1 Ιουνίου 2012
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ Public Issue
Public Issue: Πολιτικό βαρόμετρο- Παρασκευή, 01 Ιουνίου 2012
ΕΔΩ ΤΟ ΑΜΕΣΩΣ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΠΡΟΣ ΣΥΓΚΡΙΣΙΝ
Με τον όρο «εκτίμηση της εκλογικής επιρροής» εννοείται ο επανυπολογισμός των ποσοστών των κομμάτων (repercentage), ώστε τα αποτελέσματα της έρευνας να είναι συγκρίσιμα με τα πραγματικά εκλογικά αποτελέσματα και να μην συμπεριλαμβάνουν τις αδιευκρίνιστες απαντήσεις των ερωτώμενων (πχ. «αναποφάσιστος/η», «δεν απαντώ»). Αυτό συμβαίνει, γιατί η λεγόμενη «αδιευκρίνιστη» ψήφος, όπως είναι γνωστό, δεν καταγράφεται ποτέ στην κάλπη των εκλογών, αλλά «κατασκευάζεται» από την ερώτηση πρόθεσης ψήφου των δημοσκοπήσεων. Η κατανομή της «αδιευκρίνιστης» ψήφου (δηλαδή όσων δεν διευκρίνισαν την πρόθεση ψήφου τους) που προκύπτει δεν είναι αναλογική. Δεν γίνεται δηλαδή με απλή απαλοιφή των αδιευκρίνιστων απαντήσεων (μια χρήσιμη εμπειρική πρακτική, που ακολουθείται από άλλες εταιρείες), αλλά πραγματοποιείται με τη χρήση στατιστικών υποδειγμάτων.
Κύριο χαρακτηριστικό της μεθοδολογίας που ακολουθεί η Public Issue είναι η κατάργηση της στάθμισης του δείγματος με την προηγούμενη ψήφο και η αντικατάστασή της, με τη μεθοδολογία της ανάλυσης χρονολογικών σειρών (time-series analysis), της διαθέσιμης χρονοσειράς των ερευνών. Ένα βασικό πλεονέκτημα της νέας μεθοδολογίας είναι ότι η εκτίμηση για την εκλογική επιρροή κάθε κόμματος, στηρίζεται σε όλες τις διαθέσιμες έρευνες του Βαρόμετρου, που έχουν γίνει μέχρι σήμερα (πάνω από 100) και όχι μόνον σε μια έρευνα (την τρέχουσα κάθε φορά). Παλιότερα, η στάθμιση των αποτελεσμάτων με βάση την προηγούμενη ψήφο αποτελούσε την πιο διαδεδομένη μέθοδο βελτίωσης των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων. Ωστόσο, επειδή εμφανίζει σημαντικές μεθοδολογικές αδυναμίες τείνει πλέον να εγκαταλειφθεί. Ιδίως σε εποχές αυξημένης εκλογικής ρευστότητας και αποδυνάμωσης του δεσμού των πολιτών με τα κόμματα, όπως η σημερινή, η μέθοδος της στάθμισης μπορεί -αντίθετα- να επιδεινώσει επικίνδυνα, αντί να βελτιώσει την ακρίβεια των εκτιμήσεων.
Κάτι που συχνά παρερμηνεύεται είναι το εξής: Η εκτίμηση της εκλογικής επιρροής που δίνεται σε κάθε έρευνα δεν αποτελεί μια «εκ των προτέρων πρόβλεψη του τελικού εκλογικού αποτελέσματος» (που θα καταγραφεί την ημέρα των εκλογών), αλλά εκτίμηση της εκλογικής επιρροής των κομμάτων, κατά την χρονική στιγμή διεξαγωγής της έρευνας. Συνεπώς, ο όρος «εκτίμηση» δεν αποτελεί «πρόβλεψη» (forecasting), με την αυστηρά επιστημονική σημασία που έχει ο όρος στη θεωρία των χρονολογικών σειρών. Το πρόβλημα της πρόβλεψης του εκλογικού αποτελέσματος, προβάλλοντας στο μέλλον τα ευρήματα των ερευνών, που διεξάγονται με κάποια χρονική απόσταση από την ημέρα των εκλογών, είναι γνωστό στη διεθνή βιβλιογραφία και αντιμετωπίζεται με τη βοήθεια ειδικών υποδειγμάτων.
Εξ’ ορισμού, κάθε δημοσκόπηση πραγματοποιείται με στόχο την καταγραφή της εκλογικής δύναμης των κομμάτων, κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή διεξαγωγής της. Όμως, είναι γνωστό, ότι οι δημοσκοπήσεις, ως μέθοδος, εμφανίζουν εγγενείς αδυναμίες και σημαντικές μεροληψίες. Τα πρωτογενή δεδομένα μιας έρευνας δεν αποτυπώνουν πάντοτε, από «μόνα τους», την εκλογική πραγματικότητα. Αυτή η διαπίστωση καθιστά απαραίτητη την «εκτίμηση της εκλογικής επιρροής», δηλαδή την επιστημονική επεξεργασία των δεδομένων των δημοσκοπήσεων, από τους ερευνητές. Η «εκτίμηση» διαφέρει σημαντικά από μια απλή παράθεση αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων. Ενώ βασίζεται (αυτονόητα) στα πρωτογενή δεδομένα των δημοσκοπήσεων, είναι αποτέλεσμα περισσότερο περίπλοκων τεχνικών. Οι στατιστικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται, επεμβαίνουν «διορθωτικά» στα πρωτογενή δεδομένα, προσπαθώντας να περιορίσουν τις εγγενείς αδυναμίες της μεθόδου και να βελτιώσουν την αποτύπωση της εκλογικής πραγματικότητας. Δυστυχώς, στην Ελλάδα η επιστημονική συζήτηση για την εκτίμηση, ή την πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος θεωρείται εκ προοιμίου συνώνυμο της «λαθροχειρίας» η της «χειραγώγησης»!
Παρόμοιες τεχνικές είναι και οι απλές σταθμίσεις (πχ. με την προηγούμενη ψήφο), ή και περισσότερο σύνθετες τεχνικές, όπως η ανάλυση χρονολογικών σειρών κλπ. Διεθνώς, αρκετές εταιρίες, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την Gallup στις ΗΠΑ και την Ipsos/MORI στη Μ. Βρετανία, δεν χρησιμοποιούν, πλέον, την πολιτική στάθμιση, λόγω των πολλών προβλημάτων που αυτή παρουσιάζει. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τονισθεί ότι και η στάθμιση με την προηγούμενη ψήφο, μέθοδος που χρησιμοποιούν αρκετές εταιρίες του κλάδου, συνιστά, επίσης, «εκτίμηση», ακόμα και αν στα αποτελέσματα περιλαμβάνεται η «αδιευκρίνιστη» ψήφος, χωρίς μάλιστα να γίνονται ποτέ γνωστοί οι ακριβείς συντελεστές της στάθμισης.
Στις περισσότερες χώρες, και πάντως σε όλες τις αναπτυγμένες δημοκρατίες, σχεδόν τo σύνολο των εταιριών δημοσκοπήσεων, παρουσιάζει τα αποτελέσματα των ερευνών πρόθεσης ψήφου, με τη μορφή «εκτίμησης εκλογικής επιρροής». Με αυτόν τον τρόπο παρουσίασης επιτυγχάνεται το βασικό ζητούμενο μιας δημοσκόπησης, δηλαδή η καταγραφή της επιρροής των κομμάτων, σε μια ενδεχόμενη εκλογική αναμέτρηση. Επίσης, καθιστά δυνατή τη σύγκριση με τα πραγματικά εκλογικά αποτελέσματα, προστατεύοντας το ευρύ κοινό από τη σύγχυση που προκαλεί, διαφορετικά, η σύγκριση της «δημοσκοπικής» διαφοράς ανάμεσα στα ποσοστά των κομμάτων, με την πραγματική εκλογική τους διαφορά. Σύγχυση, που δυστυχώς αναπαράγεται κατά κόρον στη χώρα μας.
Η μεθοδολογία που χρησιμοποιεί η Public Issue για την εκτίμηση της εκλογικής επιρροής προϋποθέτει την ύπαρξη χρονοσειράς είκοσι (20) τουλάχιστον μηνιαίων παρατηρήσεων. Η προϋπόθεση αυτή πληρείται σήμερα μόνο για τα παρακάτω κόμματα: ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΚΚΕ, ΛΑΟΣ, ΣΥΡΙΖΑ, ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ και ΔΗΜΑΡ. Τα πρώτα πέντε είναι αυτά που εκπροσωπήθηκαν στην τελευταία Βουλή του 2009. Το ποσοστό των Οικολόγων μετράται συστηματικά από τον Νοέμβριο του 2007 (σύνολο 52 παρατηρήσεις -3/2012) και της ΔΗΜ.ΑΡ από τον Ιούλιο του 2010 (σύνολο 21 παρατηρήσεις -3/2012). Τα εκτιμώμενα ποσοστά παρουσιάζονται με στρογγυλοποίηση των ποσοστών, με ακρίβεια μισής εκατοστιαίας μονάδας. Το περιθώριο σφάλματος της εκτίμησης που δίδεται, προκύπτει από τα υποδείγματα χρονολογικών σειρών (Kalman, ARIMA), με τα οποία πραγματοποιείται η εκτίμηση και δεν πρόκειται για το γνωστό δειγματοληπτικό σφάλμα (sampling error). Το διάστημα εμπιστοσύνης για κάθε κόμμα δίνει τα όρια της εκλογικής του επιρροής, τον τρέχοντα μήνα, στο 95% των περιπτώσεων.
Η εκλογική δύναμη των υπολοίπων κομμάτων, για τα οποία δεν διατίθεται επαρκής χρονοσειρά παρατηρήσεων, προκύπτει από το διευκρινισμένο αστάθμιστο ποσοστό, επίσης στρογγυλοποιημένο με ακρίβεια μισής εκατοστιαίας μονάδας. Το ποσοστό όσων κομμάτων υπερβαίνουν το 1% δίδεται αυτοτελώς, ενώ εκείνων που είναι μικρότερο από 1% περιλαμβάνεται στην κατηγορία «λοιπά» κόμματα. Σε αυτήν την περίπτωση, τα αντίστοιχα περιθώρια σφάλματος δεν υπολογίζονται από κάποιο υπόδειγμα ανάλυσης χρονοσειρών, λόγω αδυναμίας εκτίμησης για τα εν λόγω κόμματα, αλλά από το δειγματοληπτικό σφάλμα.
Σε όλο τον κόσμο, κατά κανόνα, οι εταιρείες δημοσκοπήσεων δημοσιεύουν τα ποσοστά της εκλογικής επιρροής των κομμάτων στρογγυλοποιημένα στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό. Σε αντίθεση με την διεθνή πρακτική, στην Ελλάδα, οι εταιρείες του κλάδου παρουσιάζουν τα ποσοστά της πρόθεσης ψήφου με ακρίβεια ενός δεκάτου της εκατοστιαίας μονάδας (0,1%). Αυτός ο τρόπος παρουσίασης δημιουργεί στην κοινή γνώμη μια παραπλανητική αίσθηση για την ακρίβεια των ερευνών και οδηγεί σε μια ανώφελη υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων των δημοσκοπήσεων να περιγράφουν τις τάσεις του εκλογικού σώματος. Όταν είναι γνωστό, ότι σε ένα δείγμα 1000 ερωτώμενων το δειγματοληπτικό σφάλμα είναι περίπου +/- 3%, τι νόημα έχει ο ισχυρισμός, πως το «τάδε» κόμμα έχει επιρροή, για παράδειγμα, 34,7%; Μια στρογγυλοποίηση στο 34,5% ή ακόμα και στο 35% είναι αρκετή για να αποδώσει την εκλογική επιρροή του κόμματος, όπως (και όσο) αυτή μπορεί να προσεγγισθεί από μια δημοσκόπηση. Επιπλέον, η εμμονή στην ακρίβεια των δεκαδικών ψηφίων οδηγεί πολλές φορές σε επισφαλή συμπεράσματα, ακόμα και για το ποιο κόμμα προηγείται. Με δεδομένο το δειγματοληπτικό σφάλμα, πόσο αξιόπιστη είναι η εκτίμηση, ότι ένα κόμμα προηγείται, όταν η διαφορά του από το δεύτερο κόμμα είναι μικρότερη του 1% ή πολλές φορές και μικρότερη του 0,5%;
Η Public Issue, ακολουθώντας τη διεθνή πρακτική, παρουσιάζει τα ποσοστά των κομμάτων στην εκτίμηση της εκλογικής επιρροής σε κάθε μηνιαίο Βαρόμετρο με ακρίβεια μισής εκατοστιαίας μονάδας. Η επιλογή της ακρίβειας της μισής εκατοστιαίας μονάδας, έναντι της εκτίμησης με ακέραια ποσοστά, βοηθά στην καλύτερη εκτίμηση της επιρροής, κυρίως των μικρότερων κομμάτων, για τα οποία έχει ιδιαίτερη σημασία η μεταβολή της επιρροής τους, κατά μισή εκατοστιαία μονάδα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου