“Τα βαθύτερα αίτια πίσω από τα γεγονότα, τα οποία οδηγούν μία πάμπλουτη, πολλαπλά προικισμένη χώρα, όπως για παράδειγμα την Ελλάδα, στα ελλείμματα και στην υπερχρέωση, είναι η μακροχρόνια έλλειψη εμπιστοσύνης των Πολιτών προς την Πολιτεία – προς την Πολιτική, προς τους Θεσμούς, προς το «πλαίσιο» λειτουργίας (επιχειρηματικό, φορολογικό κα.), καθώς επίσης προς τις πάσης φύσεως υπόλοιπες «εξουσίες» (ΜΜΕ, συνδικαλιστικές οργανώσεις κλπ.).
Η χρεοκοπία τώρα ενός κράτους δεν προκαλείται τόσο από την υπερχρέωση ή από την απώλεια της πιστοληπτικής αξιολόγησης του, όσο από την άρνηση των Πολιτών του να συμμετέχουν στη χρηματοδότηση του, καθώς επίσης στις προσπάθειες εξυγίανσης της οικονομίας του – από την ανυπακοή τους δηλαδή στα μέτρα που επιλέγονται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Κατ’ επέκταση, μία κυβέρνηση είναι «καταδικασμένη», όταν δεν είναι ικανή να εφαρμόσει τα προγράμματα που έχει ψηφίσει ή συμφωνήσει με τους δανειστές – όταν δεν μπορεί πλέον να πείσει τους Πολίτες να πληρώσουν κερδίζοντας, ως οφείλει, την εμπιστοσύνη τους.
Τέλος, όταν μία χώρα χρεοκοπεί, είναι μάλλον αναπόφευκτες οι αιματηρές κοινωνικές εξεγέρσεις – με το Κοινοβούλιο ή τους υπόλοιπους Θεσμούς της να απειλούνται με την «τύχη» της «λαιμητόμου και της Βαστίλης», έτσι όπως βιώθηκαν στα πλαίσια της Γαλλικής Επανάστασης”.
ΟΙ ΛΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΧΡΕΩΣΗΣ
Ανεξάρτητα από τις παραπάνω διαπιστώσεις, η αύξηση των δημοσίων χρεών ήταν ανέκαθεν το αποτέλεσμα κρίσεων ή/και πολέμων – ενώ για τη Δύση, η σημερινή κρίση χρέους είναι ήδη η τέταρτη, από το ξεκίνημα του εικοστού αιώνα (ενδεχομένως η πρώτη, η οποία οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην ανεπάρκεια ή/και στην εκτεταμένη διαφθορά της δυτικής Πολιτικής). Χωρίς να αναλωθούμε σε περιττές λεπτομέρειες, υπάρχουν ουσιαστικά πέντε βασικές «απαντήσεις» στο πρόβλημα του χρέους – είτε αυτό αφορά πολύπλοκες διακρατικές ενώσεις, όπως την Ευρωζώνη, είτε αυτόνομα κράτη:
(α) Διαγραφή χρέους (haircut): Συνώνυμο ουσιαστικά με τη χρεοκοπία, έχει χρησιμοποιηθεί για πάρα πολλά χρόνια, από αρκετές χώρες - με κύριο στόχο τη μείωση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, λόγω της επιβάρυνσης των τόκων. Χωρίς καμία αμφιβολία πρόκειται για μία επικίνδυνη διαδικασία, αφού η άρνηση πληρωμής χρέους δημιουργεί τεράστια προβλήματα στους πιστωτές – είτε αυτοί είναι οι Πολίτες του κράτους (εσωτερικός δανεισμός), είτε οι τράπεζες του, είτε οι διεθνείς, πάσης φύσεως δανειστές του. Σε κάθε περίπτωση, καταστρέφονται αυτόματα χρήματα («καίγονται», επειδή η πίστωση τα παράγει, ενώ η εξόφληση τα «αναιρεί»), κυρίως επειδή τα ομόλογα του δημοσίου χάνουν εντελώς την αξία τους.
Μίας μεγάλης έκτασης διαγραφή χρεών θα μπορούσε να οδηγήσει στην «σύντηξη» του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μέσα από τις χρεοκοπίες τραπεζών και τον πανικό των επενδυτών, με αποτέλεσμα να βυθιστεί στην ύφεση η παγκόσμια οικονομία – με καταστροφικές συνέπειες τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για τους ιδιώτες.
Η «ελαφριάς μορφής», η ελεγχόμενη καλύτερα κρατική πτώχευση, όπου τα κράτη πληρώνουν τα ονομαστικά χρέη τους, αλλά διαφοροποιούν τις συνθήκες (επιτόκια, χρόνος αποπληρωμής κλπ.), σε συμφωνία με τους πιστωτές τους, έχει ηπιότερα αποτελέσματα για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα – μέθοδος που ακολουθήθηκε από αρκετές χώρες μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, στις οποίες οι κυβερνήσεις τους επέβαλλαν ανώτατα όρια επιτοκίων δανεισμού και ύψους χρεολυσίων (τα κράτη εξοικονομούσαν τόκους και χρόνο, χωρίς να δημιουργούν χρηματοπιστωτικά σοκ – ίσως ο μοναδικός «βατός» δρόμος για την Ελλάδα σήμερα).
(β) Εσωτερικός δανεισμός: Είναι ο δρόμος που έχει επιλέξει η Ιαπωνία, η οποία καταφέρνει να πληρώνει τις υποχρεώσεις της, παρά το ότι έχει το «μακράν» υψηλότερο χρέος παγκοσμίως (220% του ΑΕΠ της, με αυξητικές τάσεις). Η δυνατότητα της αυτή προέρχεται από τον πλούτο του ιδιωτικού τομέα της, σε συνδυασμό με την «πατριωτική» του εντιμότητα – αφού κατέχει σχεδόν το 90% του δημοσίου χρέους, με επιτόκια που δεν ξεπερνούν το 1%.
Η «μέθοδος» αυτή θα μπορούσε να είχε εφαρμοσθεί και από την Ελλάδα, ο ιδιωτικός τομέας της οποίας ήταν από τους υγιέστερους στην Ευρώπη (άρθρο μας), εάν η κυβέρνηση είχε κάνει σωστές επιλογές, όταν ανέλαβε την εξουσία – πόσο μάλλον σε συνδυασμό με το μηδενισμό του χρέους και με τα εθνικά ομόλογα, προς όφελος της εθνικής μας κυριαρχίας. Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια θα ήταν η εμπιστοσύνη των Πολιτών προς την Πολιτεία, κατά το παράδειγμα της Ιαπωνίας – κάτι που μάλλον δεν μπόρεσε να επιτευχθεί στη χώρα μας.
Τέλος, ο εσωτερικός δανεισμός έχει υιοθετηθεί σε κάποιο βαθμό και από την Ιταλία, το δημόσιο χρέος της οποίας ξεπερνάει το 120% του ΑΕΠ της – γεγονός όμως δεν φαίνεται να διατηρείται στο μέλλον, εάν δεν καταπολεμηθεί άμεσα η ασυνέπεια, η αυξανόμενη διαφθορά και η διαπλοκή στη χώρα (η Ιταλία κινδυνεύει πολύ περισσότερο από την Ισπανία να χρεοκοπήσει, ειδικά εάν τυχόν οι Πολίτες της «αποσύρουν» την εμπιστοσύνη τους προς την κυβέρνηση – αφού το δημόσιο χρέος της, σε σχέση με το ΑΕΠ της, είναι διπλάσιο από αυτό της Ισπανίας).
(γ) Πληθωρισμός: Πρόκειται για μία «αγαπημένη» ιστορικά μέθοδο, για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης. Όταν ακριβαίνουν οι τιμές, αυξάνονται συνήθως τόσο τα εισοδήματα (μισθοί κλπ.), όσο και τα φορολογικά έσοδα των κρατών – παρά το ότι τα χρήματα χάνουν σε αγοραστική αξία. Αντίθετα, το ύψος των υφισταμένων χρεών παραμένει σταθερό, κάτι που διευκολύνει σε σημαντικό βαθμό τη διαχείριση τους. Σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους, η αύξηση του πληθωρισμού σήμερα στο 4-6% θα ήταν αρκετή για την επίλυση του προβλήματος της Δύσης. Δυστυχώς, όσον αφορά την Ευρωζώνη, δεν συμφωνεί η Γερμανία, λόγω των φόβων της από το παρελθόν (υπήρξε δύο φορές θύμα του υπερπληθωρισμού).
Ο πληθωρισμός βέβαια (όπως και η διαγραφή χρεών) είναι εις βάρος των αποταμιευτών, καθώς επίσης των ιδιοκτητών περιουσιακών στοιχείων (με εξαίρεση τα ακίνητα και κάποια άλλα), αφού οι απαιτήσεις τους περιορίζονται σε όρους αγοραστικής αξίας των χρημάτων τους. Συνήθως επηρεάζονται ανάλογα και οι συντάξεις – ενώ οι μισθοί ακολουθούν την αυξητική πορεία των τιμών και δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα (ακόμη και σε ιστορικές περιόδους υπερπληθωρισμού, οι μισθωτοί ήταν σε σχετικά καλή θέση).
Το μεγάλο πρόβλημα είναι όμως το ότι, ο πληθωρισμός δεν είναι εύκολο να χειρισθεί με ακρίβεια. Για παράδειγμα σήμερα, παρά το ότι οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν συνεχώς την ποσότητα χρήματος («τυπώνουν»), οι τιμές δεν είναι ανοδικές, επειδή κανένας δεν θέλει να ξοδέψει – ούτε οι καταναλωτές, ούτε οι επιχειρηματίες, για τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων. Κάποια στιγμή όμως τα πράγματα αλλάζουν ξαφνικά, οι δαπάνες τόσο των καταναλωτών, όσο και των επιχειρήσεων αυξάνονται απότομα, οι κεντρικές τράπεζες δεν προλαβαίνουν να απορροφήσουν την υπερβάλλουσα ποσότητα χρημάτων και ο υπερπληθωρισμός (άνω του 10%) καταστρέφει τελικά το νόμισμα - το οποίο απαξιώνεται εντελώς, με τρομακτικά επώδυνες συνέπειες για όλους (Πολίτες και κράτη).
(δ) Λιτότητα: Εάν ακολουθηθεί η συγκεκριμένη τακτική (όπως σήμερα στην Ευρώπη, κατ’ εντολή της Γερμανίας), οι κυβερνήσεις μπορούν να επιλέξουν εύκολα εκείνες τις ομάδες της κοινωνίας, οι οποίες θα επιβαρυνθούν περισσότερο (με τη βοήθεια της φορολογικής πολιτικής).
Το πρόβλημα είναι όμως πως το ίδιο το κράτος είναι ένας σημαντικός οικονομικός παράγοντας – οπότε, εάν καθυστερεί τις επενδύσεις, μειώνει τις αμοιβές και απολύει δημοσίους υπαλλήλους, οδηγεί τη χώρα σε ύφεση. Το αποτέλεσμα είναι να περιορίζονται τα έσοδα του και να αυξάνουν οι δαπάνες του, λόγω της ανεργίας που προκαλεί – με αναγκαστικό επακόλουθο τη συνέχιση της ανόδου των χρεών, τόσο σε απόλυτα, όσο και σε σχετικά μεγέθη (ως προς το ΑΕΠ κλπ.).
Επομένως, η λιτότητα κοστίζει ανάπτυξη και η ελλειμματική ανάπτυξη οδηγεί την οικονομία στη χρεοκοπία – εκτός εάν η πολιτική της λιτότητας εφαρμόζεται από πειθαρχημένες, πλούσιες χώρες, χωρίς μεγάλα ελλείμματα και χρέη, αφού μόνο αυτές έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτούν την οικονομία τους για εκείνο το χρονικό διάστημα (αρκετά μεγάλο) που απαιτείται για την εξυγίανση τους.
(ε) Ανάπτυξη: Τα κράτη δεν είναι υποχρεωμένα να συμπεριφέρονται σαν τις καλές νοικοκυρές (A.Merkel), οι οποίες κάνουν οικονομία για να μειώσουν τα χρέη τους – αφού η «διαχειρισιμότητα» των οφειλών τους δεν εξαρτάται από το απόλυτο ύψος τους, αλλά από τη σχέση τους αναφορικά με το ΑΕΠ. Για παράδειγμα, οι Η.Π.Α. περιόρισαν το δημόσιο χρέος τους μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο από το 108% του ΑΕΠ, στο 50% - παρά το ότι, σε απόλυτα μεγέθη, οι οφειλές τους αυξήθηκαν (από τα 269 δις $ τότε, στα 274 δις $).
Ειδικότερα, όσο υψηλότερο είναι το ΑΕΠ μίας χώρας, τόσο περισσότερα είναι τα φορολογικά έσοδα, τα οποία έχει στη διάθεση της η κυβέρνηση για την αποπληρωμή των τόκων και των χρεολυσίων των δανείων της. Ουσιαστικά, αρκεί να αυξάνεται το ΑΕΠ με ρυθμό υψηλότερο των επιτοκίων, για να θεωρείται απόλυτα διαχειρίσιμο το χρέος. Ακριβώς για το λόγο αυτό, η ανάπτυξη θεωρείται ως ο «βασιλικός δρόμος» για την έξοδο από μία χρηματοπιστωτική κρίση – είναι όμως ταυτόχρονα ο δυσκολότερος στην επίτευξη του.
Πόσο μάλλον κάτω από τις σημερινές συνθήκες, οι οποίες θυμίζουν τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 – χαμηλή ανάπτυξη, χαμηλός πληθωρισμός και ανοιχτά σύνορα για το διεθνές κεφάλαιο. Την εποχή εκείνη (1933), όπου οι Η.Π.Α. υιοθέτησαν καθυστερημένα τον κανόνα του χρυσού (απαγορεύοντας την κατοχή του από τους ιδιώτες και μετατρέποντας όλα τα αποθέματα σε ράβδους, στην ιδιοκτησία του κράτους – εξ’ ου και τα εναπομένοντα νομίσματα Double Eagle, ονομαστικής αξίας μόλις 20 $, πωλούνται με 7,6 εκ. $), καμία σχεδόν βιομηχανική χώρα δεν εξόφλησε τις υποχρεώσεις της – ενώ ακολούθησε ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε σκόπιμο να προσθέσουμε εδώ τον Πίνακα Ι, ο οποίος καταγράφει τις είκοσι χώρες, οι οποίες εξάγουν τις μεγαλύτερες ποσότητες όπλων παγκοσμίως:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς πολεμικού εξοπλισμού παγκοσμίως
Χώρα | Μερίδιο Αγοράς % | Χώρα | Μερίδιο Αγοράς % |
|
|
|
|
Η.Π.Α. | 30,3 | Ισραήλ | 1,9 |
Ρωσία | 23,0 | Ουκρανία | 1,7 |
Γερμανία | 11,0 | Ελβετία | 1,2 |
Γαλλία | 7,0 | Καναδάς | 1,0 |
Μ. Βρετανία | 4,0 | Ν. Αφρική | 0,5 |
Ολλανδία | 3,0 | Ν. Κορέα | 0,5 |
Κίνα | 3,0 | Πολωνία | 0,5 |
Ισπανία | 3,0 | Βέλγιο | 0,5 |
Ιταλία | 2,0 | Νορβηγία | 0,4 |
Σουηδία | 2,0 | Βραζιλία | 0,3 |
Πηγή: Spiegel
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Σημείωση: Οι εξαγωγές όπλων τα τελευταία πέντε έτη αυξήθηκαν κατά 20% - ενώ η Γερμανία κατάφερε να διπλασιάσει το μερίδιο της, κυρίως στους τομείς των υποβρυχίων, των πολεμικών πλοίων και των αρμάτων μάχης (σημαντικότεροι πελάτες της η Τουρκία με 14% των εξαγωγών της, η Ελλάδα με 13% και η Ν. Αφρική με 12%).
Όπως διαπιστώνεται από τον Πίνακα Ι, όλες οι υπόλοιπες χώρες του πλανήτη εξάγουν μόλις το 3,2% του πολεμικού εξοπλισμού παγκοσμίως, ενώ μόνο η Η.Π.Α. και η Ρωσία το 53,3%. Η υπεροχή της «πλούσιας Δύσης» στον τομέα είναι εμφανής, όπως επίσης η μεγάλη αδυναμία της Κίνας να ανταγωνιστεί τις δύο πολεμικές υπερδυνάμεις – αλλά και την τρίτη κατά σειρά, τη Γερμανία.
Επίσης θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε τον Πίνακα ΙΙ, στον οποίο φαίνεται η εξέλιξη των δημοσίων χρεών της υπερδύναμης, μετά την κατάληψη της εξουσίας από τα παιδιά του Σικάγου και την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής τους – η οποία μείωσε ραγδαία την εμπιστοσύνη των Πολιτών προς την Πολιτεία, ενώ οδήγησε τελικά τις Η.Π.Α. στην αποβιομηχανοποίηση, μέσα από την παγίδα των ιδιωτικοποιήσεων:
ΠΙΝΑΚΑΣ IΙ: Ιστορική κατανομή του δημοσίου χρέους των Η.Π.Α., συνολικού ύψους 14,3 τρις $
Περίοδος | Πρόεδρος | Ποσοστό επί του συν. χρέους | *Χρέος |
|
|
|
|
Έως το 1981 | Προ Reagan | 7,0% | 1,01 |
1981-1989 | Reagan | 13,2% | 1,89 |
1989-1993 | Bush senior | 10,5% | 1,50 |
1993-2001 | Clinton | 9,8% | 1,40 |
2001-2009 | Bush junior | 42,7% | 6,11 |
2009-2010 | | 16,8% | 2,39 |
|
|
|
|
Σύνολα |
| 100% | 14,3 |
* Αύξηση χρέους σε τρις $
** Εντός ενός μόνο έτους ξεπέρασε την οκταετία Reagan ενώ, εάν δεν συμβεί κάτι εξαιρετικό, θα ξεπεράσει ακόμη και τον Bush junior.
Σημείωση: Ο μεγαλύτερος πιστωτής των Η.Π.Α. είναι η Fed, αφού κατέχει το 11,6% του δημοσίου χρέους – ήτοι 1,66 τρις $. Ακολουθεί η Κίνα (1,20 τρις $) και η Ιαπωνία (0,91 τρις $).
Πηγή: New York Times
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως συμπεραίνουμε από τον Πίνακα IΙ οι Η.Π.Α., έως και το 1981, συσσώρευσαν χρέη ύψους μόλις 1,01 τρις $ - γεγονός που συνέβη και στις περισσότερες άλλες χώρες της Δύσης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Από το 2001 όμως μέχρι το 2009 το δημόσιο χρέος έφτασε στα ύψη, αφού αυξήθηκε κατά 6,11 τρις $ - μία κατάσταση που συνεχίζει να υφίσταται, μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Obama. Το γεγονός αυτό δεν μας επιτρέπει μεγάλες ελπίδες για το μέλλον, όσο και αν ακούγεται το αντίθετο - αφού η αντιστροφή της τάσης είναι, κατά την άποψη μας, εξαιρετικά δύσκολη.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΟΜΟΛΟΓΩΝ
Όπως φαίνεται από την οικονομική ιστορία, τα ομόλογα του δημοσίου αποτελούν «ιταλική εφεύρεση» – ξεκίνησαν δηλαδή από την Ιταλία, ενώ παραδόξως φαίνεται ότι στην ίδια χώρα θα ολοκληρώσουν την έκτοτε συνεχώς αυξητική πορεία τους.
Ειδικότερα, κάπου στο 14ο αιώνα, οι κυβερνώντες τη Φλωρεντία αποφάσισαν να μισθώσουν στρατιώτες – αφού οι πλούσιοι έμποροι της πόλης, οι οποίοι διεξήγαγαν πολέμους, δεν ήθελαν να πολεμήσουν οι ίδιοι. Για την πληρωμή όμως των μισθοφόρων χρειαζόντουσαν πολλά χρήματα – περισσότερα από όσα είχαν οι διοικούντες την πόλη στη διάθεση τους. Φυσικά θα μπορούσαν να αυξήσουν τους φόρους, αφού υπήρχαν αρκετοί πλούσιοι μεταξύ των υπηκόων τους. Οι έμποροι όμως της πόλης-κράτους θα θεωρούσαν τη φορολόγηση της περιουσίας τους μεγάλη προσβολή, απέναντι στην ελευθερία τους (οι φόροι είναι μία σχετικά νέα εφεύρεση των κυβερνώντων – μόνο το εμπόριο με κρασί και με αλάτι υπόκειντο εκείνη την εποχή σε κρατήσεις).
Οι κυβερνώντες λοιπόν είχαν μία και μόνο επιλογή: να δανεισθούν τα απαραίτητα χρήματα. Όμως, αν και σήμερα ο δανεισμός δεν είναι καθόλου δύσκολος, κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα ήταν μία εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία – επειδή, όποιος δανείζει χρήματα απαιτεί τόκους, οι οποίοι ήταν απαγορευμένοι από τη χριστιανική θρησκεία.
Μερικά χρόνια πριν το πρόβλημα θα μπορούσε να είχε λυθεί, αφού στη Φλωρεντία είχαν εγκατασταθεί ορισμένοι από τους μεγαλύτερους δανειστές της Ευρώπης. Οι «τοκογλύφοι» αυτοί είχαν ανακαλύψει έναν τρόπο, με τον οποίο μπορούσαν να κερδίζουν δανείζοντας χρήματα, χωρίς να έρχονται σε αντίθεση με την εκκλησία. Οι πρώτοι αυτοί τραπεζίτες του κόσμου δεν απαιτούσαν τόκους – τουλάχιστον δεν τους ονόμαζαν έτσι, «βαφτίζοντας» τους προμήθειες για τους κόπους τους. Οι πελάτες τους ήταν λοιπόν ικανοποιημένοι, οι καθολικοί καρδινάλιοι επίσης και ο «νεογέννητος καπιταλισμός», ο οποίος στηρίζεται στην πίστωση, είχε βρει τρόπο να «ξεγελάσει» την εκκλησία.
Περαιτέρω, ένα από τα δύο μεγαλύτερα τραπεζικά ιδρύματα της Φλωρεντίας ήταν ο οίκος των Peruzzi – με υποκαταστήματα σχεδόν σε όλες τις σημαντικές πόλεις της Ιταλίας, καθώς επίσης στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Βέλγιο, στην Τυνησία, στη Μαγιόρκα, στη Ρόδο και στην Κύπρο. Το Μάρτιο του 1338 ο διευθυντής της επιχείρησης είχε ταξιδέψει στην Αγγλία, επειδή ο τότε βασιλιάς της χρειαζόταν χρήματα για τη διεξαγωγή του πολέμου εναντίον της Γαλλίας. Ο τραπεζίτης δάνεισε το βασιλιά, περιμένοντας ότι θα κέρδιζε μεγάλα ποσά.
Εν τούτοις, το κόστος του πολέμου ήταν τεράστιο και τα λάφυρα ελάχιστα – οπότε ο βασιλιάς δεν μπόρεσε να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του και ο τραπεζίτης χρεοκόπησε. Παράλληλα, πτώχευσε και η δεύτερη τράπεζα της πόλης, η οποία είχε επενδύσει επίσης στην Αγγλία – οπότε η Φλωρεντία βίωσε την πρώτη χρηματοπιστωτική κρίση της Ιστορίας. Σύμφωνα δε με τον ιστορικό που τα περιγράφει, «Σε αντίθεση με σήμερα, εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κανένας για να διασώσει τις τράπεζες».
Λόγω της συγκεκριμένης κατάστασης λοιπόν, δεν υπήρχε πλέον κανένας που να μπορούσε να δανείσει τους κυβερνώντες τη Φλωρεντία, με τα χρήματα που είχε ανάγκη για να πληρώσει τους στρατιώτες-μισθοφόρους. Επομένως υπήρχαν δύο μόνο επιλογές «εξόδου από την κρίση»: Είτε η λιτότητα, με την αποφυγή της διεξαγωγής πολέμων, είτε η εύρεση ενός άλλου τρόπου, ο οποίος θα μπορούσε να εξασφαλίσει δανεικά, χωρίς να υπάρξει πρόβλημα με την απαγόρευση των τόκων από την εκκλησία.
Οι Φλωρεντιανοί κατάφεραν να πετύχουν το τελευταίο, εφευρίσκοντας ένα σύστημα επιστρεφόμενων φόρων – όπως η Βενετία και η Γένουα: οι Πολίτες δηλαδή πλήρωναν φόρους, αλλά έπαιρναν τα χρήματα τους πίσω, με κέρδος. Επειδή επρόκειτο για υποχρεωτικές πληρωμές (καταναγκαστικές), η εκκλησία δεν είχε αντίρρηση να αποζημιώνονται οι Πολίτες, οπότε οι τόκοι ήταν νόμιμοι. «Μία επαναστατική ιδέα, η οποία έμελε να αλλάξει την πορεία του κόσμου για πάντα», όπως αναφέρει ο Βρετανός ιστορικός N.Ferguson.
Συνεχίζοντας, οι Πολίτες έπαιρναν ως απόδειξη καταβολής των χρημάτων τους (φόρων) ένα γραμμάτιο – ένα ομόλογο ουσιαστικά, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα. Όποιος είχε στην κατοχή του αυτό το ομόλογο, έπαιρνε πίσω τα χρήματα του μαζί με τους τόκους. Επειδή τώρα αυτά τα χαρτιά (ομόλογα) αντιπροσώπευαν χρήματα, οι άνθρωποι άρχισαν γρήγορα να τα ανταλλάσουν μεταξύ τους. Η αξία δε των ομολόγων ήταν σε πλήρη αντιστοιχία με την εμπιστοσύνη των Πολιτών στην πόλη τους – αφού μόνο εάν πίστευαν όλοι ότι ήταν σε θέση να τα πληρώσει η κυβέρνηση, γινόντουσαν αποδεκτά ως μέσο πληρωμής των δικών τους υποχρεώσεων. Εάν λοιπόν τα χρέη της πόλης ήταν χαμηλά και τα έσοδα της υψηλά, οι προϋποθέσεις πληρωμής των ομολόγων αυξάνονταν, οπότε αυξανόταν και η αξία τους – ένας «μηχανισμός» που λειτουργεί μέχρι και σήμερα.
Η ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΟΜΟΛΟΓΩΝ
Η εφεύρεση των Ιταλών επεκτάθηκε γρήγορα στην υπόλοιπη Ευρώπη – με πρώτη την Ολλανδία. Η μικρή αυτή χώρα, με πληθυσμό 1,5 εκ. ανθρώπων, κήρυξε τον πόλεμο στην Ισπανία (το 1568) – μία παγκόσμια υπερδύναμη τότε, με 20 εκ. κατοίκους. Η Ολλανδία κέρδισε τελικά τον πόλεμο, κυρίως επειδή είχε τη δυνατότητα να δανείζεται χρήματα, με το «τέχνασμα» των ομολόγων – οπότε είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί το κόστος.
Αναλυτικότερα, αν και η Ισπανία δανειζόταν επίσης χρήματα, όπως η Αγγλία προηγουμένως (το 14ο αιώνα), κανένας τραπεζίτης δεν ήταν πρόθυμος να τα παρέχει – αφού οι βασιλείς ήταν ελεύθεροι να μην πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, γεγονός είχε αποδείξει το πάθημα των δύο τραπεζών της Φλωρεντίας στην Αγγλία (κάτι που συμβαίνει και σήμερα, όσον αφορά τα κράτη).
Δυστυχώς για την Ισπανία, ο βασιλιάς της (Φίλιππος ο δεύτερος) δεν είχε εκδώσει ομόλογα, ενώ αργότερα είπε «Δεν μπόρεσα ποτέ μου να καταλάβω το θέμα με τα δάνεια και τους τόκους» - σε αντίθεση με τους Ολλανδούς, οι οποίοι το είχαν κατανοήσει πολύ πριν.
Οι έμποροι του Άμστερνταμ και του Ρότερνταμ ήταν πάρα πολύ πλούσιοι, οπότε η κυβέρνηση δανειζόταν το απαραίτητο κεφάλαιο για την διεξαγωγή του πολέμου με την Ισπανία από αυτούς, εκδίδοντας ομόλογα. Εν τούτοις, η διαδικασία δεν ήταν πια υποχρεωτική, όπως στη Φλωρεντία, αλλά εθελούσια όπως σήμερα – αφού πλέον δεν υπήρχε απαγόρευση χρέωσης τόκων. Οι Πολίτες δε δάνειζαν ευχαρίστως το κράτος τους, αφού έτσι εξασφάλιζαν, παράλληλα με τους τόκους, την τότε δημοκρατία και την εθνική τους ανεξαρτησία.
Ουσιαστικά λοιπόν, τα ομόλογα εξελίχθηκαν στο μονεταριστικό όπλο για την ανάληψη της δημοκρατικής (κοινοβουλευτικής) εξουσίας από τους Πολίτες – ενώ η τότε ολοκληρωτική (απολυταρχική) Γαλλία «αναδείχθηκε» στο μεγαλύτερο, στο πιο φημισμένο καλύτερα θύμα τους. Αντίθετα, η μη αγορά των ομολόγων από τους Πολίτες, όπως συμβαίνει σήμερα, μπορεί να εξελιχθεί στο μονεταριστικό όπλο για την ανάληψη της απολυταρχικής εξουσίας από τους νέους αγοραστές τους – το χρηματοπιστωτικό κτήνος.
Στο θέμα της Γαλλίας, το 1788 ο βασιλιάς Λουδοβίκος ο 16ος αναγκάσθηκε να κηρύξει πτώχευση του κράτους – οπότε ένα χρόνο αργότερα, ο λαός εισέβαλλε στη Βαστίλη, στα πλαίσια της Γαλλικής επανάστασης, η οποία άλλαξε τη ροή του κόσμου. Το παράδοξο είναι το ότι η Βρετανία τότε, είχε τα τριπλάσια δημόσια χρέη από τη Γαλλία, σε όρους ΑΕΠ, χωρίς όμως να χρεοκοπήσει – επειδή το δημοκρατικό βασίλειο εισέπραττε χρήματα από το λαό, με τη βοήθεια της έκδοσης ομολόγων.
Αντίθετα, η απολυταρχική Γαλλία δεν μπορούσε να δανειστεί από το λαό της, αφού ο βασιλιάς της ήταν δεσποτικός, διεφθαρμένος και δεν τον συμπαθούσε κανείς. Έτσι αναγκάσθηκε να χρεοκοπήσει, ενώ η χρεοκοπία ήταν η βαθύτερη αφορμή, εάν όχι η αιτία της φημισμένης Γαλλικής επανάστασης – ενδεχομένως και των επαναστάσεων που θα ακολουθήσουν στο προσεχές μέλλον, από τους λαούς των σημερινών χωρών της υπερχρεωμένης Δύσης.
Δύο αιώνες μετά τη Γαλλική επανάσταση, δεν υπάρχουν πλέον πολλοί δικτάτορες ή δεσποτικοί βασιλείς στον πλανήτη. Στις σύγχρονες δημοκρατίες λοιπόν θα ήταν αυτονόητος ο δανεισμός των κρατών από τους Πολίτες τους, εφόσον αυτός εξυπηρετεί τα δικά τους συμφέροντα – για παράδειγμα, τις κοινωνικές τους ανάγκες (δημόσια Παιδεία, Υγεία κλπ.), την εθνική τους ανεξαρτησία (άμυνα) και άλλα πολλά.
Εν τούτοις, η διαδικασία του δανεισμού έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό έκτοτε, αφού είναι πλέον οι τράπεζες, αυτές που δανείζουν τα κράτη. Δηλαδή, τα κράτη διαθέτουν συνεχώς λιγότερα ομόλογα στους Πολίτες τους – ενώ τα περισσότερα αγοράζονται από τις τράπεζες, καθώς επίσης από τα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Παραδόξως δε, οι Πολίτες εμπιστεύονται περισσότερο τις τράπεζες από τα κράτη, παρά το ότι οι κυβερνήσεις είναι αυτές που τελικά εγγυώνται τις τραπεζικές αποταμιεύσεις τους (ουσιαστικά τα δάνεια τους προς τις τράπεζες, με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια καταθέσεων), σε περιπτώσεις απειλής των τραπεζών με χρεοκοπία.
Έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο «παραλογισμού» μάλιστα, όπου οι τράπεζες έχουν το θράσος να «εξεγείρονται», εάν θελήσει το κράτος να εκδώσει μόνο του «λαϊκά ομόλογα» - με την αιτιολογία ότι είναι εις βάρος των καταθέσεων ΤΟΥΣ. Παράλληλα, ενώ δανείζονται από τους Πολίτες (καταθέσεις) ή από την ΕΚΤ, με επιτόκια ύψους περί το 1,5%, δανείζουν τα κράτη (τους Πολίτες τους σε τελική ανάλυση, αφού αυτοί πληρώνουν τους τόκους μέσω των φόρων) με πολύ υψηλότερα – κάποιες φορές με επιτόκια που ξεπερνούν ακόμη και το 5%, επικαλούμενες αυξημένο ρίσκο!
Από την άλλη πλευρά βέβαια, τα χρέη των κρατών έχουν εκτοξευθεί στα ύψη, ενώ τη θέση του τότε «δεσποτισμού» έχει πάρει η διαφθορά, η διαπλοκή και όλα τα υπόλοιπα πολιτικά σκάνδαλα, τα οποία προφανώς λειτουργούν εις βάρος της εμπιστοσύνης των Πολιτών προς τις κυβερνήσεις τους - αντίθετα, λειτουργούν προς όφελος των τραπεζών ή των υπολοίπων χρηματοπιστωτικών «τέκνων» του σύγχρονου καπιταλισμού (hedge fund, επενδυτικά κεφάλαια κλπ.), στα ταμεία των οποίων εισρέουν πλέον οι αποταμιεύσεις της πλειοψηφίας των Πολιτών. Ολοκληρώνοντας, είναι χαρακτηριστική η δήλωση ενός εκλογικού βοηθού πρώην Αμερικανού προέδρου, σύμφωνα με την οποία:
«Μερικά χρόνια πριν ονειρευόμουν να ξαναγεννηθώ σαν Πρόεδρος, σαν Πάπας ή σαν μεγάλος σταρ του ποδοσφαίρου. Σήμερα τα όνειρά μου έχουν αλλάξει, αφού θα ήθελα να επιστρέψω στη γη σαν αγοραστής κρατικών ομολόγων – επειδή από τη θέση αυτή μπορείς να τρομοκρατήσεις ακόμη και τα μεγαλύτερα κράτη, κερδίζοντας παράλληλα το σεβασμό τους, καθώς επίσης τεράστια ποσά».
Η ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση και ειδικά η διάσωση πολλών τραπεζών από τα κράτη (από τους Πολίτες τους ουσιαστικά), έχει αλλάξει αρκετά τα δεδομένα – δυστυχώς, μάλλον προς όφελος των «νέων χρηματοπιστωτικών θηρίων» και εις βάρος τόσο των λαών, όσο και των τραπεζών τους.
Ειδικότερα, η διάσωση των τραπεζών από τα κράτη και το ετεροβαρές ρίσκο (άρθρο μας), δημιούργησε τις ιδανικές προϋποθέσεις της επίθεσης των υπολοίπων χρηματοπιστωτικών «θηρίων», εναντίον των τραπεζών – ένα «πολεμικό παιχνίδι» με τεράστια κέρδη και ελάχιστο ρίσκο, αφού εάν τυχόν χαθεί ο πόλεμος από τις τράπεζες, θα πληρώσουν οι Πολίτες. Στα πλαίσια αυτά, (κυρίως μετά την ανακοίνωση εκ μέρους του ΔΝΤ σε σχέση με το ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν ελλειμματικά κεφάλαια ύψους 200 δις €), ένας μεγάλος αριθμός κερδοσκοπικών κεφαλαίων (hedge funds) «στοιχηματίζει» στην πτώση των χρηματιστηριακών τιμών των τραπεζών ή/και στη χρεοκοπία τους.
Σύμφωνα με επίσημες στατιστικές, από τα μέσα Αυγούστου τα «στοιχήματα» (ανοιχτές πωλήσεις) στην πτώση των τιμών των γερμανικών τραπεζών έχουν αυξηθεί κατά 31% (στο 1,24%), των αμερικανικών κατά 44% (στο 2,75%) και των βρετανικών κατά 16% (στο 3,02%). Στη Γαλλία, στην Ισπανία, στην Ιταλία και στο Βέλγιο δεν υπήρξαν ανάλογες εξελίξεις, αφού σε αυτές τις χώρες έχουν απαγορευθεί οι ανοιχτές πωλήσεις (πωλήσεις μετοχών τις οποίες δανείζεται κανείς, με ελάχιστο κόστος και τις πουλάει, με την προοπτική να τις επιστρέψει αγοράζοντας τες σε χαμηλότερες τιμές).
Σε τελική ανάλυση λοιπόν οι τράπεζες, από τοκογλυφικοί δανειστές των κρατών, με τη βοήθεια των αποταμιεύσεων των Πολιτών τους, καθώς επίσης με την παραγωγή χρημάτων από το πουθενά, έχουν «μεταλλαχθεί» σε «οφειλέτες» τους – εισπράττοντας ουσιαστικά χρήματα από τα κράτη για τη διάσωση τους, χωρίς κόστος.
Όσον αφορά δε τους Πολίτες, αφενός μεν δανείζουν χαμηλότοκα τις τράπεζες με τις αποταμιεύσεις τους (οπότε μέσω αυτών υψηλότοκα τα κράτη και την πραγματική Οικονομία), αφετέρου φορολογούνται από τις χώρες τους, με ποσά που οδηγούνται ξανά στις τράπεζες - πολλές φορές μέσα από αυτές, στα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά «ιδρύματα» (hedge funds κλπ.).
Αντί λοιπόν τα κράτη να εκδίδουν ομόλογα για να μην φορολογούν τους πλούσιους Πολίτες τους, όπως κάποτε στην Ιταλία, εκδίδουν ομόλογα και φορολογούν ταυτόχρονα τους φτωχούς Πολίτες τους, όχι μόνο για την κάλυψη των κοινωνικών τους αναγκών (παιδεία, υγεία κλπ.), τις οποίες συνεχώς περιορίζουν, καθώς επίσης των τόκων των τραπεζών αλλά, επί πλέον, για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού κτήνους - το οποίο φυσικά συνεχώς μεγεθύνεται, με τη βοήθεια όλων αυτών των «μεθοδεύσεων».
Επομένως, το δυτικό σύστημα έχει «απορυθμισθεί» εντελώς, με την πολλαπλή λεηλασία των Πολιτών να είναι σε πλήρη εξέλιξη – γεγονότα που υποθέτουμε ότι σύντομα θα οδηγήσουν σε τεράστια αδιέξοδα, με επακόλουθα που πολύ δύσκολα μπορούν να προβλεφθούν.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα οικονομικά σχετικά υγιή κράτη (δύσκολα να θεωρήσει κανείς υγιές ένα κράτος όπως η Γερμανία, με χρέος που πλησιάζει το 90% του ΑΕΠ της, σαν αποτέλεσμα της διάσωσης των τραπεζών της), είναι δύσκολο να βοηθήσουν και τις αδύναμες χώρες (στην περίπτωση της Ευρωζώνης την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Ιταλία, το Βέλγιο κλπ.), και τις τράπεζες τους – τόσο τις ξένες, όσο και τις δικές τους. Παράλληλα, τα οικονομικά αδύναμα κράτη, αλλά πανίσχυρα στρατιωτικά (όπως οι Η.Π.Α.), είναι επίσης δύσκολο να διασώσουν τον εαυτό τους, τους εργαζομένους πολίτες, τις παραγωγικές επιχειρήσεις τους και τις τράπεζες τους – κυρίως λόγω της έντονης αποβιομηχανοποίησης και του μεγέθους τους.
Από την άλλη πλευρά οι Πολίτες, ειδικά αυτοί των χωρών της Ευρωζώνης, πιθανόν να μην έχουν τη διάθεση να φορολογούνται συνεχώς περισσότερο, για να διασώζουν τα αδύναμα κράτη και τις τράπεζες τους, καθώς επίσης για να χρηματοδοτήσουν μία ακόμη αχόρταγη κρατική μηχανή – όπως υποθέτουν πως θα είναι αυτή των ενδεχομένων Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
Κατά την άποψη μας λοιπόν, εάν δεν επιλεχθούν άμεσα καθαρές, βιώσιμες λύσεις, οι οποίες να εξασφαλίζουν παράλληλα τόσο την αναδιάρθρωση, όσο και τον πλήρη έλεγχο του χρηματοπιστωτικού τέρατος, με το διαχωρισμό των επενδυτικών από τις εμπορικές τράπεζες (Glass-Steagall Act), με στοχευμένες κρατικοποιήσεις ή/και με «κατατμήσεις» τραπεζών, το παιχνίδι θα φτάσει σύντομα στο τέλος του – όπου με βάση τις ιστορικές εμπειρίες, μάλλον θα συνοδευθεί από εμφύλιες αντιπαραθέσεις, από κοινωνικές αναταραχές, από αιματηρές λαϊκές επαναστάσεις, από έντονες διακρατικές αντιπαλότητες και από ξαφνικούς πολέμους.
Αθήνα, 04. Σεπτεμβρίου 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου