«Ποια είναι αλήθεια αυτή η Τρόικα», αναρωτιέται εύλογα κανείς, «η οποία, με τη συμφωνία των πολιτικών και με την απίστευτη ανοχή των Πολιτών, έχει αναδειχθεί στην ιπτάμενη υπερκυβέρνηση των 17 ανεξάρτητων, πρώην δημοκρατικών χωρών της Ευρωζώνης, καθώς επίσης ολόκληρης της ΕΕ;»
«Ποια είναι η διευθύντρια του ΔΝΤ και ποιος της δίνει το δικαίωμα να αποφασίζει για τα εσωτερικά των χωρών της ζώνης του ευρώ; Ποιος λαός έχει εκλέξει τον διοικητή της ΕΚΤ στη θέση του, παραχωρώντας του τέτοιες υπερεξουσίες, καθώς επίσης τον πρόεδρο της Κομισιόν, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του διορισμένο αυτοκράτορα της ΕΕ;»
«Ποια είναι η δημοκρατική νομιμοποίηση όλης αυτής της ‘ομήγυρης’;», συνεχίζουν οι απορίες. «Με ποιο δικαίωμα ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας αποφασίζει για το μέλλον της Ευρώπης, για τα ευρωομόλογα ή για τις τράπεζες και υπό ποια δημοκρατική διαδικασία η καγκελάριος καθορίζει την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Κύπρος κλπ;».
«Γιατί αλήθεια αυτός ο ‘ελεγκτικός πολυεθνικός μηχανισμός’ των συνθηκών που επικρατούν στην Ελληνική οικονομία, όπου κανένας δεν γνωρίζει με ποια κριτήρια έχουν επιλεχθεί τα άτομα που τον αποτελούν, νομιμοποιείται να κυβερνάει μίαανεξάρτητη χώρα από το παρασκήνιο, επιβάλλοντας ακόμη και την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων – άρα όλων των εκλεγμένων δημοκρατικά οργανώσεων των κοινωνικών εταίρων;».
«Μία υπερχρεωμένη χώρα, η οποία αδυνατεί να πληρώσει τις οφειλές της, είναι υποχρεωμένη να υφίσταται τον αυστηρό έλεγχο και να ακολουθεί τις εντολές των πιστωτών της», θα μπορούσε εύλογα να απαντήσει κανείς, χωρίς να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες.
«Τα χρέη λοιπόν και η εξυπηρέτηση τους, καταργούν αυτόματα τη Δημοκρατία, εκλέγοντας από μόνα τους, αυτόνομα δηλαδή,de facto κυβερνήσεις;», θα συνεχίζαμε τότε να αναρωτιόμαστε, επιμένοντας να μην ξεφύγουμε από την κοινή λογική.
«Είναι αλήθεια δυνατόν να είναι τόσο αφελείς οι Πολίτες στις δημοκρατίες και να αποδέχονται αδιαμαρτύρητα την οικονομική δικτατορία (την ισχύ των χρημάτων), όταν ποτέ στην Ιστορία κανένας λαός δεν υποτάχθηκε στη στρατιωτική δικτατορία(στην ισχύ των όπλων);»
Ιστορικά κανένας λαός δεν οδηγήθηκε ποτέ στο ικρίωμα, χωρίς να επαναστατήσει – όσο δειλός και αν ήταν. Επομένως, είναι αδύνατον να συνεχίσουν να ανέχονται δουλικά οι Έλληνες την ολοκληρωτική κατάρρευση της χώρας τους, παράλληλα με τη μετατροπή της σε επίσημο προτεκτοράτο.
Στα πλαίσια αυτά, παρά τον αποπροσανατολισμό τους με κάθε τρόπο και με κάθε μέσον (λίστες κλπ.), είναι πολύ δύσκολο να παραμείνουν ήσυχοι και αμέτοχοι, «μέχρι την τελική πτώση» – εκτός εάν (καθ)οδηγηθούν σε εμφυλίους πολέμους (ιδιωτικοί υπάλληλοι εναντίον δημοσίων, φτωχοί εναντίον πλούσιων, αδιάφθοροι εναντίον διεφθαρμένων, μικρομεσαίοι εναντίον συνδικαλιστών, αριστεροί εναντίον δεξιών κοκ.), οι οποίοι συνήθως καταλήγουν, μέσα από την απότομη άνοδο των «πολιτικών άκρων» και των κοινωνικών «εντάσεων», σε πραξικοπήματα.
Φυσικά μπορεί, ευχόμαστε καλύτερα να κάνουμε λάθος - τόσο στις προβλέψεις, όσο και στις εκτιμήσεις μας. Φοβόμαστε όμως πως, εάν τελικά δεν λυθεί το κεντρικό, το ουσιώδες και ίσως το μοναδικό πρόβλημα της πατρίδας μας, η έλλειψη εμπιστοσύνης των Πολιτών προς την Πολιτεία, καθώς επίσης της Πολιτείας προς τους Πολίτες, δεν υπάρχουν μεγάλες ελπίδες «αντιστροφής της τάσης».
Για να μπορέσει βέβαια να επιλυθεί ριζικά το συγκεκριμένο πρόβλημα, θα πρέπει αφενός μεν να τιμωρηθούν όλοι όσοι οδήγησαν τη χώρα μας στη χρεοκοπία, αφετέρου να εγκατασταθεί και να λειτουργήσει σωστά ένα Κράτος Δικαίου – απέναντι στο οποίο θα είναι όλοι ίσοι μεταξύ τους.
Διαφορετικά, δίνουμε ακόμη και στους Γερμανούς δυστυχώς το δικαίωμα (στα πλαίσια των προσπαθειών τους να αποφύγουν τόσο τις δικές τους τεράστιες ευθύνες, όσο και την εξόφληση των πολεμικών αποζημιώσεων που μας οφείλουν), να παρουσιάζουν ως υπεύθυνους για την καταστροφή της πατρίδας μας αποκλειστικά και μόνο τους «δημαγωγούς Έλληνες πολιτικούς» - οι οποίοι συνεχίζουν να συμπεριφέρονται σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο γερμανός υπουργός οικονομικών.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει τα συγκριτικά μικρότερα οικονομικά προβλήματα, μεταξύ των «δυτικών» κρατών – όπως επίσης τα πλέον «προσιτά» στην επίλυση τους. Γνωρίζοντας πως το συνολικό χρέος μας (δημόσιο και ιδιωτικό), είναι από τα χαμηλότερα στις ανεπτυγμένες Οικονομίες, πιστεύουμε ότι, εάν κάποια ικανή κυβέρνηση:
(α) κατόρθωνε να δημιουργήσει έγκαιρα ένα σταθερό, ορθολογικό «επενδυτικό-λειτουργικό πλαίσιο», για το οποίο δεν χρειάζονται χρήματα, αλλά θέληση για πραγματικές αλλαγές,
(β) να περιορίσει τις ανεξέλεγκτες δημόσιες δαπάνες, ειδικά τις σπατάλες, αυξάνοντας παράλληλα την παραγωγικότητα των κρατικών «λειτουργών», καθώς επίσης
(γ) να ανακτήσει επιτέλους την εμπιστοσύνη των Πολιτών της, «εγκαθιστώντας» ένα ουσιαστικό Κράτος Δικαίου,
αφενός μεν θα λύναμε πολύ γρήγορα τα προβλήματα μας, προφανώς χωρίς καμία «ΔΝΤ-βοήθεια», αφετέρου η Ελλάδα θα γινόταν μία από τις καλύτερες χώρες του κόσμου.
Διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν λειτουργήσει άμεσα στην Ελλάδα ένα Κράτος Δικαίου, το οποίο θα ξεκινούσε, όπως οφείλει, με την παραδειγματική τιμωρία όλων αυτών που οδήγησαν την πατρίδα τους στη χρεοκοπία, πως είναι δυνατόν να περιμένει κανείς την ενεργή, «συνειδησιακή» συμμετοχή των Πολιτών, στην επίλυση των προβλημάτων της χώρας τους;
Δεν θα ήταν κάτι ανάλογο, σαν να έμεναν ατιμώρητοι οι Γερμανοί ναζί που κατέστρεψαν το κράτος τους; Θα μπορούσε, σε μία τέτοια περίπτωση, να προβεί η Γερμανία σε «αναδιάρθρωση» των χρεών της, με τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών της, όπως έκανε το 1953;
Απλούστερα, ποιοι λογικοί Πολίτες άλλων κρατών θα συμφωνούσαν ποτέ στην αναδιάρθρωση των χρεών της Ελλάδας (επιμήκυνση, χαμηλά επιτόκια), γνωρίζοντας ότι τα χρήματα τους θα κατέληγαν να αναπληρώσουν αυτά που υπεξαίρεσαν κάποιοι από τη χώρα μας, παραμένοντας ατιμώρητοι;
Ολοκληρώνοντας, κατά την υποκειμενική μας άποψη, αυτό που σήμερα χρειάζεται η Ελλάδα, δεν είναι άλλο από μία έντιμη και ικανή κυβέρνηση, η οποία να είναι σε θέση να απευθυνθεί με ειλικρίνεια στους Πολίτες της χώρας της, λέγοντας τα παρακάτω, όπως κάποτε ο Churchill:
«Η κατάσταση είναι σοβαρή. Ο χρόνος του παιχνιδιού έχει λήξει. Το βιοτικό μας επίπεδο θα μειωθεί πάρα πολύ, αλλά τα παιδιά μας θα ζήσουν καλύτερες ημέρες. Πρέπει να πολεμήσουμε. Θα υπάρξουν θύματα. Θα κάνουμε λάθη. Είναι όμως απαραίτητο».
Για να μπορέσει να το κάνει βέβαια, για να καταφέρει δηλαδή να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα ο λόγος της (αυτό που πάντοτε μετράει είναι το αποτέλεσμα – ποτέ η προσπάθεια), θα πρέπει να μπορεί να πείθει τεκμηριωμένα – λογικά, ανθρώπινα αλλά και πρακτικά.
Μόνο μία τέτοια κυβέρνηση θα είχε τη δυνατότητα να οδηγήσει τη χώρα της με επιτυχία στην έξοδο από την κρίση των κρίσεων -μακριά από τα «νύχια» του ΔΝΤ (Η.Π.Α.) και της επεκτατικής Γερμανίας.
Μόνο με μία τέτοια θαρραλέα και υπερήφανη κυβέρνηση, θα μπορούσε η Ελλάδα να πάρει την τύχη της στα χέρια της - ατενίζοντας με αξιοπρέπεια, με υπερηφάνεια και με αισιοδοξία το μέλλον.
Διαφορετικά θα καταλήξει δυστυχώς άβουλο προτεκτοράτο των δανειστών της, χωρίς εθνική και οικονομική ανεξαρτησία, καθώς επίσης με μισθούς, οι οποίοι θα είναι αντίστοιχοι της Ασίας, συν το μεταφορικό κόστος – έτσι ώστε να παράγονται στις ειδικές οικονομικές ζώνες, οι οποίες θα λειτουργούν στην επικράτεια της, καταναλωτικά προϊόντα, ανταγωνιστικά των αναπτυσσομένων οικονομιών.