Κώστας Χ. Χρυσόγονος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Α.Π.Θ.
{Ο καθηγητής Κώστας Χρυσόγονος προτείνει δώδεκα σημεία μιας συνταγματικής αναθεώρησης που θα αποσκοπούσε στο να εμποδίσει την περαιτέρω διολίσθηση προς τον εκφεουδαρχισμό του ελληνικού δημόσιου βίου. Το ζητούμενο τελικά είναι να πραγματοποιηθεί η μετάβαση από ένα πολιτικό σύστημα επιφανειακά μόνο δημοκρατικό, όπως αυτό που εγκαθιδρύθηκε στη χώρα μας μετά τη μεταπολίτευση του 1974, σε ένα νέο και περισσότερο δημοκρατικό και αντιπροσωπευτικό μοντέλο λειτουργίας του κράτους και κυρίως των κομμάτων}
Ι. Εισαγωγή
Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή της ιστορίας της. Η απώλεια της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς κεφαλαιαγορές την άνοιξη του 2010 και η θέση της χώρας υπό καθεστώς ξένης κηδεμονίας, μέσω των «μνημονίων» και του μηχανισμού «στήριξης», αποτελούν μόνο το ορατό δια γυμνού οφθαλμού μέρος της κρίσης. Εκείνο που υποκρύπτεται είναι η χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης του 1974 και του μοντέλου «ανάπτυξης», στηριγμένης σε δανεικά από το εξωτερικό και παντοειδείς κοινοτικές ενισχύσεις, το οποίο συνδέθηκε με το σύστημα αυτό. Η συμμετοχή της Ελλάδας ως ισότιμου εταίρου στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, και μάλιστα στην εμπροσθοφυλακή της, υπήρξε τις τελευταίες δεκαετίες ο κεντρικός άξονας της κυρίαρχης ιδεολογίας στον τόπο μας, το υποκατάστατο, κατά κάποιο τρόπο, της αείμνηστης Μεγάλης Ιδέας. Όπως το «όραμα της Ιωνίας» αποδείχθηκε ότι υπερέβαινε τις δυνατότητες του ελληνισμού και οδήγησε στη μικρασιατική καταστροφή, έτσι και το ευρωπαϊκό όραμα αποδεικνύεται τώρα ότι υπερβαίνει τις δυνατότητες του μεταπολιτευτικού συστήματος και κινδυνεύει να μετατραπεί σε εφιάλτη.
ΙΙ. Η αναγκαιότητα της αναθεώρησης
Το πολιτικό μας σύστημα έχει επιφανειακή, θεσμική μόνο ομοιότητα προς εκείνα των άλλων κρατών - μελών της ευρωζώνης, τις οικονομίες των οποίων κλήθηκε να ανταγωνισθεί επί ίσοις όροις η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία, με τα γνωστά συντριπτικά αποτελέσματα. Το ελληνικό πολίτευμα είναι ένα παλίμψηστο. Κάτω από μια λεπτή συνταγματική επίστρωση κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μετά βίας κρύβονται πραγματικές δομές φεουδαρχικού ή και απολυταρχικού χαρακτήρα. Ενδεικτικά μπορεί να επισημάνει κανείς το ογκώδες έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατίας και γενικότερα την ολοένα επιδεινούμενη αποθέσμιση ιδίως των «κομμάτων» εξουσίας, την κυριαρχία των πελατειακών σχέσεων, την απουσία πρακτικού ελέγχου των χρηματικών ροών προς τα κόμματα και τους πολιτικούς, την ουσιαστική ποινική ασυδοσία των τελευταίων και την ισχυρή παρουσία πολιτικών δυναστειών σε όλα τα επίπεδα και κατεξοχήν στο κορυφαίο (του αρχηγού «κόμματος» εξουσίας και πρωθυπουργού). Ένα χαρακτηριστικό δείγμα, που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε κάπως τη διαφορά μας από τα ευρωπαϊκά δεδομένα, είναι η σύγκριση μεταξύ της κοινωνικής προέλευσης των δύο τελευταίων πρωθυπουργών μας (δηλαδή του σημερινού και του προκατόχου του, τρίτης και δεύτερης αντίστοιχα γενιάς γόνων των δύο κορυφαίων πολιτικών δυναστειών, που κυριαρχούν στον ελληνικό δημόσιο βίο τον τελευταίο μισό και πλέον αιώνα) και εκείνης των δύο τελευταίων ομοσπονδιακών καγκελαρίων της Γερμανίας (η Angela Merkel είναι θυγατέρα ιερέα από την πρώην Ανατολική Γερμανία, ενώ ο προκάτοχός της Gerhard Schroeder γιος στρατιώτη που σκοτώθηκε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο).
Ο δυναστισμός, εξάλλου, είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου των διαπροσωπικών πελατειακών σχέσεων, πάνω στις οποίες είναι δομημένα το κράτος και η κοινωνία μας, με αποτέλεσμα να καθίσταται προσχηματική γενικότερα η λειτουργία των θεσμών. Το πελατειακό αυτό σύστημα, από τη φύση του αναξιοκρατικό και απαρχαιωμένο, συνιστά το κύριο ανταγωνιστικό μειονέκτημα της ελληνικής οικονομίας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Οι επαγγελματίες πολιτικοί έχουν αρχίσει εδώ και χρόνια να αποτελούν κάτι που μοιάζει με ιδιαίτερη κοινωνική τάξη και αρκετοί από αυτούς φαίνονται να διαμορφώνουν μια αντίστοιχη ταξική συνείδηση. Η τάξη αυτή εμφανίζει ημιφεουδαρχικά χαρακτηριστικά, είναι δηλ. το σημερινό αντίστοιχο της μεσαιωνικής τάξης των επαγγελματιών πολεμιστών - φεουδαρχών. Η πολιτική «τάξη» διατείνεται ότι προσωποποιεί τη δημοκρατία, εκπροσωπώντας τον λαό απέναντι στην κρατική εξουσία. Στην πραγματικότητα, όμως, και παρά την ύπαρξη αρκετών φωτεινών εξαιρέσεων, τα μέλη της στην πλειονότητά τους συμπεριφέρονται σαν ιδιοκτήτες της εξουσίας (και του δημόσιου χρήματος) και εκπρόσωποί της απέναντι στο θεωρητικά κυρίαρχο, αλλά πρακτικά υποταγμένο εκλογικό σώμα.
Η ανάταξη της εθνικής οικονομίας και η ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας είναι εφικτή μόνο εφόσον αφυπνισθεί η ελληνική κοινωνία. Χρειαζόμαστε μια ανανέωση σε βάθος του πολιτικού σκηνικού, ώστε να επιτευχθεί ένας πραγματικός εκδημοκρατισμός της χώρας, πολύ βαθύτερος από την μεταπολίτευση του 1974. Όλα αυτά αποτελούν βέβαια πρώτιστα ζήτημα πολιτικού πολιτισμού. Ωστόσο προς την ίδια κατεύθυνση θα μπορούσε να συμβάλει μια ριζική συνταγματική μεταρρύθμιση, μέσω μιας αναθεώρησης του Συντάγματος εντελώς διαφορετικής από τις προηγούμενες (του 1986, 2001 και 2008), η οποία θα αποσκοπούσε στην αναδόμηση της πολιτικής τάξης, των πολιτικών θεσμών και της δικαιοσύνης. Μια τέτοια αναθεώρηση θα έπρεπε να περιλάβει τουλάχιστον δώδεκα αλλαγές στο ισχύον Σύνταγμα.
ΙΙΙ. Έξι αλλαγές για την αναδόμηση της πολιτικής «τάξης»
Πρώτη αλλαγή θα έπρεπε να είναι η καθιέρωση ενός ανώτατου ορίου συνολικής βουλευτικής θητείας, η υπέρβαση του οποίου θα συνεπάγεται αυτοδίκαια κώλυμα τόσο για την υποβολή νέας υποψηφιότητας όσο και για την εκλογή ως βουλευτή κάθε προσώπου που έχει υπερβεί ήδη το όριο αυτό (με σχετική προσθήκη νέας παραγράφου 5 στο άρθρο 56 του Συντάγματος). Συζητήσιμο είναι το ακριβές ύψος του ορίου (ίσως κάπου μεταξύ 10 και 15 ετών) όπως και η τυχόν πρόβλεψη μεταβατικών ρυθμίσεων για τους εν ενεργεία βουλευτές. Το κώλυμα τούτο θα έπρεπε πάντως να είναι απόλυτο (δηλ. να μην αίρεται με κανένα τρόπο για το υπόλοιπο του βίου) και γενικό (δηλ. να ισχύει για όλες τις εκλογικές περιφέρειες της χώρας)[14]. Θα μπορούσε έτσι να παρεμποδιστεί, σε κάποιον βαθμό, η «επαγγελματοποίηση» των πολιτικών και η μετατροπή τους σε μια ιδιαίτερη, ημίκλειστη κοινωνική κατηγορία, με οιονεί «αριστοκρατικά» χαρακτηριστικά. Η ιδέα αυτή δεν είναι βέβαια καινούρια. Από την εποχή της γαλλικής επανάστασης ο πρωτεργάτης της έννοιας της συντακτικής εξουσίας, Emmanuel Sieyès, είχε διαπιστώσει την αναγκαιότητα να συγκροτηθεί η αντιπροσωπευτική συνέλευση κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην υπάρχει περιθώριο να αναπτύξει συντεχνιακή νοοτροπία και να μην «εκφυλισθεί σε αριστοκρατία» (la néccesite de constituer l’ assemblée représentative elle-même sur un plan qui ne lui permette pas de se former un esprit de corps, et de dégénerer en aristocratie). Για τον λόγο αυτόν πρότεινε να μην είναι εκλόγιμοι εκ νέου οι αντιπρόσωποι του έθνους μετά τη λήξη της θητείας τους, παρά μόνο ύστερα από την πάροδο ικανού χρόνου, ώστε να διευκολύνεται η συμμετοχή του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού πολιτών στα δημόσια πράγματα και να αποτρέπεται η ιδιοποίησή τους από έναν αριθμό οικογενειών[15]. Ακολουθώντας ένα παρεμφερές σκεπτικό το πρώτο γαλλικό Σύνταγμα του 1791 (τίτλος τρίτος, κεφάλαιο πρώτο, τμήμα ΙΙΙ, άρθρο 6) προέβλεψε ότι «τα μέλη του νομοθετικού σώματος μπορούν να επανεκλεγούν στο επόμενο και δεν μπορούν (να επανεκλεγούν) στη συνέχεια, παρά μόνο ύστερα από την πάροδο μιας νομοθετικής (περιόδου)». Οι επαναστατικές αυτές ιδέες εγκαταλείφθηκαν αργότερα, με την επικράτηση πιο συντηρητικών επιλογών, αλλά δεν στερούνται πραγματικού αντικρίσματος. Πιο πρόσφατα εξάλλου, η 3η ευρωπαϊκή διάσκεψη κατά της διαφθοράς που συνήλθε το 1998 στη Μαδρίτη στα πλαίσια διαδικασιών του συμβουλίου της Ευρώπης πρότεινε ως ένα από τα μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν στην καταπολέμηση της πολιτικής διαφθοράς τη θέσπιση γενικά χρονικών περιορισμών στην κατοχή δημόσιων αξιωμάτων.
Δεύτερη αλλαγή στο συνταγματικό μας κείμενο, σε συνέχεια και συμπλήρωση της προηγούμενης, θα έπρεπε να είναι η αναθεώρηση της παρ. 2 του άρθρου 81, έτσι ώστε στο εξής κανείς να μη μπορεί να διοριστεί μέλος της κυβέρνησης ή υφυπουργός, αν δεν είναι (εν ενεργεία) βουλευτής. Θα εξέλιπε έτσι το φαινόμενο των «δοτών» υπουργών και υφυπουργών, που καταλαμβάνουν τις θέσεις αυτές χωρίς να έχουν υποστεί επιτυχώς τη βάσανο της διεκδίκησης της λαϊκής ψήφου, με «απευθείας ανάθεση» από τον πρωθυπουργό - κομματικό ηγεμόνα, και συνεπώς δεν εκφράζουν παρά μόνο την αυθαιρεσία του τελευταίου. Το κυριότερο όμως είναι ότι ο συνδυασμός του κωλύματος εκλογιμότητας, μετά τη συμπλήρωση ενός χρονικού ορίου βουλευτικής θητείας, με την απαγόρευση να διορισθεί μέλος της κυβέρνησης (άρα και πρωθυπουργός) όποιος δεν έχει τη βουλευτική ιδιότητα θα καθιστούσε πρακτικά ανέφικτη την πολυετή κατοχή του πρωθυπουργικού θώκου από το ίδιο πρόσωπο. Τούτο θα συνιστούσε στο εξής ογκώδες εμπόδιο για τη διαχρονική ταύτιση των κομμάτων εξουσίας με συγκεκριμένα πρόσωπα και/ή πολιτικές δυναστείες.
Παρενθετικά μπορεί να επισημανθεί εδώ ότι η παραπάνω σκέψη βρίσκεται στον αντίποδα προτάσεων για καθιέρωση ασυμβίβαστου μεταξύ βουλευτικού και υπουργικού αξιώματος, οι οποίες έχουν εισαχθεί στο παρελθόν στον δημόσιο διάλογο. Το επιχείρημα ότι ο βουλευτής-υπουργός καλείται να ελέγξει το έργο της κυβέρνησης όπου μετέχει και έτσι κρίνων και κρινόμενος ταυτίζονται ανεπίτρεπτα, παραβλέπει το γεγονός ότι στα περισσότερα κοινοβούλια της εποχής μας, και μεταξύ τους στο ελληνικό, υφίστανται σταθερές κομματικές διαχωριστικές γραμμές. Συνεπώς εκ των πραγμάτων τον κύριο ρόλο στον κοινοβουλευτικό έλεγχο διαδραματίζει η κοινοβουλευτική μειοψηφία και όχι η πλειοψηφία. Γενικότερα άλλωστε αποτελεσματικός πολιτικά διαχωρισμός μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας δεν μπορεί, όπως αποδεικνύει η ιστορική εμπειρία, να επιτευχθεί παρά μόνο αν διαχωρισθεί και η νομιμοποιητική βάση τους, με την καθιέρωση διακριτών εκλογικών διαδικασιών (για την άμεση ανάδειξη από τον λαό αφενός των μελών του νομοθετικού σώματος και αφετέρου του αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας, που επιλέγει στη συνέχεια τους υπουργούς). Κάτι τέτοιο βρίσκεται όμως εκτός των ορίων της αναθεώρησης του ισχύοντος Συντάγματος, αφού η θεμελιώδης και μη αναθεωρήσιμη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 καθιερώνει το πολίτευμα της κοινοβουλευτικής (και όχι προεδρικής ή έστω ημι-προεδρικής) δημοκρατίας.
Τρίτη προτεινόμενη αλλαγή είναι η κατάργηση του άρθρου 86 του Συντάγματος στο σύνολό του. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού αναθέτουν αποκλειστικά στη Βουλή την πρωτοβουλία για τον καταλογισμό ποινικής ευθύνης στα μέλη της κυβέρνησης και τους υφυπουργούς για αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, κατά παρέκκλιση από τις ποινικές διατάξεις που ισχύουν για όλους τους υπόλοιπους Έλληνες και θα εφαρμόζονταν και για τους υπουργούς, αν δεν υφίστατο το άρθρο 86 Συντ. Υποτίθεται πως η παρεμβολή του νομοθετικού σώματος συνιστά «φραγμό στη δικαστικοποίηση της πολιτικής ζωής».
Ωστόσο θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι από την άποψη αυτή το άρθρο 86 παρ. 1 δεν προσθέτει τίποτε ουσιαστικό στην απορρέουσα ήδη από το ακαταδίωκτο του βουλευτή (άρθρο 62 παρ. 1 Συντ.) εγγύηση. Εάν ένας τέως υπουργός (αφού πρακτικά πρόκειται κυρίως για ευθύνη των τέως υπουργών) εξακολουθεί να μετέχει ενεργά στην πολιτική ζωή, ώστε να τίθεται θέμα «δικαστικοποίησής» της, τότε κατά κανόνα θα έχει τη βουλευτική ιδιότητα και άρα θα απαιτούνταν οπωσδήποτε, αν δεν υπήρχε η ειδική ρύθμιση του άρθρου 86 Συντ., η άδεια του κοινοβουλίου για τη δίωξή του. Εξάλλου εφόσον καταργηθούν οι εξωκοινοβουλευτικοί υπουργοί δεν θα τίθεται θέμα προστασίας πέρα από τα όρια του ακαταδίωκτου του βουλευτή.
Η τέταρτη αλλαγή θα έπρεπε να είναι η περιστολή του ακαταδίωκτου του βουλευτή, η εφαρμογή του οποίου έχει οδηγήσει στην πράξη σε πλήρη ποινική ασυδοσία, αφού η Βουλή δεν παρέχει σχεδόν ποτέ άδεια δίωξης, ακόμη και για αξιόποινες πράξεις καταφανώς άσχετες με την πολιτική δραστηριότητα των μελών της. Τούτο είχε ως συνέπεια καταδίκες της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο των εκάστοτε αντιδίκων των βουλευτών, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Ένα αντίδοτο εδώ θα μπορούσε να είναι η προσθήκη νέας παραγράφου στο άρθρο 62 του Συντάγματος, περίπου κατά το πρότυπο του άρθρου 57 του αυστριακού Συντάγματος. Το τελευταίο καθιερώνει, στην παρ. 2, τον γενικό κανόνα του ακαταδίωκτου των μελών της αυστριακής Εθνοσυνέλευσης για ποινικά αδικήματα αν δεν προηγηθεί άδεια του σώματος, αλλά κατ’ εξαίρεση η παρ. 3 επιτρέπει στις αρμόδιες (εισαγγελικές) αρχές την άσκηση δίωξης χωρίς τέτοια άδεια όταν πρόκειται για αξιόποινη πράξη που καταφανώς στερείται κάθε συνδέσμου (offensichtlich in keinem Zusammenhang steht) με την πολιτική δραστηριότητά τους. Παρέχεται ωστόσο στον κατηγορούμενο και σ’ αυτή την περίπτωση η δυνατότητα να ζητήσει από την Εθνοσυνέλευση να αποφανθεί αντίθετα. Επιπρόσθετα θα μπορούσε να προβλεφθεί στο άρθρο 62 του Συντάγματος ότι η Βουλή αποφασίζει πάντοτε με ονομαστική ψηφοφορία, κι όχι απλώς με ανάταση χεριού ή έγερση και κατ’ εξαίρεση ονομαστικά, όπως προβλέπεται σήμερα (άρθρο 83 παρ. 7 Κώδικα Κανονισμού της Βουλής- Κοινοβ. Μέρος), προκειμένου οι βουλευτές να επιβαρύνονται ατομικά, κατά τον πλέον πανηγυρικό τρόπο, με το πολιτικό κόστος αρνήσεων παροχής της άδειας με συντεχνιακά κριτήρια.
Το πέμπτο σημείο μιας συνταγματικής αναθεώρησης με στόχο τη ριζική μεταβολή του τρόπου λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος θα ήταν η καταπολέμηση του φαινομένου της κατ’ ουσία εξαγοράς βουλευτικών εδρών από υποψήφιους που δαπανούν υπέρογκα χρηματικά ποσά στην προεκλογική τους εκστρατεία. Οι σχετικές διατάξεις των εδ. γ΄ και δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 29 Συντ. έχουν καταστεί ανενεργές στην πράξη, αφού το προβλεπόμενο ειδικό όργανο, δηλ. η μικτή (από βουλευτές και δικαστές) επιτροπή του άρθρου 11 ν. 3023/2002 δεν ανταποκρίνεται στην αποστολή του[23] και δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτή, για αντικειμενικούς λόγους (πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών μελών, έλλειψη ειδικών γνώσεων και μη αποκλειστική απασχόληση των μελών, ανυπαρξία εξειδικευμένου βοηθητικού - ελεγκτικού προσωπικού). Έστω όμως κι αν η επιτροπή ανασυγκροτηθεί και καταστεί λειτουργικότερη με πρωτοβουλία του κοινού νομοθέτη, δεν αποτελεί επαρκή εγγύηση για τον έλεγχο των εκλογικών δαπανών χιλιάδων υποψηφίων βουλευτών. Θα έπρεπε συνεπώς να προβλεφθεί, με την προσθήκη σχετικής νέας παραγράφου 5 στο άρθρο 57 του Συντάγματος, η δυνατότητα υποβολής ένστασης από όποιον έχει έννομο συμφέρον ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου και έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα με απόφαση του τελευταίου, εφόσον ο βουλευτής έχει υπερβεί το νομοθετικά καθοριζόμενο όριο εκλογικών δαπανών.
Έκτο σημείο είναι η εξαφάνιση, πέρα από τους «δοτούς» υπουργούς, και των «δοτών» βουλευτών, δηλαδή η κατάργηση της παρ. 3 του άρθρου 54 Συντ. και του θεσμού των βουλευτών «επικρατείας». Η ύπαρξη βουλευτών δύο ταχυτήτων ενισχύει τα ηγεμονικά καθεστώτα μέσα στα πολιτικά κόμματα, αφού στην πράξη η κατάρτιση του ψηφοδελτίου «επικρατείας» αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο του αρχηγού του κόμματος και, στην περίπτωση των κομμάτων εξουσίας, καταλήγει σε απευθείας ανάθεση βουλευτικού αξιώματος σε πρόσωπα της εμπιστοσύνης του. Συνεπώς η κατάργηση των βουλευτών Επικρατείας μπορεί να συμβάλει στον εκδημοκρατισμό του πολιτικού μας συστήματος. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι ο μοναδικός δημοκρατικά θεμιτός τρόπος ανάδειξης των προσώπων που στελεχώνουν το κοινοβούλιο είναι η ψήφος (σταυρός) ατομικής προτίμησης (άρθρο 65 της κωδικοποιημένης εκλογικής νομοθεσίας). Διεθνώς υφίσταται ποικιλία εκλογικών συστημάτων, τα οποία συνδυάζουν με διάφορους τρόπους τη δυνατότητα του ψηφοφόρου να επιλέξει μεταξύ τόσο κομμάτων όσο και προσώπων στις βουλευτικές εκλογές. Τέτοιο είναι, μεταξύ άλλων, το ισχύον στις εκλογές για την ανάδειξη της γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής (Bundestag) σύστημα, αφού εκεί προβλέπεται διαδικασία προκριματικών (εσωκομματικών) εκλογών υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο, ενώ περαιτέρω περιθώριο επίδρασης στη συγκρότηση της Ομοσπονδιακής Βουλής, σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα, παρέχει κατ’ αποτέλεσμα στους ψηφοφόρους η διπλή ψήφος, σε μονοεδρικές και πολυεδρικές περιφέρειες. Από τα όσα έχουν δει πάντως το φως της δημοσιότητας σε σχέση με προθέσεις του κοινού νομοθέτη να καταργήσει την ψήφο προτίμησης και να εισάγει ένα νέο εκλογικό σύστημα, κατά το πρότυπο, υποτίθεται, του γερμανικού, συνάγεται ότι θα πρόκειται μάλλον για ένα σύστημα ουσιωδώς διαφορετικό, το οποίο θα ενέχει σοβαρό κίνδυνο θεσμοποίησης και ολοκλήρωσης της εσωκομματικής ηγεμονίας, με την απώλεια κάθε πραγματικής πολιτικής οντότητας των βουλευτών.
ΙV. Τρεις αλλαγές για τον εκδημοκρατισμό των πολιτικών θεσμών
Οι έξι παρεμβάσεις στον θεμελιώδη νόμο της χώρας, οι οποίες προτάθηκαν παραπάνω, αναφέρονται κυρίως στο πολιτικό προσωπικό. Ριζική μεταρρύθμιση χρειάζεται όμως και στους πολιτικούς θεσμούς και στο ζήτημα αυτό αναφέρονται οι επόμενες τρεις (συν μία) προτάσεις.
Η έβδομη, από τις συνολικά δώδεκα, προτεινόμενη αλλαγή αφορά την καρδιά του πολιτικού συστήματος, τα πολιτικά κόμματα. Όπως επισημάνθηκε παραπάνω, τα περισσότερα από αυτά, και ιδίως τα κόμματα εξουσίας, όχι μόνο διακρίνονται για το έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατίας, αλλά και γενικότερα βρίσκονται σε πορεία αποθέσμισης (αφού τα καταστατικά τους εφαρμόζονται επιλεκτικά και πάντως όχι σε ό,τι αφορά τις κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις και έτσι προσλαμβάνουν προσχηματικό χαρακτήρα[27]). Το κομβικό αυτό ζήτημα δεν μπορεί βέβαια να αντιμετωπισθεί ούτε αποκλειστικά ούτε καν κατά κύριο λόγο με συνταγματικές ή νομοθετικές ρυθμίσεις, αφού η οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων αντανακλά προεχόντως τον πολιτικό πολιτισμό μιας χώρας. Εξάλλου η επιβολή «της» εσωκομματικής δημοκρατίας με κανόνες θεσπισμένους από το κράτος προσκρούει στο γεγονός ότι υπάρχουν περισσότερες της μιας θεωρήσεις για την έννοια της δημοκρατίας, ενώ εγγενείς δυσχέρειες υφίστανται και ως προς την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων για την ενδεχόμενη «παρεκβατική» αντίληψη ενός κόμματος περί δημοκρατίας. Παρά ταύτα, ακόμη και σήμερα η εσωκομματική δημοκρατία πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη (στο άρθρο 29 παρ. 1 εδ. α΄ Συντ.) αρχή, παραπληρωματικά προς την αρχή της μη επέμβασης του κράτους στα εσωτερικά των κομμάτων[28]. Ενόψει όμως και του μονόπλευρου προσανατολισμού της ελληνικής νομολογίας προς τη μη-επέμβαση[29], η αρχή της εσωκομματικής δημοκρατίας χρειάζεται σαφέστερη και πληρέστερη κατοχύρωση. Ευκταίο μάλιστα θα ήταν τούτο να συνοδευτεί και με ρητή συνταγματική μνεία για τα καταστατικά των κομμάτων, αφού μέσω εκείνων ακριβώς μπορεί και πρέπει να εκφρασθεί η αντίληψη καθενός κόμματος για τη δημοκρατία και τη λειτουργία της στο εσωτερικό του, με την έννοια και της ανάληψης σχετικής αυτοδέσμευσης. Συνεπώς το εδ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 29 Συντ. θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, η εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των οποίων οφείλει να ανταποκρίνεται στις θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως εξειδικεύονται στο καταστατικό καθενός από αυτά».
Εξίσου σοβαρό με την έλλειψη εσωκομματικής δημοκρατίας και την αποθέσμιση των κομμάτων είναι το θέμα της αδιαφάνειας στην οικονομική τους διαχείριση. Από τους δημοσιευμένους ισολογισμούς τους προκύπτει ότι τα κόμματα, και ιδίως τα δύο μεγάλα, συντηρούνται χάρη στην κρατική επιχορήγηση και στα τραπεζικά δάνεια (κυρίως από την υπό κρατικό έλεγχο Αγροτική Τράπεζα) με εγγύηση τις επιχορηγήσεις των επόμενων ετών, ενώ οι φανερές εισφορές των μελών και φίλων τους καλύπτουν ασήμαντο μέρος των δαπανών τους. Πέρα από τα δηλωμένα έσοδα - έξοδα βέβαια είναι κοινό μυστικό ότι υπάρχουν μεγάλου ύψους αφανείς χρηματοδοτήσεις προς τα κόμματα από τον επιχειρηματικό κόσμο και αντίστοιχες αφανείς δαπάνες.
Σε μια δημοκρατία κάπως αντάξια του ονόματός της τα κόμματα οφείλουν να είναι οργανισμοί μέσω των οποίων η κοινωνία ελέγχει την εξουσία, πρώτιστα την πολιτική και κατ’ επέκταση και την οικονομική (αφού ο νομοθέτης θεσπίζει το γενικό πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας). Στην πραγματικότητα όμως στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίστροφο: Τα κόμματα εξουσίας είναι οι μηχανισμοί μέσω των οποίων η «τάξη» των επαγγελματιών πολιτικών και τα διαπλεκόμενα με αυτήν ιδιωτικά συμφέροντα επιβάλλουν τον έλεγχό τους στην κοινωνία. Γι’ αυτό και η χρηματοδότησή τους προέρχεται κατά μικρό μέρος από την κοινωνία, δηλαδή από τις φανερές συνεισφορές φίλων και μελών, και κατά πολύ μεγαλύτερο μέρος από το κράτος και την ολιγαρχία των «αφανών» χρηματοδοτών. Η προνομιακή πρόσβασή τους στις δύο τελευταίες πηγές χρήματος τους παρέχει τεράστιο οργανωτικό πλεονέκτημα απέναντι σε οποιονδήποτε νέο σχηματισμό θα μπορούσε να εκφράσει με πιο αυθεντικό τρόπο την κοινωνία.
Ο εκδημοκρατισμός της χώρας προϋποθέτει την επιβολή διαφάνειας στα οικονομικά των κομμάτων, με κατάλληλες ρυθμίσεις στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας (π.χ. απαγόρευση κάθε συναλλαγής σε μετρητά και διοχέτευση όλων των χρηματικών ροών καθενός σε αντίστοιχο τραπεζικό λογαριασμό, ονομαστικές μόνο συνεισφορές φίλων και μελών όχι ανώτερες ενός συγκεκριμένου ποσού σε ετήσια βάση κ.ά.). Η κύρωση σε περίπτωση μη συμμόρφωσης κάποιου κόμματος προς τις ανωτέρω ρυθμίσεις δεν θα μπορούσε βέβαια να είναι η διάλυσή του ή η απαγόρευση των συνδυασμών του στις βουλευτικές εκλογές, αφού κάτι τέτοιο θα συνιστούσε αντιδημοκρατικό εξουσιαστικό περιορισμό του πολιτικού πλουραλισμού. Η κύρωση θα μπορούσε όμως να είναι η στέρηση ενός μέρους ή και ολόκληρης της κρατικής χρηματοδότησης του «παραβατικού» κόμματος. Σε συνέχεια συνεπώς της αναθεώρησης της παρ. 1 του άρθρου 29, θα ήταν χρήσιμο[32] να διευκρινισθεί στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ότι δικαίωμα στην κρατική ενίσχυση δεν έχουν όλα τα κόμματα αδιακρίτως. Ειδικότερα το εδ. α΄ της παραγράφου αυτής θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Κόμματα που συμμετέχουν στις βουλευτικές εκλογές έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το κράτος για τις εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες, όπως νόμος ορίζει, εφόσον ανταποκρίνονται στις εγγυήσεις διαφάνειας του επόμενου εδαφίου». Παράλληλα χρειάζεται να ενισχυθούν οι εγγυήσεις αυτές από διαδικαστική άποψη με την ανάθεση του ελέγχου στο Ελεγκτικό Συνέδριο, αντί της αποδεδειγμένα αναποτελεσματικής μικτής επιτροπής (βουλευτές - δικαστικοί λειτουργοί) του εδ. δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 29 Συντ. (και του άρθρου 21 ν. 3023/2002). Το εδάφιο αυτό δεν έχει συνεπώς λόγο ύπαρξης και πρέπει να καταργηθεί και αντικατασταθεί με σχετική προσθήκη στο άρθρο 98 Συντ., όπως εκτίθεται παρακάτω (V). Ταυτόχρονα βέβαια πρέπει να απαλειφθούν οι τελευταίες οκτώ λέξεις του προηγούμενου εδαφίου γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 29 («με πρωτοβουλία του ειδικού οργάνου του επόμενου εδαφίου»).
Η όγδοη σκέψη αλλαγής αφορά το άρθρο 44 παρ. 2 του Συντάγματος και τον θεσμό του δημοψηφίσματος. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις για την προκήρυξη δημοψηφίσματος σύμφωνα με την παραπάνω συνταγματική διάταξη έχουν καταστρωθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε πρακτικά σχεδόν να αποκλείεται η διεξαγωγή του, ειδικά μάλιστα μετά την αναθεώρηση του 1986[33]. Και τούτο διότι η κυβέρνηση και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία (απόλυτη αν πρόκειται για κρίσιμο εθνικό θέμα, κατά το εδ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 44, και τριών πέμπτων, αν πρόκειται για ψηφισμένο νομοσχέδιο, κατά το εδ. β΄ της ίδιας), στις οποίες ανήκει πια η σχετική πρωτοβουλία και απόφαση, σχεδόν ποτέ δεν θα εύρισκαν λόγο να προκηρύξουν δημοψήφισμα, αφού έτσι ουσιαστικά θα εκχωρούσαν μέρος της εξουσίας τους. Ο θεσμός μπορεί και πρέπει να αναμορφωθεί έτσι ώστε να αποτελέσει πραγματικό αντίβαρο στην εξουσία αυτή και όργανο ελέγχου της από το εκλογικό σώμα[34]. Ως πηγή έμπνευσης για μια παρόμοια αναμόρφωση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η παράγραφος 42 του Συντάγματος της Δανίας, που προβλέπει την πρόκληση αρνητικού νομοθετικού δημοψηφίσματος ως δικαίωμα της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας[35]. Αν και η δανική ρύθμιση είναι υπερφορτωμένη με περιττές για συνταγματικό κείμενο λεπτομέρειες, η κεντρική της ιδέα οδηγεί, δυνητικά τουλάχιστο, στην τόνωση της δημοκρατικής συνιστώσας του πολιτεύματος. Προβλέπεται συγκεκριμένα ότι προκηρύσσεται δημοψήφισμα για ψηφισμένο νομοσχέδιο, εφόσον υποβληθεί σχετική γραπτή αίτηση από τουλάχιστον το ένα τρίτο των μελών της Βουλής (Folketing) μέσα σε μια σύντομη προθεσμία (τρεις εργάσιμες ημέρες από την ψήφισή του). Το νομοσχέδιο απορρίπτεται αν καταψηφισθεί από την απόλυτη πλειοψηφία όσων προσέλθουν στις κάλπες και εφόσον αυτοί δεν είναι λιγότεροι από το 30% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Αποκλείεται πάντως η υποβολή στη δοκιμασία αυτή του προϋπολογισμού, φορολογικών και συνταξιοδοτικών νομοσχεδίων κ.ά. Ακόμη πιο προχωρημένο, προς την κατεύθυνση της εισαγωγής στοιχείων άμεσης δημοκρατίας, είναι το άρθρο 75 του ιταλικού Συντάγματος[36], όπου προβλέπεται η διεξαγωγή καταργητικού νομοθετικού δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία (όταν δηλ. ζητηθεί η κατάργηση νόμου, ή άλλης πράξης με ισχύ νόμου, από τουλάχιστον 500.000 ψηφοφόρους), και εκεί με την εξαίρεση ορισμένων αντικειμένων (φορολογικοί νόμοι, κύρωση διεθνών συμβάσεων κ.ά.). Η παρ. 4 του άρθρου 75 απαιτεί τη συμμετοχή της (απόλυτης) πλειοψηφίας όσων έχουν το ενεργητικό εκλογικό δικαίωμα και τη θετική ψήφο της (απόλυτης) πλειοψηφίας τους για την αποδοχή του ερωτήματος που τους τέθηκε (δηλ. για την κατάργηση του προσβαλλόμενου νόμου). Το «προτέρημα» των νομοθετικών δημοψηφισμάτων, είτε εγγύτερα στη δανική είτε στην ιταλική εκδοχή, είναι ότι το ερώτημα είναι προκαθορισμένο, κατά κάποιο τρόπο, από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία η οποία ψήφισε το νομοσχέδιο ή το νόμο και δεν τίθεται αυθαίρετα από τους βουλευτές (συνήθως της αντιπολίτευσης) ή τους εκλογείς που υπογράφουν την αίτηση. Διασφαλίζεται έτσι μια εύλογη ισορροπία μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, με τελικό κριτή τον κυρίαρχο λαό.
Η ένατη αλλαγή που θα μπορούσε να συνεισφέρει προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού της ελληνικής πολιτείας θα ήταν η αναθεώρηση του εδ. στ΄ της παρ. 5 του άρθρου 74 Συντ. («σε περίπτωση αμφισβήτησης αποφαίνεται η Βουλή»). Το εδάφιο αυτό αδρανοποιεί ουσιαστικά την περιεχόμενη στα εδ. β΄ και γ΄ της ίδιας παραγράφου απαγόρευση εισαγωγής για συζήτηση στη Βουλή νομοσχεδίων τα οποία περιέχουν διατάξεις άσχετες με το κύριο αντικείμενό τους και περαιτέρω άσχετων με το τελευταίο προσθηκών ή τροπολογιών, αφού αναθέτει την κρίση (μόνο) στη Βουλή. Αποκλείει έτσι έμμεσα τον δικαστικό έλεγχο, παρά το γεγονός ότι η ύπαρξη άσχετων με το κύριο αντικείμενο του νόμου διατάξεων συνιστά πρόδηλα θέμα αναγόμενο στο περιεχόμενο του τελευταίου (και με την έννοια της παρ. 4 του άρθρου 93 Συντ.), και όχι στα interna corporis του νομοθετικού σώματος. Η συνέπεια είναι ότι οι περισσότεροι νόμοι βρίθουν από άσχετες με το κύριο αντικείμενό τους διατάξεις, αφού η κοινοβουλευτική πλειοψηφία πειθήνια αποδέχεται τα κυβερνητικά νομοσχέδια και συχνά τα επιβαρύνει με άσχετες τροπολογίες της τελευταίας στιγμής προερχόμενες από τους βουλευτές. Η άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας προσλαμβάνει έτσι ενίοτε χαρακτηριστικά αδιαφάνειας και σπασμωδικής αντίδρασης σε αιτήματα και πιέσεις διαφόρων ειδικών συμφερόντων[37]. Η θεραπεία θα μπορούσε να είναι η αντικατάσταση του εδαφίου στ΄ με τη ρητή μνεία ότι η παράβαση των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 74 Συντ. υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο για νόμους ψηφισμένους μετά τη (μελλοντική) αναθεώρηση του Συντάγματος.
V. Τρεις αλλαγές στην οργάνωση της δικαιοσύνης
Πέρα από τις παθογένειες της πολιτικής «τάξης» και των πολιτικών θεσμών, η χώρα μας εξακολουθεί να υποφέρει και από ό,τι διαπρεπής θεωρητικός είχε προσφυώς ονομάσει πριν από αρκετά χρόνια «το ελληνικό έλλειμμα κράτους δικαίου»[38]. Ζητήματα αιχμής αποτελούν εδώ το έλλειμμα εσωτερικής ιδίως δικαστικής ανεξαρτησίας και το αναποτελεσματικό σύστημα διάχυτου και παρεμπίπτοντος δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.
Η δέκατη επιμέρους παρέμβαση στο ισχύον συνταγματικό κείμενο θα έπρεπε λοιπόν να είναι η αναθεώρηση του άρθρου 90 του Συντάγματος. Θα ήταν χρήσιμη η προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης στην παρ. 5, με την οποία να διευκρινίζεται ότι δεν επιτρέπεται η θέσπιση περισσότερων της μιας ή δύο θέσεων αντιπροέδρου σε καθένα από τα τρία ανώτατα δικαστήρια. Ο ραγδαίος πολλαπλασιασμός των αντιπροέδρων των ανώτατων δικαστηρίων δεν εξυπηρετεί πραγματικές ανάγκες των τελευταίων, παρά μόνο την επιδίωξη των κυβερνώντων να ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή στη δικαιοσύνη, χρησιμοποιώντας συχνότερα το δέλεαρ της προαγωγής στις θέσεις εκείνες. Τα τμήματα των δικαστηρίων αυτών θα μπορούσαν να τελούν υπό την προεδρία του αρχαιότερου μέλους τους. Οξύ είναι ωστόσο το γενικότερο πρόβλημα της εσωτερικής ανεξαρτησίας, ιδίως για την πολιτική και ποινική δικαιοσύνη. Η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων των παραγράφων 1 έως 4 του άρθρου 90 του Συντάγματος έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι, χωρίς να διασφαλίζει την αξιοκρατία, οδηγεί στον ασφυκτικό έλεγχο της δικαιοδοτικής συμπεριφοράς των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών από τον Άρειο Πάγο. Έτσι όμως τα ηλικιωμένα μέλη του τελευταίου, που για τον λόγο αυτόν εμφορούνται συνήθως στην πλειοψηφία τους από συντηρητικές νομικές και κοινωνικές αντιλήψεις, επηρεάζουν υπέρμετρα την απονομή της δικαιοσύνης. Θα ήταν επομένως χρήσιμη η αναθεώρηση των παραπάνω διατάξεων, κατά τρόπο ώστε να δοθεί στον κοινό νομοθέτη, ενδεχομένως με ειδικές προϋποθέσεις (π.χ. νόμος εφάπαξ εκδιδόμενος και ψηφισμένος με αυξημένη, πέρα και από την απόλυτη, πλειοψηφία), η δυνατότητα να θεσπίσει ένα, δεσμευτικό για τα κρίνοντα όργανα (ανώτατο δικαστικό συμβούλιο ή ολομέλεια του οικείου ανώτατου δικαστηρίου), σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων τουλάχιστον για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις και αποσπάσεις δικαστών και εισαγγελέων.
Η ενδέκατη αλλαγή θα ήταν, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω (IV) η προσθήκη νέας περίπτωσης η΄ στην παρ. 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος, με την οποία να συμπεριληφθεί στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων. Εξυπακούεται ότι, προκειμένου να έχει νόημα η προσθήκη αυτή θα πρέπει ο αρμόδιος σχηματισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου να υποστηριχθεί από εξειδικευμένο επιστημονικό υπαλληλικό προσωπικό και γενικότερα τη σχετική οργανωτική υποδομή.
Η δωδέκατη ενδεδειγμένη αλλαγή είναι η ενίσχυση της συνταγματικής νομιμότητας με την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου. Το υφιστάμενο σύστημα διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, με καταγωγή από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αποτελεί προφανή αναχρονισμό. Πρέπει και στη χώρα μας να αντιληφθούμε ότι η συνέχιση της ύπαρξης ενός αντισυνταγματικού νόμου, μετά τη δικαστική διάγνωση της αντισυνταγματικότητας αυτής, αποτελεί μείζονα ανωμαλία, υπονομευτική της όλης έννομης τάξης, καθώς και ότι τα συνταγματικά δικαιοδοτικά έργα είναι δυσβάστακτα για τα χωρίς ειδίκευση δικαστήρια. Χρειαζόμαστε επομένως ένα ειδικό συνταγματικό δικαιοδοτικό όργανο, ανάλογο εκείνων που λειτουργούν με επιτυχία εδώ και δεκαετίες στη μεγάλη πλειονότητα των άλλων ευρωπαϊκών κρατών (όπως τα Συνταγματικά Δικαστήρια της Γερμανίας, Ιταλίας και Ισπανίας, το Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας κ.λ.π.). Αυτό πρέπει να έχει μόνιμη σύνθεση, από μέλη μακράς θητείας και αποκλειστικής απασχόλησης, εκλεγμένα με αυξημένη πλειοψηφία κυρίως από τη Βουλή, και να διαθέτει, εκτός από τις σημερινές αρμοδιότητες του ΑΕΔ, και την αρμοδιότητα ακύρωσης αντισυνταγματικής διάταξης νόμου, ύστερα από παραπομπή από οποιοδήποτε δικαστήριο θεωρεί ότι μια τέτοια διάταξη, κρίσιμη για τη διάγνωση επίδικης διαφοράς, είναι αντισυνταγματική. Ευκταίο θα ήταν επίσης να του ανατεθεί η δικαιοδοτική επίλυση διαφορών σχετικών με το κύρος της εκλογής και των ρυθμιστικών διαταγμάτων του Προέδρου της Δημοκρατίας[39].
VI. Η ανέφικτη αναθεώρηση
Μια συνταγματική αναθεώρηση η οποία θα αποσκοπούσε στο να εμποδίσει την περαιτέρω διολίσθηση προς τον εκφεουδαρχισμό του ελληνικού δημόσιου βίου θα έπρεπε να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα δώδεκα σημεία που προαναφέρθηκαν (άρθρα 29, 44, 54, 56, 57, 62, 74, 81, 86, 90, 98, 100). Χρήσιμη, αν και όχι άμεσα αναγκαία, για την επίτευξη του ίδιου στόχου και γενικότερα για την προσαρμογή του Συντάγματός μας στα δεδομένα της εποχής μας, θα ήταν η επέκτασή της και σε άλλες συνταγματικές διατάξεις, όπως στο άρθρο 3 προκειμένου να επιτευχθεί ο χωρισμός εκκλησίας και κράτους, στο άρθρο 48 ώστε να καταργηθεί ή να συρρικνωθεί δραστικά ο πρόσφορος σε καταχρήσεις θεσμός της κατάστασης πολιορκίας, στο άρθρο 21, προκειμένου να κατοχυρωθεί ένα ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης για όσους δεν είναι ικανοί για εργασία και στερούνται οικονομικών πόρων κ.ά.
Όλα αυτά βέβαια αποτελούν, τουλάχιστον για το ορατό μέλλον, απλά σχέδια επί χάρτου. Δεν είναι ρεαλιστικό να αναμένει κανείς από το πολιτικό μας σύστημα μια συνταγματική αναθεώρηση που θα συνέβαλε στην υπέρβασή του. Από την άλλη πλευρά, τις τάσεις εκφεουδαρχισμού της πολιτικής δεν τις τροφοδοτεί βέβαια το Σύνταγμα, αλλά οι πραγματικές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Αν αυτές μπορέσουν να αναταχθούν, μεταξύ άλλων με την επικράτηση δημοκρατικά οργανωμένων κομμάτων αρχών, με την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού χωρίς κληρονόμους, δοτούς, αγοραστές κ.ο.κ., τότε μια συνταγματική αναθεώρηση με τα παραπάνω χαρακτηριστικά θα ερχόταν απλώς να επιβεβαιώσει τον συντελεσμένο στην πράξη εκδημοκρατισμό.
Το ζητούμενο για την κοινωνία μας είναι να αντικαταστήσει τις σημερινές ιεραρχικού-φεουδαρχικού τύπου πελατειακές πυραμίδες με θεσμοποιημένους πολιτικούς οργανισμούς, οι οποίοι θα αντιπροσωπεύουν την κοινωνία έναντι του κράτους και όχι το αντίστροφο.
Το ζητούμενο είναι ακόμη να τερματιστεί η αναπαραγωγή μιας ημίκλειστης τάξης επαγγελματικών της πολιτικής και να διαχωριστεί η δημόσια - πολιτική από την ιδιωτική - οικονομική εξουσία.
Το ζητούμενο τελικά είναι να πραγματοποιηθεί η μετάβαση από ένα πολιτικό σύστημα επιφανειακά μόνο δημοκρατικό, όπως αυτό που εγκαθιδρύθηκε στη χώρα μας μετά τη μεταπολίτευση του 1974, σε ένα νέο και περισσότερο δημοκρατικό και αντιπροσωπευτικό μοντέλο λειτουργίας του κράτους και κυρίως των κομμάτων.
http://www.constitutionalism.gr/html/ent/056/ent.2056.asp
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου