Ολοφάνερα πλέον τα τεράστια μειονεκτήματα της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας - σε αντίθεση με την άμεση. Διορίζεται από τους δανειστές μία προσωρινή κυβέρνηση συνεργασίας, η οποία αποτελείται
(α) από ένα κόμμα που δεν σεβάστηκε ούτε στο ελάχιστο τις δικές του προεκλογικές δεσμεύσεις ή, έστω, τους ψηφοφόρους του, καθώς επίσης
(β) από ένα άλλο, το οποίο καταψηφίσθηκε από τους Πολίτες - έχοντας καταρρεύσει στις δημοσκοπήσεις.
Την ίδια στιγμή, προωθείται από το διεθνές κεφάλαιο στο παρασκήνιο το κόμμα-αντικαταστάτης - το οποίο θα δρομολογήσει, χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις, τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας της πατρίδας μας (υπενθυμίζουμε τον επίλογο της ανάλυσης «Η λεηλασία της Τουρκίας») .
Ένα κόμμα που θα ψηφιστεί, επειδή θα πεισθούμε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, αφού θα έχει εξασφαλιστεί προκαταβολικά η παταγώδης αποτυχία των δύο προηγουμένων (διαφορετικά δεν αιτιολογούνται τα τελευταία, απίστευτα λάθη της κυβέρνησης).
Ευχόμαστε φυσικά να διαψευσθούμε, αλλά τα σημάδια είναι αρκετά καθαρά – σε σημείο που να είναι πλέον ορατά, δια γυμνού οφθαλμού, ακόμη και σε αδαείς.
Χωρίς καμία αμφιβολία, θα θέλαμε όλοι μας να τα καταφέρει η (όποια) ελληνική κυβέρνηση, ακόμη και η σημερινή - αν και αποτελείται από εκείνα τα δύο κόμματα, τα οποία οδήγησαν μία πάμπλουτη, πολλαπλά προικισμένη χώρα, όπως η Ελλάδα, στη χρεοκοπία (ενώ την έχουν φέρει ξανά, πολύ πιο κοντά αυτή τη φορά, στην πόρτα της εξόδου από το ευρώ).
Ακόμη περισσότερο, ευχόμαστε με όλη μας την καρδιά να τα καταφέρει, παρά το ότι τα «συστατικά της μέλη» συνετέλεσαν τα μέγιστα στο διεθνή εξευτελισμό, στην απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας, στην υποδούλωση και στην εξαθλίωση της πατρίδας μας - ενώ δεν θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε υπεύθυνα ότι διαθέτει ικανά ή, έστω, κάπως επαρκή στελέχη (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα επιθυμούσαμε να κάνουμε λάθος).
Έχει όμως αλήθεια τη δυνατότητα να τα καταφέρει η κυβέρνηση; Έχουμε την άποψη πως ναι, την έχει - υπό τις εξής βέβαια ελάχιστες προϋποθέσεις:
(α) Να «εκπονήσει» άμεσα ένα πραγματικό δικό της πρόγραμμα εξόδου από την κρίση χρέους, σταθεροποίησης δηλαδή της οικονομίας και ανάπτυξης - στηριζόμενο αποκλειστικά και μόνο στις δικές της δυνάμεις (ανάλυση), καθώς επίσης στα τεράστια μέσα που διαθέτει η πατρίδα μας.
(β) Να εξασφαλίσει την συμπαράσταση όλων ανεξαιρέτως των Ελλήνων Πολιτών, λέγοντας τους ολόκληρη την αλήθειακαι πείθοντας τους τόσο για τις καλές της προθέσεις, όσο και για την πιστή τήρηση των (όποιων) προγραμμάτων ή υποσχέσεων της.
Είναι δυνατόν όμως να επιτύχει τις παραπάνω προϋποθέσεις, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι δεν «άγεται και φέρεται» από τησκιώδη εξουσία στο παρασκήνιο; Εάν όχι η σημερινή κυβέρνηση, μήπως υπάρχει κάποια άλλη στην ευρύτερη αντιπολίτευση, η οποία θα τα κατάφερνε, εάν ερχόταν στην εξουσία;
«Αρνητικό», θα απαντούσαμε με την γνωστή έκφραση της νέας γενιάς, η οποία δεν θέλει να χάνει το χρόνο της με τις πολύπλοκες, «πολιτικές απαντήσεις», οι οποίες έχουν έναν και μοναδικό σκοπό: να υπεκφεύγουν, ενταφιάζοντας όσο πιο βαθειά γίνεται την αλήθεια, κρύβοντας παράλληλα την απίστευτη ιδιοτέλεια των εκάστοτε ιθυνόντων.
Χωρίς την αναθεώρηση του συντάγματος και την υιοθέτηση της άμεσης δημοκρατίας, έτσι ώστε να ψηφίζουν μόνοι τους οι Πολίτες τους βασικούς νόμους του κράτους, ελέγχοντας οι ίδιοι αυστηρά την εξουσία (ανάλυση), δεν υπάρχει καμία περίπτωση να εξασφαλισθούν οι βασικές προϋποθέσεις εξόδου της χώρας μας από την παγίδα, στην οποία οδηγηθήκαμε ανόητα - αν και δεν πρέπει ποτέ να είναι κανείς απόλυτος.
Ως συνήθως, εμείς οι Έλληνες έχουμε μία «ιδιόμορφη» τάση, εάν όχι μία αυτοκαταστροφική μανία, να κατακρίνουμε την πατρίδα μας - θεωρώντας ότι είναι η μοναδική χώρα στον πλανήτη, η οποία χρησιμοποιεί «αντισυμβατικές» μεθόδους, με στόχο την παραπλάνηση άλλων.
Στα πλαίσια αυτά, όλοι θυμούνται το θόρυβο που προκάλεσε το θέμα των swaps, με τα οποία η τότε κυβέρνηση διευκόλυνε την είσοδο της Ελλάδας στη Ευρωζώνη – κάτι που θα ήταν καλύτερα να είχαμε αποφύγει, προβλέποντας ότι το ευρώ θα αποβιομηχανοποιούσε τη χώρα.
Όπως όμως έρχεται στο φως της δημοσιότητας, περίπου την ίδια μέθοδο χρησιμοποίησε και η Ιταλία – συνάπτοντας το 1995 μία αντίστοιχα πανάκριβη συμφωνία παραγώγων προϊόντων, με στόχο να μειώσει τεχνητά το έλλειμμα της από το 7,7% στο 3% (έτσι όπως απαιτούσαν τότε τα κριτήρια εισαγωγής της στην Ευρωζώνη).
Ένας από τους τότε υπεύθυνους δε στην Ιταλία είναι ο σημερινός πρόεδρος της ΕΚΤ – ο οποίος εργαζόταν έως το 2002 στο ιταλικό υπουργείο οικονομικών, συνεχίζοντας αργότερα στη Goldman Sachs.
Από την άλλη πλευρά, παρά το ότι έχουμε αναλύσει πολλές φορές το θέμα, κανένας δεν θέλει να κατανοήσει πως η Ελλάδα, όπως και η Ιταλία, έχουν πρόβλημα δημοσίου χρέους – σε αντίθεση με όλες τις άλλες χώρες, οι οποίες έχουν πρόβλημα ιδιωτικού χρέους.
Στις χώρες με προβλήματα ιδιωτικού χρέους, εκτός της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, των Η.Π.Α., της Μ. Βρετανίας κλπ., έχει προστεθεί πρόσφατα η Ολλανδία, εν μέρει η Δανία, η Κίνα (τράπεζες) και η Αυστραλία (αποβιομηχανοποίηση) - ενώ θα ακολουθήσει σύντομα ο Καναδάς, το ιδιωτικό χρέος του οποίου, επίσης λόγω της φούσκας ακινήτων, είναι ίσως το υψηλότερο όλων.
Εν τούτοις, ο (πρώην) υγιής ιδιωτικός τομέας της πατρίδας μας επωμίσθηκε όλα τα βάρη της κρίσης, «αρρωσταίνοντας» – με εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους να απολύονται, με επιχειρήσεις να χρεοκοπούν κοκ.
Αντίθετα, στον πραγματικά βαριά ασθενή, στο δημόσιο, λόγω της «διαπλοκής» του με την πολιτική, δεν έχει γίνει η παραμικρή «επέμβαση» – με αποτέλεσμα να έχει οδηγηθεί αδικαιολόγητα η Ελλάδα σε μία καταστροφική ύφεση, καθώς επίσης να απειλείται με τη λεηλασία τόσο της ιδιωτικής, όσο και της δημόσιας περιουσίας της.
Εάν λοιπόν δεν αλλάξει εντελώς η χρησιμοποιούμενη μέθοδος αντιμετώπισης των προβλημάτων του δημοσίου (κάτι που δεν σημαίνει απαραίτητα απολύσεις αλλά, κυρίως, αύξηση της παραγωγικότητας, καταπολέμηση της διαφθοράς, ευελιξία, λιγότερα εμπόδια στον ιδιωτικό τομέα κλπ.), η Ελλάδα δεν θα βρεθεί πολύ σύντομα μόνο εκτός Ευρωζώνης – θα πεταχτεί στην κυριολεξία, σαν τη στυμμένη λεμονόκουπα, στα σκουπίδια της ιστορίας.