«Oι δυσμενείς συνθήκες λειτουργίας των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων προκάλεσαν την επιδείνωση της ασυνέπειας στην ελληνική αγορά».
Οι
εκτιμήσεις της Ε.Ε. επιβεβαιώνουν τις δυσμενείς συνθήκες υπό τις οποίες
λειτουργεί η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, ενώ οι πρόσφατες έρευνες
της ΕΣΕΕ δείχνουν ξεκάθαρα την κατάρρευση των Μικρομεσαίων Εμπορικών
Επιχειρήσεων στην Ελλάδα.
Τα μεγαλύτερα αγκάθια
στη λειτουργία της επιχειρηματικότητας μετά από δυο χρόνια εξαγγελιών
και ατελών μεταρρυθμίσεων εξακολουθούν να παραμένουν η γραφειοκρατία, η
έλλειψη χρηματοδότησης αλλά και το δαιδαλώδες θεσμικό κανονιστικό και
φορολογικό πλαίσιο, ενώ μεγάλες καθυστερήσεις καταγράφονται στις
πληρωμές τόσο από το δημόσιο όσο και μεταξύ των επιχειρήσεων.
Η
απάντηση στο μεγάλο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας και την ύφεση δεν
μπορεί να είναι άλλη από την επανεκκίνηση της οικονομικής και
επενδυτικής δραστηριότητας των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων που
αποτελούν την πραγματική οικονομία όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην
Ευρώπη. Στην Ελλάδα, όμως, με τα επιβαλλόμενα μέτρα υπερφορολόγησης που
συνεπάγονται αποψίλωση και συρρίκνωση των εισοδημάτων και της
καταναλωτικής ζήτησης φαντάζει εξαιρετικά αμφίβολη η προοπτική
επενδυτικής δραστηριότητας και πρωτοβουλίας από τις Μικρές και Μεσαίες
επιχειρήσεις, όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται από την πολύ μικρή απορρόφηση
των επενδυτικών προγραμμάτων του ΕΣΠΑ.
Η ΕΣΕΕ
τεκμηριωμένα πιστεύει ότι η μόνη προοπτική εξόδου από την κρίση δεν
μπορεί να είναι άλλη από την στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας των
Mικρών και Mεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες με εύκολο και άμεσο τρόπο θα
συμβάλλουν στην ενδυνάμωση της εσωτερικής αγοράς και στην ενίσχυση της
εγχώριας ζήτησης.
Η σημαντικότερη διαφορά που
προκύπτει από τη σύγκριση των στοιχείων ανάμεσα στις ελληνικές
Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις με τις αντίστοιχες της ΕΕ είναι ότι οι
ελληνικές χαίρουν μικρότερης εκτίμησης και στιγματίζονται από την
Κυβέρνηση ως αποκλειστικά υπεύθυνες για τη φοροδιαφυγή, τη διαφθορά των
κρατικών ελεγκτικών μηχανισμών, τις παθογένειες τη ελληνικής κοινωνίας,
ακόμα και για τις συνέπειες της κρίσης χρέους. Κατά γενική ομολογία, οι
Έλληνες Μικρομεσαίοι εκτός από αβοήθητοι νοιώθουμε και ανεπιθύμητοι στην ίδια μας τη χώρα.
Το
ερώτημα πόσες και πόσο ακόμα μπορούν να αντέξουν οι μικρές και μεσαίες
επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν έχει απαντηθεί από την Τρόικα, ενώ την ίδια
ώρα ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ανακοίνωνε την στήριξη της
Ε.Ε. στις 23.000.000 Μμε Επιχειρήσεις της Ευρώπης των 27 για τη
διατήρηση και δημιουργία θέσεων εργασίας, χωρίς βέβαια να εξαιρεί την
Ελλάδα.
Η δραματική επιδείνωση της οικονομικής
ζωής των Ελλήνων υπολογίζεται ότι θα διαρκέσει τουλάχιστον μια τριετία
με εξαιρετικά επώδυνες συνέπειες, αφού τα μέτρα της Τρόικας θα
συνεχίσουν να δημιουργούν μέχρι το 2015 βαθιά ύφεση, λουκέτα και
ανεργία.
Η αγωνία όλων των Μικρομεσαίων σήμερα
είναι πώς θα αποφύγουν το λουκέτο, αλλά και εάν ακόμα επιβιώσουν, είναι
αμφίβολο εάν θα μπορέσουν τελικά να ανακάμψουν με τον εχθρικό τρόπο που
αντιμετωπίζονται από τις φορολογικές εμπνεύσεις και την ανύπαρκτη
στήριξη των τραπεζών.
Στην Ελλάδα της Τρόικας η
ψήφιση και η εφαρμογή της νέας δανειακής σύμβασης με τα μέτρα
εξοντωτικής υπερφορολόγησης, ανεξέλεγκτης μείωσης των εισοδημάτων και
κατάργησης των θεσμών, ουσιαστικά επιβεβαιώνει το ραντεβού των Ελλήνων
Mικρομεσαίων με την απόλυτη φτώχεια και της χώρας μας με την οριστική
πτώχευση.
Τέλος, το «κούρεμα» χρέους για τις
Mικρομεσαίες επιχειρήσεις σημαίνει μία παρατεταμένη περίοδο διακοπής
δανειοδότησής τους, οδηγώντας τις σε νέες περιπέτειες ρευστότητας, αφού
οι ελληνικές τράπεζες προσπαθώντας να καλύψουν συνολικές ζημιές περίπου
52 δις δε θα μπορούν να στηρίξουν την πραγματική οικονομία. Αυτό που
διαφαίνεται ότι θα συμβεί στην ελληνική αγορά μετά το «κούρεμα» της ζωής
των Ελλήνων, είναι μία άγνωστης χρονικής διάρκειας περίοδος επιχειρηματικής απραξίας και παραγωγικής αδράνειας.
Συγκριτικά στοιχεία λειτουργίας Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων σε Ελλάδα και Ευρωζώνη
- Η
γενική εικόνα της Ελλάδας στο συγκεκριμένο τομέα δεν συμβάδιζε ποτέ με
αυτήν των υπολοίπων χωρών και πάντα υπήρχαν έντονες διακυμάνσεις και
αποκλίσεις σε βασικούς δείκτες.
- Η απασχόληση στις ελληνικές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 85% του εργατικού δυναμικού, δηλαδή πολύ παραπάνω από τον Μ.Ο. της Ε.Ε..
- Ο αριθμός των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα με βάση το 100 ανέρχεται στο 93 έναντι 112
στην Ε.Ε., ενώ η προστιθέμενη αξία της Μικρομεσαίας Επιχείρησης στην
Ελλάδα υποχωρεί συνεχώς όσο μειώνεται ο αριθμός των Μικρομεσαίων
Επιχειρήσεων.
- Η συμμετοχή των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας ανέρχεται στο 35.3% σε σχέση με το 21.8% των λοιπών χωρών της Ε.Ε.
- Συγκρίνοντας το 2010 με το 2011 οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις είναι λιγότερες κατά 68.000 με απώλεια 135.000 θέσεων εργασίας, ενώ εκτιμάται ότι το 2012 άλλες 63.000 βρίσκονται στο κόκκινο και στα πρόθυρα να κατεβάσουν ρολά.
- Το 2011 χάθηκαν 77.800 θέσεις εργασίας, μόνο στο εμπόριο, ενώ οι απολύσεις εμφανίζουν αύξηση κατά 55%.
- Το ονομαστικό ωριαίο εργατικό κόστος στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, μειώθηκε συνολικά κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες, με το μισθολογικό κόστος να μειώνεται κατά 6,0% και το μη μισθολογικό κόστος κατά 12.5%,
σημειώνοντας έτσι την καλύτερη επίδοση καθώς ήταν η μοναδική χώρα που
εμφάνισε αξιοσημείωτη πτώση του συγκεκριμένου δείκτη στο σύνολο των
χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Οι μεγάλες επιχειρήσεις δημιουργούν μόλις το 14% των θέσεων απασχόλησης στην Ελλάδα, ενώ ο αντίστοιχος Μ.Ο. της Ε.Ε. είναι 33%.
- Οι ελληνικές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις απασχολούν κατά Μ.Ο. 2,9 άτομα, αριθμός αισθητά μικρότερος σε σχέση με τον Μ.Ο. της Ε.Ε., ο οποίος είναι 4,2 άτομα ανά επιχείρηση.
- Οι
Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα, σε όρους
πλήθους επιχειρήσεων, είναι σαφώς μικρότερες από τον Μ.Ο. της Ε.Ε. (34% έναντι 44%).
Τα ίδια περίπου δεδομένα με τα παραπάνω ισχύουν, αναφορικά με την
απασχόληση και την προστιθέμενη αξία, και στον τομέα των υπηρεσιών.
- Από
την άλλη πλευρά οι ελληνικές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις που
δραστηριοποιούνται στον τομέα του εμπορίου είναι αναλογικά περισσότερες
από τον Μ.Ο. της Ε.Ε (42% έναντι 31%).
- Τα
στοιχεία φορολόγησης των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα δείχνουν
ότι αθροιστικά από άμεσους και έμμεσους τακτικούς ετήσιους φόρους, αλλά
και από αναδρομικές και έκτακτες εισφορές προκύπτει μία επιβάρυνση που
κυμαίνεται από 48% έως 53%, ενώ στην Ε.Ε. η φορολογία δεν ξεπερνά το 33%. Αξίζει να επισημάνουμε ότι η χώρα μας είναι η μοναδική περίπτωση επιβολής 32 ειδικών, έκτακτων και αναδρομικών φόρων.
- Ενώ ο ρυθμός δημιουργίας των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι σχεδόν παρεμφερής με αυτόν του Μ.Ο. της Ε.Ε. (14% σε Ελλάδα και 12%
σε Ε.Ε.), το μερίδιο των επιχειρηματιών που εκμεταλλεύτηκαν τις
κατάλληλες ευκαιρίες για να ανοίξουν μία επιχείρηση είναι σαφώς
υποδεέστερο από εκείνο του Μ.Ο. των χωρών της Ε.Ε. (39% σε σχέση με το 55%).
Αυτό το στοιχείο υπονοεί πως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων
επιχειρηματιών έχουν οδηγηθεί στο άνοιγμα της επιχείρησής τους λόγω
ανάγκης και έλλειψης άλλων εναλλακτικών - προοπτικών.
- Η προώθηση - διαφήμιση της επιχειρηματικότητας από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι αισθητά μικρότερη στην Ελλάδα (34,5%) σε σχέση με τις λοιπές χώρες της Ε.Ε. (51,35%).
- Παρόλο
που το σύστημα έκδοσης αδειών και αδειοδοτήσεων στην Ελλάδα προσεγγίζει
εκείνο του Μ.Ο. των χωρών της Ε.Ε., η επιβάρυνση από τα γραφειοκρατικά
βάρη, η σχετική πολυπλοκότητα στο τμήμα της επικοινωνίας και η ανεπαρκής
έως ανύπαρκτη πρόοδος στην απλοποίηση των κανόνων και των διαδικασιών
τοποθετούν την Ελλάδα σε δυσμενή θέση σε σχέση με τις άλλες χώρες της
Ε.Ε. Όσο για την διαφθορά, υπάρχει σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., χωρίς
όμως αυτό να αποτελεί δικαιολογία για τη χώρα μας.
- Οι ημέρες που
απαιτούνται για να λειτουργήσει μια ελληνική επιχείρηση είναι 19 έναντι
14 στην Ε.Ε. και σε αυτό έχει βοηθήσει τον τελευταίο χρόνο η
ενεργοποίηση του one stop shop στα επιμελητήρια.
- Το κόστος που είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα εταιρικό σχήμα φτάνει το 21% (ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα) έναντι 5,5% στην Ε.Ε..
- Η απαιτούμενη καταβολή ελάχιστου κεφαλαίου στην Ελλάδα είναι στο 22,3% (% ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα) έναντι 18,76% στον Μ.Ο. των χωρών της Ε.Ε.
- Το απαιτούμενο κόστος μεταβίβασης περιουσίας (% ως προς την περιουσιακή αξία) είναι 12,7% στην Ελλάδα σε αντίθεση με την Ε.Ε. όπου κυμαίνεται στο 4,68%.
- Για να κλείσει οριστικά μια επιχείρηση στην Ελλάδα χρειάζεται 2 χρόνια με κόστος περίπου 9%
και είναι τα μόνα στοιχεία που ταυτίζονται με τον Μ.Ο. της Ε.Ε., με την
προϋπόθεση ότι στην Ευρώπη ακολουθούν συγκεκριμένη πτωχευτική
διαδικασία, ενώ στην Ελλάδα απλώς κατεβάζουν ρολά και συνεχίζουν να
οφείλουν εισφορές με πρόστιμα και προσαυξήσεις επίχριστο.
- Η
διαθεσιμότητα των 8 βασικών κρατικών υπηρεσιών, οι οποίες παρέχουν
βοήθεια στις ελληνικές επιχειρήσεις μέσω της χρήσης του διαδικτύου
(ηλεκτρονική εξυπηρέτηση των ελληνικών επιχειρήσεων), είναι αρκετά
περιορισμένη στην πατρίδα μας σε σχέση με τις λοιπές χώρες της Ε.Ε. (62,5 έναντι 89,35).
- Σε
αυτόν το τομέα, η Ελλάδα καταγράφει τη χειρότερη επίδοση επί του
συνόλου των χωρών της Ε.Ε., εξαιτίας κυρίως του υψηλού κόστους τόσο της
έναρξης της λειτουργίας των επιχειρήσεων όσο και της μεταβίβασης των
περιουσιακών στοιχείων αν και οι λοιποί δείκτες κυμαίνονται στο ίδιο
επίπεδο με αυτό του Μ.Ο. των χωρών της Ε.Ε. .
- Ο μέσος όρος πληρωμής των επιχειρήσεων από το δημόσιο για κρατικές προμήθειες είναι θεωρητικά 65 ημέρες έναντι 25 στην ΕΕ. Το σύνολο των οφειλών του δημοσίου προς τις επιχειρήσεις αγγίζει σήμερα τα 6 δις.
- Αναφορικά
με την οικονομική σχέση των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων με το κράτος,
φαίνεται ότι το μερίδιο των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στη συνολική αξία
των κρατικών συμβολαίων είναι 31% στην Ελλάδα και 38% στην Ε.Ε., ενώ η ηλεκτρονική διαθεσιμότητα των προκηρύξεων κρατικών προμηθειών στην Ελλάδα προσεγγίζει μόλις το 43%, ενώ στην ΕΕ το 73%. Τέλος, προκύπτει πως η κρατική οικονομική βοήθεια προς τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι οριακά υψηλότερη (7,6%) από την Ε.Ε. (6,9%).
- Το ποσοστό μη επιτυχών αιτήσεων από τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, για παροχή τραπεζικών δανείων ανέρχεται στο 58% στην Ελλάδα, ενώ αντίθετα στις άλλες χώρες της Ε.Ε. το ποσοστό αυτό υπολογίζεται στο 23%.
- Ο Μ.Ο. εξόφλησης συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι περίπου 107 ημέρες έναντι 54 ημερών στην Ε.Ε..
- Οι
επενδύσεις υψηλού επιχειρηματικού ρίσκου είναι ιδιαίτερα περιορισμένες
στην πατρίδα μας σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες, ενώ τα πιστωτικά
ιδρύματα διακατέχονται από μία έντονη επιφύλαξη στη χορήγηση δανείων
προς τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (58% έναντι 30% στην Ε.Ε.).
- Το
ποσοστό αξιοποίησης ευρωπαϊκών κονδυλίων για την δημιουργία και
ενίσχυση των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων είναι στην Ελλάδα μόλις 12% έναντι 22% στην Ε.Ε..
- Η
Ελλάδα είναι η πρώτη από τις χώρες της Ε.Ε., η οποία παρουσιάζει τόσο
μεγάλη καθυστέρηση στην ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που
ισχύουν στην Ε.Ε.. Η ενσωμάτωση των Κοινοτικών οδηγιών στην ελληνική
νομοθεσία αργεί 5 φορές παραπάνω απ' ότι στο Μ.Ο. των χωρών της Ε.Ε.,
ενώ πολλές φορές αρκετές από αυτές τις κοινοτικές οδηγίες δεν
ενσωματώνονται καθόλου στην εθνική νομοθεσία.
- Οι ελληνικές
επιχειρήσεις είναι αρκετά δεκτικές στην προώθηση νέων μεθόδων marketing
και στην εφαρμογή νέων καινοτόμων πρακτικών (51,29% επί του συνόλου των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων έναντι 39,09% στην Ε.Ε.) καθώς επίσης και στη βελτίωση των εσόδων από τις πωλήσεις τους μέσω υιοθέτησης νέων μεθόδων 26,65% έναντι 13,26% ).
- Παρ'
όλα αυτά σημαντική υστέρηση παρατηρείται σε εκείνους τους δείκτες που
καταγράφουν το επίπεδο των δεξιοτήτων - ικανοτήτων, καθώς οι ελληνικές
επιχειρήσεις δε συμμετέχουν σε χρηματοδοτούμενες από την Ε.Ε. έρευνες (9,77% έναντι 20,95%, σε πλήθος 100.000 επιχειρήσεων), δε χρησιμοποιούν ευρέως το διαδίκτυο για την προώθηση των προϊόντων τους (8% έναντι 13%) και δεν πραγματοποιούν αγορές μέσω του διαδικτύου (10% των επιχειρήσεων έναντι 28% στην Ε.Ε.).
- Μεγάλη απόκλιση παρουσιάζεται και στην ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση (21% έναντι 58,48%
ως προς το σύνολό τους), ενώ και ο ρυθμός συμμετοχής των εργαζομένων σε
εκπαιδευτικά προγράμματα απόκτησης νέων δεξιοτήτων είναι εμφανώς
χαμηλότερος από αυτόν των υπολοίπων χωρών της Ε.Ε. (4,7% σε σχέση με 12,62%).
- Το μέσο κόστος που απαιτείται για εξαγωγή προϊόντων από τη χώρα μας διαμορφώνεται στα 1.153 δολάρια έναντι 1.043 στην Ε.Ε., ενώ ο απαιτούμενος χρόνος διεκπεραίωσης της διαδικασίας εκτιμάται σε 20 ημέρες έναντι 11,71 ημερών στην ΕΕ. με αριθμό συνοδευτικών εγγράφων 5 έναντι 4.
- Για τις εισαγωγές των προϊόντων το κόστος είναι 1.265 δολάρια έναντι 1.097,64 στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές με απαιτούμενο χρόνο 25 ημερών έναντι 12,35 και με απαραίτητα έγγραφα 6 έναντι 5,35.
- Και
σε αυτόν το τομέα η Ελλάδα βρίσκεται πίσω σε σχέση με τον Μ.Ο. της Ε.Ε.
και κρίνεται επιβεβλημένη η διεθνοποίηση της δραστηριότητας των
Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων και η ενίσχυση των διεθνών εταιρικών
συνεργασιών.
Το μεγάλο πρόβλημα της πιστοληπτικής ικανότητας των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων
Η
συμφωνία σύστασης του νέου Ταμείου Εγγυήσεων για τις Μικρομεσαίες
Επιχειρήσεις που συνυπόγραψε το υπουργείο Ανάπτυξης και η Ευρωπαϊκή
Τράπεζα Επενδύσεων αναμένεται να «ξεκλειδώσει» το πρώτο 1 δις ευρώ
ρευστότητας από πόρους 1,44 δις που θα διατεθούν συνολικά τα επόμενα 2,5
χρόνια για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω του
Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) θα συνδράμει την
Ελλάδα αρχικά με 500 εκατομμύρια ευρώ από πόρους του ΕΣΠΑ, ως εγγύηση,
προκειμένου να καταστεί δυνατή η δανειοδότηση των ελληνικών μικρομεσαίων
επιχειρήσεων, μετά τη μόχλευση 1:2 από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων
με το ποσό του ενός δις ευρώ, μέχρι το τέλος του 2013, μέσω τραπεζών
που θα λειτουργούν και πάλι ως ενδιάμεσοι φορείς.
Το
πρόβλημα της αγοράς εντοπίζεται στα κριτήρια επιλογής ενίσχυσης των
Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων με κεφάλαιο κίνησης, σε συνάρτηση με την
εξέλιξη της ασυνέπειάς τους και της καταγραφής σημαντικής επιβάρυνσης
της πιστοληπτικής ικανότητάς τους κατά τη διάρκεια της τελευταίας
διετίας 2010-2011. Πραγματική στήριξη στο σύνολο των τομέων
δραστηριότητας των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων μπορεί να αποτελέσει η
εξέταση των οικονομικών τους στοιχείων και αποτελεσμάτων πριν το 2009,
αφού από το 3,56% μέσο ποσοστό ασυνέπειας που εμφάνισαν οι ελληνικές
επιχειρήσεις την περίοδο 2003-2009, το αντίστοιχο ποσοστό ανήλθε την
περίοδο 2010-2011, στο 10%.
Στη πρόσφατη Μελέτη
της ICAP επισημαίνεται πως η σημαντική αύξηση των ασυνεπών επιχειρήσεων
κατά 181% αποτυπώνει την αύξηση του πιστωτικού κινδύνου στην
επιχειρηματική αγορά ως συνέπεια της οικονομικής ύφεσης, της πτώσης της
κατανάλωσης και κυρίως των δυσκολιών άντλησης χρηματοδότησης.
Η
ανοδική τάση της ασυνέπειας επιβεβαιώνεται σε όλους τους τομείς, της
Βιομηχανίας, του Εμπορίου και των Υπηρεσιών. Πιο συγκεκριμένα, οι
ασυνεπείς επιχειρήσεις της Βιομηχανίας αυξήθηκαν κατά 166,09%, οι
ασυνεπείς επιχειρήσεις του Εμπορίου κατά 226,95% και οι ασυνεπείς
επιχειρήσεις των Υπηρεσιών κατά 143,31%, όπου και καταγράφεται
συγκριτικά η μεγαλύτερη επιδείνωση της πιστοληπτικής τους ικανότητας
(ποσοστό 68,16% έναντι 8,88% που εμφανίζουν βελτίωση), ακολουθούμενες
από το εμπόριο (ποσοστό 58,07% έναντι 12,73%) και τη βιομηχανία.
(ποσοστό 53,59% έναντι 13,5%).
Συγκεκριμένα, 6
στις 10 επιχειρήσεις, επιδείνωσαν την πιστοληπτική ικανότητά τους, ενώ
αντίστοιχα μόνο 2 στις 10 επιχειρήσεις βελτίωσαν την πιστοληπτική
ικανότητά τους, έστω και κατά μια βαθμίδα. Ειδικότερα, το ποσοστό των
εμπορικών επιχειρήσεων που επιδείνωσαν την πιστοληπτική τους ικανότητα
υπολογίζεται στο 58% έναντι του 13% των εταιρειών που τη βελτίωσαν, με
την αναλογία υποβαθμίσεων προς αναβαθμίσεις να υπολογίζεται στο 5:1.
Παρατηρείται,
επίσης, ότι στις 10 ελληνικές επιχειρήσεις, στις οποίες επιδεινώθηκε η
πιστοληπτική τους ικανότητα, οι 8 εμφάνισαν μείωση του περιθωρίου
καθαρού κέρδους τους, κατά τουλάχιστον 5%, οι 9 μείωση της
αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων τους και οι 4 μείωση της κάλυψης των
χρηματοοικονομικών εξόδων. Τέλος, ο μέσος όρος προθεσμίας είσπραξης
απαιτήσεων αυξήθηκε κατά 23 ημέρες και ο μέσος όρος προθεσμίας εξόφλησης
προμηθευτών κατά επιπλέον 13 ημέρες.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης δήλωσε σχετικά:
«Μετά
από όλες τις αρνητικές διαπιστώσεις και συγκρίσεις λειτουργίας των
Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα, με τις αντίστοιχες στην Ε.Ε.,
διερωτάται κανείς κατά πόσο τελικά, οι περίφημες ατελείς μεταρρυθμίσεις
των δύο τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με τα υφεσιακά μέτρα, αντί να
βελτιώσουν, επιδείνωσαν το επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα μας.
Οι
Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις που απέμειναν στην ελληνική αγορά,
εξακολουθούν να λειτουργούν σε ένα δυσμενές και ασυνεπές περιβάλλον. Η
ελληνική επιχειρηματικότητα χρειάζεται άμεσα, καλύτερη χρηματοπιστωτική
αντιμετώπιση από τις τράπεζες και ταχύτερη πρόσβαση στους ευρωπαϊκούς
πόρους.
Η αξιοποίηση
των χρηματοδοτικών εργαλείων για απευθείας επιχορήγηση και προκαταβολή
κεφαλαίου κίνησης μέσω εγγυήσεων στις επιχειρήσεις είναι απολύτως
απαραίτητη πριν η έκρηξη της ασυνέπειας οδηγήσει τους Μικρομεσαίους σε
αναγκαστική παύση πληρωμών και το σύνολο της αγοράς σε πλήρη
κατάρρευση».
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου