Ἐγὼ τώρα ἐξαπλώνω ἰσχυρὰν δεξιὰν καὶ τὴν ἄτιμον σφίγγω πλεξίδα τῶν τυράννων δολιοφρόνων . . . . καίω τῆς δεισιδαιμονίας τὸ βαρὺ βάκτρον. [Ἀν. Κάλβος]


******************************************************
****************************************************************************************************************************************
****************************************************************************************************************************************

ΑΙΘΗΡ ΜΕΝ ΨΥΧΑΣ ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ… 810 σελίδες, μεγέθους Α4.

ΑΙΘΗΡ ΜΕΝ ΨΥΧΑΣ ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ… 810 σελίδες, μεγέθους Α4.
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

****************************************************************************************************************************************

TO SALUTO LA ROMANA

TO SALUTO  LA ROMANA
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
****************************************************************************************************************************************

ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΩΝ ΓΙΓΑΝΤΩΝ

ΕΥΡΗΜΑ ΥΨΗΛΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΣΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗΝ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΟΣΟΝ ΚΑΙ ΔΙΑ ΜΙΑΝ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΘΕΜΕΛΙΩΣΙΝ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ Η ΑΝΕΥΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΜΟΜΜΙΟΠΟΙΗΜΕΝΟΥ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΟΥ ΔΑΚΤΥΛΟΥ! ΙΔΕ:
Οι γίγαντες της Αιγύπτου – Ανήκε κάποτε το δάχτυλο αυτό σε ένα «μυθικό» γίγαντα
=============================================

.

.
κλικ στην εικόνα

.

.
κλικ στην εικόνα

.

.
κλικ στην εικόνα

14 Απριλίου 2010

Πολίτης και πολιτεία: Οι καινούργιοι [οικονομικοί] εχθροί των κρατών

Πολίτης και πολιτεία: Οι καινούργιοι εχθροί των κρατών

«Πόσα χρήματα μένουν τελικά στο πορτοφόλι μας;», αναρωτιούνται όλο και πιο συχνά οι Πολίτες. «Οι Γερμανοί φορολογούμενοι πληρώνουν όλο και υψηλότερα ποσά στα ταμεία της χώρας τους - φορολογούνται δηλαδή δυσανάλογα, σε σχέση με τις υπηρεσίες που τους ανταποδίδονται», διαβάζουμε στα διάφορα ΜΜΕ της μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης της Ευρώπης.
«Γιατί αλήθεια συνεχίζει να υπάρχει αυτή η περίεργη, η παράδοξη μάλλον εχθρότητα των Πολιτών απέναντι στα κράτη τους, παρά το ότι μόλις διέσωσαν από τη χρεοκοπία πολλές «ιδιωτικές» τράπεζες και, μαζί με αυτές, τις περιουσίες όλου του πληθυσμού τους; «Ο ιδιωτικός τομέας είναι λιγότερο διεφθαρμένος και περισσότερο αποδοτικός», διακηρύσσει ο «θέσει αειφόρος» μονοπωλιακός καπιταλισμός - αυτός δηλαδή που ισχυρίζεται ότι εξασφαλίζει την συνεχή, ομαλή και ισορροπημένη εξέλιξη της Οικονομίας. Είναι όμως έτσι, ή μήπως έχουμε άλλες απαιτήσεις από το δημόσιο και άλλες από τον ιδιωτικό τομέα; Δεν πρέπει να είναι έντιμος ο ηγέτης-πολιτικός για το λαό του; - όταν μία αντίστοιχη εντιμότητα του ηγέτη-manager δεν απαιτείται από κανέναν, ενώ θα απέβαινε συχνά καταστροφική για την  επιχείρηση του;
 Γιατί συμφωνούν εκπληκτικά τόσο πολλοί άνθρωποι με την τοποθέτηση ότι, «ληστεύονται από το κράτος», παρά το ότι το ποσοστό της φορολόγησης τους, από ιστορικής πλευράς, είναι (στατιστικά) μάλλον χαμηλότερο;
  «Μήπως επειδή οι στατιστικές δεν δείχνουν την πραγματική εικόνα», θα απαντούσαμε, «επειδή οι μέσοι όροι και οι συνήθεις οικονομικοί δείκτες μέτρησης, είναι χειραγωγημένοι, λανθασμένοι ή, έστω, δυσανάλογα κατανεμημένοι; - για παράδειγμα, μείωση της φορολογίας των πολυεθνικών, μέσω της φοροαποφυγής» και εν μέρει συμπλήρωμα του ελλείμματος από τις μικροεπιχειρήσεις, από τους μισθωτούς και από τα ίδια τα δανειζόμενα κράτη; Μήπως επειδή έσωσαν μεν οι κυβερνήσεις τις τράπεζες, συνεχίζοντας να τους πληρώνουν τόκους για τα δάνεια τους (!), αλλά οι Πολίτες πλήρωσαν τελικά το κόστος, όπως πληρώνουν και τους τόκους; Το δημοψήφισμα που απαίτησαν και κατάφεραν οι Πολίτες της Ισλανδίας, οι οποίοι δεν συμφωνούν με τη ανάληψη εκ μέρους τους των οφειλών των τραπεζών, δεν είναι αρκετά εύγλωττο»; (βέβαια επίσης εύγλωττη ήταν και η σημερινή υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της από τη Fitch - ένα μάλλον δυσάρεστα "εκβιαστικό" μέτρο, εν όψει του δημοψηφίσματος). 
 Περαιτέρω, γιατί διαμαρτύρεται αλήθεια ένας γνωστός γερμανός φιλόσοφος, σε σχέση με την «εθνικοφορολογική ημισοσιαλιστική επίθεση», όπως ο ίδιος την αποκαλεί; Γιατί άραγε διακηρύσσει την ανάγκη μίας «φορολογικής αντίστασης των Πολιτών» και απαιτεί από το κράτος τη χρηματοδότηση των εθνικών αναγκών του, όχι πλέον μέσω των «καταναγκαστικών» φόρων, αλλά μέσω των «εθελουσίων πληρωμών» των Πολιτών του; Ο φιλόσοφος γνωρίζει φυσικά ότι, εάν οι «απαιτήσεις» του γίνονταν πραγματικότητα, εάν δηλαδή οι Πολίτες δεν εξαναγκάζονταν στην πληρωμή φόρων, τότε το κράτος, έχοντας αισθητά λιγότερα έσοδα, δεν θα μπορούσε πιθανότατα να εκπληρώσει τα κοινωνικά «καθήκοντα» του - σύμφωνα με τις επιθυμίες των Πολιτών. Τα εκπληρώνει όμως σήμερα, πόσο μάλλον στο μέλλον;
  Συνεχίζοντας, γιατί αναγνωρίζει ο γάλλος συγγραφέας M.Houellebecq, στο βιβλίο με τον τίτλο «Εχθροί του λαού» ότι ο ίδιος, λόγω της υψηλής φορολογικής του επιβάρυνσης στη Γαλλία και των, συνδεδεμένων με αυτήν, περιορισμών των ατομικών του ελευθεριών, «μετανάστευσε» στο εξωτερικό (φυσικά στην Ιρλανδία, 15% φόρος εισοδήματος), ενώ τα συναισθήματα «ενοχής» από αυτήν του την ενέργεια είναι «μηδενικά, απολύτως μηδενικά»; Δεν είναι αλήθεια «μηδενικά» και τα συναισθήματα ενοχής των επιχειρηματιών που μεταφέρουν τις εταιρείες τους σε «ανταγωνιστικές» φορολογικά χώρες, όπως η Βουλγαρία (10% φόρος) ή άλλες, αφού η εξασφάλιση όσο το δυνατόν περισσότερων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων «εντέλλεται» από τον καπιταλισμό;    
 «Είναι μήπως το «μη αλληλέγγυο» πνεύμα της εποχής, αυτό που στέκεται απέναντι μας ή, ίσως, οι γνωστές, αμετανόητες «νεοφιλελεύθερες» πολιτικές;» αναρωτιέται ο «μέσος νους». Πραγματικά ευρίσκονται οι απόψεις των σύγχρονων φιλοσόφων και των συγγραφέων, όπως των παραπάνω, τόσο κοντά σε αυτούς που πιστεύουν ακράδαντα στην ελεύθερη αγορά, η οποία «εξισώνει» την περιορισμένη φορολογική επιβάρυνση με την αυξημένη ελευθερία; Πόσο μάλλον χωρίς να ενδιαφέρεται για το ότι, μέσα από αυτήν, από την ελεύθερη αγορά δηλαδή, δημιουργούνται άκρως επικίνδυνες «υπερβολές» (φούσκες), ενώ «καταπατώνται» πλήθος κοινωνικές αξίες, από την υπερισχύουσα, ψυχρή και ανελέητη λογική της; Απλά και μόνο περισσότερη ελευθερία, μέσα από ένα πολύ «λιγότερο» κράτος;
Όχι, τόσο απλά δεν μπορεί κανείς να αποδεχθεί τις αντιρρήσεις των «εχθρών των κρατών» ή των «εχθρών του λαού», οι οποίοι επιμένουν ότι, οι ατομικές ελευθερίες περιορίζονται όλο και περισσότερο από τις συνεχείς, ανθρώπινες παρεμβάσεις στη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς – από τις εθνικές κυβερνήσεις από την «γραφειοκρατική αγορά» (συλλογικές συμβάσεις κλπ), καθώς επίσης από την ισχύ των πολυεθνικών εταιρειών και των τραπεζών («too big to fail» κλπ).
 Πέρα από τα «σύνορα» των κομμάτων, οι περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν ότι, η «προσφορά» πρέπει ξανά να ανταμείβεται. Η απόδοση και η ανταπόδοση δεν ισορροπούν πλέον για πολλούς - ανεξάρτητα από το εάν βρίσκονται στην κορυφή, στο μέσον ή στο κάτω μέρος της εκάστοτε κοινωνικής πυραμίδας. Αφού λοιπόν, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης και κοινωνικής θέσης, τόσοι πολλοί άνθρωποι αισθάνονται το ίδιο, δεν μπορεί παρά να «υποψιαστεί» κανείς ότι η «εχθρότητα» θα οφείλεται σε κάποια άλλη, περισσότερο «ρεαλιστική» αιτία.
 Πραγματικά λοιπόν: Ακόμη και αν δεν σπαταλούταν από την Πολιτική κανένα «φορολογικό» ή «ασφαλιστικό» Ευρώ, ακόμη και αν εξαφανιζόταν εντελώς η «διαφθορά», ακόμη και αν το κράτος χρησιμοποιούσε έξυπνα, αλάνθαστα ίσως όλα τα έσοδα του, επιτυγχάνοντας περισσότερη ασφάλεια και σταθερότητα για τους Πολίτες του, φροντίζοντας τόσο για την «παραγωγική ελευθερία», όσο και για τις ίσες δυνατότητες εξέλιξης τους, πολλοί άνθρωποι θα λάμβαναν σήμερα λιγότερες υλικές ανταμοιβές από τα κράτη τους - συγκριτικά με αυτά που πληρώνουν σε φόρους και λοιπές κρατήσεις. Το γεγονός αυτό οφείλεται στα χρέη του παρελθόντος και στους αυξανόμενους τόκους τους, με τους οποίους επιβαρυνόμαστε πια όλοι μας.
  «Όταν γεννήθηκα, το 1965» αναφέρει ένας άλλος γερμανός συγγραφέας, «οι δαπάνες για τους τόκους των δανείων της χώρας μου αντιπροσώπευαν μόλις το 1,8% του προϋπολογισμού της. Τον τελευταίο χρόνο ήταν πάνω από το 14% - με αυξητικές τάσεις. Οι τόκοι, ύψους περίπου 40 δις €, αποτελούν τη δεύτερη υψηλότερη δαπάνη του προϋπολογισμού – μόνο η επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών προηγείται. Τα χρήματα δε αυτά πηγαίνουν στις τράπεζες (τις οποίες έσωσαν οι κυβερνήσεις!), για τη χρηματοδότηση των χρεών ύψους 1.000 δις €, τα οποία έχει συσσωρεύσει μόνο το κράτος (τα ομοσπονδιακά κρατίδια και οι δήμοι έχουν τα δικά τους χρέη) τα τελευταία 40 χρόνια. Επομένως, λείπουν τα χρήματα για την «φορολογική ανταποδοτικότητα» προς τους Πολίτες.
 «Ένας μικρός λογαριασμός μπορεί να περιγράψει καλύτερα το δράμα της εποχής μας», συνεχίζει ο γερμανός συγγραφέας, «Τον περασμένο χρόνο, τα έσοδα του κράτους ήταν περίπου 270 δις €, ενώ τα έξοδα του 280 δις €. Το έλλειμμα χρηματοδοτήθηκε με την λήψη νέου δανείου. Την ίδια στιγμή, πληρώθηκαν στις τράπεζες 40 δις € τόκοι – ούτε ένα Ευρώ για την αποπληρωμή των δανείων, για χρεολύσια δηλαδή. Εάν αφαιρέσει κανείς τα 40 δις € από τις συνολικές δαπάνες της κυβέρνησης, οι φορολογούμενοι εισέπραξαν ανταποδοτικά, έναντι των 270 δις € που πλήρωσαν στο κράτος, υλικές υπηρεσίες ύψους μόλις 240 δις €. Χωρίς δε το νέο δάνειο των 10 δις €, θα εισέπρατταν ακόμη λιγότερα - 230 δις €». 
 Όπως φαίνεται λοιπόν και από άλλες ισχυρότερες χώρες, όταν εισέλθει κανείς στον «καθοδικό σπειροειδή κύκλο» των χρεών, δύσκολα πια μπορεί να ξεφύγει. Όσο πιο πολύ δε η επιβάρυνση των τόκων περιορίζει τις δυνατότητες χειρισμού των προβλημάτων μίας χώρας, τόσο μεγαλύτερο είναι το κίνητρο μίας βραχυπρόθεσμης ανάληψης νέων χρεών, με στόχο να εξισώσει τη διαταραγμένη ισορροπία της «ανταποδοτικότητας» των φορολογικών εσόδων - της εξομοίωσης του «δούναι και λαβείν» δηλαδή, το οποίο προσδιορίζει την οικονομική σχέση της Πολιτείας με τους Πολίτες της.
 Τι κάνει το κράτος λοιπόν για να αποκρύψει ότι οι Πολίτες λαμβάνουν λιγότερα από αυτά που προσφέρουν, φορολογούμενοι; Απλούστατα δανείζεται κάθε φορά το ποσόν που του λείπει, έτσι ώστε να αναβάλλει την αίσθηση της μειούμενης ανταποδοτικότητας εκ μέρους της πλειοψηφίας του πληθυσμού – όλων αυτών δηλαδή που εξαρτώνται από τη σωστή λειτουργία του κράτους.
 Όμως, όσο αναβάλλει κανείς μία τέτοια «εκμυστήρευση», όσο και αν προσπαθεί δηλαδή να αποκρύψει την πραγματικότητα (υπενθυμίζουμε το άρθρο μας: «Διασπορά ψευδών ελπίδων»), είναι αδύνατον να το συνεχίζει «επ’ αόριστον». Τα νέα χρέη προστίθενται «ανελέητα» στα παλαιότερα, οι τόκοι αυξάνονται συνεχώς, τα χρεολύσια «αναζητούν» την εξόφληση τους και το πρόβλημα «διογκώνεται», σε βαθμό που όλο και πιο δύσκολα ελέγχεται. Όταν δε αυξηθούν τα βασικά επιτόκια, κάτι που θα συμβεί αργά ή γρήγορα, τότε θα πάψει πια, «άπαξ και δια παντός», να απωθείται έντεχνα το πρόβλημα στο «υποσυνείδητο», σαν να μην υπάρχει καν. Η απόσταση μεταξύ της απόδοσης φόρων και της ανταποδοτικότητας τους θα διευρύνεται συνεχώς και δεν θα μπορεί πλέον να διατηρείται κρυφή.
 Θα μπορούσε κανείς βέβαια να αντιτείνει ότι, τα υλικά οφέλη δεν είναι το παν. Η κοινωνική ειρήνη, η εσωτερική και η εξωτερική ασφάλεια, καθώς επίσης η ύπαρξη ενός «λειτουργικού» Κράτους Δικαίου, συνιστούν μια δημόσια προσφορά, η οποία αξίζει πολύ περισσότερο από κάθε τι άλλο. Μία τέτοια τοποθέτηση σίγουρα ισχύει και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποτιμηθεί.
 Όμως, από την άλλη πλευρά, χωρίς σταθερά έσοδα, το κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί αυτού του είδους τα κοινωνικά οφέλη – επίσης όχι τα σωστά σχολεία, την αναγκαία μόρφωση του πληθυσμού, την ιατρική περίθαλψη, τις υποδομές, την απονομή δικαιοσύνης, τις συντάξεις και τόσα άλλα. Η υπερχρέωση του κράτους, καθώς επίσης η αυξημένη επιβάρυνση των τόκων απειλούν, ήδη σήμερα, την κοινωνική ειρήνη και τη συνοχή – όχι μόνο αυτήν που ονομάζουμε γενικά «δικαιοσύνη των επομένων γενεών». Εκτός των άλλων, «υποθάλπει» την «νομιμοποίηση» του «κοινωνικού καπιταλισμού» και της ελεύθερης αγοράς – έμμεσα δε και αυτήν της ίδιας της Δημοκρατίας.
 Η υπερχρέωση λοιπόν του εκάστοτε κράτους και οι αυξημένοι τόκοι των δανείων, λειτουργούν «διαβρωτικά» στη σχέση των Πολιτών με την Πολιτεία. Πολύ περισσότερο, όσο μειώνεται η εμπιστοσύνη των Πολιτών απέναντι στο κράτος τους, τόσο πιο πολύ αντιδρούν στην πληρωμή φόρων και κρατήσεων - επιδεινώνοντας το ήδη υπάρχων πρόβλημα. Οι υψηλότεροι δε «ονομαστικοί» φόροι (πραγματικοί είναι αυτοί που εισπράττονται και όχι αυτοί που ανακοινώνονται), κυρίως όμως αυτοί που υπερβαίνουν τα όρια ανοχής/αντοχής  των Πολιτών, «υποδαυλίζουν» επικίνδυνα την παραοικονομία - γεγονός που δυστυχώς λειτουργεί αντίθετα στις «φοροεισπρακτικές» προσδοκίες των κρατών.  
  Οφείλει λοιπόν η Πολιτεία να είναι πάρα πολύ προσεκτική τόσο με τη φορολόγηση, όσο και με τη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, ενεργώντας χωρίς καμία καθυστέρηση και χωρίς να επιτρέψει στον εαυτό της απολύτως κανένα σφάλμα. Είναι ασφαλώς υποχρεωμένη να αναρωτηθεί, εάν τα μέσα που χρησιμοποιεί για την εξασφάλιση της οικονομικής  σταθερότητας και της ανάπτυξης, τα οποία όμως επίσης χρηματοδοτεί μέσω της ανάληψης νέων χρεών, συντελούν πράγματι στη λύση του προβλήματος και δεν εξελίσσονται σε αναπόσπαστο μέρος του.
 Ας μην ξεχνάμε ότι, ακόμη και οι «εχθροί του κράτους» ή «οι εχθροί του λαού», δεν θα αντιμετώπιζαν τους φόρους ή τις κρατήσεις σαν περιορισμό των δικαιωμάτων και της ελευθερίας τους, εάν ένα σωστά χρηματοδοτούμενο κράτος φρόντιζε για την οικονομική ανάπτυξη, έδινε τις ευκαιρίες εξέλιξης και εγγυούταν την ασφάλεια των Πολιτών του.
 Εξειδικεύοντας στην Ελλάδα, το πρόβλημα του δημοσίου χρέους και των «κοινωνικών» επιπτώσεων του, είναι σαφώς μεγαλύτερο από το αντίστοιχο άλλων «δυτικών» χωρών – πόσο μάλλον της Γερμανίας. Οi πίνακες που ακολουθούν, «διαγράφουν» το μέγεθος του, όσο ίσως τίποτα άλλο, χωρίς να χρειάζονται περιττά λόγια και «περίπλοκες» ερμηνείες «ειδικών»:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: ΕΣΟΔΑ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ


ΕΣΟΔΑ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ 2010
ΠΟΣΟΣΤΑ  100%


Πιστωτικά έσοδα (δανεισμός)
41,50
Φόρος Εισοδήματος
17,30
Φ.Π.Α.
17,00
Φόροι κατανάλωσης
10,80
Λοιποί άμεσοι φόροι
5,70
Μη φορολογικά έσοδα
3,10
Λοιποί έμμεσοι φόροι 
2,30
Μη τακτικά έσοδα
1,50
Φόροι στη περιουσία
0,90
Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών  Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: ΕΞΟΔΑ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ


ΔΑΠΑΝΕΣ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ 2010
ΠΟΣΟΣΤΑ  100%


Μισθοί και συντάξεις
28,50
Χρεολύσια
21,20
Ασφάλιση, Περίθαλψη, Κοινωνική προστασία*
17,50
Τόκοι
14,10
Λειτουργικές και λοιπές δαπάνες
10,40
Αποδιδόμενοι πόροι
5,30
Εξοπλιστικά προγράμματα
2,20
Λοιπές δαπάνες
0,80
Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών     Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
* Στην ασφάλιση περιλαμβάνεται και ποσόν 550 εκ. € που δίνεται σε ομόλογα δημοσίου 

Όταν το 41,50% του προϋπολογισμού προέρχεται από νέα πιστωτικά έσοδα (δανεισμό), ενώ η εξόφληση του παλαιότερου δανεισμού (χρεολύσια) είναι μόλις 21,20% - με μισθούς ΔΥ, ασφάλιση, συντάξεις, και τοκοχρεολύσια να υπερβαίνουν το 81% των συνολικών δαπανών του ελληνικού δημοσίου, τότε καταλαβαίνουμε πολύ εύκολα ότι δεν μένει σχεδόν τίποτα που να μπορεί να λειτουργήσει «ανταποδοτικά» προς τους Πολίτες - διατηρώντας ανέπαφη την κοινωνική ειρήνη και την συνοχή της χώρας.   
 Επίσης, όταν οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων είναι κατά μέσον όρο 2.725 € μηνιαία (το 33% περίπου των «πρωτογενών δαπανών» του προϋπολογισμού και συζητούνται αυξήσεις!!), ενώ οι αντίστοιχοι του ιδιωτικού τομέα υπολογίζονται στα 740 € (περίπου 4 φορές χαμηλότερα), με τις μέσες συντάξεις στην Ελλάδα να αποτελούν το 95,7% της προηγούμενης αμοιβής του εργαζομένου (στην αρκετά πλουσιότερη Γερμανία μόλις το 43%), το μέλλον δεν διαγράφεται «ευοίωνο», εάν δεν υπάρξει άμεση λύση – γράφοντας «λύση» δεν εννοούμε βέβαια τη λήψη νέων δανείων, με υπέρογκους τόκους, «μέτρα ΔΝΤ» και γερμανικούς ελέγχους.    
 Εν πρώτοις λοιπόν, η μοναδική «κοινή» λύση για όλες της Ευρωπαϊκές χώρες είναι, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο ελεγχόμενος πληθωρισμός (αύξηση της ποσότητας χρήματος Μ3, διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων, διολίσθηση του € όπως πρόσφατα η Στερλίνα κλπ) εκ μέρους της Ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας - αφού διαφορετικά δεν μειώνονται «από κοινού» τα χρέη, δεν «διαχειρίζονται» εύκολα οι μισθοί, δεν καλύπτονται μακροπρόθεσμα τα τεράστια ελλείμματα, δεν αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα και δεν εξυγιαίνεται ο παραγωγικός μηχανισμός. Επί πλέον, η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού ΔΝΤ, Ευρωπαϊκών εταιρειών αξιολόγησης, Ευρωομολόγων κλπ, καθώς επίσης η πραγματική, η πολιτική δηλαδή ένωση ισότιμων μεταξύ τους κρατών.
 Ειδικά όσον αφορά τη χώρα μας, αλλά και αρκετές άλλες ελλειμματικές, το σημαντικότερο ίσως από όλα τα παραπάνω, είναι το «άνοιγμα» των ευρωαγορών για τα προϊόντα της (μέσω του οποίου και μόνο θα μπορούσε να διορθωθεί το «καταστροφικό» εμπορικό ισοζύγιο της), στο οποίο θα συνέβαλε ουσιαστικά η αύξηση της κατανάλωσης των πλεονασματικών χωρών. Σε κάθε περίπτωση κυρίως της Γερμανίας, η οποία είναι «πρωταθλητής» στις αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα και στις μειωμένες δαπάνες διαβίωσης - με τις εξαγωγές να αποτελούν πλέον το 47% του ΑΕΠ της, όταν τη δεκαετία του 1990 ήταν μόλις το 20% (291 δις € εκτός Ευρώπης και 703 δις € εντός – ήτοι, πάνω από το 70%).
 Άλλωστε κάποια στιγμή θα διαπιστώσει έντρομη ότι, δεν μπορεί μόνο να εισπράττει από την Ευρώπη, έχοντας αφαιρέσει έμμεσα (υψηλό Ευρώ, εξουδετέρωση του παραγωγικού ιστού κλπ) από πολλές χώρες τη δυνατότητα να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους (άρθρο μας: «Ο αδύναμος κρίκος»). Θα συνειδητοποιήσει λοιπόν ότι δεν έχει νόημα να πουλάει, χωρίς να εισπράττει - όπως επίσης ότι η Οικονομία της δεν είναι ισορροπημένη, αφού στηρίζεται ελάχιστα στην εσωτερική κατανάλωση. Ίσως τότε να καταλάβει ότι, δεν είναι εύστοχο, πόσο μάλλον «ευρωπαϊκά» έντιμο, να ανοίγει εργοστάσια μόνο στην Κίνα ή σε άλλες ανάλογες χώρες, λειτουργώντας στην Ευρώπη μόνο «εμπορικά» - εισπρακτικά δηλαδή και καθόλου παραγωγικά.   
  Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει πως δεν πρέπει η Ελλάδα να λειτουργήσει «προσθετικά» - παράλληλα και αυτόνομα δηλαδή, χωρίς να περιμένει «παθητικά» βοήθεια από τους «εταίρους» της (την οποία δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι θα λάβει τελικά - πολύ περισσότερο μετά τη σημερινή δήλωση του διευθύνοντος οικονομολόγου της Ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας: «Η ΕΚΤ απορρίπτει τη βοήθεια της ΕΕ προς την Ελλάδα»).
 Η «τυπική» υποτίμηση, την οποία έχει απόλυτη ανάγκη για την επανεκκίνηση της Οικονομίας της (το νόμισμα μίας χώρας είναι ουσιαστικά το παραγόμενο προϊόν της - το € είναι το ανταλλακτικό μέσον και τίποτα άλλο), θα μπορούσε να είναι «εθελούσια» - όχι απαραίτητα «επιβεβλημένη» από τρίτους (για παράδειγμα, σε σχέση με την ήδη υπάρχουσα ουσιαστική υποτίμηση του «Ελληνικού €», για ένα φόρεμα στη χώρα μας πληρώνουμε 100 €, όταν για το ίδιο ακριβώς στη Γαλλία πληρώνουμε κάτω από 70 €).
 Οι διάφορες αμοιβές (μισθοί, κέρδη, συντάξεις, επιδόματα, υπερωρίες κλπ), δεν είναι υποχρεωτικό να μειώνονται τεχνητά (πληθωριστικά), εάν οι Πολίτες, οι συνδικαλιστές, καθώς επίσης η κυβέρνηση τους, διαθέτουν κοινή λογική, σοβαρότητα και ενήλικη ωριμότητα. Οι τιμές των εξαγωγικών προϊόντων της χώρας θα μπορούσαν να μειωθούν, εάν αποφασιζόταν άμεσα η επιδότηση των θέσεων εργασίας ειδικά των εξαγωγικών «παραγωγικών» εταιρειών, όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.
  Η πράσινη ανάπτυξη θα μπορούσε να αποβεί «βιομηχανικά» ωφέλιμη και για την Ελλάδα, εάν δεν προσανατολιζόταν μόνο στη χρήση της, αλλά, κυρίως, στην παραγωγή της (εργοστάσια ηλιακής ενέργειας κλπ - όπως η Γερμανία, οι Η.Π.Α. και όλοι οι άλλοι). Η γραφειοκρατία, ο «αδιάφθορος» έλεγχος, το άνοιγμα των επιχειρήσεων και ιδιαίτερα το κλείσιμο τους («δεύτερη ευκαιρία» κλπ), θα μπορούσε κάλλιστα να απλοποιηθεί - εύκολα και γρήγορα, χωρίς κόστος.
 Οι Πολίτες με τη σειρά τους θα μπορούσαν να περιορίσουν το κόστος διαβίωσης τους (ειδικά εδώ οι Έλληνες την εξεζητημένη, νεόπλουτη συμπεριφορά και τα καταναλωτικά συμπλέγματα τους), χωρίς να περιμένουν να τους επιβληθεί από τα γεγονότα - στηρίζοντας με τις αποταμιεύσεις τους την Οικονομία της χώρας τους. Επίσης με τα «Εθνικά Ομόλογα», στην ενδεχόμενη έκδοση των οποίων είναι προφανώς αντίθετες οι τράπεζες (υπενθυμίζουμε ένα πρόσφατο άρθρο ενός Έλληνα τραπεζίτη, σχετικό με το ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να καλύψει εσωτερικά τις πιστωτικές ανάγκες της – μόλις 60 δις € για το 2010!). Επίσης, θα μπορούσαν να καλύπτουν τις ανάγκες τους, με τα προϊόντα των δικών τους παραγωγών, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα τους και βοηθώντας τους να δημιουργήσουν περισσότερες, νέες θέσεις εργασίας - οι οποίες θα λειτουργούσαν προσθετικά στην εσωτερική κατανάλωση και «αφαιρετικά» στις δαπάνες (επιδόματα ανεργίας κλπ) του κράτους.       
 Η Ελληνική Ναυτιλία θα μπορούσε να «επαναπατρισθεί», καθώς επίσης να γίνει ξανά «εμπορική», αντί απλά «μεταφορική», εάν της δινόταν το όραμα και η ευκαιρία. Ο Τουρισμός θα μπορούσε να αναπτυχθεί ποιοτικά, «καταπολεμώντας» τη «στρεβλή εποχικότητα» του - μειώνοντας επομένως τόσο το κόστος λειτουργίας, όσο και τις τιμές του. Η Εκπαίδευση θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερη, εάν οι καθηγητές δεν απέβλεπαν μόνο στα φροντιστήρια, διδάσκοντας πρακτικά «μαθήματα παραοικονομίας» - η ιατρική περίθαλψη επίσης. Τέλος, οι «ιθύνοντες» θα μπορούσαν να προέρχονται και από την ιδιωτική Οικονομία, έτσι ώστε να μην χαρακτηρίζονται ως «ερασιτέχνες» από τα ξένα ΜΜΕ – πόσο μάλλον για να κατανοούν σωστά τις δύσκολες συνθήκες, ενεργώντας και θεσμοθετώντας όχι μόνο συνετά, αλλά και πρακτικά, χωρίς συνεχείς παλινωδίες και «τρομοκρατικά φορολογικά χτυπήματα».  
 Υπάρχουν λοιπόν ήπιοι, ορθολογικοί και εφικτοί τρόποι να λυθούν κάποια από τα προβλήματα της χώρας «με ίδια μέσα», χωρίς να «αποδημήσει» από την Ευρωζώνη, χωρίς καινούργιο δανεισμό, χωρίς άσκοπα ψέματα και χωρίς να διαταραχθεί εγκληματικά η κοινωνική συνοχή με «καταναγκαστικά», δυσβάστακτα, αψυχολόγητα, ατελή, διαβρωτικά και ανεύθυνα μέτρα, τα οποία απλά και μόνο θα «επέφεραν» το τελειωτικό χτύπημα σε μία εγκληματικά αποβιομηχανοποιημένη Οικονομία - γεγονός για το οποίο είμαστε όλοι μας οι κύριοι υπεύθυνοι.
 Απαιτείται όμως, σήμερα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εποχή, μία υψηλής ποιότητας ηγεσία (στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση), η οποία να μπορεί να κατευθύνει ορθολογικά το κράτος, καθώς επίσης να διαφυλάσσει τη χώρα της, τουλάχιστον στις κρίσιμες στιγμές – χωρίς ποτέ να επιτρέπει σε τρίτους να την προσβάλλουν. Τα απολύτως απαραίτητα χαρίσματα που πρέπει να διαθέτει η ηγεσία αυτή δεν είναι άλλα από το να μπορεί να πείθει τεκμηριωμένα εντός και εκτός της χώρας της, να μην υποκύπτει σε πιέσεις, να εμπνέει, να δίνει όραμα και να διδάσκει.
 Βασίλης Βιλιάρδος-- Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου