιο διάλογο και πλημμυρίζουν την πολιτική σκέψη με ανορθολογισμό που συνήθως εκπληρώνει τις αξιώσεις αναθεωρητικών κρατών εις βάρος φιλειρηνικών κοινωνιών. Οι ιθύνοντες –πνευματικός κόσμος, πολιτική ηγεσία και η ακαδημαϊκή κοινότητα– απαιτείται να διαβάσουν με προσοχή πολλά κείμενα που ενδύονται ακαδημαϊκούς μανδύες και που δίνονται ακόμη και σε φοιτητές, για να αντιληφτούν ότι είναι άλλο πράγμα η επιστημονική δραστηριότητα και άλλο η εξόφθαλμη μετατροπή της ανώτατης εκπαίδευσης σε εργαστήρι προπαγανδιστικών γνωμών που αντιμάχονται την ανθρώπινη ελευθερία, που εξυπηρετούν τα διεθνοφασιστικά συμφέροντα, που πλημμυρίζουν τον δημόσιο διάλογο με λανθασμένες εκτιμήσεις και που μετατρέπουν την πανεπιστημιακή μόρφωση σε βιομηχανία ανορθολογικών γνωμών. Ίσως η κοινωνία απαιτείται να ξανασκεφτεί την διάθεση σπάνιων δημόσιων πόρων στην ανάπτυξη των διεθνολογικών σπουδών αν κάτι τέτοιο σημαίνει ανεπίστροφη διολίσθηση στην έκφραση προπαγανδιστικών γνωμών και στην εμπέδωση ενός κοινωνικά ανεξέλεγκτου στοχαστικού συνδικάτου τα μέλη του οποίου ενώ ενδύονται μανδύες ακαδημαϊκής εγκυρότητας και επιστημονικής αξιοπιστίας δεν είναι στην πραγματικότητα παρά μόνον θλιβεροί φορείς ανελεύθερων θεωρημάτων, ιδεολογημάτων και ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων που εξυπηρετούν τις εκάστοτε διεθνοφασιστικές αξιώσεις εις βάρος φιλειρηνικών κρατών. Εν τέλει, η κατανόηση της σύνθετης σχέσης ισχύος και δικαίου στο κοινωνικοπολιτικά και ηθικά κατακερματισμένο διεθνές σύστημα απαιτεί κατανόηση των αιτιών πολέμου, η περιγραφή των οποίων αποτελεί και την κύρια αποστολή της αξιολογικά ελεύθερης επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων.

[1] Η χρήση ή απειλή χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις προερχόμενη από ηγεμονικά και αναθεωρητικά κράτη είναι νομικά παράνομη, ηθικά απαράδεκτη και πολιτικά αναχρονιστική. Η χρήση ή απειλή χρήσης βίας νομιμοποιεί τον αποδέκτη αυτών των απειλών να αναπτύξει άμυνα διασφάλισης των συμφερόντων του, ιδιαίτερα αυτός που αξιώνει αλλαγές αρνείται να προσφύγει στους αρμόδιους διεθνείς θεσμούς ειρηνικής επίλυσης των διαφορών. Αναμφίβολα ανακύπτει το ζήτημα του πως αντιμετωπίζονται οι αξιώσεις για διεθνείς αλλαγές, ειδικά αν λάβει υπόψη ότι ενδέχεται μερικές από αυτές να είναι για πολλούς θεμιτές και ενδεχομένως νομικά βάσιμες. Οι πιο δύσκολες και αμφιλεγόμενες περιπτώσεις αφορούν τις αξιώσεις αποσχίσεων μεγάλων κοινωνιών από υπάρχοντα κυρίαρχα κράτη, διάσπασης κρατών και δημιουργίας νέων κυρίαρχων κρατών (ασφαλώς δεν αναφέρομαι σε μειονότητες αλλά σε περιπτώσεις όπως των κούρδων, των παλαιστινίων και των τσετσένων). Οι πιο «εύκολες» είναι οι συνήθεις ιστορικές αξιώσεις για νέες οριοθετήσεις κυριαρχίας. Είναι «εύκολες» επειδή τα ενδιαφερόμενα κράτη μπορούν να προσφύγουν στους διεθνείς θεσμούς. Το κράτος που αρνείται να το κάνει είναι αναθεωρητικό και/ή ηγεμονικό. Τέλος, είναι ορθό να τονιστεί το εύκολα επαληθεύσιμο γεγονός ότι καθ’ όλη την διάρκεια της μεταπολεμικής εποχής η απειλή χρήσης ή χρήσης ηγεμονικής/αναθεωρητικής βίας προερχόταν από τις μεγάλες δυνάμεις οι οποίες παραδόξως έχουν και δικαίωμα άσκηση βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας, δηλαδή ακύρωσης του κυριότερου διεθνούς θεσμού συλλογικής ασφάλειας. Ακριβέστερα, καθ’ όλη την μεταπολεμική εποχή, οι κυριότεροι δράστες αναθεωρητικών συμπεριφορών, επαναστατικών στάσεων (βλ. πιο κάτω ορισμό του «επαναστατισμού») και ηγεμονικών αξιώσεων ήταν τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας τα οποία με το δικαίωμα αρνησικυρίας έχουν την δυνατότητα ακύρωσης της συλλογικής ασφάλειας όταν –όπως συχνότατα συμβαίνει– τα ίδια είναι αυτά που θέτουν σε κίνδυνο την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Μολαταύτα, παραδόξως, αντιφατικά και υπό το πρίσμα αδιέξοδων στοχασμών και πολιτικών θέσεων, πολλοί πίστεψαν ότι ικανοποιώντας τις ηγεμονικές αξιώσεις ισχύος που έφεραν τον μανδύα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα δικαιακά θεμελιωμένο διεθνές σύστημα και μια ειρηνική διεθνής τάξη της «διεθνούς κοινότητας» των κρατών. Μερικοί προχώρησαν ακόμη περισσότερο και βιάστηκαν να προβλέψουν την άμεση έλευση της παγκόσμιας κοινωνίας και του κοσμοπολίτικα ενοποιημένου κόσμου όπου η κρατική κυριαρχία είναι περίπου περιττή αν όχι αναχρονιστική.  
[2] Ένας επιστημονικός κλάδος θεμελιώνεται όταν είναι προικισμένος τόσο με ένα πλέγμα θεμελιωδών γενικών νόμων (το επιστημονικό παράδειγμα) όσο και με αξιόπιστα θεωρητικά εποικοδομήματα (τις επιμέρους θεωρίες). Στην διεθνή πολιτική το επιστημονικό Παράδειγμα είναι το θεμελιώδες υπόβαθρο ισχυρών ερμηνευτικών προτάσεων στη βάση των οποίων επιχειρείται να οικοδομηθούν οι θεωρίες διεθνών σχέσεων. Στο θεμελιώδες ιστορικό-διεθνολογικό έργο Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, υπό το πρίσμα αξιολογικής ελευθερίας όσον αφορά το κλασικό σύστημα των Πόλεων-κρατών, ο Θουκυδίδης περιέγραψε με πληρότητα και οξυδέρκεια το σύνολο σχεδόν των διλημμάτων και των προβλημάτων ενός συστήματος κυριαρχίας-αναρχίας. Οι βασικές θεωρήσεις στον πυρήνα του Παραδοσιακού Παραδείγματος δεν προτείνουν μια εξειδικευμένη ερμηνεία αναφορικά με ένα συγκεκριμένο ζήτημα διεθνούς πολιτικής, αλλά μόνο προσδιορίζουν γενικούς νόμους και γενικούς ερμηνευτικούς προσανατολισμούς οι οποίοι προσφέρουν διαυγή αντίληψη και βαθιά κατανόηση της φύσης, του χαρακτήρα και των λειτουργιών του διεθνούς συστήματος. Η συνολική αντίληψη που αποπνέουν οι περιγραφές του Παραδοσιακού Παραδείγματος για τη φύση και τη λειτουργία του διεθνούς συστήματος είναι ένας κόσμος κοινωνικοπολιτικά συγκροτημένων ετερογενών συλλογικών οντοτήτων που χαρακτηρίζονται από Υπαρκτική κοινωνική ετερότητα και την ακατάπαυστα εκδηλωμένη αξίωση πολιτικής κυριαρχίας ως συμπαραδήλωσή της. Κατά συνέπεια, η αναρχία είναι σύμφυτη με το διεθνές σύστημα και τις αξιώσεις των κρατών. Αναρχία και κυριαρχία-συλλογική ελευθερία είναι δίδυμοι όροι: η κυριαρχία των μελών του συστήματος κρατών αυτομάτως προκαλεί διεθνή αναρχία. Επομένως, οι κρίσιμοι προσδιοριστικοί παράγοντες ή κριτήρια της θεωρίας διεθνών σχέσεων είναι: i) H Υπαρκτική κοινωνικοπολιτική ετερότητα και η αξίωση συλλογικής ελευθερίας κάθε κοινωνίας. ii) H ανεξαρτησία-κυριαρχία των μελών του διεθνούς συστήματος που συμβολίζει το γεγονός πως η αξίωση συλλογικής ελευθερίας ευοδώθηκε. iii) H διεθνής αναρχία, δηλαδή η απουσία μιας παγκόσμιας κατεξουσιαστικής δομής, η οποία είναι συνώνυμη με το γεγονός της εθνικής-κρατικής κυριαρχίας. iv) Η επιδίωξη συλλογικής ισχύος, διεύρυνσης της ισχύος και ασφάλειας στο επίπεδο κάθε κυρίαρχου έθνους-κράτους. v) Oι ποικίλες συναλλαγές του διακρατικού βίου οι οποίες λόγω της αναρχίας-κυριαρχίας δεν μπορεί να είναι προικισμένες είτε από ένα νομιμοποιημένο υπερεθνικό ρυθμιστικό σύστημα είτε από ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα ελέγχων και εξισορροπήσεων. vi) O αγώνας για αυτοσυντήρηση-επιβίωση των κυρίαρχων εθνών-κρατών. vii) Τέλος, η αναπόδραστη ευαισθησία των κρατών-μελών του διεθνούς συστήματος στην άνιση ανάπτυξη και στις συνεπαγόμενες ανακατανομές ισχύος που προκαλούν ανακατανομές κυριαρχίας και συμφερόντων. Έτσι, παρατηρείται πως τα κράτη αφενός επιδιώκουν ισχυρή θέση και ρόλο στις ιεραρχίες ισχύος του διεθνούς συστήματος και αφετέρου είναι ευαίσθητα στο κόστος – όφελος, που προκαλούν εναλλακτικές στρατηγικές εκπλήρωσης του εθνικού συμφέροντος. Αναφορικά με το τελευταίο σημείο, προστίθεται πως υπό συνθήκες ανυπαρξίας ενός διεθνούς συστήματος τάξης-δικαιοσύνης ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας, γεγονός που σημαίνει ότι η ικανότητα διατήρησης ισχυρής θέσης και ρόλου στο διεθνές σύστημα είναι αναγκαία και μη εξαιρετέα προϋπόθεση εθνικής-κρατικής επιβίωσης. Η αξιολογικά ελεύθερη εκδοχή του πολιτικού ρεαλισμού, η μόνη δηλαδή αμιγής επιστημονική προσέγγιση του όρου που ο Edward H. Carr καθιέρωσε ως «πολιτικό ρεαλισμό», εμπεριέχεται πλήρως στο Παραδοσιακό Παράδειγμα, το οποίο αποτελεί μέτρο στάθμισης και μέσο οριοθέτησης μιας ρεαλιστικής θεωρίας. 
[3] Οι θεωρίες είναι εποικοδομήματα του επιστημονικού Παραδείγματος. Όσον αφορά το διεθνές σύστημα της νεώτερης εποχής και τις προσπάθειες επιστημονικής μελέτης της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής υιοθετούμε πλήρως την έξοχη επιστημολογική οριοθέτηση αυτών των εποικοδομημάτων από τον Arend Lijphart («The structure of theoretical revolution in international relations», International Studies Quarterly, vol. 18, no 1, 1974). Από το Παραδοσιακό Παράδειγμα, απορρέουν τρεις βασικές θεωρίες: της «παγκόσμιας κυβέρνησης», της «ισορροπίας δυνάμεων» και της «συλλογικής ασφάλειας». Ενώ το σύνολο του αξιομνημόνευτου διεθνολογικού προβληματισμού δέχεται τις βασικές παραδοχές του Παραδοσιακού Παραδείγματος, η θεωρία της παγκόσμιας κυβέρνησης, που επίσης παραδέχεται το γεγονός της διεθνούς αναρχίας, αναζητεί ριζικές-ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που οδηγούν σε εγκαθίδρυση κάποιου είδους παγκόσμιας ρυθμιστικής εξουσίας μεταξύ των κυρίαρχων συλλογικών οντοτήτων. Οι θεωρίες περί «παγκόσμιας κυβέρνησης» είναι οι πλέον συγκεχυμένες και οι λιγότερο σαφείς. Ο Ιμάνουελ Καντ στα κείμενα του οποίου κανείς βρίσκει το βασικό πλαίσιο στοχαστικού προβληματισμού, ανέπτυξε ένα γενικό θεωρητικό πλαίσιο απαλλαγμένο ηγεμονικών εκλογικεύσεων. Αντίθετα, όσοι τον επικαλέστηκαν στη συνέχεια –με την εξαίρεση του John Rawls στο Δίκαιο των Λαών (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2002)– κατά κόρον διολισθαίνουν σε ηθικοκανονιστικές αφέλειες κατά το πλείστον ηγεμονικού χαρακτήρα που δημιουργούν ένα αμφιλεγόμενο και ασταθές στοχαστικό εποικοδόμημα μεταφυσικών ερμηνειών το οποίο γι’ αυτό στερείται στέρεων επιστημονικών θεμελιώσεων. Σχεδόν συλλήβδην αν όχι όλες οι υπόλοιπες διεθνιστικού, κοσμοπολίτικου και/ή ηγεμονικού χαρακτήρα κανονιστικά προσανατολισμένες «θεωρίες» της ύστερης εποχής είτε ευθέως είτε ίσαμε τη λογική τους έκβαση καταλήγουν σε ποικίλων βαθμίδων στήριξη της θέσης πως «ο ισχυρός πρέπει να επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του». Ένα αλλόκοτο φαινόμενο των ύστερων συζητήσεων είναι πως ημιμαθείς, προπαγανδιστές και τρικυμισμένοι εγκέφαλοι (που έχουν ιδεολογικές εμμονές με την αξιολογικά ελεύθερη θεωρία που είναι το πιο βάσιμο θεωρητικό εποικοδόμημα του Παραδοσιακού Παραδείγματος) είναι από τους πλέον φανατικούς υποστηρικτές, και σε κάθε περίπτωση αξιοθρήνητα στοχαστικά παρακολουθήματα, των φασιστοειδούς έμπνευσης νεοφιλελεύθερων/»πλουραλιστικών» θεωρημάτων και ιδεολογημάτων (βλ. πιο κάτω).
[4] Ο όρος «τυπική λογική» των διακριτών οντοτήτων ορίζεται σύμφωνα με την έννοια που επεξεργάστηκε ο Παναγιώτης Κονδύλης τόσο στο Ισχύς και Απόφαση (Στιγμή, Αθήνα 1991) όσο και στο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός (Θεμέλιο, Αθήνα 1987 τομ. Ι). Βασικά, υποστηρίζει ότι απαιτείται διάκριση μεταξύ της δομής και του περιεχομένου της σκέψης. Ενώ μεταξύ διαφορετικά διαμορφωμένων οντοτήτων παρατηρείται μορφική ομοιότητα των δομών σκέψης διαφέρει το περιεχόμενό τους (1991 σ. 121,165). Χαρακτηριστικά, υποστηρίζει ότι οι «αντίθετες θεμελιώδεις αποφάσεις εκπροσωπούνται από θεωρητικά σχήματα, τα οποία μοιάζουν στα πρόσημα: ό,τι είναι για τον έναν “καλό” για τον άλλο παραμένει “κακό”… Σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εκάστοτε θεμελιώδους απόφασης κρυσταλλώνονται δομές, οι οποίες αντιπαρατίθενται σε άλλες και μπορούν να τις συναγωνιστούν» (Κονδύλης 1991, σ. 186). Επίσης ότι, «η πολυσημία της έννοιας του ορθολογισμού ήταν αποτέλεσμα της πολεμικής της χρήσης, αφού έτσι συνδέθηκε κατά καιρούς με τα πιο διαφορετικά περιεχόμενα. (…) η λογικά μεθοδευμένη σκέψη έχει ίσαμε τώρα τεθεί στην υπηρεσία εντελώς διαφορετικών απόψεων και θέσεων (…) (οι οποίες) κατά τρόπο περίεργο, συμπίπτει πάντοτε με τον προσωπικό τους τρόπο σκέψης. (…) [πρέπει επομένως να αναζητηθεί ένας ορθολογισμός, αυστηρά τυπικός, που θα ήταν δυνατό να εφαρμοστεί σε κάθε ορθολογισμό, όποιο και να είναι το περιεχόμενό του και να μας αποσυνδέει από επιμέρους περιεχόμενα σκέψης] Ορθολογισμός λοιπόν είναι η σκόπιμη και άψογη (από την άποψη της τυπικής λογικής) χρήση των επιχειρηματολογικών μέσων της σκέψης για να κατοχυρωθεί θεωρητικά μια δεδομένη θεμελιώδης στάση απέναντι στον κόσμο. Αυτή η θεμελιώδης στάση ή απόφαση βρίσκεται η ίδια πέραν από κάθε λογική αιτιολόγηση (…) Μονάχα η εκλογίκευση της θεμελιώδους στάσης ή απόφασης μπορεί να πραγματοποιηθεί με λογική συνέπεια και μονάχα αυτή μπορεί, επίσης, να αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής διαμάχης – όχι η ίδια η θεμελιώδης στάση: γιατί στα έσχατα ερωτήματα η απάντηση δίνεται με αξιωματικές αποφάνσεις. Μπορούν λοιπόν να υπάρξουν τόσες μορφές λογικής συνέπειας όσες και οι θεμελιώδεις στάσεις. Μολονότι τα τυπικά λογικά μέσα παραμένουν τα ίδια, ωστόσο υπηρετούν κάθε φορά την εκλογίκευση θεμελιωδών αποφάσεων με διαφορετικό περιεχόμενο» (Κονδύλης 1987 Ι, σ. 47,48).
[5] Wight M., Διεθνής Θεωρία, Τα τρία ρεύματα σκέψης (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 1998), σ. 263. 
[6] Carr E.H., H εικοσαετής κρίση (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2000,2001), σ. 147
[7] Με τον όρο «ορθολογισμός» εδώ, εννοούμε συλλογισμούς, στοχασμούς και εκτιμήσεις που εδράζονται σε ορθή περιγραφή του διεθνούς συστήματος, των διλημμάτων και των προβλημάτων όπως πραγματικά είναι και όχι όπως, σύμφωνα με την υποκειμενική κρίση και συμφέροντα ή της ουτοπικές-εξωπραγματικές πεποιθήσεις του αναλυτή, έπρεπε να είναι.  
[8] Ο Carr (βλ. κυρίως κεφ. 4), εκτενώς και με ανεπανάληπτη εμβρίθεια ασκεί οξεία κριτική σ’ εκείνα τα ρεύματα σκέψης τα οποία ουτοπικά ή υποκριτικά υποστηρίζουν την ιδέα ενός ενοποιημένου κόσμου διεπόμενου από αρμονία συμφερόντων. Με συστηματικό τρόπο καταρρίπτει την αβάσιμη –αλλά κυρίαρχη παραδοχή των ποικιλόχρωμων διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ρευμάτων σκέψης στην Ελλάδα– ακραία νεωτερική άπόψη ότι μπορούν να οριστούν διεθνείς ηθικοί νόμοι στην βάση μιας εξατομικευμένης λογικής επιλογής πέραν και υπεράνω των ηθικών επιλογών των επιμέρους κυρίαρχων κοινωνιών του πλανήτη. Στο σημείο αυτό, ακριβώς, κάποιος πρέπει να διακρίνει την ειδοποιό διαφορά μεταξύ ενός τέτοιου «παγκόσμιου ορθολογισμού» εν πολλοίς μεταφυσικού και/ή απολιτικού χαρακτήρα με τον ορθολογισμό, την ηθική και τις απορρέουσες διεθνείς-διακρατικές ηθικοκανονιστικές διατάξεις, πρόνοιες ή συμφωνίες –όπως για παράδειγμα οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι οργανισμοί συλλογικής ασφάλειας και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο– που αποτελούν προϊόν διακρατικού ορθολογισμού που σταδιακά τους τελευταίους αιώνες αναπτύσσεται μεταξύ των κυρίαρχων Πολιτειών, αποτέλεσμα διακρατικών συμφωνιών και οι απαρχές ενός μελλοντικά ηθικοκανονιστικά ρυθμιζόμενου διακρατικού συστήματος όταν θα εκλείψουν τα αίτια πολέμου και κυρίως η άνιση ανάπτυξη και οι ηγεμονικές συμπεριφορές (βλ. πιο κάτω). Αν και η εθελοτυφλία μπροστά σ’ αυτές τις πασίδηλες πτυχές της διεθνούς ζωής δεν αποτελεί προνόμιο μόνο της πλειονότητας της ελληνικής διανόησης αλλά και ενός μεγάλου μέρους των εμπλεκομένων στοχαστών της λεγόμενης διεθνούς διεθνολογικής βιβλιογραφίας, η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας έγκειται στο γεγονός ότι αυτές οι ξεπερασμένες, ανορθολογικές και αναχρονιστικές αντιλήψεις περί διεθνούς πολιτικής διαχέονται άναρχα και συγκεχυμένα στο επίπεδο των πολιτικών ελίτ με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει εφήμερα η ανορθολογική πολιτική αντίληψη ότι στο πλαίσιο ενός αναδυόμενου παγκόσμιου ορθολογισμού οι αισθητικές και διαπροσωπικές σχέσεις δύνανται να αντικαταστήσουν εν μέρει ή εν όλω την ορθολογική διπλωματία που έχει ως αφετηρία τα εκατέρωθεν συμφέροντα των εμπλεκομένων κρατών. Όπως θα επισημανθεί πιο κάτω, αν και αυτές οι ανορθολογικές ιδέες κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα καθ’ όλη την μεταπολεμική εποχή η ιδιομορφία των τριών τελευταίων δεκαετιών είναι ότι αφενός κυριάρχησαν σ’ ένα ευρύ φάσμα διανοουμένων και ότι αφετέρου με την ενθάρρυνση δυτικών ηγεμονικών δυνάμεων τα συμφέροντα των οποίων έτσι εξυπηρετούνταν υιοθετήθηκαν από ένα σημαντικό αριθμό πολιτικών προσώπων. Τα νήματα που ενώνουν αυτές τις ιδεολογικές και πολιτικές τάσεις ενώθηκαν στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας όταν εκδηλώθηκε το σχέδιο Αναν που αποτελεί, όπως θα υποστηριχτεί πιο κάτω, την καλύτερη περίπτωση μελέτης των πολιτικών, ιδεολογικών και κοσμοθεωρητικών τάσεων του ελληνικού χώρου στο κατώφλι του νέου αιώνα. Ουσιαστικά, το σχέδιο Αναν πρότεινε να κατασταλούν τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των κυπρίων, να ακυρωθεί η κυπριακή λαϊκή κυριαρχία, να καταργηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία (κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και για πρώτη φορά με έξωθεν πρωτοβουλία και μάλιστα του ΓΓ του ιστορικού θεσμού Συλλογικής Ασφάλειας που είναι ο ΟΗΕ), να τεθεί υπό πλήρη και παντοτινή κηδεμονία η εξωτερική-εσωτερική κυριαρχία του «νέου» κυπριακού κράτους, να παραμείνουν παντοτινά ξένα στρατεύματα στο νησί, να παραμείνουν οι (αποικιακής προέλευσης) στρατιωτικές βάσεις και να νομιμοποιηθεί-μονιμοποιηθεί το έγκλημα των εποίκων. Το σχέδιο Αναν και το γεγονός της υποστήριξής του από πολλούς διανοουμένους της Ευρώπης και από πολλά ευρωπαϊκά πολιτικά ελίτ (σημειώνεται ότι με πρωταγωνιστές έλληνες ευρωβουλευτές υποστηρίχθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λίγο πριν την καταψήφισή του από την κυπριακή κοινωνία), αποτελεί σύμβολο της παρακμής των διεθνών θεσμών και της ΕΕ και καταγραφή των υπονομευτικών τάσεων που καταδεικνύουν τον εκτροχιασμό του διεθνούς κανονιστικού συστήματος από τις θεμελιώδεις καταστατικές του αρχές. Αυτή η πραγματικότητα για μια ακόμη φορά επαληθεύει το γεγονός ότι οι ενόσω υποβόσκουν αίτια πολέμου και ιδιαίτερα η άνιση ανάπτυξη και ο ηγεμονισμός, οι διεθνείς θεσμοί θα αποτελούν εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος. Το ζήτημα που τίθεται, πάντως, δεν είναι καν ιδεολογικό αλλά «πρακτικό»: Μέχρι να σταθεροποιηθεί πλήρως το διεθνές σύστημα και να εκλείψουν τα αίτια πολέμου η ανακατανομή συμφερόντων (συμπεριλαμβανομένης της κυριαρχίας) θα είναι προϊόν σχέσεων ισχύος που διέπεται από την «λογική» των τετελεσμένων και που δεν ελέγχεται κοινωνικοπολιτικά. Ακόμη μια φορά με απόλυτη ακρίβεια και εμβρίθεια και αναφερόμενος σε σχετική ρήση του Ελευθέριου Βενιζέλου για τις αιτιάσεις ότι η Μικρασιατική Εκστρατεία ήταν λάθος, εξηγεί ότι στο διεθνές σύστημα που περιγράφηκε πιο πάνω κάθε εγχείρημα που δεν στέφεται με επιτυχία είναι λάθος και vice versa (βλ. ό.π., σ. 105-6).             
[9] Τα ζητήματα αυτά αναλύονται εμπεριστατωμένα σε πολλά θεωρητικά κείμενα των πολιτικών όψεων των διεθνών σχέσεων και του διεθνούς δικαίου. Οι πλέον εμπεριστατωμένες αναλύσεις εκτιμώ ότι βρίσκονται στα κείμενα του Raymond Aron. ιδ. στο Paix et Querre entre les nations (Calmann-Levy, Paris), ιδ. σ. 18-9,583,629,738 και στο «The Anarchical Order of Power», Daedalus, spring 1966, ιδ. σ. 480-3.
[10] Αυτά και άλλα συναφή γνωσιολογικά ζητήματα έχουν εξεταστεί εκτενώς από τον υπογράφοντα στο Η επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, διαδρομή, αντικείμενο, περιεχόμενο και γνωσιολογικό υπόβαθρο (Εκδ. Ποιότητα, Αθήνα 2003), ιδ. κεφ. 1.4.1-14.5 και κεφ. 2. Επίσης, στο Ο Πόλεμος και τα αίτιά του, τα πολλά πρόσωπα του ηγεμονισμού και της Τρομοκρατίας (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2002), ιδ. κεφ. 7.
[11] Αν τα εμπλεκόμενα κράτη για ποικίλους λόγους αποδεχθούν διεθνή επιδιαιτησία ή αποδοχή εκδίκασης από αρμόδιους διεθνείς θεσμούς, είναι δυνατό να προκύψει αποδεκτή ανακατανομή συμφερόντων. Όμως, η αποδοχή όλων των εμπλεκομένων να προσφύγουν στους διεθνούς θεσμούς είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Η περίπτωση των αξιώσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Για την διάκριση ηγεμονικού/αναθεωρητικού και φιλειρηνικού κράτους βλ. πιο κάτω).
[12] Όπως τονίστηκε πιο πάνω, είναι λογικό στο πλαίσιο μιας τέτοιας αξιολόγησης να απαιτείται να χρησιμοποιούνται διαφορετικά κριτήρια για τις ακαδημαϊκές αναλύσεις (οι οποίες είναι επιστημονικά ανεπίτρεπτο να μην συνεκτιμούν δεόντως το φαινόμενο της αναρχίας-κυριαρχίας) και των πολιτικών αναλύσεων όπου παρεισφρέουν ιδεολογίες, ιδεολογήματα, εφήμερες πολιτικές ή παραταξιακές σκοπιμότητες και αδιαφανή κριτήρια και συμφέροντα.
[13] Ένα κύριο πασιφανές γνώρισμα του ελληνικού κοινωνικοπολιτικού συστήματος είναι ότι αυτοί οι ρόλοι έχουν σε μεγάλο βαθμό αντιστραφεί χωρίς πολλοί από τους πρώτους είτε να έχουν κατορθώσει να κατακτήσουν το προνόμιο της «αρμόδιας επιστημονικής γνώμης» ή το προνόμιο της πολιτικής νομιμοποίησης. Όταν συμβαίνει το τελευταίο το μέσο είναι η εν λευκώ αξίωση πολιτικής εντολής με επίκληση της ακαδημαϊκής ιδιότητας (ακόμη και από άτομα που δεν εισήλθαν στον ακαδημαϊκό χώρο ή άλλους που μόλις έχουν εισέλθει και που έχουν αντιληφτεί ότι στην Ελλάδα η κατάκτηση πολιτικού αξιώματος δεν είναι χωρίς ωφελήματα για την ακαδημαϊκή τους σταδιοδρομία). Οι άναρχες και υπερβολικές εκδηλώσεις αυτών των φαινομένων σε μια κοινωνία καθιστούν ανέφικτη την ασκητική αφοσίωση στο ακαδημαϊκό λειτούργημα στον στίβο της επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων και άλλων τομέων των κοινωνικών επιστημών και οπωσδήποτε αποκλείουν την δημιουργία μιας σοβαρής και αξιόπιστης κοινότητας επιστημόνων. Η αντίθετη άποψη μπορεί να στηριχθεί μόνο στην θέση που θα αποδεχόταν ως επιστημονική ενασχόληση την αθεμελίωτη έκφραση προσωπικών γνωμών που επικαλούνται την ακαδημαϊκή ιδιότητα ως τεκμήριο αξιοπιστίας και ορθότητας, την συγγραφή δημοσιογραφικού χαρακτήρα κειμένων που εμφανίζονται ως ακαδημαϊκά, το περιστασιακό μεταπρατικό αναμάσημα τετριμμένων ξενόγλωσσων θεωρημάτων και ιδεολογημάτων και την συγγραφή προτάσεων πολιτικής για θεσμούς, κυβερνήσεις και ινστιτούτα ανάλυσης.  
[14] Νοούμενος με την αριστοτελική έννοια του όρου.
[15] Όπως γίνεται αντιληπτό γίνεται διάκριση μεταξύ θεμελιακών κοσμοθεωρητικών δομών (θεμελιώδεις αποφάσεις που αποτελούν σταθερό πλαίσιο στρατηγικού προσανατολισμού ανθρωπολογικού-κοσμολογικού χαρακτήρα και που προσδιορίζουν τον χαρακτήρα της κοινωνίας σε ζητήματα όπως η κρατούσα θρησκεία, η κυρίαρχη γλώσσα και τα πνευματικά-πολιτισμικά κληροδοτήματα που διαμορφώνουν τις συνειδήσεις και τις ταυτότητες των ατόμων και των ομάδων μιας οποιασδήποτε κοινωνίας) και των ηθικοκανονιστικών εποικοδομημάτων που δημιουργούνται μετά την ανεξαρτησία και που διαρκώς αλλάζουν ή αναδιαμορφώνονται (καθεστώτα, διοικητικά συστήματα και γενικότερα οι ρευστές προσεγγίσεις κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης μιας κυρίαρχης Πολιτείας). 
[16] Βλ. μακροϊστορική ανάλυση αυτού του φαινομένου στο Η Επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων …, ό.π. κεφ. 3-5.
[17] Με πιο απλά λόγια, το γεγονός ότι επιθυμούν να ασκούν το δικαίωμα λήψης εσωτερικών και εξωτερικών πολιτικών αποφάσεων ανεξάρτητα της πολιτικής βούλησης άλλων κοινωνιών-κρατών. Στην ιστορική φάση των νεότερων χρόνων και ιδιαίτερα της ύστερης τους εποχής όταν πλέον η λαϊκή κυριαρχία σφυρηλάτησε περαιτέρω την κοινωνική ενότητα των κυρίαρχων κοινωνιών, η αξίωση ελευθερίας-πολιτικής κυριαρχίας ενσαρκώθηκε στις δεκάδες αγώνες ανεξαρτησίας κατά των ηγεμονικών-αποικιακών δυνάμεων οι οποίες και ηττήθηκαν-θρυμματίστηκαν με αποτέλεσμα στις μέρες μας τα κυρίαρχα κράτη να αριθμούν πέραν των διακοσίων.
[18] Επίσης, προγενέστερα κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου, από τον Καταστατικό Χάρτη της Κοινωνίας των Εθνών. Υπό αυτή την έννοια, οι θεμελιώδεις καταστατικές διατάξεις των συστημάτων συλλογικής ασφάλειας και οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου μπορούν να θεωρούνται ως απλή αλλά ουσιαστική καταγραφή των οντολογικά θεμελιωμένων πολιτικών χαρακτηριστικών του διεθνούς συστήματος.
[19] Η θέση αυτή είναι βαθύτερων προεκτάσεων: Υποδηλώνει ότι έστω και αν –με ιστορικούς όρους– εφήμερα το διεθνές δίκαιο, οι οργανισμοί συλλογικής ασφάλειας και ευρύτερα οι συμβατοί με τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου διεθνείς θεσμοί παρακάμπτονται ή ακόμη συχνότερα παρερμηνεύονται για να εξυπηρετήσουν εφήμερες ηγεμονικές αξιώσεις ισχύος (όπως στην περίπτωση του σχεδίου Αναν για το κυπριακό στο οποίο αναφερθήκαμε εντός υποσημειώσεων πιο πάνω), αποτελούν εν τούτοις ιστορικές κατακτήσεις πολιτικού πολιτισμού των διεθνών σχέσεων με βαθιές ρίζες στις αξιώσεις ελευθερίας-ανεξαρτησίας των κοινωνιών του πλανήτη. Υποδηλώνει επίσης ότι οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου (διακρατική ισοτιμία, μη επέμβαση και εσωτερική αυτοδιάθεση) και η συλλογική ασφάλεια είναι βαθύτατα ριζωμένες στο διεθνές οντολογικό γίγνεσθαι όπως ενσαρκώνεται στις αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας-κυριαρχίας και γι’ αυτό είναι εκ φύσεως αντι-ηγεμονικές και αντι-αναθεωρητικές ηθικοκανονιστικές δομές. Βασικά, θα μπορέσουν να αποτελέσουν ανεξάρτητη μεταβλητή του διεθνούς συστήματος μόνο όταν αυτές τις βασικές και οντολογικά θεμελιωμένες ιδιότητές τους εκπληρώσουν τους καταστατικούς τους σκοπούς. Η στήριξη των ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος (με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το σχέδιο Αναν) σε λιγότερο ισχυρά κράτη όπως η Ελλάδα από στοχαστές με ή χωρίς ακαδημαϊκούς μανδύες δεν αποτελεί επιστημονική δραστηριότητα. Συνιστά επιπλέον ένδειξη πολιτικής στράτευσης στις ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις ανελεύθερων αξιώσεων, απόδειξη στοχαστικής παρακμής επειδή αντιμάχονται τον πολιτικό πολιτισμό των διεθνών σχέσεων και οδηγό ανίχνευσης των συνεπειών που προκαλεί το φαινόμενο της «στοχαστικής διαφθοράς» (για ανάλυση του φαινομένου αυτού βλ. Bull 2001 384) όταν οι διεθνολογικές σπουδές απομακρύνονται από την αναγκαία και μη εξαιρετέα αξιολογική ελευθερία. Η «στοχαστική διαφθορά» της ακαδημαϊκής διαδικασίας με ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις είναι αναπόφευκτη εάν και όταν τα μέλη ενός ακαδημαϊκού χώρου απομακρυνθούν από την ασκητική άσκηση του πανεπιστημιακού λειτουργήματος και ασχολούνται μόνο με έκφραση «εκλαϊκευμένων» απόψεων, με δημοσιογραφικού χαρακτήρα επιφυλλίδες και με συχνές διοργανώσεις «συνεδρίων» κοινωνικού μάλλον παρά επιστημονικού χαρακτήρα όπου πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι, στρατιωτικοί, διπλωμάτες, πολιτικοί και γραφειοκράτες συνευρίσκονται άναρχα, χωρίς κεντρικό θεματικό προσανατολισμό και χωρίς επιστημονική δόμηση των συζητήσεων. Στην Ελλάδα, υπό το πρίσμα θέσεων περί ανάγκης εκλαίκευσης του έργου των ακαδημαϊκών υποστηρίζεται και ενθαρρύνεται ο διάλογος μέσα από τις στήλες των εφημερίδων και όχι στο πλαίσιο συνεδρίων και δημοσιεύσεων αυστηρά ακαδημαϊκών. Σχετικά, βλ. την γνώμη του Θ. Κουλουμπή στην «Αυγή» 10.2.1991 όπου χαρακτηρίζει «παλαιομοδίτικη» την άποψη (του Δημ. Κώνστα) ότι η «η θέση των πανεπιστημιακών δασκάλων είναι στην επιστήμη (διδασκαλία, έρευνα, εξειδίκευμένες δημοσιεύσεις) και των δημοσιογράφων στην δημοσιογραφία». Θα μπορούσαν να γίνουν οι εξής συμπληρωματικές επισημάνσεις που αφορούν αυτούς τους δύο ακαδημαϊκούς των διεθνών σχέσεων που βρέθηκαν σε σημαίνουσα θέση στην αφετηρία της δημιουργίας ακαδημαϊκών θεσμών μελέτης των διεθνών σχέσεων: Πρώτο, ο Δημήτρης Κώνστας προερχόμενος από τις νομικές σπουδές αναμφίβολα πέρασε επαξίως τις συμπληγάδες της θεωρίας διεθνών σχέσεων κάτι το οποίο δεν ισχύει με τον Θοδωρή Κουλουμπή που επέμενε σε κατά κύριο λόγο δοκίμια και βιβλία που ανήκουν περισσότερο στην σφαίρα των προτάσεων πολιτικής και λιγότερο στην σφαίρα της επιστημονικής ανάλυσης του διεθνούς συστήματος. Δεύτερο, ο κ Θ. Κουλουμπής μετατάχθηκε στον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο την δεκαετία του 1980 μετά από μια διακεκριμένη σταδιοδρομία στον χώρο των ακαδημαϊκών θεσμών και των θεσμών Άμυνας και Ασφάλειας των ΗΠΑ (χώρα στην οποία αν και πατρίδα του σύγχρονου επιστημονικού προβληματισμού περί τα διεθνή κυριαρχεί το φαινόμενο των ιδεολογικοπολιτικών, ενίοτε μάλιστα με κυρίαρχο χαρακτηριστικό την ενθάρρυνση ηγεμονικών συμπεριφορών και επιθετικών ενεργειών). Έκτοτε, διαδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο στις διαδικασίες διορισμών καθηγητών στα πολλά διεθνολογικά τμήματα που δημιουργήθηκαν και στην καλλιέργεια της άποψης ότι η ανάλυση του διεθνούς συστήματος είναι λιγότερο μια πνευματική δραστηριότητα και περισσότερο μια πρακτική δραστηριότητα. Χαρακτηριστική είναι η παραδοχή του Δημήτρη Κώνστα το 1999 ότι «η τρέχουσα κατάσταση της ακαδημαϊκής συζήτησης για την ελληνική εξωτερική πολιτική αντανακλά την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής ιδεολογίας και των επαγγελματικών συμφερόντων έναντι της ακαδημαϊκής επιστημονικής λογικής». Β. Ελληνική και Ευρωπαϊκή Πολιτική, 1991-1999, αναλύσεις και μαρτυρίες (Παπαζήσης, Αθήνα 1999). Αυτή η εξαιρετικά σημαντική παρατήρηση του ενός εκ των δύο διεθνολόγων που πρωτοστάτησαν στην δημιουργία πανεπιστημιακών τμημάτων διεθνών σχέσεων αξίζει να προσεχθεί ιδιαίτερα.
[20] Για ακόμη ένα λόγο, αν αυτό το γεγονός δεν ήταν πραγματικό δεν ερμηνεύεται η ύπαρξη των συνόρων, των ενόπλων δυνάμεων και όλων των εθνικών ή διεθνών θεσμών που κύριο σκοπό έχουν  να υπερασπιστούν την κρατική κυριαρχία.  
[21] Για παράδειγμα το άρθρο 2 του Κεφαλαίου Ι του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ.
[22] Η πρακτική συνέπεια αυτού του συμπεράσματος για την εθνική στρατηγική ενός κράτους είναι ότι, παρά το γεγονός της μεγάλης σημασίας των διεθνών θεσμών για την διπλωματία ενός κράτους απαιτείται, πρώτον, να λαμβάνεται υπόψη το εξίσου σημαντικό γεγονός ότι λόγω αιτιών πολέμου συνεχίζουν να είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος, και δεύτερον, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η προσφυγή σ’ αυτούς επί ζητημάτων που αφορούν οριοθετήσεις της κυριαρχίας μεταξύ ανεξαρτήτων κρατών δεν μπορεί να γίνει με πλήρως αντικειμενικά κριτήρια. Ακόμη και αμφότερα τα κράτη μιας διένεξης προσφύγουν σ’ ένα διεθνή θεσμό για εκδίκαση ή επιδιαιτησία απαιτείται να γνωρίζουν ότι σημαντικές εισροές στην λήψη αποφάσεων είναι τα τετελεσμένα, τα συμφέροντα τρίτων κρατών και ιδιαίτερα των ισχυρών και οπωσδήποτε ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των εμπλεκομένων. Όπως θα αναφερθεί πιο κάτω, η μη επαρκής κατανόηση αυτών των πτυχών τις τρις τελευταίες δεκαετίες οδήγησε το Κυπριακό στο απόλυτο ιστορικό αδιέξοδο όταν οι μεγάλες προοπτικές επίλυσής του που δημιουργήθηκαν με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως ήδη τονίστηκε, εκτιμάται ότι τα διαμειφθέντα περί το σχέδιο Αναν προσφέρουν την σημαντικότερη περίπτωση για να διερευνηθούν αξιόπιστα οι πλείστες υποθέσεις της θεωρίας διεθνών σχέσεων για τον ρόλο της ισχύος, του δικαίου και της διεθνούς τάξης σ’ ένα κόσμο κυριαρχούμενο από τα αίτια πολέμου.    
[23] Η διυποκειμενική εμπειρία αυτών των πτυχών της διεθνούς πολιτικής δεν καταδεικνύεται μόνο καθημερινά στο πλαίσιο φαινομένων ορατών με γυμνό οφθαλμό. Καταδεικνύεται επίσης από αναρίθμητα αξιόπιστα κείμενα της αξιολογικά ελεύθερης ρεαλιστικής θεωρίας που μελετά τις συνέπειες της διεθνούς αναρχίας και κυρίως τα προαναφερθέντα αίτια πολέμου. Είναι αναμενόμενο ότι τα πορίσματα τέτοιων επιστημονικά θεμελιωμένων μελετών δεν είναι ιδεολογικά αρεστά σε όσους αντιπαθούν την συλλογική ελευθερία των κυρίαρχων κοινωνιών (δηλαδή τα ηγεμονικά κράτη και τους εκφραστές τους στο επίπεδο των επιστημονικά μεταμφιεσμένων προπαγανδιστικών αναλύσεων των διεθνών σχέσεων) και σε όσους τρέφουν ουτοπιστικές και γι’ αυτό εξ ορισμού απολιτικές πεποιθήσεις που αποβλέπουν στην ενοποίηση του κόσμου, η οποία όμως, όπως μας διδάσκει η ιστορική πείρα, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με γενοκτονικό τρόπο που θα εξαλείψει την κοσμοθεωτητική και ηθικοκανονιστική ετερότητα των κοινωνιών του πλανήτη. Τα θανάσιμα σφάλματα όλων των ουτοπιστών όλων των εποχών που πρόσβλεπαν ή προσβλέπουν στην ενοποίηση του κόσμου οφείλονται στην για ποικίλους λόγους αδυναμία τους να κατανοήσουν 1ον) τα οντολογικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής ετερότητας, 2ον) τον ηθικά αμάχητο χαρακτήρα των αξιώσεων συλλογικής ελευθερίας των διακριτών κοινωνιών και 3ον) τον αντιθετικό χαρακτήρα μεταξύ του οντολογικού γεγονότος της κοινωνικής ετερότητας και των εφήμερων αξιώσεων παγκόσμιας ενότητας που ιστορικά ενσαρκώνονται στις εκάστοτε ηγεμονικές-αυτοκρατορικές αξιώσεις που ήταν πάντοτε γενοκτονικών προεκτάσεων.     
[24] Για παράδειγμα, ανεξάρτητα της βούλησης των εμπλεκομένων κρατών, να αποφαίνονται επί ζητημάτων διασυνοριακών διαφορών και άλλων διενέξεων με ρίζες στο ιστορικό εθνικό-κρατικό γίγνεσθαι ή ακόμη να αποφαίνονται δικαιακά επί ζητημάτων που ανακύπτουν λόγω άνισης ανάπτυξης μεταξύ κρατών και περιφερειών.
[25] Ως «επιστημονικός πιθηκισμός» ορίζεται η άκριτη αναπαραγωγή ξένων θεωρημάτων και ιδεολογημάτων που στην συνέχεια εμφανίζονται ως προικισμένα με αλάνθαστα τεκμήρια επιστημονικής εγκυρότητας. Ορίζεται επίσης ως θέσεις και στάσεις που ακυρώνουν τις δυνατότητες πρωτότυπης επιστημονικής δραστηριότητας επειδή επικαλούνται το ακατανίκητο επιχείρημα ότι αυτό γράφεται από πολλούς στην διεθνή βιβλιογραφία. Έτσι, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη δεν ενδιαφέρει η καθαυτό επιστημονική εγκυρότητα ενός κειμένου κρινομένη από το περιεχόμενό του (καθώς επίσης και από τις θεμελιώσεις του και από την αξιοπιστία των πρωτογενών και δευτερογενών πηγών). Αυτό που ενδιαφέρει (ακόμη και ακαδημαϊκά εκλεκτορικά σώματα) είναι το κατά πόσον είναι γραμμένο σε ξένη γλώσσα, το κατά πόσον παραπέμφθηκε από πολλούς (αναμενόμενα ιδεολογικά ομοϊδεάτες) και από το κατά πόσον ικανοποιεί τις αισθήσεις (ιδιαίτερα τον ψυχισμό των αναγνωστών, την παράνοια πολλών περί παγκόσμιας ενότητας ανεξαρτήτως συνεπειών και την ιδεολογική εχθρότητα ουκ ολίγων στοχαστών κατά του θεσμού ελευθερίας του έθνους-κράτους). Αρκεί να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα κανονιστικές διατάξεις προνοούν ότι οι συμμετοχές σε ορισμένα ακαδημαϊκά όργανα πρέπει να εξαρτώνται από τον αριθμό ξενόγλωσσων δημοσιεύσεων (χωρίς να ορίζονται οι προδιαγραφές αυτών των ξενόγλωσσων δημοσιεύσεων). Εκλεκτορικά σώματα, επίσης, συντάσσουν εκθέσεις όπου αναφέρονται σε «ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις και ξενόγλωσσες παραπομπές» που μετρούνται με αριθμομηχανή χωρίς κατ’ ανάγκη να αξιολογείται το καθαυτό επιστημονικό τους περιεχόμενο. Άτομα επίσης που αναμασούν τετριμμένες κριτικές κοστρουβιστικές ανοησίες περί «παγκόσμιας κοινωνίας» περί το «τέλος του έθνους-κράτους» και το «τέλος της κρατικής κυριαρχίας» εκλέγονται σε ακαδημαϊκές θέσεις για να διασπείρουν περαιτέρω τις μεταφυσικές-αθεμελίωτες γνώμες που ασύστολα εκφράζουν από τις στήλες εφημερίδων και περιοδικών. Αν σ’ αυτά προστεθούν και οι νεοαποικιακής-νεοφασιστικής έμπνευσης εκλογικεύσεις που διατείνονται πως οι πολιτικές των βρετανών αποικιοκρατών, των στρατοκρατών της Άγκυρας και των εγκάθετών τους στην Κύπρο στόχευαν, δήθεν στην … προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πως για την ντε φάκτο διχοτόμηση της Κύπρου ευθύνονται τα λάθη μας και αγωνιστές της ελευθερίας του 1955-59, τότε ο «επιστημονικός πιθηκισμός» ενδεχομένως αναδεικνύεται πλέον ως η «επίσημη ακαδημαϊκή και πολιτική συμπεριφορά» που φέρνει ακαδημαϊκούς διορισμούς, ακαδημαϊκές αναρριχήσεις, συμβατικές κοινωνικοπολιτικές καταξιώσεις και που αποτελεί πρότυπο προσαρμογής και συμμόρφωσης των νεοεισερχομένων διεθνολόγων. 
[26] Ο «επαναστατισμός» αναφέρεται εδώ με την έννοια που αναλύεται στον Martin Wight, ό.π. Δηλαδή, την αξίωση για εξάλειψη του εθνικού-κρατικού κατακερματισμού και την εγκαθίδρυση παγκόσμιων ή περιφερειακών εξουσιαστικών δομών. Ο επαναστατισμός είναι ποικίλων αποχρώσεων και κυμαίνεται από την αξίωση παγκόσμιου κανονιστικού ελέγχου του ισχυρότερου ή των ισχυρότερων μέχρι την αξίωση παγκόσμιας δογματικής και ηθικής εξομοίωσης. Πάντοτε, οι αξιώσεις αυτές εφαρμοσμένες στην διακρατική πρακτική οδηγούσαν σε εκατόμβες και γενοκτονικές πράξεις διεθνούς εξομοίωσης. Αυτές οι αναπόδραστες συνέπειες, επιπλέον, παρατηρείται ότι συνέβαιναν ανεξαρτήτως προθέσεων του επαναστατικού δόγματος (για παράδειγμα, η Ρωμαιοκαθολική επίκληση της Θείας Πρόνοιας στις απαρχές των νεότερων χρόνων και το ρατσιστικό ναζιστικό δόγμα κατέληγαν σε γενοκτονικές μεθόδους διεθνούς εξομοίωσης στην βάση του διαφορετικού εκατέρωθεν επαναστατικού δόγματος).    
[27] Αναφέρω μόνο την χαρακτηριστική περίπτωση εδαφίου υποψήφιου επίκουρου καθηγητή σε ελληνικό ανώτατο ίδρυμα στην εισηγητική έκθεση του οποίου συμμετείχα –και του οποίου ασφαλώς για ευνόητους λόγους το όνομα παραλείπω, επειδή αν μη τι άλλο δεν τον χρεώνω για το ακαταλόγιστο των λόγων του–, όπου, χωρίς να σημαίνει πως είναι ο πρώτος φαντασιόπληκτος που ανακάλυψε την ύπαρξη μιας «παγκόσμιας κοινωνίας», με χαρακτηριστική αφοπλιστική σιγουριά ότι αυτό θα αποτελέσει θετικό κριτήριο διορισμού του γράφει ότι το ακαδημαϊκό λειτούργημα είναι περίπου πάρεργο των ιδεοληψιών του και των προσωπικών προκαταλήψεων του ίδιου και των ομοϊδεατών του. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε στην εισαγωγή του «Αναλυτικού Υπομνήματος Επιστημονικών Δημοσιεύσεων»: «Μπροστά στο πλήθος των κινδύνων που απειλούν την παγκόσμια κοινωνία, χρειάζεται μια νέα αντίληψη, μια νέα τάση που θα στραφεί μακριά από τα υπεραπλουστευμένα εθνοκεντρικά στερεότυπα της διεθνούς πραγματικότητας. Σαν διεθνολόγος, όπου το επάγγελμα δεν είναι αυτό που προσδιορίζει τα ενδιαφέροντά μου, αλλά μάλλον είναι η κοντινότερη απασχόλησή μου που είναι συμβατή με τα φαινόμενα διάσπασης και κατακερματισμού της παγκόσμιας κοινωνίας, επιθυμώ μέσα από την ερευνητική και επιστημονική μου προσπάθεια να περάσω μια νέα αντίληψη που δεν αποβλέπει στην επιβολή λύσεων, στην στρατιωτική ή διπλωματική νίκη και παρεμφερείς συνήθως αυτοκαταδικασμένες μη-λύσεις και αυτοεκπληρούμενες προφητείες». Τα σχόλια ασφαλώς περιττεύουν.    
[28] Εύλογα θα μπορούσε να προστεθεί ότι κύριο χαρακτηριστικό όλων των αυταρχικών-ανελεύθερων (και γι’ αυτό φασιστικών) αξιώσεων είναι το γεγονός ότι προτάσσουν τους θεσμούς στην κοινωνική βούληση επιχειρώντας να δημιουργήσουν (διεθνείς ή υπερεθνικές) εξουσιαστικές κανονιστικές δομές που δεν διέπονται από την λογική κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών και που αντιμάχονται την οντολογικού περιεχομένου αξίωση συλλογικής ελευθερίας-κυριαρχίας. Αυτές οι αξιώσεις εκδηλώνονται τόσο στις πολιτικές διαμάχες όσο και στο επίπεδο των αναλύσεων, «επιστημονικών» και άλλων. 
[29] Η περιφρόνηση που ενδεχομένως ενέχει μια επαναστατική εξομοιωτική συμπεριφορά κατά των ηθικά αμάχητων αξιώσεων των διακριτών κοινωνιών για συλλογική ελευθερία-ανεξαρτησία, δεν μπορεί παρά να είναι απόρροια είτε προπέτειας οφειλόμενης σε ιδεολογικά κίνητρα που παρακάμπτει την ιστορική κοσθμοθεωρητική-ηθική διαμόρφωση των κοινωνιών είτε σε ουτοπισμό και/ή αφέλεια που παραβλέπουν τα οντολογικά χαρακτηριστικά του εθνικού-κρατικού γίγνεσθαι και τον καταστατικό χαρακτήρα των αξιώσεων ελευθερίας. Αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, περιφρόνηση της λαϊκής κυριαρχίας των κυρίαρχων κοινωνιών. Η προέκταση αυτής της θέσης, όπως είναι φυσικό, θεωρεί κάθε επαναστατική διεθνιστική-κοσμοπολίτική ιδεολογία ως αντίληψη-στάση που αντιβαίνει στην οντολογικά θεμελιωμένη και γι’ αυτό ηθικά αμάχητη δομή του κόσμου. Η πολύ μεγάλη επιρροή των ποικιλόχρωμων επαναστατικών αντιλήψεων-στάσεων και πεποιθήσεων στην ανάλυση των διεθνών σχέσεων είναι ίσως το μεγαλύτερο εμπόδιο στην αντικειμενική-πραγματική κατανόηση του διεθνούς συστήματος και των προβλημάτων του. Εκτίμηση του γράφοντος είναι ότι στην Ελλάδα, τουλάχιστον στο ακαδημαϊκό επίπεδο, αυτό το εμπόδιο είναι πλέον ανυπέρβλητο.
[30] Τα λογικά και επιστημονικά σφάλματα των αναλύσεων που έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά είναι αναπόδραστα πολλά. Πως θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά αν κάποιος παραβλέψει ή παρακάμψει την προαναφερθείσα βαθύτατη κοσμοθεωρητική και ηθικοκανονιστική διαμόρφωση των κυρίαρχων κοινωνιών; Το μέγα πρόβλημα των επαναστατικών αξιώσεων όλων των αποχρώσεων, όπως σημειώνει με σοφία ο Martin Wight, είναι το ιστορικά αποδεδειγμένο γεγονός της ουσιαστικής ανυπαρξίας μέσων «συμμόρφωσης». Τα τρία ρεύματα επαναστατισμού αλληλοδιαπλέκονται: «Αυτές οι μονότονες θεωρίες ή φόρμουλες που διατύπωσαν παλιοί δάσκαλοι και Γερμανοί καθηγητές περί ανθρωπίνων κοινοτήτων και civitataes maximae μπορούν να γίνουν πολιτικά εκρηκτικές. Η υπόθεση ότι η διεθνής κοινωνία είναι μια civitataes maximae, ένα υπερ-κράτος (και εδώ το «είναι» σημαίνει «είναι ουσιωδώς», «θα πρέπει να είναι» ή «είναι προορισμένο να είναι») σημαίνει ότι δημιουργεί αμέσως το ζήτημα της συμμόρφωσης ή της μη συμμόρφωσης». Τι πρέπει να γίνει με τους πολίτες της civitataes maximae που απορρίπτουν κατ’ αρχήν την εξουσία της ή την ματαιώνουν στην πράξη;». ό.π. σ. 59.  
[31] Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ίδιες τάσεις κυριαρχούν στο επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας. Είναι κοινός τόπος της ελληνικής πολιτικής ιστορίας –ιδιαίτερα στις διαμορφωτικές φάσεις αμέσως μετά την ανεξαρτησία, κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου, αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο και κατά την διάρκεια της δικτατορίας– ότι σπάνια υπήρχε ιδεολογική και πολιτική αντιστοιχία μεταξύ της γηγενούς ελληνικής κοινωνίας και των πνευματικών και πολιτικών ελίτ που την κυβερνούσαν, ιδιαίτερα αυτών που κατά καιρούς πιθήκιζαν ξένα πρότυπα και προσυπέγραφαν την πολιτική εξάρτηση σε εξωγενή συμφέροντα. Αυτές οι τάσεις στο επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας –αναφέρεται για παράδειγμα το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία σε συντριπτικά ποσοστά απέρριπτε το ανελεύθερο-φασιστοειδές σχέδιο Αναν ενώ η συντριπτική πλειονότητα των πνευματικών και ακαδημαϊκών ελίτ το προσυπέγραφε–, δεν συμβολίζουν κάτι το ιδιαίτερο. Αποτελούν μορφικό χαρακτηριστικό κάθε διαμορφωμένης διακριτής κοινωνίας τα μέλη της οποίας ανεξαρτήτως στάσεων των εκάστοτε πολιτικών της ηγετών τείνουν να επιδεικνύουν πίστη και αφοσίωση στην πολιτική της κυριαρχία, να σέβονται τα σύμβολά τους και τις παραδόσεις τους, να επιδεικνύουν αισθήματα αυτοθυσίας όταν κινδυνεύει η οικεία πατρίδα και να προσυπογράφουν σταθερά τις θεμελιώδεις κοσμοθεωρητικές παραδοχές.   
[32] Το σημαντικότερο ζήτημα των διεθνών σχέσεων, σημειώνει εύστοχα ο Edward H. Carr, είναι οι αξιώσεις διεθνούς αλλαγής και οι απουσία διεθνών μηχανισμών απόφανσης και απόφασης για εκπλήρωση ή ματαίωση αυτών των αλλαγών (ό.π. σ. 273 κ.ε.). Τα ζητήματα της διεθνούς αλλαγής και των αιτιών πολέμου εξετάζονται αριστουργηματικά από το μοναδικό κείμενο του Robert Gilpin, Πόλεμος και αλλαγή στην διεθνή πολιτική (Εκδόσεις Ποιότητα 2004)  
[33] Καθ’ όλη την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ο ΟΗΕ ως σύστημα συλλογικής ασφάλειας αδράνησε πλήρως λόγω ανταγωνισμών και διενέξεων μεταξύ των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι το σημαντικότερο αίτιο πολέμου είναι οι ηγεμονικοί ανταγωνισμοί ο τερματισμός των οποίο θα τερμάτιζε αυτομάτως τις περισσότερες διακρατικές διενέξεις. Χαρακτηριστική είναι η έγκυρη και στην συνέχεια ιστορικά επαληθευμένη θέση του Μπίσμαρκ. Όταν ένας ρώσος διπλωμάτης προσπαθούσε να πείσει τον γερμανό Καγκελάριο για την ανάγκη συνεννόησης μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής όσον αφορά την διεθνή τάξη, ο Μπίσμαρκ τον ερώτησε: «Τι εννοείς με την λέξη χριστιανοσύνη;». Ο διπλωμάτης απάντησε: «Ορισμένες Μεγάλες Δυνάμεις». Ο Μπίσμαρκ αντέτεινε: «Και τι συμβαίνει όταν δεν συμφωνούν μεταξύ τους;». Παρατίθεται στο Wight, ό.π. σ. 41. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Ψυχρός Πόλεμος επαλήθευσαν τις επιφυλάξεις του Μπίσμαρκ για την δυνατότητα ενός διαρκούς ηγεμονικού κονσέρτου των Μεγάλων Δυνάμεων. Σημειώνεται ότι αυτό το ζήτημα αφορά άμεσα και ζωτικά τις προσπάθειες των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων για ανάπτυξη διευθυντηρίων και ιεραρχήσεις ρόλων-ισχύος στην ΕΕ, την πορεία της Μεταψυχροπολεμικής εποχής και την λειτουργία του ΟΗΕ και ιδιαίτερα στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας. Στην τελευταία περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι ότι ο ρόλος του Συμβουλίου Ασφαλείας διακυμαίνεται μεταξύ απόλυτης αδράνειας (για παράδειγμα, επί μισό αιώνα κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και της επίθεσης των ΗΠΑ κατά του Ιράκ το 2003) και ηγεμονικών διευθετήσεων που αντιβαίνουν στο πνεύμα των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου και των Καταστατικών Διατάξεων της Συλλογικής Ασφάλειας (για παράδειγμα, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990 σε πολλές περιπτώσεις όπως στην Αϊτή και στην Γεωργία).
[34] Για παράδειγμα, οι διεθνείς επεμβάσεις στα Βαλκάνια την δεκαετία του 1990 και η επέμβαση στο Ιράκ το 2003. Στην τελευταία περίπτωση, η άρνηση των υπόλοιπων μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας να συμπράξουν οδήγησε στην παράκαμψη του ΟΗΕ από τις Ηνωμένες Πολιτείες ενώ αργότερα αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας για το μεταπολεμικό Ιράκ ουσιαστικά οδήγησαν στην αναγνώριση των τετελεσμένων της άσκησης παράνομης βίας. Βιβλιογραφικά το ζήτημα της «διεθνούς αλλαγής» έχει εξεταστεί από τον Robert Gilpin και άλλους κορυφαίους στοχαστές του παραδοσιακού παραδείγματος.
[35] Βλ. Waltz, Theory of International Politics (Addisson-Wesley, Reading Mass. 1979), ιδ. σελ. 115-6.
[36] Οι ιδεολογικοπολιτικές αοριστολογίες για επιθυμία «αλλαγής του κόσμου» και για ιεραποστολική «ειρηνική επίλυση των διαφορών» απορρέουν είτε από παντελή-ολοκληρωτική άγνοια της δομής, της λειτουργίας και του χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος είτε από κίνητρα εξυπηρέτησης των στρατηγικών επιλογών ηγεμονικών δυνάμεων για την επιβολή «ειρηνικής» τάξης που εξυπηρετεί κάποια εφήμερα ή μονιμότερα ηγεμονικά συμφέροντα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της «ειρηνικής» επίλυσης των ελληνοτουρκικών συμφερόντων σύμφωνα με τις αμερικανικής αντιλήψεις σταθεροποίησης του «ελληνοτουρκικού χώρου» (όρος που υπονοεί ότι πρόκειται περί ενιαίου χώρου) και της «ειρηνικής» επίλυσης του κυπριακού στην βάση του φασιστοειδούς-ανελεύθερου σχεδίου Αναν το οποίο όπως σημειώθηκε πρότεινε να καταργηθεί η Δημοκρατία-λαϊκή κυριαρχία, να καταργηθεί ένα κυρίαρχο κράτος κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, να κατασταλούν παντοτινά τα ανθρώπινα δικαιώματα, να μονιμοποιηθούν οι αποικιοκρατικές βάσεις και να μην εφαρμοστεί στην Κύπρο, επίσης παντοτινά, μεγάλο μέρους του κοινοτικού νομικού και πολιτικού πολιτισμού. Συνολικά, η αξίωση ενός διεθνολόγου να «αλλάξει τον κόσμο» αναπόφευκτα σημαίνει προσπάθεια να καταστείλει ή καταργήσει την συλλογική ελευθερία των διακριτών κοινωνιών του πλανήτη προς όφελος των εκάστοτε ηγεμονικών δυνάμεων που παγίως το επιδιώκουν. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα «διεθνολόγοι» φορείς ακαδημαϊκών τίτλων είναι ενθουσιώδεις αν όχι φανατικοί οπαδοί των νεοφιλελεύθερων/πλουραλιστικών θεωρημάτων-ιδεολογημάτων. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι το σύστημα ιδεών που αυτά εκφράζουν υποστήριξε με ιδιάζοντα φανατισμό την εφαρμογή στην Κύπρο του ηγεμονικής έμπνευσης ανελεύθερου σχεδίου Αναν. Για εκτενή ανάλυση του περιεχομένου και της προέλευσης αυτών των νεοφιλελεύθερων θεωρημάτων-ιδεολογημάτων βλ. όλες σχεδόν τις προγενέστερες μονογραφίες του υποφαινομένου στην ελληνική βιβλιογραφία τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.  
[37] Απαντήσεις για την «αλήθεια» επί του προκειμένου δεν μπορεί παρά να συνίστανται σε εξέταση της πραγματικής μορφής και του πραγματικού χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος, η εξέταση των αιτιών πολέμου και η ανάδειξη των διλημμάτων και προβλημάτων που προκαλούν αστάθεια και πόλεμο. Αυτή η ανάλυση εξυπακουόμενα οδηγεί σε βάσιμα συμπεράσματα για την συνεργασία, την ειρήνη, την ειρηνική επίλυση των διακρατικών διαφορών και τον ρόλο των διεθνών θεσμών. Οδηγεί επίσης σε βάσιμα συμπεράσματα κοινωνικά χρήσιμα και πρακτικά εφαρμόσιμα στην εθνική στρατηγική ενός κράτους. 
[38] Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω το έθνος-κράτος αποτελεί τον θεσμό ελευθερίας των διακριτών κοινωνιών και τον υπέρτατο θεσμό σταθερών διακρατικών σχέσεων (εφικτός στόχος μόνο αν εξαλειφτούν τα αίτια πολέμου στα οποία προαναφερθήκαμε).
[39] Όπως επισημαίνεται σε άλλο σημείο κάθε σκοπός μη κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένος είναι φασιστοειδούς χαρακτήρα και κάθε ανάλυση μη συμβατή με τις αντιηγεμονικές κατακτήσεις πολιτισμού που ενσαρκώνονται στις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου εξ ορισμού υπηρετεί φασιστοειδείς ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις και δεν συνιστά επιστημονική δραστηριότητα.
[40] Μπροστά στην απέραντη ποικιλομορφία του διεθνούς συστήματος και ιδιαίτερα μπροστά την κοινωνική ετερότητα η «ταπεινότητα» του διεθνολόγου είναι αναγκαία και μη εξαιρετέα προϋπόθεση έγκυρων εκτιμήσεων περί τα διεθνή. Ισοπεδωτικές υπεραπλουστεύσεις είναι απόρροια είτε άγνοιας είτε πολιτικής σκοπιμότητας. Η πρόταξη για ιεραποστολική στράτευση του ακαδημαϊκού λειτουργήματος υποδηλώνει άγνοια ή απέραντη προπέτεια επειδή ουσιαστικά προτάσσεται η αξίωση εξυπηρέτησης μη κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών και ηγεμονικών συμφερόντων.
[41] Στο παρόν κείμενο δεν θα εξεταστεί το μεγάλο ζήτημα της επέμβασης που αποτέλεσε αντικείμενο εκτενών διερευνήσεων σε άλλες δημοσιεύσεις (βλ. ιδ. Η επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων …, ό.π., ιδ. κεφ. 7). Σημειώνεται μόνο ότι η εξαίρεση στον κανόνα όπου και όταν θα μπορούσε να γίνει μια «διεθνής επέμβαση», εκτός του ότι απαιτείται να πειθαρχείται απολύτως από τις πρόνοιες συλλογικής ασφάλειας όπως ορίζονται στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, απαιτείται, επίσης να ενταχθεί σ’ ένα πλαίσιο διεθνούς προσδιορισμού της «έκτακτης ανάγκης» που καθιστά αναγκαία μια τέτοια επέμβαση. Αυτή η θέση, όπως είναι φανερό, βρίσκεται σε διαφωνία με μερικούς νομικούς διεθνολόγους οι οποίοι μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ερωτοτροπούν με την ασύμβατη με τον χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος θέση ότι οι προϋποθέσεις διεθνούς επέμβασης δυνατό να καθιερωθούν εθιμικά μέσα από την πρακτική που αναπτύχθηκε την δεκαετία του 1990. Εκτός του ότι αυτό το επιχείρημα έφθασε στην λογική του έκβαση (αναμφίβολα αδιέξοδη και καταστροφική) όταν οι ΗΠΑ επιτέθηκαν κατά του Ιράκ το 2003, κάποιος πρέπει να το εξετάσει υπό το πρίσμα των επισημάνσεων που έγιναν πιο πάνω όσον αφορά τις διαφορές μεταξύ διακρατικής και ενδοκρατικής τάξης-δικαιοσύνης. Για ακόμη ένα λόγο, εάν και όταν οι αποφάσεις άσκησης διεθνούς βίας στην βάση χαλαρών ή ασαφών-απροσδιόριστων κριτηρίων αφήνονται στην διακρατική ευχέρεια των ηγεμονικών δυνάμεων καταστρατηγείται το πνεύμα, το γράμμα και η ιστορική αποστολή των διεθνών θεσμών. Το διεθνές δίκαιο και η συλλογική ασφάλεια είναι εξ ορισμού αντι-ηγεμονικού χαρακτήρα (προέκυψαν ως «ιστορικές αποφάσεις» των κυρίαρχων κοινωνιών για να αντιμετωπίσουν, στην βάση του δόγματος της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας και της μη επέμβασης τις ηγεμονικές-αναθεωρητικές συμπεριφορές) και θεμελιώδεις λειτουργία είναι διαμέσου της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας να διασφαλίσουν την συλλογική ελευθερία των λιγότερο ισχυρών κυρίαρχων κοινωνιών κατά των ηγεμονικών και αναθεωρητικών δυνάμεων. Γι’ αυτό, ανάπτυξη χαλαρών ή ασαφών εθιμικών πρακτικών σημαίνει «ανοικτά παράθυρα» δύο μέτρων και δύο σταθμών, ακύρωση των κατακτήσεων πολιτικού πολιτισμού των διεθνών σχέσεων όπως οριοθετείται από τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και άσκηση βίας στην βάση μη κοινωνικά προσδιορισμένων σκοπών. Αυτά τα επιχειρήματα, ασφαλώς, απευθύνονται κυρίως σε νομικούς διεθνολόγους που είναι λευτογεύστες επιχειρημάτων για την διεθνή τάξη-δικαιοσύνη που απαιτούν σκοπούς διεθνούς δράσης που διασφαλίζει την «διεθνή ειρήνη και ασφάλεια» που προσδιορίζονται τουλάχιστον από την «κοινότητα των κρατών» στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Κάποιος ίσως θα μπορούσε να συμβιβαστεί με προσδιορισμό αυτών των κριτηρίων στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Όμως ούτε αυτό έγινε, με αποτέλεσμα εάν και όταν επιλεκτικά συγκλίνουν τα στρατηγικά συμφέροντα των ηγεμονικών δυνάμεων ή εάν μια δύναμη επιτύχει να πειθαναγκάσει τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου, να αναλαμβάνεται αυθαίρετη διεθνής δράση που καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει με οποιαδήποτε έννοια δικαίου ή ακόμη και τάξης.    
[42] Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι κάποιος πρέπει να αποδέχεται καταχρηστικές στάσεις εφήμερων διοικητικών υπαλλήλων των διεθνών θεσμών και αυτών που τους επηρεάζουν όταν όπως στην περίπτωση του σχεδίου Αναν για την Κύπρο το 2002-2004 κατά παράβαση του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, του διεθνούς δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των διεθνών συνθηκών εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας προτάθηκε η παντοτινή καταστολή της συλλογικής ελευθερίας των κυπρίων. Απόρριψη τέτοιων θεσμικών και πολιτικών διαστροφών από μια ενδιαφερόμενη κοινωνία (και από τις κυβερνήσεις κάθε πολιτισμένης κοινωνίας) δεν διασφαλίζει μόνο την ελευθερία της αλλά και τα κεκτημένα των διακρατικών σχέσεων όπως περιγράφηκαν μόλις. Τονίζεται με έμφαση αυτό που επισημάνθηκε σε άλλο σημείο, ότι δηλαδή το σχέδιο Αναν και τα διαμειφθέντα περί αυτό την περίοδο 2001-2002 αποτελούν σταθμό στις διακρατικές σχέσεις επειδή προσφέρουν το καλύτερο ίσως περιπτωσιολογικό πλαίσιο μελέτης των συγχρόνων διακρατικών σχέσεων, της ΕΕ, των υπόλοιπων διεθνών θεσμών και των αιτιών πολέμου στο κατώφλι του 21ου αιώνα.
[43] Στο σημείο αυτό θα μπορούσαν να σημειωθεί ότι συμπέρασμα του γράφοντος σε άλλες δημοσιεύσεις (αλλά και πολλών άλλων αναλυτών) είναι ότι η επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων ούτε μια ευθύγραμμη υπόθεση είναι ούτε εξελίχθηκε ομαλά. Εκτός του ότι δεν έχει αναπτυχθεί και διαμορφωθεί όπως άλλοι τομείς των κοινωνικών επιστημών το σημαντικό διεθνολογικό επιστημονικό κεκτημένο (κυρίως τα κείμενα των Θουκυδίδη, Carr, Gilpin, Waltz, Morgenthau, Bull, Aron, Κονδύλη και μερικών άλλων) δεν βρίσκεται πάντοτε στην ημερησία διάταξη των διεθνολογικών αναλύσεων. Μεταξύ άλλων: α) Τα περισσότερα διεθνολογικά κείμενα απορρέουν από το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, συνιστούν ουσιαστικά προτάσεις για μια ηγεμονική αμερικανική στρατηγική (όπως τα φασιστοειδούς έμπνευσης νεοφιλελεύθερα/πλουραλιστικά θεωρήματα/ιδεολογήματα που έχουν πολλούς οπαδούς στην Ελλάδα που σκοπό έχουν να αλλάξουν ιεραποστολικά τον κόσμο στην βάση των αμερικανικών προτύπων και των αμερικανικών ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων). β) Τόσο οι αναλύσεις αμερικανικής προέλευσης που μόλις αναφέραμε (και των νεροκουβαλητών τους σε παρακμασμένα/εξαρτημένα κράτη) όσο και τα πλείστα κείμενα στην διεθνή βιβλιογραφία αποτελούν είτε επιστημονικά ανάξιες προτάσεις πολιτικής είτε φαντασιόπληκτες διεθνιστικές/κοσμοπολίτικες ιδεολογικοπολιτικές ασυναρτησίες που συνειδητά ή ασυνείδητα υπηρετούν τις πρώτες. γ) Οι περισσότερες αναλύσεις και οπωσδήποτε η συντριπτική πλειονότητα των περί την Ευρωπαϊκή Ένωση αναλύσεων διαβρώνονται στοχαστικά από πολιτικές, θεσμικές ή ακόμη και γραφειοκρατικές λογικές που υπονομεύουν κάθε προσπάθεια επιστημονικών αξιώσεων. δ) Οι ενασχολούμενοι με την μελέτη των διεθνών σχέσεων δεν αναπτύσσονται επιστημονικά σ’ ένα ενιαίο γνωστικό πεδίο. Αντίθετα, υπάρχει διάσταση, διαίρεση και άγνοια του εκατέρωθεν γνωστικού κεκτημένου μεταξύ διεθνολόγων των πολιτικών όψεων του διεθνούς συστήματος, νομικών διεθνολόγων, ιστορικών που επιθυμούν να αναλύσουν το διεθνές σύστημα και άλλων επιστημόνων όπως οι κοινωνιολόγοι, οι ψυχολόγοι και οι εθνολόγοι που συνήθως ουδόλως κατέχουν ή κατανοούν το διεθνολογικό επιστημονικό κεκτημένο  ε) Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να αναφερθεί, περισσότερο από κάθε άλλο τομέα της κοινωνικής ζωής, η ανάλυση της διεθνούς πολιτικής είναι επιδεκτική εισροής αδιαφανών κριτηρίων και παραγόντων. Το τελευταίο, υποστηρίχθηκε σε άλλη περίπτωση (Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης …, κεφ. 1), οφείλεται στο γεγονός ότι το αντικείμενο των διεθνών σχέσεων δεν αφορά ένα συγκροτημένο και εύκολα παρατηρήσιμο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και στο γεγονος ότι δεν υπόκειται σε κλασικούς επιστημονικούς ελέγχους και εξισορροπήσεις (τα πλείστα μέλη εκλεκτορικών σωμάτων διεθνολόγων σε πανεπιστημιακά τμήματα δεν είναι διεθνολόγοι και εξ αντικειμένου αγνοούν το αξιόπιστο διεθνολογικό επιστημονικό κεκτημένο ενώ βυθισμένοι στην άγνοια απορούν για την διεθνή αναρχία την οποία λόγω τριβής τους με το ρυθμισμένο κρατικό κοινωνικοπολιτικό σύστημα θεωρούν ανωμαλία και ανεπιθύμητη). Δεν είναι τυχαίο, κατά συνέπεια, το γεγονός ότι διεθνολόγοι-τσαρλατάνοι διασυνδεδεμένοι με κρατικά, συμμαχικά ή και επιχειρηματικά συμφέροντα που εμφανίζονται ως επιστήμονες, έχουν την δυνατότητα να βυσσοδομούν ουτοπιστικά, να προπαγανδίζουν ασύστολα, να πολιτικολογούν ανεξέλεγκτα και να ιδεολογικοποιούν την επιστήμη σύμφωνα με την αβυσσαλέα υποκειμενική προσωπική τους γνώμη. Εάν και όταν ένα τέτοιο διαστρεμμένο σύνολο γίνει ακαδημαϊκή κοινότητα-συνδικάτο που καλύπτεται πίσω από την ακαδημαϊκή ανεξαρτησία αναμενόμενα έχουμε ανεξέλεγκτη παραγωγή στοχαστικού δηλητηρίου που καταπίνεται από αναρίθμητους φοιτητές, αναγνώστες βιβλίων και αναγνώστες επιφυλλίδων οι οποίοι εξ ανάγκης ή εντυπωσιασμένοι από το τεκμήριο της ακαδημαϊκής εγκυρότητας είναι στοχαστικά και πνευματικά τρωτοί.    
[44] Για να κατανοήσουμε το απόλυτο και ανεξέλεγκτο στοχαστικό χάος που δεν επιτρέπει οποιαδήποτε σοβαρή επιστημονική συζήτηση, αναφέρεται απλά ότι είναι δυνατό ένας στοχαστής που αλλού γράφει ότι στον σύγχρονο κόσμο «δεν υπάρχει κρατική κυριαρχία, έθνος-κράτος και εθνικό συμφέρον», με ευκολία και χωρίς κανείς να το παρατηρήσει θα μπορούσε να προτείνει αδιάντροπα την αποδοχή του σχεδίου Αναν στο όνομα του «καλώς νοούμενου εθνικού συμφέροντος». Δηλαδή, απόλυτη σύγχυση, απόλυτη αυθαιρεσία, απόλυτη προπέτεια και απόλυτη ανυπαρξία επιστημονικής κοινότητας που ελέγχει την διεθνολογική τσαρλατανιά.
[45] Αυτή η θέση αποτελεί προτροπή που αφορά, πρωτίστως, τα νεότερα στελέχη των διεθνολογικών σπουδών τα οποία ενδιαφέρονται, ενδεχομένως, για μια ερευνητική και συγγραφική ατζέντα της διεθνούς πολιτικής επιστημονικών προδιαγραφών. Κάθε νεοεισερχόμενος επιστήμονας έχει την επιλογή είτε να επιλέξει την ασκητική αφοσίωση σε τέτοιου είδους επιστημονικά εγχειρήματα είτε να επιλέξει ακαδημαϊκά αναξιοπρεπείς μεθόδους ακαδημαϊκών αναρριχήσεων που στηρίζονται στις διαπροσωπικές πελατειακές σχέσεις, στην επίκληση εφήμερων παραταξιακών ταυτίσεων, στην απόκτηση κοινωνικής ισχύος που σχετίζεται με επιχειρηματικά συμφέροντα και στον περιορισμό των «επιστημονικών» δραστηριοτήτων σε μεταπρατικά αναμασήματα τρίτης ή τέταρτης κλάσης ξενόγλωσσων αναλύσεων και το αναμάσημα πολιτικά αρεστών φασιστοειδών θεωρημάτων-ιδεολογημάτων (νεοφιλελευθερισμός/«πλουραλισμός» κτλ). Όπως σε κάθε κοινωνικό χώρο, στον ακαδημαϊκό χώρο, επίσης, τίθενται πάντοτε ζητήματα που αφορούν έντιμες ή ανέντιμες και αξιοπρεπείς ή αναξιοπρεπείς στάσεις και διεφθαρμένες ή αδιάφθορες στάσεις ζωής. Το μεγάλο ερώτημα επιστημονικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος είναι βεβαίως το εξής: Ποιος ελέγχει την στοχαστική διαφθορά και ποιες είναι οι συνέπειες αν αφεθεί ανεξέλεγκτη; Τα υπόλοιπα αποτελούν υπόθεση προσωπικού γούστου μεταξύ ανεντιμότητας-εντιμότητας, αναξιοπρέπειας-αξιοπρέπειας και διαφθοράς ή αντίθετα διεφθαρμένης ζωής. Η διαφορά μεταξύ των ατόμων που δραστηριοποιούνται στους υπόλοιπους τομείς της κοινωνικής ζωής και του ατόμων που επέλεξαν το ακαδημαϊκό λειτούργημα, έγκειται στο γεγονός ότι ενώ οι πρώτοι υπόκεινται ελέγχους σχεδόν κάθε πτυχής της ζωής τους στο πλαίσιο του δημόσιου βίου, οι ακαδημαϊκοί απολαμβάνουν το προνόμιο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας το οποίο, όσον αφορά τις ακαδημαϊκές και επιστημονικές τους δραστηριότητες, δυνατό να οδηγήσει σε επιστημονική πρόοδο των πιο υψηλών προδιαγραφών ή αντίστροφα στην επιστημονική παρακμή, στην στοχαστική διαφθορά όπως ορίστηκε πιο πάνω, στην ηθική εξαθλίωση όσων θελήσουν να υπηρετήσουν το ακαδημαϊκό λειτούργημα και στην υποβάθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης.   
[46] Αυτή η επισήμανση απαιτείται να συνεκτιμάται με την θέση που υιοθετείται σε άλλο σημείο, ότι δηλαδή το εθνικό συμφέρον των μη ηγεμονικών και μη αναθεωρητικών κρατών αποτελεί θεμιτή και συμβατή αξίωση με την συλλογική αξίωση ελευθερίας των κοινωνιών και ότι το εθνικό συμφέρον αυτών των κρατών καμιά σχέση δεν έχει με τις ηγεμονικές αξιώσεις ισχύος και τις συνεπακόλουθες φασιστοειδείς-σοβινιστικές ιδεολογίες που συνοδεύουν αυτές τις αξιώσεις ισχύος.
[47]  Οι οποίες σχετίζονται με συγκεκριμένες πολιτικές καταστάσεις, εθνικά συμφέροντα ή ιδεολογικές προτιμήσεις ή ακόμη και με επιχειρηματικά συμφέροντα ιδιωτών. Είναι επιστημονικά αδιάφορες οι υποκριτικές και ύπουλες εκλογικεύσεις υπηρετών των αξιώσεων ισχύος πως δήθεν «η κρατική κυριαρχία είναι μύθος», «εισήλθαμε στην μεταεθνική εποχή όπου λαϊκή κυριαρχία δεν έχει σημασία …»  Ο αναλυτής που θα έλεγε τέτοιες ασυναρτησίες δυνατό να είναι αγράμματος, ανόητος ή συνειδητός υπηρέτης των ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος για διεθνείς αλλαγές. Δεν σχετίζεται, όμως, με την επιστημονική ή πολύ περισσότερο με την ακαδημαϊκή μελέτη των διεθνών σχέσεων. Το γεγονός ότι στην βάση τέτοιων ασυναρτησιών μια (κοσμοθεωρητικά ασθενής) κοινωνία και οι πολιτικοί της ηγέτες θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να αποδειχθούν ευκολόπιστοι εις βάρος της ελευθερίας τους και της ακεραιότητας της κρατικής τους κυριαρχίας είναι σημαντικό για το μέλλον τους αλλά επιστημονικά αδιάφορο. Μελλοντικά, ο διεθνολόγος-ιστορικός δεν θα κρίνει κατά πόσο ήταν δίκαιο ή άδικο να εκκενωθεί η Κύπρος από την τρισχιλιετή ελληνική παρουσία στην βάση το ηγεμονικής έμπνευσης σχέδιο Αναν ή το κατά πόσον ήταν ορθό, ηθικό ή δίκαιο να αλλάξει το κυριαρχικό status quo στην Θράκη ή στο Αιγαίο. Θα κρίνει το κατά πόσον επαληθεύτηκε ακόμη μια φορά το γεγονός ότι σ’ ένα άναρχο διεθνές σύστημα όπου υπάρχουν αίτια πολέμου «ο απρόσεκτος και ευκολόπιστος και ο στοχαστικά-πολιτικά διαβρωμένος και αδύναμος υποχωρεί και συρρικνώνεται ή και εξαφανίζεται». Ούτε βεβαίως ο ιστορικός-διεθνολόγος του μέλλοντος θα σταθεί στα αίτια της διάβρωσης, συρρίκνωσης ή εξαφάνισης μιας αδύναμης χώρας αν τα αίτια μιας τέτοιας μιζέριας και δυστυχίας βρίσκονται στους ακαδημαϊκούς διορισμούς, στην άναρχη διαπλοκή επιχειρηματικού κόσμου και πανεπιστημίων, στην εξάρτηση πολλών ηγετικών ελίτ από ηγεμονικής αξιώσεις ισχύος, στην στοχαστική διάβρωση του πνευματικού κόσμου από διεθνιστικές-κοσμοπολίτικες ιδεολογικοπολιτικές ασυναρτησίες και στην επέκταση όλων αυτών των παρακμιακών φαινομένων στην βιβλιογραφία, στις επιφυλλίδες, στον δημοσιογραφικό κόσμο και στα διεθνολογικά τμήματα. Αν και οι συνέπειες φαινομένων ύβρεων, προσωπικών υπονομεύσεων και ύπουλων ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων μένουν επειδή ενδεχομένως προκαλούν ανακατανομές προσωπικών συμφερόντων και κακεντρεχείς χαριεντισμούς των δραστών για τις συμβατικές τους επιτυχίες σ’ ένα παρακμάζοντα κοινωνικό ή επιστημονικό χώρο, είναι εν τούτοις επιστημονικά αδιάφορες. Είναι επίσης ζήτημα γούστου κατά πόσο πρέπει κάποιος να ασχολείται με τέτοια θέματα ή να τα καταδικάζει στην περιφρόνηση και στην αδιαφορία. Υπό αυτήν την έννοια ο υπογράφων παραδέχεται ότι κατά την διάρκεια της δεκαπενταετούς ακαδημαϊκής του παρουσίας στην Ελλάδα υπήρξε συχνά κακόγουστος. Το πρόβλημα που τίθεται στην Ελλάδα ή σε άλλα κράτη, εν τούτοις δεν είναι οι προσωπικές επιλογές του καθενός για τις οποίες ευθύνεται και για τις οποίες συνήθως υπόκειται ζημιές. Το πρόβλημα αφορά κυρίως κακότυχους φοιτητές και παραπλανημένους αναγνώστες που παγιδευμένοι σε θεσμικά πλαίσια εντυπωσιάζονται από ακαδημαϊκούς τίτλους για να υποστούν έτσι τις συνέπειες της στοχαστικής παρακμής.       
[48] Bull H. Η άναρχη κοινωνία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2002) σ. 384.
[49] Ο αναγνώστης που είναι εξοικειωμένος με τα κείμενα του γράφοντος και ιδιαίτερα στις οντολογικές θεμελιώσεις στην τελευταία μονογραφία (Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο …), γνωρίζει ότι με ο όρος «θετική σκέψη» δεν αφορά τις συνήθεις νεωτερικές μεταφυσικού χαρακτήρα θεωρήσεις περί παγκόσμιου ορθολογισμού. Αφορά αντίθετα αυστηρά οροθετημένα κριτήρια ο ορθολογισμός των οποίων ελέγχεται ανάλογα με την συμβατότητά τους με την αξίωση συλλογικής ελευθερίας, τις κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των διεθνών σχέσεων και τους κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένους σκοπούς των μη ηγεμονικών κρατών. 
[50] Αναμφίβολα, συχνά παρατηρείται εκδήλωση τέτοιων φαινομένων σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής μιας οποιασδήποτε χώρας. Στην ανάλυση της διεθνούς πολιτικής, όμως, η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι, πρώτον, οι κοινωνικοπολιτικοί έλεγχοι δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ποιος θα ελέγξει κοινωνικοπολιτικά, για παράδειγμα, μια ψευτο-επιστημονική θέση ότι η παγκοσμιοποίηση καθιστά την κρατική κυριαρχία αναλώσιμη και την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων περίπου αναχρονιστική! Μια τέτοια επιστημονικά αβάσιμη θέση αν και βαθύτατων διανεμητικών προεκτάσεων για τις διακρατικές σχέσεις, κεκαλυμμένη πίσω από μανδύες επιστημονικών περγαμηνών αφορά μακρινά αισθητά απρόσιτα ή αδιάφορα για τον μέσο άνθρωπο ζητήματα. Συγκριτικά, αν μια ανάλογη ανάλυση αφορά ζητήματα ενδοκρατικής φύσης όπου άτομα και ομάδες θα θιγούν από τις αναδιανεμητικές συνέπειες αποδοχής μιας αντίστοιχης θέσης, θα ενεργοποιηθούν οι κοινωνικοπολιτικοί έλεγχοι και εξισορροπήσεις για να την ελέγξουν.      
[51] Η ποιοτική βαθμίδα μιας οποιασδήποτε ανάλυσης στις κοινωνικές επιστήμες συναρτάται κυρίως με το κατά πόσο, αφενός βρίσκεται σε συμβατότητα με το οικουμενικό επιστημονικό κεκτημένο και αφετέρου με το κατά πόσον προσθέτει θετικά και ουσιαστικά σ’ αυτό το κεκτημένο. Για παράδειγμα, δυνατό να γράφτηκαν εκατό εκατομμύρια κείμενα για το διεθνές σύστημα, ελάχιστα όμως βρίσκονται σε συμβατότητα με την αδιασάλευτα επιστημονικά αξιόπιστη και αξιολογικά ελεύθερη θουκυδίδεια περιγραφή ενός άναρχου διεθνούς συστήματος. Ακόμη λιγότερα είναι εκείνα τα κείμενα (κυρίως των Carr, Gilpin, Bull, Wight, Aron, Waltz και Κονδύλη) που πρόσθεσαν κάτι νέο στο μνημειώδες έργο Πελοποννησιακός Πόλεμος (Για την αιτιολόγηση αυτής της θέσης βλ. Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης …, κεφ. 7.4-7.6.
[52] Η κλίμακα μιας τέτοιας αντίληψης, κυμαίνεται από την θέση ότι «στον σύγχρονο κόσμο δεν υπάρχει εθνικό συμφέρον» μέχρι την εθνικιστική-σοβινιστική θέση που οδηγεί σε επεκτατικές αξιώσεις εις βάρος άλλων κυρίαρχων κοινωνιών. Δεν είναι τυχαίο ότι, όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο, ο υπογράφων κάνει την διάκριση μεταξύ αναθεωρητικών-ηγεμονικών κρατών και κρατών που υπεραμύνονται το status quo. Τα φαινόμενα αυτά, όπως υπογραμμίζεται, δεν είναι άσχετα με τα αίτια πολέμου και κυρίως με το φαινόμενο της άνισης ανάπτυξης. Σε κάθε περίπτωση ορθολογισμός στις διακρατικές σχέσεις σημαίνει συμπεριφορές βασισμένες σε αντιλήψεις εθνικού συμφέροντος μη ηγεμονικά προσδιορισμένου. Μόνο το εθνικό συμφέρον και η εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία όπως προσδιορίζονται από το διεθνές δίκαιο και τους θεσμούς συλλογικής ασφάλειας μπορούν να αποτελέσουν βάση ορθολογιστικής λειτουργίας του διεθνούς συστήματος.
[53] Αν και αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο εκτενούς ξεχωριστής ανάλυσης στο παρόν σύντομο κείμενο, υπογραμμίζεται ότι η συζήτηση για την λύση του κυπριακού από το 2001 μέχρι το 2004 αποτελεί την σημαντικότερη ίσως περίπτωση μέτρησης και στάθμισης αυτών των στάσεων-αντιλήψεων στην Ελλάδα ενάμιση περίπου αιώνα μετά την εθνική ανεξαρτησία. Στο επίπεδο της κοινωνίας κάποιος πρέπει να πάρει τοις μετρητοίς τις δημοσκοπήσεις ιδιωτικών εταιρειών για να αποδεχθεί την θέση ότι η ελληνική κοινωνία απέρριπτε αυτό το σχέδιο. Στο επίπεδο της πλειονότητας των αναλυτών και των πολιτικών ηγετών, όμως, εκδηλώθηκε μια απερίφραστη –και συχνά φανατική– υποστήριξη του ανελεύθερου-φασιστοειδούς σχεδίου Αναν που παραβίαζε τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, που παραβίαζε τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, που κατέστελλε παντοτινά τα ανθρώπινα δικαιώματα και που κατέστελλε επίσης παντοτινά την κυπριακή λαϊκή κυριαρχία δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα διεθνοπολιτικό καθεστώς αποικιακού χαρακτήρα. Αναμφίβολα, το σχέδιο Αναν προσφέρει ένα αλάνθαστο μέτρο στάθμισης της ποιότητας των αναλύσεων στην Ελλάδα και των ιδεολογικών τάσεων των πολιτικών ελίτ.  
[54] Για τα μέλη κοινωνιών κοσμοθεωρητικά-κοινωνικοπολιτικά αναπτυγμένων (ακόμη και λιγότερο ισχυρών κρατών) η κρατική κυριαρχία αποτελεί έσχατο και αδιαπραγμάτευτο αγαθό. Για λιγότερο συνεκτικές κοινωνίες όπου η διανόηση κατατείνει συνειδητά ή ασυνείδητα να υποστηρίζει αξιώσεις ισχύος στην βάση –συχνά ανόητων– πολιτικών εκλογικεύσεων, αυτές οι δεσμεύσεις στα έσχατα συλλογικά συμφέροντα είναι δήθεν αναχρονιστικές. Έτσι, για παράδειγμα, όσον αφορά αξιώσεις κατά της κρατικής  κυριαρχίας κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου θα γραφόταν το εξής ιδεολόγημα-θεώρημα: Αν και το διεθνές δίκαιο αποτελεί την ασφαλέστερη προσέγγιση επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών «δεν πρέπει να κρυβόμαστε πίσω από νομικισμούς … Σε τελευταία ανάλυση, στην εποχή της κοινωνίας της πληροφορικής, της παγκοσμιοποίησης και των παγκόσμιων δικτύων, διασυνοριακές διενέξεις, αξιώσεις κυριαρχίας, εθνοτικές συγκρούσεις» είναι αναχρονισμός. Πρόσθετη παρατήρηση: η προσεκτική διατύπωση αυτών και άλλων συναφών επισημάνσεων στο παρόν κείμενο για γνωστότατα φαινόμενα στην ανάλυση της εξωτερικής πολιτικής στην Ελλάδα τις τρις τελευταίες δεκαετίες γίνεται με γνώμονα την τελική εκτίμηση του υπογράφοντος για το επίπεδο των επιστημονικών συζητήσεων στην Ελλάδα και την παντελή απροθυμία του να (ξανά)εισέλθει σε διαδικασία συζητήσεων όπου αντί επιχειρημάτων προσωποποιείται η συζήτηση μέχρι και του σημείου δολοφονίας χαρακτήρων. Ακόμη πιο σημαντικό, η προπέτεια μερικών νεοεισερχομένων αναλυτών διεθνών σχέσεων ειδικών στην στήριξη των ηγεμονικών πολιτικών εκλογικεύσεων και των επιχειρηματικών συμφερόντων είναι τέτοιου βαθμού και έκτασης που καθιστά κάθε «διάλογο» ή «διαμάχη» περιττή. Η τελική μου θέση που υποστήριξα εκτενώς αλλού (Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης …) είναι ότι εάν η ανάλυση των διεθνών σχέσεων εκτροχιαστεί σε βαθμό που δεν επιτρέπει πλέον την διεξαγωγή σοβαρού επιστημονικού διαλόγου, δημιουργούνται κίνδυνοι για τα έσχατα συμφέροντα της Πολιτείας, θέτουν σε κίνδυνο την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια και αποτελεί πλέον ζήτημα-πρόβλημα της κοινωνίας. Ένα τέτοιο ζήτημα, ακριβώς, είναι η επιστημονική ποιότητα των πανεπιστημίων όταν για την δημιουργία κα ανάπτυξή τους δεσμεύονται τεράστιοι πολύτιμοι πόροι. Για προγενέστερη ανάλυση αυτού του φαινομένου με πιο συγκεκριμένες αναφορές βλ. την Επετηρίδα Διεθνών Σχέσεων 1995, του «Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων» του Παντείου Πανεπιστημίου και στα σχετικά κείμενα τόσο του υπογράφοντος όσο και άλλων που παρατίθενται αυτούσια. Βλ. επίσης τους «διαξιφισμούς» Π. Ήφαιστου-Θ. Κουλουμπής, στην Επετηρίδα Διεθνών Σχέσεων 2003 του «Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων», Πάντειον Πανεπιστημίου, 2003.   
[55] Τέτοιες επιθυμίες δυνατό να είναι, για παράδειγμα, η κατάργηση των κρατών και η δημιουργία κάποιου είδους παγκόσμιας ρυθμιστικής εξουσίας (αυτοκρατορικής-ηγεμονικής, αταξικής, ρατσιστικής, χριστιανικής, παγκόσμιας ομοσπονδίας δημοκρατικών κοινωνιών, κτλ), η άμεση και κατασταλτική εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και η απολιτική-κοσμοπολίτικη δόμηση του κόσμου. Είναι προφανές ότι τέτοιες σκέψεις εμπίπτουν όχι στη σφαίρα της ανάλυσης των διεθνών σχέσεων αλλά της φαντασίας κάποιων ουτοπιστών στους οποίους ήδη αναφέρθηκα ή της επιθυμίας κάποιων ηγεμονικών κρατών να ασκήσουν στρατηγικό ή και άμεσο έλεγχο επί των υπόλοιπων κρατών.    
[56] Κάποιος, καλά θα κάνει να λαμβάνει υπόψη ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ διακρατικού δικαίου (δηλαδή, του συμβατικών διατάξεων που ορίζουν την  διεθνή τάξη απόρροια των προνοιών πολυμερών και διμερών συνθηκών), διακρατικής ή διεθνούς δικαιοσύνης (που απαιτεί όπως η «κοινότητα των κρατών» προδιαγράψει τα διακρατικά κριτήρια απόδοσης δικαιοσύνης όταν αναφύονται διακρατικές διαφορές και/ή αξιώσεις διεθνούς αλλαγής) και παγκόσμιας δικαιοσύνης (που είναι ανύπαρκτη και ανέφικτη επειδή απαιτεί μια παγκόσμια κοινωνία και μια νομιμοποιημένη παγκόσμια ηθικοκανονιστική δομή). Ο άναρχος δρασκελισμός μεταξύ αυτών των διαφορετικών εννοιών αν και ερμηνεύεται με όρους αξιώσεων ισχύος των ηγεμονικών δυνάμεων είναι ανερμήνευτος σε κείμενα επιστημονικών αξιώσεων.
[57] Την ύστερη εποχή, επιχειρούν να υποδηλώσουν ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας θα μπορούσε, ενδεχομένως, να εφαρμόσει πολιτικά κριτήρια (απόρροια ομοφωνίας των μονίμων μελών του) για επεμβάσεις στο εσωτερικό των κρατών «όταν κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια». Για αντικειμενικούς λόγους, τέτοιες επεμβάσεις δεν μπορεί να έχουν μόνιμο και καθολικό χαρακτήρα. Πρώτον, παραβιάζεται το πνεύμα των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου και πιο συγκεκριμένα οι πρόνοιες του Κεφαλαίου Ι του Χάρτη του ΟΗΕ. Δεύτερον, απαιτείται να προσδιοριστούν προγενέστερα τα κριτήρια έκτακτης ανάγκης που νομιμοποιούν διεθνείς επεμβάσεις. Τρίτο, η προσπάθεια «άτυπης» καθιέρωσης τέτοιων πρακτικών ως προσέγγιση επίτευξης του «λιγότερο κακού» που προκρίνει μια ηγεμονική τάξη εντάσσεται σε μια προγενέστερη συζήτηση μεταξύ «διεθνούς τάξης» και «διεθνούς δικαιοσύνης». Η αδυναμία συμφωνίας μεταξύ των κρατών για τα πολιτικά κριτήρια διεθνούς δικαιοσύνης πρόκρινε στις διεθνείς αποφάσεις του 1939-1945 που οδήγησαν τα κράτη, τελικά, στην εγκαθίδρυση θεσμών συλλογικής ασφάλειας που αφορούν μόνο την τάξη και όχι την δικαιοσύνη. Ακόμη και όσον αφορά αυτή την τάξη, επίσης, δεν ορίστηκαν σαφείς όροι διεθνούς επέμβασης αλλά μόνο συμφωνήθηκε η προαναφερθείσα ασαφής και γενικόλογη πρόνοια «για τους κινδύνους της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας» που αδράνησε κατά την διάρκεια του ψυχρού πολέμου λόγω αιτιών πολέμου (ηγεμονικών ανταγωνισμών») και ενεργοποιήθηκε επιλεκτικά, μεμονωμένα και αμφιλεγόμενα κατά την διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής περιόδου. Για το ζήτημα αυτό και περιπτωσιολογικές αναφορές για την κρίση στο Ιράκ το 2003 βλ. εκτενή ανάλυση στο Π. Ήφαιστος, Η επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων … ό.π., κεφ. 7. Για την κρίση στο Αφγανιστάν την περίοδο 2001-2002 βλ. Π. Ήφαιστος, Ο πόλεμος και τα αίτιά του, ό.π., ιδ. κεφ. 16. 
[58] Οι συλλογισμοί αυτοί δεν συμπεριλαμβάνουν εκείνες τις συμφωνίες –όπως για παράδειγμα το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο– στην βάση των οποίων τα κράτη ενσωματώνουν κοινές δικαιακές διατάξεις και οι κυβερνήσεις τους υπόσχονται να τηρούν και να συμμορφώνονται με αυτές και με τις συνεπακόλουθες αποφάσεις διεθνών θεσμών που ιδρύονται για τον σκοπό αυτό. Τέτοιες ρυθμίσεις δεν ακυρώνουν αλλά ενισχύουν την κρατική κυριαρχία, δεν είναι διεθνιστικού χαρακτήρα η μακρόχρονη βιωσιμότητά τους και ομαλή λειτουργία τους συναρτάται με την επίλυση των αιτιών πολέμου.
[59] Για παράδειγμα, διαφορετικά ερμηνεύονται και εφαρμόζονται οι καταστατικές πρόνοιες του ΟΗΕ σε διεθνή προβλήματα όπως το Κυπριακό, το Ιρλανδικό, το Παλαιστινιακό, την κρίση περί το Αφχανιστάν το 2001-2 και την κρίση στο Ιράκ το 2003-4.
[60] Θουκυδίδης V89 και V97.
[61] Μεταξύ πολλών άλλων, ένα αναπόδραστο συμπέρασμα μιας τέτοιας ανάλυσης θα είναι η αντίφαση που υπάρχει εκ του γεγονότος ότι η απόκτηση της ελευθερίας του μητροπολιτικού κράτους οφείλεται στις εγκληματικές πράξεις των αντιπροσώπων του τον Ιούλιο του 1974. Πολλά πολιτικά και πνευματικά ελίτ του ίδιου κράτους στην συντριπτική πλειονότητά τους το 2002 και 2004 υποστήριξαν ότι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο –που θα αποτελέσει μάλιστα, όπως βλακωδώς ή υποκριτικά υποστηρίχθηκε από πολλούς, πρωτοποριακό πείραμα του … μεταεθνικού κόσμου που επέρχεται– η καθολική και παντοτινή καταστολή της συλλογικής ελευθερίας των κυπρίων τόσο στο κατεχόμενο μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και στην υπόλοιπη ακρωτηριασμένη επικράτειά της.
[62] Αρκεί κάποιος να διατρέξει τα περισσότερα κείμενα των ελλήνων διανοουμένων (πανεπιστημιακών και μη) της μεταψυχροπολεμικής εποχής για να διαπιστώσει ότι κυριαρχούν, μεταξύ άλλων, τα εξής θεωρήματα-ιδεολογήματα: 1) Εισήλθαμε στην «μεταεθνική εποχή» όπου η έννοια του έθνους-κράτους και της κυριαρχίας έχει ελάχιστη ή καθόλου νόημα (στην βάση αυτού του αστείου επιχειρήματος στηρίχτηκαν οι περισσότερες θέσεις που υποστήριξαν το ανελεύθερο σχέδιο Αναν). 2) Στον «σύγχρονο κόσμο» η χρήση βίας και οι διακρατικές διενέξεις είναι αναχρονιστικές συμπεριφορές (εννοώντας, ασφαλέστατα, ότι είναι αναχρονιστικό η Ελλάδα να αμύνεται κατά αναθεωρητικών αξιώσεων γειτονικών κρατών τις οποίες είτε υποβάθμιζαν είτε υπερασπίζονταν μέχρι του σημείου που υποστηρίχθηκε ότι η Ελλάδα στο Αιγαίο ακολουθεί … επεκτατική πολιτική). 3) Η παγκοσμιοποίηση και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση καθιστούν την έννοια του εθνικού συμφέροντος αναχρονιστική και τη στήριξη των εθνικών συμφερόντων εθνικιστική συμπεριφορά. 4) Η δημιουργία μιας «παγκόσμιας κοινωνίας» επιτρέπει στην «διεθνή κοινότητα» επεμβάσεις στο εσωτερικό των κρατών για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 5) Οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά το 2001 είχαν δικαίωμα μονομερών διεθνών επεμβάσεων εκτός των διεθνών θεσμών επειδή βρίσκονται σε αυτοάμυνα. 6) Η ελληνική εξωτερική πολιτική πρέπει να έχει ως γνώμονα τα νεοφιλελεύθερα θεωρήματα.  
[63] Αυτονόητα, οι προεκτάσεις αυτής της θέσης είναι βαθύτατες, γεγονός που κατοπτρίζεται στην αυστηρότητα με την οποία το διεθνές δίκαιο και οι καταστατικοί χάρτες των οργανισμών συλλογικής ασφάλειας ορίζουν την εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία. Αν πάρουμε ως παράδειγμα τους εγκληματίες πολέμου ή οικουμενικά παραδεκτές κατακτήσεις όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, κυρώσεις κατά των παραβατών μπορούν να υπάρξουν μόνο μετά από συμφωνία των κυρίαρχων κρατών που συνομολογούν αρμόδιους νομιμοποιημένους (από την «κοινότητα των κρατών) διεθνείς θεσμούς (όπως για παράδειγμα το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο). Οποιεσδήποτε άλλες κυρώσεις είναι παράνομες –ή τουλάχιστον δεν είναι νομιμοποιημένες και δικαιακά θεμελιωμένες– εάν είναι προϊόν μονομερών ή πολυμερών κάποιων συγκυριακά ισχυρών δυνάμεων των οποίων οι αιτιάσεις αποτελούν βασικά αξιώσεις ισχύος που σκοπό έχουν διεθνείς αλλαγές που εξυπηρετούν ηγεμονικά συμφέροντα. 
[64] Στο παρόν κείμενο γίνονται μερικές μόνο αναφορές στο σχέδιο Αναν για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος που υποβλήθηκε το Φθινόπωρο του 2002 και που απορρίφθηκε από τον κυπριακό λαό σε δημοψήφισμα στις 24 Απριλίου 2004. Επειδή δεν είναι το κεντρικό ζήτημα της παρούσης ανάλυσης, τονίζεται ξανά ότι η μελέτη θέσεων, αναλύσεων και δηλώσεων στο επίπεδο της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας και των ελλήνων στοχαστών για το σχέδιο Αναν επιβεβαιώνει σχεδόν απόλυτα την θέση ότι για πολλούς στην Ελλάδα το κράτος είναι αναλώσιμος θεσμός στο όνομα διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων παραδοχών που όπως πάντοτε ίσχυε στην ιστορία εξυπηρετούσαν ιμπεριαλιστικά-ηγεμονικά συμφέροντα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση του σχεδίου Αναν η ουσιαστική-απερίφραστη υποταγή της κυπριακής εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας εξυπηρετούσε ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Τουρκίας (στρατηγικός έλεγχος της Κύπρου), της Μεγάλης Βρετανίας (διατήρηση των στρατιωτικών βάσεων κατάλοιπο της αποικιακής εποχής) και των ΗΠΑ (γεωπολιτική εκμετάλλευση των βρετανικών βάσεων για επεμβάσεις και άλλες δραστηριότητες στην ευρύτερη περιφέρεια στην οποία ανήκει η Κύπρος). Τα συμφέροντα αυτά εκπληρώνονται πλήρως αν καταργηθεί η κυπριακή ανεξαρτησία και οι κύπριοι απολέσουν παντοτινά την συλλογική τους ελευθερία. Κατά βάση, το σχέδιο Αναν αποτελεί το αποκορύφωμα μιας πορείας ενάμιση περίπου αιώνα ξένης εξάρτησης κατά την διάρκεια του οποίου αν και η ελληνική κοινωνία αγωνιζόταν για ανεξαρτησία-ελευθερία αυτό δεν ήταν πάντοτε αυτονόητο στο επίπεδο πολλών ηγετών και διανοουμένων. Συντομογραφικά, ο καθένας δύναται να διακριβώσει ότι τα πλείστα κείμενα στο επίπεδο της ελληνικής διανόησης και αρκετών μελών της πολιτικής ηγεσίας αναφορικά με το σχέδιο Αναν θεωρούσαν την πολιτική κυριαρχία του κυπριακού λαού ως αυτονόητα αναλώσιμη στον βωμό κάποιας μυστηριώδους «μεταεθνικής εποχής» «της μιας υπερδυνάμεως» που καθιστά αιτήματα λαϊκής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας περίπου περιττά. Βλ. χαρακτηριστικά Στέλιος Ράμφος, Καθημερινή 21.12.2002. Προσθέτω ότι αν και θα γίνουν αναφορές σε μερικά αντιπροσωπευτικά κείμενα δεν απαιτούνται πολλές και εκτενείς παραπομπές επειδή στην συντριπτική τους πλειοψηφία τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν μετά το 2002 στον ελληνικό τύπο και σε πιο εξειδικευμένα περιοδικά απερίφραστα προσυπέγραφαν την δημιουργία του ανελεύθερου καθεστώτος όπως το περιέγραφε το σχέδιο Ανα, την κατάργηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων των κυπρίων, την απερίφραστη καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την κατάφορη παραβίαση του διεθνούς δικαίου.   
[65] Το αντίστροφο, δηλαδή οι εθνικιστικές-σοβινιστικές στάσεις και συμπεριφορές είναι αναμβίβολα ένα εξίσου συχνό φαινόμενο των διακρατικών σχέσεων. Το φαινόμενο του εθνικισμού-σοβινισμού, όμως, δεν εκδηλώνεται με πολιτικά αξιοπρόσεκτο ή πολιτικά σημαντικό τρόπο σε λιγότερο ισχυρά κράτη. Ακόμη πιο σημαντικό, όταν τέτοια εθνικιστικά φαινόμενα εκδηλώνονται σε λιγότερο ισχυρά κράτη δεν κατοπτρίζουν γηγενείς ιδεολογικές παραδοχές αλλά μόνο μεταπρατικές ιδεολογίες που γεννιούνται και ανθούν στα ισχυρά-ηγεμονικά κράτη (για παράδειγμα του ναζιστικού νεοταξισμού ή του αντίστοιχων φασιστοειδών ιδεολογιών της μεταψυχροπολεμικής εποχής (νεοφιλελευθερισμός). Ο διεθνιστικός σοβινισμός, όπως εύστοχα ονόμασε ο Hans Morgenthau (Politics among nations, Alfred Knopf, NY 1948) την τάση των ισχυρότερων κρατών να εκλογικεύουν τα συμφέροντά τους και τις κοσμοθεωρίες τους ως οικουμενικά, αποτελεί προνόμιο των ισχυρών-ηγεμονικών και/ή αναθεωρητικών κρατών. Αναθεωρητικά κράτη, ορίζονται ως αυτά τα οποία αρνούνται την ειρηνική επίλυση των διαφορών και απορρίπτουν εκκλήσεις για προσφυγή στους διεθνείς θεσμούς. Υπό αυτό το πρίσμα, ο υπογράφων έκανε την ουσιαστική διάκριση μεταξύ ηγεμονικών και/ή αναθεωρητικών κρατών και φιλειρηνικών κρατών στις διεθνείς σχέσεις. Πιο συγκεκριμένα, όταν ανακύπτουν διακρατικές διαφορές, τα δεύτερα είναι αυτά που αποδέχονται την προσφυγή στους διεθνείς θεσμούς για διαμεσολάβηση ειρηνικής επίλυσής τους στη βάση των υφισταμένων Συνθηκών. Βλ. Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης… ό.π., σ. 493-7.  
[66] Οι πτυχές αυτές –και κυρίως η ιστορική ανάδειξη του έθνους-κράτους ως αντιηγεμονικού θεσμού συλλογικής ελευθερίας, καθώς και η συνάρτησή του με το διεθνές δίκαιο και την συλλογική ασφάλεια– έχουν εξεταστεί εκτενώς από τον υποφαινόμενο στις τρις τελευταίες του μονογραφίες και γι’ αυτό δεν θα επανέλθω. Βλ. Κοσμοθεωρητική Ετερότητα και Αξιώσεις Πολιτικής Κυριαρχίας (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2001), Ο Πόλεμος και τα Αίτιά του (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2002) και Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, Διαδρομή, αντικείμενο, περιεχόμενο και γνωσιολογικό περιεχόμενο ό.π.
[67] Σε πρώτη φάση ο Καταστατικός Χάρτης της Κοινωνίας των Εθνών κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και σε δεύτερη φάση ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ μετά το 1945.
[68] Στην Ελλάδα, εν τούτοις, αυτό ακριβώς γίνεται από την συντριπτική πλειονότητα των ελλήνων διεθνολογούντων (με ή χωρίς ακαδημαϊκούς τίτλους).
[69] Όπως το ορίσαμε πιο μπροστά: Του κράτους το οποίο υπερασπίζεται το ισχύον κυριαρχικό καθεστώς όπως ορίζεται από τις συνθήκες και το διεθνές δίκαιο και το οποίο είναι έτοιμο όταν ανακύπτουν «διαφορές» να προσφύγει στους αρμόδιους διεθνούς θεσμούς για την ειρηνική επίλυση των διαφορών ή ακόμη και την εκδίκαση και λήψη αποφάσεων αναδιανεμητικών συνεπειών. Ακόμη και ελάχιστης νοημοσύνης άτομα δύνανται να κατανοήσουν ότι η εθνική στρατηγική ενός τέτοιου κράτους είναι πάντοτε αποτρεπτική, υπερασπίζεται το ισχύον κυριαρχικό καθεστώς και σέβεται τους διεθνείς θεσμούς. Όμως, στον βαθμό και στην έκταση που οι τελευταίοι δεν είναι αποτελεσματικοί όσον αφορά την διασφάλιση της διεθνούς τάξης, η αποτρεπτική στρατηγική ενός μη αναθεωρητικού φιλειρηνικού κράτους αποτελεί το ύστατο και έσχατο μέσο διασφάλισης της συλλογικής ελευθερίας μιας κοινωνίας. Μόνο στρεβλοί ή διαστρεμμένοι εγκέφαλοι ή άτομα που ενδεδυμένοι «επιστημονικούς» ή «λογικούς» μανδύες ύπουλα εξυπηρετούν τις φασιστοειδείς αξιώσεις ισχύος θα μπορούσαν να ισχυριστούν το αντίθετο.
[70] Είναι σαφές ότι ο υπογράφων δεν θεωρεί αναγκαίο να προσδιορίσει με ακρίβεια αυτά τα μέσα αλλά μόνο τους προσανατολισμούς εθνικής στρατηγικής ενός κράτους. Αυτό αποτελεί προνόμιο όχι του ακαδημαϊκού αλλά της κοινωνίας, των αντιπροσώπων της και των αρμοδίων οργάνων του κράτους. Καθήκον του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων ενός κράτους, για παράδειγμα, είναι να προσδιορίζει με ακρίβεια την κατανομή ισχύος, οι απειλές και οι κίνδυνοι και σε συνεργασία με άλλους πολιτειακούς θεσμούς όπως τα αρμόδια Υπουργεία και το Κοινοβούλιο να προσδιορίζονται με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια τα στρατιωτικά και διπλωματικά μέσα που διασφαλίζουν τα προαναφερθέντα εθνικά συμφέροντα.
[71] Υπό το πρίσμα τέτοιων επιστημονικά χυδαίων επιχειρημάτων που υπηρετούν φασιστοειδείς ηγεμονικούς σκοπούς η στοχαστική ασυδοσία δεν έχει όρια: Δυνατό ο Κλάουζεβιτς να ανακηρυχθεί πολεμοχαρείς και οι αναλυτές της αποτρεπτικής στρατηγικής πολεμοχαρείς οπαδοί του, οι εχθροί της ελευθερίας που υποστηρίζουν τα φασιστοειδή νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα ως «ήπιοι ρεαλιστές», να αιτιολογείται η απώλεια της ελευθερίας ως μονόδρομος ως αναγκαιότητα λόγω βούλησης-συμφερόντων των ισχυρών μπροστά στα οποία η Ελλάδα είναι ανήμπορη, να αιτιολογείται στις ίδιες σελίδες η υποχώρηση σε ζητήματα δημοκρατίας-ελευθερίας ως … φιλειρηνική στάση και να ενδύονται τέτοια πνευματικά τερατουργήματα με δικαιολογίες ότι σε τελευταία ανάλυση πρέπει να δεχθούμε ακόμη και απώλεια της ελευθερίας μας επειδή κάναμε φανταστικά λάθη που αυτοί αυθαίρετα ανακαλύπτουν.
[72] Όπως ήδη σημειώθηκε, οι προτάσεις Αναν στερούσαν από τους κυπρίους το σύνολο των κατακτήσεων πολιτικού και νομικού πολιτισμού της Δύσης, γεγονός που μολαταύτα δεν εμπόδισε την συντριπτική πλειονότητα των κατ’ όνομα «φιλειρηνιστών» υποστηρικτών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα να υποστηρίξουν με μανία και άνευ προηγουμένου φανατισμό αυτές τις φασιστοειδούς έμπνευσης προτάσεις.
[73] Συμπληρώνοντας τις επισημάνσεις σε άλλα σημεία για το σχέδιο Αναν προστίθεται ότι όταν προτάθηκαν αυτές οι (βρετανικής έμπνευσης) ανελεύθερες προτάσεις η συντριπτική πλειονότητα των ελλήνων διανοουμένων επιδόθηκε σε μια πρωτοφανή για νοήμονες ανθρώπους ιδεολογικοπολιτική εκλογίκευση της καταστολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ενός δεκάτου του ελληνισμού που κατοικεί ή έχει ως βάση την Κύπρο και την δημιουργία ενός νεοαποικιακού κρατικού εκτρώματος που αναιρούσε όλες ανεξαιρέτως τις κατακτήσεις πολιτικού πολιτισμού των διακρατικών και ενδοκρατικών σχέσεων. Ακόμη, πολλοί εμφανιζόμενοι ως ειδήμονες περί την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση υποστήριζαν αφοπλιστικά ότι το εκτρωματικό μόρφωμα θα μπορούσε να είναι εξαίρεση από το κοινοτικό κεκτημένο (ως και εαν είναι δυνατό η ΕΕ να αποφασίζει για το εσωτερικό πολιτικό καθεστώς ενός κράτους-μέλους) ύπουλα υποβάλλοντας έτσι την επιδιωκόμενη από τους βρετανούς αναίρεση του κεκτημένου της κυπριακής ένταξη που με κόπο και κόστος η κυπριακή και ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύτηκαν επί δεκαετία. Η αναίρεση της λαϊκής κυριαρχίας και η παντοτινή στέρηση της Κύπρου από το να έχει ένα δημοκρατικό καθεστώς δικαιολογήθηκε δημοσίως από επιφανείς συνταγματολόγους πως δεν έχει σημασία. Σε μια χαρακτηριστική περίπτωση (συζήτηση στον τηλεοπτικό σταθμό Μέγκα, λίγο πριν το δημοψήφισμα στην οποία μεταξύ άλλων συμμετείχαν οι καθηγητές Γιανναράς και Αλεβιζάτος ο τελευταίος υποστήριξε ότι στην σύγχρονη εποχή ο πολιτειακός ρόλος των ξένων δικαστών που πρόβλεπε το σχέδιο Αναν (βασικά λήψη αποφάσεων που αφορούν ζητήματα λαϊκής κυριαρχίας από έξωθεν διορισμένα άτομα) δεν δημιουργεί πρόβλημα. Ούτε λίγο ούτε πολύ προχώρησε στο ασυγχώρητο στοχαστικό-επιστημονικό ατόπημα να συγκρίνει αυτήν την πρωτοφανή πρόταση καταστρατήγησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την κατάργηση της κυπριακής λαϊκής κυριαρχίας (δηλαδή της συλλογικής ελευθερίας των κυπρίων) με την λήψη αποφάσεων στις Βρυξέλλες και τον ρόλο των δικαστών του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Μια τέτοια θέση, και μάλιστα εκφερόμενη από ένα συνταγματολόγο, καταδεικνύει είτε παντελή άγνοια του ζητήματος της δημοκρατίας-άσκησης λαϊκής κυριαρχίας στην ΕΕ και του τρόπου που αντιμετωπίζεται θεσμικά και πολιτικά είτε αυτοπεποίθηση ότι κάποιος για να υποστηρίξει τις ηγεμονικές αξιώσεις στην βάση λόγων που μόνο αυτός γνωρίζει, δύναται να εκτοξεύει μια αβάσιμη θέση κατά εκατομμυρίων ακροατών με την βεβαιότητα ότι δεν θα υπάρξει ο παραμικρός πολιτικός, στοχαστικός ή επιστημονικός έλεγχος. Στην περίπτωση που μόλις αναφέρθηκε θα μπορούσα να προστεθούν η ασυνέπεια μεταξύ προγενέστερων κειμένων για την λύση του κυπριακού και πολιτικών θέσεων για το σχέδιο Αναν εκ μέρους και άλλων επιφανών συνταγματολόγων, ζήτημα για το οποίο όμως λόγω χώρου το παρόν κείμενο αδυνατεί να επεκταθεί. Σε κάθε περίπτωση, στάσεις, θέσεις και επιχειρήματα όπως τα πιο πάνω, δείχνουν ότι προς το τέλος της υπό εξέταση περιόδου η περί τα διεθνή ανάλυση στην Ελλάδα έφθασε στο έσχατο όριο παρακμής (ανεύθυνες και αβάσιμες θέσεις, αντιφάσεις, επιστημονική ασυνέπεια, πολιτικολογία, φτηνές ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις, ετοιμότητα εκποίησης της ελευθερίας της ελληνικής-κυπριακής κοινωνίας (αλλά και όλων των υπόλοιπων κυπρίων) στα νεαποικιακά συμφέροντα, αποδοχή παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενός ολόκληρου λαού, άκριτη προσαρμογή σε ξένα πολιτικά, ψευτο-επιστημονικά κελεύσματα και απουσία κάθε επιστημονικού ή πολιτικού ελέγχου στις δημόσιες συζητήσεις. Όσον αφορά το τελευταίο σημείο, η σχεδόν παντελής απουσία αντίλογου στον δημόσιο διάλογο κατά την εκτίμησή μου προσέγγισε τα πρότυπα ολοκληρωτικών καθεστώτων: Τα πάντα υποτάχθηκαν στην υπέρτατη κρατούσα ανελεύθερη λογική επιβολής ενός ανελεύθερου καθεστώτος επί των κυπρίων και λυσσαλέα εκστρατεία υπέρ αυτού του «σκοπού» στον οποίο πρωταγωνιστούσαν πλείστα μέλη της ονομαζόμενης κοινότητας διεθνολόγων και πολιτικών επιστημόνων (των οποίων τα ονόματα συγκεντρώθηκαν κάτω από υποστηρικτικές του σχεδίου Αναν λίστες οι οποίες και πάλιν δεν παρατίθενται και δεν αναλύονται λόγω του περιορισμένου χώρου που διαθέτει το παρόν κείμενο).       
[74] Πολλοί δήθεν «προοδευτικοί» διανοούμενοι της μεταπολίτευσης (όρος αυθαίρετος και κυρίως αυθαίρετα προσδιορισμένος) που απέκτησαν το δικαίωμα ελεύθερου λόγου λόγω καταστροφής της Κύπρου αντιφατικά(;) υπήρξαν οι πρωτεργάτες των οργανωμένων εκείνων ομάδων που υποστήριξαν την παντοτινή καταστολή της ελευθερίας του κυπριακού λαού (ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων). Πρόκειται, κατά την εκτίμησή μου, για αχαριστία μπροστά στην οποία το εγκληματικό πραξικόπημα του Ιωαννίδη το 1974 ωχριά: Ενώ η άφρων αυτή ενέργεια έδωσε το πρόσχημα στην Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο –καταστροφικό γεγονός που δεν απέκλεισε όμως την δυνατότητα αποκατάστασης της διεθνούς τάξης, κάτι που αποτελούσε και τον κεντρικό στόχο της ευρωπαϊκής στρατηγικής ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ–, το εξωραϊσμένο από την ελληνική «διανόηση» σχέδιο Αναν πρόβλεπε απερίφραστα, όπως ήδη σημειώθηκε, την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την παντοτινή καταστολή της ελευθερίας όλων των κυπρίων.
[75] Τα αποσπάσματα αποδίδονται στα ελληνικά από τον υπογράφοντα από την αγγλική μετάφραση των Howard Μ./Paret P. On War (Princenton NJ, 1976).
[76] Βλ. χαρακτηριστικές περιπτώσεις δύο από τα πλέον αξιόλογα έργα που οικοδομούν πάνω στις Κλαουζεβιτζιανές θεωρήσεις, στο R. Aron, Penser la guerre, Clausewitz τόμοι I&II (Ed. Callimard, Paris 1976) και Κονδύλης Π. Θεωρία του Πολέμου (Θεμέλιο, Αθήνα 1988).
[77] Οι διεθνολογικά-επιστημονικά απαίδευτοι έλληνες διεθνολογούντες αγνοούν το γεγονός της αξιόπιστης διεθνούς βιβλιογραφίας ότι οι θεωρήσεις του Κλάουζεβιτς αποτελούν τις τελευταίες δεκαετίες τον πυρήνα του προβληματισμού που συναρτά τα μέσα και τους σκοπούς των συγχρόνων κρατών και ιδιαίτερα τις προσεγγίσεις των στρατηγικών τους επιλογών στην πυρηνική εποχή. Ερωτώ: Πως μπορεί να υπάρξει διεθνολογική συζήτηση επιστημονικών αξιώσεων όταν με επιστημονική χυδαιότητα άνευ ορίων δολοφονούνται χαρακτήρες με αντίστροφη της πραγματικότητας επίκληση των θεωρήσεων του Κλάουζεβιτς. Η μόνη λογική εξήγηση είναι η εξής: Στις προπαγανδιστικές ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις που πολλοί συχνά γράφουν σε επιφυλλίδες και απευθύνονται σε ανυποψίαστους αναγνώστες με φανερό σκοπό να υπονομεύσουν την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική, τους διευκολύνει συμβατικά το γεγονός ότι στο εξώφυλλο του γνωστού βιβλίου του Κλάουζεβιτς υπάρχει η τρομερή και ανήκουστη για την σύγχρονη παγκόσμια κοινωνία λέξη «ΠΟΛΕΜΟΣ»… (Βλ. στην αρχή του παρόντος κειμένου στην παραπομπή στην θέση του Martin Wight όταν συναρτά την ποιότητα των διεθνολογικών αναλύσεων με την έννοια του πολέμου).       
[78] Οι μόνοι «κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένοι σκοποί» είναι αυτοί που ορίζονται στο διακρατικό επίπεδο όσον αφορά την διεθνή τάξη και μόνο αν, διασταλτικά τα κράτη λειτουργούν με όρους μιας «Κοινότητας Κρατών» όπου γίνονται συμφωνίες και ορίζονται αρχές και κανόνες η εφαρμογή των οποίων θα μπορούσε να οδηγήσει μακρόχρονα στην εμπέδωσή τους και στην δημιουργία μιας «κοινωνίας κρατών» (η τελευταία περίπτωση δεν αποτελεί τον κανόνα αλλά την εξαίρεση επειδή αφενός, τα κράτη δεν λειτουργούν με όρους αλληλεγγύης αλλά με όρους συμφέροντος και αφετέρου, οι κυβερνήσεις τους δεν τηρούν πάντοτε τις υποσχέσεις τους και τους κανόνες). Κατά συνέπεια, το καλύτερο που μπορεί να αναμένεται στο ορατό μέλλον είναι μια κοινότητα κρατών όπου συμφωνούνται σκοποί μεταξύ των κυρίαρχων κρατών. Όμως, όπως υπογραμμίζεται σε άλλο σημείο, ακόμη και αυτοί οι σκοποί δεν εφαρμόζονται λόγω αιτιών πολέμου.  
[79] Το προνόμιο τέτοιων θέσεων, επίσης, έχουν και όσοι ενδύονται επιστημονικούς μανδύες για να καταστούν ηθελημένα ή άθελα ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένοι πολιτικοί μεταπράτες των ηγεμονικών κρατών και φερέφωνα των ιδεολογικοπολιτικών τους εκλογικεύσεων.
[80] Βλ. Rawls J., Το δίκαιο των λαών (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2002), ιδ. σ. 148 κ.ε. και 213 κ.ε. Αυτή η αναλυτική στάση του Rawls ερμηνεύει και την μεγάλη –εναντίον του– αντιπάθεια των φορέων νεοφιλελεύθερων ηγεμονικών παραδοχών στις Ηνωμένες Πολιτείες.
[81] Εκτίμησή μου μελετώντας την ελληνική βιβλιογραφία είναι ότι στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλα κράτη υπάρχει μια μοναδική σύγκλιση ιδεολογημάτων-θεωρημάτων μεταξύ αναλυτών με καταβολές από ποικίλα και διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα: μαρξιστών, αναρχικών, νεωτερικών φιλοσόφων, νεοφιλελευθέρων/«πλουραλιστών», κριτικών κοστρουκτιβιστών, φασιστών, κοσμοπολιτών). Το κοινό χαρακτηριστικό που επικρατεί τελικά ως κυρίαρχη τάση στην περιρρέουσα πνευματική ατμόσφαιρα της ύστερης εποχής είναι να αντλούνται αποσπασματικά από όλα αυτά τα ρεύματα σκέψης ως «στοχαστικός ψαχνός» το διεθνιστικό/κοσμοπολίτικο περιεχόμενό τους που αντιμάχεται τον θεσμό ελευθερίας του έθνους κράτους και θεωρεί την κρατική κυριαρχία αναλώσιμη. Οι εκφάνσεις αυτών των τάσεων συγκεκριμενοποιούνται και κωδικοποιούνται σε ποικίλες έννοιες όπως «παγκόσμια κοινωνία», «σύγχρονη εποχή», «μεταεθνική εποχή», «παγκοσμιοποιημένη εποχή», «εποχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» κτλ. Είναι φανερό ότι πρόκειται για μεταπρατική και/ή αποσπασματική μεταφορά στην ελληνική γλώσσα και βιβλιογραφία μερικών θεωρημάτων των ονομαζόμενων κριτικών και μεταμοντέρνων στοχαστικών ρευμάτων. Στην καλύτερη περίπτωση οι μεταπρατικές αναπαραγωγές εμπλουτίζονται με πλήθος ξενόγλωσσων παραπομπών που εντυπωσιάζουν τους ανυποψίαστους και στην χειρότερη καταγράφονται σε επιφυλλίδες ως δόγματα τα οποία όποιος τολμήσει να αμφισβητήσει είναι «εθνικιστής», φασίστας, πολεμοκάπηλος, πολεμοχαρής, κτλ. Περιττεύει να τονίσω ότι τέτοια αγοραία επιχειρήματα και άθλιες πρακτικές κατεβάζουν τον δημόσιο διάλογο και τις «επιστημονικές συζητήσεις» στην πιο χαμηλή ποιοτική βαθμίδα, δηλαδή, στο μηδέν.   
[82] ό.π., σ. 20 (σημ. 8). Εύστοχα, ο Rawls επισημαίνει ότι ο Carr ποτέ δεν αμφισβήτησε τον ρόλο της ηθικής κρίσης στην διεθνή πολιτική παρά μόνο άσκησε κριτική στην θεωρία για την αρμονία συμφερόντων στην διεθνή πολιτική.
[83] Ό.π., σ. 53-4.
[84] Ό.π., σ. 57-60
[85] Πρωταγωνιστής τον οποίο μιμήθηκαν πολλοί νεοεισελθέντες είναι ο Θοδωρής Κουλουμπής σε πάρα πολλές επιφυλλίδες και δοκίμια όπου και συνηθίζει να κατηγοριοποιεί τους έλληνες αναλυτές σύμφωνα με τις υποκειμενικές και πολιτικές του πεποιθήσεις. Για παράδειγμα, η ανάλυση του υπογράφοντος για τα αίτια πολέμου, το δίκαιο και την ισχύ που ο αναγνώστης διαβάζει στις γραμμές του παρόντος κειμένου αυθαίρετα χαρακτηρίζονται από τον κ Κουλουμπή με επίθετα όπως αυτά που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Επίσης μη διεθνολόγοι που εργολαβικά γράφουν περί τα διεθνή υπογράφοντας με τον ακαδημαϊκό τους τίτλο, συγχέουν όρους, έννοιες, σχολές σκέψης και πρακτική πολιτική. Για ένα τέτοιο χαρακτηριστικό κείμενο βλ. Θάνο Λίποβατς, «Πολιτική ισχύος ή ρεαλιστική πολιτική», Οικονομικός, 25.4.1996, σ. 45.
[86] Δυστυχώς για τον υποφαινόμενο συμβατικές σκοπιμότητες που επιβάλλουν σε κάποιο να αμύνεται κατά άδικων προσωπικών επιθέσεων με οδήγησαν συχνά σε τέτοιες αδιέξοδες διαμάχες με άτομα που αν και φορείς βαρύγδουπων συμβατικών τίτλων ήταν παντελώς ανίκανοι να διεξάγουν ένα ουσιαστικό επιστημονικό διάλογο. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανατρέξει στην Επετηρίδα Διεθνών Σχέσεων 1995, του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου και στα σχετικά κείμενα τόσο του υπογράφοντος όσο και άλλων που παρατίθενται αυτούσια.
[87] Για μια χαρακτηριστική περίπτωση βλ. τους «διαξιφισμούς» Π. Ήφαιστου-Θ. Κουλουμπής, στην Επετηρίδα του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, Πάντειον Πανεπιστημίου, 2003. Ο κ Κουλουμπής τόσο σε αυτά τα κείμενά του όσο και σε άλλα δείχνει να παρακάμπτει-παραβλέπει ή αγνοεί πλήρως το βάθος, το πλάτος και τις πολιτικές προεκτάσεις των κλαουζεμβιτζιανών θεωρήσεων. Έτσι, χρησιμοποιεί αδόκιμους όρους για να ταυτίσει τους θιασώτες των φασιστοειδών νεοφιλελεύθερων θεωρημάτων ως «ήπιους» και «σκληρός» για να χαρακτηρίσει συναδέλφους που εδράζουν τις αναλύσεις τους στην παραδοχή ότι κριτήριο. Οφείλω να ομολογήσω ότι μετά από μια μακρά διαδρομή τριών δεκαετιών στην θεωρία διεθνών σχέσεων θεωρώ «διαμάχες» σ’ αυτή την βάση άσκοπες. Αποτελούν «διάλογο κωφαλάλων», τα επιχειρήματα είναι διαφορετικών ποιοτικών προδιαγραφών και γι’ αυτό δεν συναντώνται. Ενώ από την μια πλευρά υπάρχει η αγωνία θεμελίωσης και πραγματολογικής επαλήθευσης από την άλλη υπάρχει μόνο σκοπιμότητα διάδοσης ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων. Προσθέτω με οδύνη ότι ένας άλλος πασίδηλος –όπως εύκολα συνάγεται από τις παραπομπές και υποστηρικτικά άλματα συλλογισμών κειμένων που περιέχουν τέτοιες προπαγανδιστικές θέσεις– είναι η στήριξη ατόμων που ειδικεύονται στις ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις όπως αυτές που την περίοδο 2001-2004 υποβάσταξαν τις ηγεμονικές αξιώσεις παντοτινής καταστολής της ελευθερίας, της λαϊκής κυριαρχίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο. Στην Ελλάδα, εκτίμηση του υπογράφοντος είναι ότι τείνει να καθιερωθεί ανεπίστροφα η έκφραση γνωμών, ηγεμονικής προπαγάνδας και ιδεολογικοπολιτικών προτιμήσεων ως επιστημονική, δήθεν, μελέτη των διεθνών σχέσεων που επιβραβεύεται και διευκολύνεται ποικιλότροπα από τα αρχαιότερα στελέχη του κλάδου. Η διαφθορά των επιστημονικών εκτιμήσεων από ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις δεν μπορεί παρά να αποδυναμώσει τις δυνατότητες ανάλυσης και εκτίμησης στο εσωτερικό μιας κοινωνίας και να οδηγήσει στην λήψη αποφάσεων που εδράζονται σε λάθος βάση.
[88] Επειδή οι επισημάνσεις του Δημήτρη Κώστα που παραθέτω πιο κάτω εκτιμώ ότι ισχύουν απόλυτα,  θέση μου είναι ότι η πορεία των πολυδάπανων για την ελληνική κοινωνία διεθνολογικών σπουδών πανεπιστημιακού επιπέδου έχει δρομολογηθεί σε ατραπούς που τις καθιστούν κοινωνικά και πρακτικά άχρηστες αν όχι επικίνδυνες για την εθνική ασφάλεια, την συλλογική ελευθερία των εμπλεκομένων κοινωνιών και την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιφέρεια που ανήκει η Ελλάδα. Αν και κανείς δεν αμφισβητεί ότι ανεξαρτήτως των προβλημάτων που θίγονται εδώ οι ακαδημαϊκοί επιβάλλεται να λειτουργούν υπό καθεστώς ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας, είναι ορθολογιστικό να επισημανθεί ότι τα μέλη μιας κοινωνίας που διαθέτει σπάνιους πόρους για τις διεθνολογικές σπουδές πανεπιστημιακού επιπέδου ίσως χρειάζεται να σκεφτεί την εναλλακτική τους διάθεση.
[89] Οι εκτιμήσεις του Δ. Κώνστα για τα θέματα αυτά είναι βαρύνουσας σημασίας. Από την δεκαετία του 1980 όταν άρχισαν να αναπτύσσονται οι διεθνείς σπουδές ο Δημήτρης Κώνστας συμμετείχε στα πλείστα εκλεκτορικά σώματα των ελλήνων διεθνολόγων. Με επιστημονικά και επιστημολογικά κείμενά του, επίσης, άσκησε βάσιμη κριτική στα φαινόμενα που οδηγούν στην παρακμή των διεθνών σπουδών στην Ελλάδα. Ενδεικτικά, η παρούσα ανάλυση παραπέμπει σε μερικά από αυτά τα κείμενα.
[90] Βλ. Ελληνική και Ευρωπαϊκή Πολιτική, 1991-1999, αναλύσεις και μαρτυρίες (Παπαζήσης, Αθήνα 1999), σελ.57.
[91] Παραθέτει επίσης και χαρακτηριστικές παραπομπές σε πλήθος δημοσιευμένα κείμενα των δραστών απαράδεκτων και αντιδεοντολογικών συμπεριφορών που θέλησε να στηλιτεύσει στο παραπεμπόμενο δοκίμιό του.
[92] Ο αναγνώστης απαιτείται να κατανοήσει ότι η κριτική του επιστημονικού κλάδου που υπηρετώ σ’ ένα σύντομο δοκίμιο –ιδιαίτερα μάλιστα όταν υπεισέρχονται ευαίσθητες προσωπικές και επαγγελματικές σχέσεις και όταν για δεοντολογικούς λόγους οι προθέσεις δεν αμφισβητούνται– δεν είναι εύκολη υπόθεση (και πολύ περισσότερο δεν είναι ευχάριστη υπόθεση).
[93] Όσον αφορά τον υποφαινόμενο τυγχάνει να τον «αναφέρουν» συχνά. Κατά κανόνα αυτές οι «αναφορές» φορτίζονται με αγοραίους χαρακτηρισμούς, στρεβλώνουν βάναυσα τα επιχειρήματα των επιστημονικών του δημοσιεύσεων και απρόκλητα προσωποποιούν την επιστημονική διαμάχη. Σε τέτοια ακριβώς φαινόμενα αναφέρονται και οι παραπεμπόμενες παράγραφοι του καθηγητή Δημήτρη Κώνστα.
[94] Όπως ανέφερα πιο πάνω, και ο υπογράφων κατά την διάρκεια αυτής της φάσης υποχρεώθηκε να γράψει πλήθος επιφυλλίδων. Μια πιθανή «δικαιολογία»  είναι ότι δεν ήθελα να είμαι απών από αυτόν τον «δημόσιο διάλογο» για να απαντώ σε δριμύτατες εναντίον μου αντιδεοντολογικές επιθέσεις και χαρακτηρισμούς και για να δημοσιοποιώ τις αναλύσεις μου λόγω ανυπαρξίας ουσιαστικού επιστημονικού διαλόγου.
[95] Η κατάταξη του υπογράφοντος στους «οπαδούς της ρεαλιστικής σχολής σκέψης» εξ αντικειμένου δεν είναι ορθή: Πρώτο, σε όλα τα κείμενά μου γίνεται η πρωτότυπη διάκριση μεταξύ αξιολογικά ελεύθερων πολιτικών ρεαλιστών και κατ’ όνομα μόνο πολιτικών ρεαλιστών που καπηλεύονται τις θεωρήσεις για να εκλογικεύσουν την ηγεμονική ισχύ. Δεύτερον, εκτιμώντας το σύνολο των δημοσιεύσεών μου με επιστημονικές αξιώσεις (το οποίο ο Δημήτρης Κώνστας γνωρίζει μιας και βρισκόταν σ’ όλα τα εκλεκτορικά μου σώματα ως εισηγητής σ’ όλες τις βαθμίδες της ακαδημαϊκής μου εξέλιξης), είναι δεδηλωμένο και πασιφανές ότι δεν προσυπογράφω απόλυτα καμιά συμβατική θεωρία, μιας και επιστημολογικά θεωρώ όλες τις θεωρίες λιγότερο ή περισσότερο βάσιμα εποικοδομήματα του επιστημονικού Παραδείγματος στο οποίο ανήκουν. Η αξιοπιστία αυτών των θεωριών που ουσιαστικά κτίζουν και εξειδικεύουν το Παράδειγμα (βλ. για παράδειγμα τις πολλές δημοσιεύσεις των Robert Gilpin, Kenneth Waltz και άλλων), ελέγχεται ανάλογα με την συμβατότητά τους με το επιστημονικό Ππαράδειγμα στο οποίο ανήκουν, καθώς επίσης και για το κατά πόσο δεν περιέχουν επιστημονικά ή λογικά σφάλματα και εφήμερες ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις. Κατά συνέπεια, το πλείστο των δημοσιεύσεών μου τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια είναι επιστημολογικά σκόπιμη επιστημονική προσπάθεια να οικοδομήσω κατευθείαν πάνω στο επιστημονικό Παράδειγμα στο οποίο ανήκει η επιστήμη που υπηρετώ. Μόνο στην συνέχεια και στα συμπεράσματά μου συναρτώ τα πορίσματα των πρωτογενών και δευτερογενών μου θεμελιώσεων με το υπόλοιπο θεωρητικό κεκτημένο (βλ. Η Επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων …, ό.π., κεφ. 5.1.1 σελ. 328 κ.ε., κεφ. 8.6 σελ. 656 κ.ε., πίνακα δελ. 661 και κεφ. 7.6.2 σελ. 559 κ.ε.). Τρίτον, ακόμη και σε επιφυλλίδες (εξ αντικειμένου μη επιστημονικά κείμενα) υπόκειμαι στο διαρκές βάσανο τήρησης πάγιων κριτηρίων αξιολογικής ελευθερίας, λόγος για τον οποίο τα συμπεράσματα παρατίθενται ως ιδέες προσανατολισμών και όχι ως προτάσεις πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι δεν είναι δυνατό να εξομοιωθούν οι αξιολογικά ελεύθερες θεωρήσεις μου σε επιστημονικά κείμενα ή ακόμη και σε επιφυλλίδες που πάντοτε εδράζονται σε οντολογικά θεμελιωμένη ηθική κρίση (αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας-κυριαρχίας και θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου) με τις αντίθετες ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις που υπερασπίζονται τις αναθεωρητικές και/ή ηγεμονικές αξιώσεις ισχύος κατά της ελληνικής και κυπριακής κυριαρχίας, καθώς και κατά άλλων κρατών του διεθνούς συστήματος. Εν τέλει, ίσως είναι χρήσιμο να επισημανθεί ότι οι δήθεν στοχαστικές διαμάχες είναι συχνά περιττές. Αποστολή του ακαδημαϊκού δεν είναι να «εκλαϊκεύει» αλλά να κάνει το ακριβώς αντίθετο. Οι κοινωνίες –εκείνες τουλάχιστον που επαξίως επιβιώνουν– δεν χρειάζονται τους ακαδημαϊκούς για να υπερασπιστούν την ελευθερία τους. Το δημοψήφισμα για το ηγεμονικής έμπνευσης σχέδιο Αναν στην Κύπρο στις 24 Απριλίου 2004 είναι χαρακτηριστική περίπτωση. Παρά την λυσσαλέα υποστήριξή του από την συντριπτική πλειονότητα των ελλήνων διανοουμένων η ίδια η κοινωνία διαφύλαξε (τουλάχιστον προσωρινά) την πολιτική κυριαρχία του κυπριακού κράτους. Απλά, πολλές δήθεν ακαδημαϊκές αναλύσεις απέδειξαν για μια ακόμη φορά ότι συχνά δεν είναι συμβατές με τις κατακτήσεις των ανθρώπων στις διεθνείς σχέσεις (δηλαδή τις αντιηγεμονικού χαρακτήρα θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου) και με την έννοια της ελευθερίας στις διεθνείς σχέσεις (δηλαδή την εθνική ανεξαρτησία-κυριαρχία που κατοχυρώνει το διεθνές δίκαιο).  
[96] Πιο κάτω, σ. 89 σημειώνει κάτι ακόμη πιο σημαντικό: «Είναι συνεπώς απόλυτα φυσικό η διεθνολογική επιστημονική ανάλυση να έχει παρουσιάσει μια εντυπωσιακή οπισθοχώρηση σε δύο πεδία: στο πως αντιλαμβάνεται ο μέσος πολίτης ένα αληθινό “επιστημονικό κλάδο” και στις πρακτικές ανάγκες αυτών που λαμβάνουν τις αποφάσεις». Σε άλλο σημείο συμπληρώνει: «Η παραμέληση της θεωρίας Διεθνών Σχέσεων, η κυριαρχία των ινστιτούτων που ασχολούνται αποκλειστικά με την εφαρμοσμένη έρευνα και η κατάτμηση της κοινότητας των διεθνολόγων έχουν επηρεάσει αρνητικά στην ανάπτυξη του πεδίου των διεθνών σχέσεων και της ανάλυσης της εξωτερικής πολιτικής στην Ελλάδα». Συμφωνώ και συμπληρώνω: Αυτή η καταστροφή, συνέπεια της οποίας ουσιαστικά κατασπαταλούνται δημόσιοι πόροι μακριά από την επιστημονική πρόοδο για την οποία διατίθενται, επιδεινώνεται εάν και όταν στα πανεπιστήμια: α) Γίνονται διορισμοί σε καθηγητικές θέσεις στην βάση πολιτικών και προσωπικών σκοπιμοτήτων. β) Επιστημονικά αναρμόδιοι εκλέκτορες διορίζουν διεθνολογικά απαίδευτα άτομα που ενδέχεται να είναι προσκολλημένα σε επιχειρηματικά συμφέροντα. Γ) Διορίζονται σε καθηγητικές θέσεις άτομα που η περιρρέουσα συμβατική ατμόσφαιρα θεωρεί σπουδαία επειδή δημοσίευσαν κάποια πολιτικά αρεστή επιφυλλίδα ή επειδή πήραν «βραβεία» (βραβείο Λένιν, βραβείο Ικπετζί», κτλ). Τέτοια ή παρόμοια κριτήρια, ασφαλώς, εμπίπτουν στην σφαίρα των κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων αλλά είναι ανεπίτρεπτο να επηρεάζουν την σφαίρα των επιστημονικών ελέγχων και των ακαδημαϊκών διορισμών (που ανήκουν στο άσυλο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας που προσφέρει το προνόμιο της ακαδημαϊκής ελευθερίας). Όπως τόνισα σε άλλη δημοσίευση, όταν μια ακαδημαϊκή κοινότητα παρακμάσει η ακαδημαϊκή ελευθερία καταντά ακαδημαϊκή αυθαιρεσία και οι δραστηριότητες των μελών της επικίνδυνες για την κοινωνία και την ανθρώπινη ελευθερία.        
[97] Ό.π., 85-6
[98] Περιττό να τονίσω ότι αυτές οι διακρίσεις δεν είναι μόνο πολιτικά ύπουλες αλλά και επιστημονικά λαθεμένες, σε βαθμό μάλιστα απαράδεκτο και ανεπίτρεπτο.
[99] Εάν αυτές οι περιγραφές της κατάστασης που επικρατεί στην «επιστημονική κοινότητα των διεθνολόγων» είναι ορθές, κατά την ταπεινή μου άποψη, τα μέλη της ενδιαφερόμενης κοινωνίας νομιμοποιούνται να ξανασκεφτούν την κατανομή των πόρων στα πανεπιστημιακά τμήματα.
[100] Όσον αφορά αυτή την «παρέα», όπως χαρακτηριστικά και εύστοχα την ονομάζει ο κ Δημήτρης Κώνστας, ίσως είναι άκρως ενδιαφέρον κάποιος να εξετάσει το είδος των επιστημονικών δημοσιεύσεων, την συχνότητα των συμμετοχών τους σε πολιτικές δραστηριότητες, τον ρόλο τους στην μανιώδη στήριξη του ανελεύθερου σχεδίου Αναν και τις αντιφάσεις των κατά καιρούς θέσεων υιοθετούν σε δοκίμια, βιβλία, άρθρα και επιφυλλίδες. Είναι επίσης άκρως ενδιαφέρον να εξεταστούν οι θέσεις τους για την εξέλιξη του διεθνούς συστήματος όπως εκφράστηκαν σε βιβλία και επιφυλλίδες στις αρχές της δεκαετίας του 1990 για την εξέλιξη του διεθνούς συστήματος.
[101] Ό.π. σ. 87-8.
[102] Αναφέρω ως παράδειγμα το γεγονός ότι ο κ Κουλουμπής, και όλως περιέργως πολλά από τα στελέχη του ιδρύματος πολιτικών αναλύσεων του οποίου κατά καιρούς βρισκόταν επικεφαλής, με αξιοπερίεργη ένταση και πυκνότητα καταπολέμησαν την υποβολή αίτησης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και στην συνέχεια εκστράτευσαν κατά της αποτρεπτικής στρατηγικής που διασφάλιζαν τις φιλειρηνικές και συμβατές με το διεθνές δίκαιο αξιώσεις κυριαρχικής ακεραιότητας της Κύπρου και της Ελλάδας. Περίπου μια δεκαετία αργότερα, υποστήριξαν με υπερβάλλοντα ζήλο το ανελεύθερο σχέδιο Αναν, το οποίο, μεταξύ άλλων, στερούσε από τον κυπριακό λαό τα ανθρώπινα δικαιώματα, ουσιαστικά καταργούσε την κυπριακή λαϊκή κυριαρχία, απόκλειε παντοτινά το δικαίωμα των κυπρίων να ζουν σε μια ανεξάρτητη δημοκρατία, καταργούσε την εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία της Κύπρου, άφηνε στο νησί αποικιακές βάσεις, διατηρούσε ξένους στρατούς και απέκλειε την προέκταση του κοινοτικού κεκτημένου της ΕΕ στην Κυπριακή Δημοκρατία. Για μια εμβριθέστατη και επιστημονικά βάσιμη θεμελίωση αυτών των προβλημάτων του προταθέντος σχεδίου βλ. την ανάλυση του συνταγματολόγου ομότιμου καθηγητή Γιώργου Κασιμάτη, Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και Κυπριακό, «Το Παρόν» 30.1.2005 και του ίδιου Για μια Ευρωπαϊκή Λύση του Κυπριακού, Ελευθεροτυπία, 17.12.2005, σελ. 48.     
[103] Ο κ Θοδωρής Κουλουμπής (όπως και ο κ Δημήτρης Κώνστας) συμμετείχαν στα περισσότερα εκλεκτορικά σώματα των πανεπιστημιακών διεθνολόγων τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.
[104] Με αυτή την επισήμανση δεν υπερτιμώ τον ρόλο των επιστημόνων στα κοινωνικά δρώμενα αλλά τις συνέπειες των δημόσιων παρεμβάσεών τους όταν με επιδεξιότητα τις επιστρατεύουν κράτη, συμμαχίες και άλλου πολιτικού φορείς διανεμητικών εξουσιών.  
[105] Ακόμη πιο έντονα θα είναι αυτά τα πολιτικά φαινόμενα αν οι περισσότεροι ή όλοι οι ακαδημαϊκοί ενός κράτους αυτό αποκλειστικά κάνουν.
[106] Χαρακτηριστικά, ο υπογράφων, εάν και όταν δεν εκφράζεται αξιολογικά ελεύθερα ως ακαδημαϊκός, είναι καταδικασμένος να επηρεάζεται από την προσωπική του διαδρομή πριν γίνει ακαδημαϊκός. Μεταξύ άλλων, υπηρέτησα στην διπλωματική υπηρεσία του κράτους που ανήκα επί μια περίπου δεκαετία και στο Γραφείο Μελετών του Κυπριακού της Κυπριακής Προεδρίας για την επεξεργασία των θέσεων της ελληνικής πλευράς. Σημειώνω ότι, ο κ Κουλουμπής, όπως ο ίδιος δήλωσε στο βιογραφικό του και αναφέρεται στα πρακτικά των ακροάσεων της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων (House of Representatives) που έγινε τον Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο 1971, την περίοδο 1958-1960 είχε υπηρετήσει ως αξιωματούχος («Commission Οfficer») στον αμερικανικό στρατό, ενώ την περίοδο 1960-1965, σε δύο δηλαδή σημαντικές φάσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, είχε υπηρετήσει στο αμερικανικό Υπουργείο Άμυνας ως επιχειρησιακός αναλυτής («operations research analyst»). Βλ. Greece, Spain and the Southern Strategy. Hearings before the subcommittee on Europe of the Committee on Foreign Affairs, House of Representatives. 92th Congress, 3rd session (July 12, 14,21, August 3rd, September 9,15 1971, σ. 2-25 (Statement of Theodore Couloumbis, Associate Professor of IR, the American University).
[107] Για εκτενή ανάλυση αυτών των πτυχών βλ. Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, ό.π., κεφ. 5.2.4.3, σελ. 364-371.   
[108] “No science of International Relations exists. The study of International relations in the English speaking word is simply a study of the best way to run the world from positions of strength”. Παρατίθεται στο M.Cox (ed), E.H.Carr, A critical appraisal (Palgrave, NY 2000), σ. 16 (σημ. 5).
[109] Όπως ήδη τονίστηκε, «δίκαιο» στις διεθνείς σχέσεις είναι το δίκαιο των Συνθηκών, δηλαδή η διεθνής τάξη. Αυτή η διεθνείς τάξη διέπεται από τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου για διακρατική ισοτιμία, μη επέμβαση και εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία. Κύρια αποστολή των διεθνών θεσμών συλλογικής ασφάλειας, εξάλλου, είναι η διασφάλιση αυτής της τάξης και η ειρηνική επίλυση των διαφορών. Οι αξιώσεις αλλαγής της διεθνούς τάξης διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: Πρώτον, τις αξιώσεις των φιλειρηνικών κρατών που αποδέχονται την εφαρμογή των Συνθηκών και που είναι έτοιμα για ειρηνική επίλυση των διαφορών στο πλαίσιο των διεθνών θεσμών. Δεύτερον, τις ηγεμονικές αξιώσεις ισχύος οι οποίες στην ιστορία των διεθνών σχέσεων αποτελούν και το κύριο αίτιο πολέμου.  
[110] Αυτονόητα, αν στο διεθνές σύστημα υπάρχουν κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένοι σκοποί αυτοί δεν μπορεί να είναι άλλοι από τους σκοπούς που τα ίδια τα κυρίαρχα κράτη ορίζουν στις μεταξύ τους σχέσεις και τους οποίους περιγράφουν στις –ως ζήτημα αρχής– αποδεκτές από όλους πρόνοιες των θεμελιωδών προνοιών του διεθνούς δικαίου και των συστημάτων συλλογικής ασφάλειας. Αυτονόητα, δεν αποτελούν κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένους σκοπούς οι μεταφυσικής υφής κοσμοπολίτικες και διεθνιστικές ιδέες «διεθνοπολιτικής θεολογίας» που εξ ορισμού και σ’ όλες τις πιθανές αποχρώσεις τους ίσαμε τις ακραίες συνέπειές τους αντιμάχονται την οντολογικού περιεχομένου συλλογική ανθρώπινη ελευθερία όπως ενσαρκώνεται στις αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας και εθνικής ανεξαρτησίας των φιλειρηνικών κυρίαρχων κοινωνιών (βλ. επίσης την προηγούμενη υποσημείωση).