Χαρακτηριστικό δείγμα της κυβερνητικής στρατηγικής είναι η ταχύτητα με την οποία εξυπηρετήθηκαν ο κ. Σάλλας και η Τράπεζα Πειραιώς σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος. Ουσιαστικά η κυβέρνηση Σαμαρά εξαφάνισε από τον τραπεζικό χάρτη την ΑΤΕbank, για να στηρίξει με δημόσιο χρήμα την αρκετά προβληματική Τράπεζα Πειραιώς. Το κόστος αυτής της μεθόδευσης ανέρχεται σε πολλά δισεκατομμύρια ευρώ και μπορεί να συγκριθεί με το «πακέτο» των μέτρων λιτότητας για το 2013-2014, ύψους 11,5 δισ. ευρώ.
Ουσιαστικά ο κρατικός προϋπολογισμός και φυσικά οι φορολογούμενοι επιβαρύνονται με το κόστος εξυγίανσης της «κακής» ΑΤΕbank, προκειμένου να παραδοθεί η «καλή» ΑΤΕbank στην Τράπεζα Πειραιώς. Στα δισεκατομμύρια της εξυγίανσης της «κακής» ΑΤΕbank, με τα οποία γίνεται ελκυστική η «καλή» ΑΤΕbank, πρέπει να προστεθούν και τα 5 έως 6 δισ. ευρώ με τα οποία θα επανακεφαλαιοποιηθεί η ΑΤΕbank μετά την απορρόφησή της από την Τράπεζα Πειραιώς.
Έχουμε λοιπόν ένα πρωτότυπο πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης κρατικών συμφερόντων τραπεζών, που θα κοστίσει στο Δημόσιο και στους φορολογούμενους πολίτες ένα ποσό της τάξης των 9-12 δισ. ευρώ.
Σκόπιμη καθυστέρηση
Για να τιμήσει τα διαπλεκόμενα συμβόλαια που έχει υπογράψει στο παρασκήνιο, η κυβερνητική ηγεσία χρειάζεται μια περίοδο σχετικής πολιτικής ηρεμίας, που θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2013. Αυτό εξηγεί και την προσπάθεια του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης να κερδίσει πολιτικό χρόνο. Σε μια περίοδο κατά την οποία τα αρμόδια κυβερνητικά στελέχη θα έπρεπε να κινούνται με εντυπωσιακή ταχύτητα για να προλάβουν διαφαινόμενες αρνητικές οικονομικές εξελίξεις, κάνουν ό,τι μπορούν για να εξασφαλίσουν τα αναγκαία χρονικά, πολιτικά περιθώρια που θα τους επιτρέψουν τη διαχείριση της κρίσης με βάση τις διαπλεκόμενες υποχρεώσεις τους.
Τα μέτρα των 11,5-13,5 δισ. ευρώ που σχεδιάζονται για το 2013-2014 και τα αναγκαία συμπληρωματικά, διορθωτικά μέτρα που σχετίζονται με την προβληματική εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2012 έχουν μετατραπεί σε ένα αξιοπερίεργο δημοσιογραφικό, πολιτικό «σίριαλ». Η κυβέρνηση Σαμαρά κινείται λες και έχει στη διάθεσή της απεριόριστο χρόνο και χάνει τη μία προθεσμία μετά την άλλη.
Οι δαπάνες για το φάρμακο και το ΕΣΥ ακολουθούν για μία ακόμη φορά ανοδική πορεία, η μάχη κατά της φοροδιαφυγής έχει εγκαταλειφθεί, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει η υστέρηση στα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου, οι δαπάνες στην τοπική αυτοδιοίκηση δεν ελέγχονται, οι επιδοτήσεις που προβλέπονται στον κρατικό προϋπολογισμό του 2012 για το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό σύστημα έχουν ήδη δαπανηθεί.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης καθυστερεί, παρά τις καλές προθέσεις του υπουργού Οικονομικών κ. Στουρνάρα, την επεξεργασία και την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων, για να μην προκληθεί κύμα λαϊκής αντίδρασης μόλις γίνει φανερή η τεράστια απόσταση που χωρίζει τις προεκλογικές δεσμεύσεις της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και της Δημοκρατικής Αριστεράς από την πολιτική του νέου μνημονίου που πρόκειται να εφαρμοστεί.
Ψέματα και μισές αλήθειες
Ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του προσπαθούν να καλύψουν τη στρατηγική εξυπηρέτησης των διαπλεκόμενων συμφερόντων που ακολουθούν πίσω από ψέματα και μισές αλήθειες. Υποστηρίζουν, για παράδειγμα, ότι δεν θα υπάρξουν νέα οριζόντια μέτρα, ενώ οι μεγάλες αποκλίσεις από τους στόχους του προϋπολογισμού του 2012 και του νέου μνημονίου οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη λήψη πραγματικά ισοπεδωτικών μέτρων. Επιχειρηματολογούν στην Ελλάδα και διεθνώς υπέρ της χρονικής επιμήκυνσης της εφαρμογής του νέου μνημονίου, ενώ είναι φανερό ότι η ελληνική οικονομία δεν αντέχει την παράταση της μνημονιακής πολιτικής.
Το μνημόνιο άρχισε να εφαρμόζεται το Μάιο του 2010 με τη λογική της «θεραπείας-σοκ» και με την προοπτική να βγει η ελληνική οικονομία από την ύφεση το 2012, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στο ελληνικό Δημόσιο να αρχίσει να καλύπτει ξανά τις ανάγκες χρηματοδότησής του στις διεθνείς αγορές. Για προφανείς πολιτικούς λόγους η κυβέρνηση Παπανδρέου και στη συνέχεια η κυβέρνηση Σαμαρά εγκατέλειψαν τη λογική της «θεραπείας-σοκ», που χαρακτηρίζει το αρχικό μνημόνιο, και εγκλώβισαν με τα λάθη και τις παραλείψεις τους την εθνική οικονομία σε μια πρωτοφανούς διάρκειας και έντασης ύφεση.
Ο πρωθυπουργός κ. Σαμαράς διαβεβαιώνει ότι επιδιώκει τη χρονική παράταση του μνημονίου χωρίς πρόσθετο κόστος για τους Ευρωπαίους πιστωτές μας και με στόχο να περιοριστεί το κοινωνικό κόστος της εφαρμογής των μέτρων. Στην πραγματικότητα, η παράταση της δημοσιονομικής προσαρμογής οδηγεί σε πρόσθετη επιβάρυνση των Ευρωπαίων φορολογούμενων. Οι οικονομικοί σύμβουλοι του πρωθυπουργού περιγράφουν την τεχνική αυτής της επιβάρυνσης χωρίς φυσικά να την καταργούν. Σημαντικές είναι οι συνέπειες της επιμήκυνσης της εφαρμογής του νέου μνημονίου και στον κοινωνικό τομέα. Το 2012 αναμένεται πτώση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της τάξης του 6,5%-7%, ενώ οι περισσότεροι αναλυτές των διεθνών οργανισμών καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ελληνική οικονομία αποκλείεται να αφήσει πίσω της την ύφεση και τη στασιμότητα πριν από το 2015. Στις συνθήκες που διαμορφώνονται, το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να ξεπεράσει το φράγμα του 25% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το χειμώνα του 2012-2013 και δεν αποκλείεται να ανέβει προς το 29%-30% προτού αρχίσει η αποκλιμάκωσή του.
Η κυβερνητική ηγεσία, ενώ θα έπρεπε να δίνει μάχη για να επιταχύνει, εφαρμόζοντας την κατάλληλη πολιτική, την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση και τη στασιμότητα, έχει φτάσει στο σημείο να δαπανά το πολιτικό και διπλωματικό της κεφάλαιο για να παρατείνει την αγωνία της εθνικής οικονομίας και της ελληνικής κοινωνίας.
Όλα ανάποδα τα βλέπουν
Ο τρόπος προσέγγισης της οικονομικής κρίσης από την κυβέρνηση Σαμαρά πρέπει να αποδοθεί στον πολιτικό σχεδιασμό σε όφελος των διαπλεκόμενων συμφερόντων που συνδέονται με αυτήν. Θεωρητικά η κυβέρνηση θα έπρεπε να πάρει γρήγορα και αποτελεσματικά τα αναγκαία μέτρα, για να δημιουργήσει στη συνέχεια τις συνθήκες πολιτικής, εκλογικής της ανάκαμψης προς το τέλος της τετραετίας. Επειδή όμως η στρατηγική της προσδιορίζεται από την εξυπηρέτηση των διαπλεκόμενων συμφερόντων, αποφεύγονται κινήσεις που θα μπορούσαν να περιορίσουν τη δημοτικότητά της και να δοκιμάσουν τη συνοχή της έως ότου μπουν οι αναγκαίες «χρυσές» υπογραφές. Η ταχύτητα με την οποία κινήθηκε η κυβέρνηση Σαμαρά στην περίπτωση της ΑΤΕbank, Τράπεζας Πειραιώς φέρνει στο νου την υπερκινητικότητα που επέδειξε η σε γενικές γραμμές αδρανής κυβέρνηση Καραμανλή στην υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου.
===========================
Ο κ. Σαμαράς υποχρεώνεται από αυτούς που τον ελέγχουν μέσω μνημονίου ή τον καθοδηγούν μέσω διαπλοκής σε μία εξαιρετικά δύσκολη πολιτική αναμέτρηση με αβέβαιο αποτέλεσμα. Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, εάν τελικά επιχειρηθεί, δεν θα είναι τόσο ένα πλήγμα κατά των συντεχνιών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, που άλλωστε αναπτύχθηκαν από τον «πράσινο» και τον «γαλάζιο» συνδικαλισμό, όσο ένα πλήγμα κατά της εθνικής οικονομίας, των δημόσιων οικονομικών και των περισσότερων καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας. Σε αυτό το συμπέρασμα μας οδηγεί η ιστορία των μετοχοποιήσεων της ΔΕΗ, αλλά και ο τρόπος διαχείρισής της στο πλαίσιο που ορίζει η διαπλεκόμενη εξουσία.
Συντεχνιακό «δώρο» 10,4 δισ.
Οι φιλιππικοί του κ. Σαμαρά και άλλων πολιτικών στελεχών κατά των «συντεχνιών» ελάχιστους πείθουν, εφόσον οι περισσότεροι πολίτες τούς αντιμετωπίζουν σαν έναν ακόμη επικοινωνιακό, πολιτικό αντιπερισπασμό. Η κυβέρνηση Σημίτη αποφάσισε τη μετοχοποίηση της ΔΕΗ το 1999 και τον σχετικό νόμο συνέταξε ο τότε υπουργός Ανάπτυξης κ. Βενιζέλος. Στο ξεκίνημα των αλλεπάλληλων μετοχοποιήσεών της η ΔΕΗ ήταν υπεύθυνη για το 97% της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα και απασχολούσε 31.600 άτομα. Ο τότε υπουργός Ανάπτυξης κ. Βενιζέλος μετέφερε όλες τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις της ΔΕΗ προς τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους της στον κρατικό προϋπολογισμό, σε μια προσπάθεια να ελέγξει τις συνδικαλιστικές αντιδράσεις.
Στο ενημερωτικό δελτίο που εξέδωσαν, το Νοέμβριο του 2002, οι γενικοί συντονιστές - κύριοι ανάδοχοι της μετοχοποίησης της ΔΕΗ (Alpha Finance, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Τράπεζα EFG Eurobank-Εργασίας, Τράπεζα Πειραιώς, Τράπεζα Επενδύσεων) περιγράφουν στους υποψήφιους επενδυτές τις μεθοδεύσεις που έγιναν με τον ακόλουθο τρόπο: «Η Εταιρία ενδέχεται να έχει σημαντικές συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις στο μέλλον. Σύμφωνα με το νόμο 2773/99 περί απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας όπως ισχύει από 22 Δεκεμβρίου 1999, ο Οργανισμός Ασφαλίσεως Προσωπικού ΔΕΗ (ΟΑΠ-ΔΕΗ), που ιδρύθηκε με το νόμο αυτό, ανέλαβε όλες τις υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικά με συνταξιοδοτικές, ιατροφαρμακευτικές και λοιπές ασφαλιστικές παροχές προς τους υπαλλήλους και συνταξιούχους της, όπως στη συνέχεια αναφέρεται.
Έως την 31η Δεκεμβρίου 1999 η ΔΕΗ, ως εργοδότης, δεν είχε την υποχρέωση σχηματισμού ξεχωριστού ειδικού ταμείου και ως εκ τούτου οι εργοδοτικές εισφορές και οι κρατήσεις των εργαζομένων παρέμεναν στην Εταιρία, η οποία λογιστικοποιούσε το κόστος των ανωτέρω παροχών κατά την καταβολή των σχετικών κονδυλίων. Ως εκ τούτου, δεν είχαν σχηματιστεί αποθεματικά για την αντιμετώπιση των τρεχουσών ή μελλοντικών δαπανών. Σύμφωνα με αναλογιστική μελέτη, οι υποχρεώσεις της Εταιρίας κατά την 31η Δεκεμβρίου 1999 από τα ασφαλιστικά προγράμματα (κύριο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, πρόγραμμα επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ βοηθημάτων και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κτλ.), που λειτουργούσε μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου 2773/99, ανέρχονταν σε 10,4 δισ. ευρώ περίπου.
Βάσει του νόμου 2773/1999 ιδρύθηκε ο ΟΑΠ-ΔΕΗ, ένας ειδικός ασφαλιστικός οργανισμός, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ο οποίος εποπτεύεται από το ελληνικό Δημόσιο και ειδικότερα από το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με σκοπό την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση του προσωπικού και των συνταξιούχων της ΔΕΗ, των θυγατρικών της και του ίδιου του οργανισμού. Συνεπεία αυτού του νόμου, από τη 1/1/2000 η κύρια ασφαλιστική υποχρέωση της ΔΕΗ έναντι των εργαζομένων και συνταξιούχων της είναι η καταβολή των εργοδοτικών της εισφορών στον ΟΑΠ-ΔΕΗ.
Παρόλο που με βάση την ισχύουσα νομοθεσία η ΔΕΗ δεν υποχρεούται να καλύπτει το ποσό της διαφοράς μεταξύ εσόδων και δαπανών του ΟΑΠ-ΔΕΗ, καθώς το ελληνικό Δημόσιο έχει αναλάβει αυτή την υποχρέωση, δεν μπορεί να αποκλειστεί παντελώς το ενδεχόμενο το νομοθετικό πλαίσιο βάσει του οποίου οι σχετικές υποχρεώσεις μεταφέρονται στον ΟΑΠ-ΔΕΗ, και εμμέσως στο Δημόσιο, να αλλάξει ή στο μέλλον η Εταιρία να κληθεί να καλύψει μελλοντικά ελλείμματα του ΟΑΠ-ΔΕΗ».
Ουσιαστικά η κυβέρνηση Σημίτη δέχτηκε να μεταφέρει ασφαλιστικές υποχρεώσεις ύψους 10,4 δισ. ευρώ στους μελλοντικούς κρατικούς προϋπολογισμούς, προκειμένου να διευκολυνθεί στη διαδικασία μετοχοποίησης της ΔΕΗ. Τα έσοδα από τις μετοχοποιήσεις που μεσολάβησαν πήγαν στον περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος και όχι στον περιορισμό του δημόσιου χρέους, όπως προβλέπουν οι κοινοτικοί κανόνες, ενώ οι νέες ασφαλιστικές υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν για το Δημόσιο οδήγησαν με το πέρασμα του χρόνου στη διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος και συνέβαλαν στην υπερχρέωση της χώρας. Με τη μέθοδο που ακολουθήθηκε, το ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή οι φορολογούμενοι πολίτες, έχουν καταβάλει υπερδιπλάσια δισεκατομμύρια για τη χρηματοδότηση του ΟΑΠ-ΔΕΗ από αυτά που εισπράχθηκαν από τις αλλεπάλληλες μετοχοποιήσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η προκλητικά συντεχνιακή ρύθμιση, επινόηση του κ. Βενιζέλου, υπερψηφίστηκε τότε από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν στην αντιπολίτευση.
Με το νόμο Βενιζέλου του 1999 οι μετοχοποιήσεις της ΔΕΗ μετατράπηκαν σε μια διαχειριστική μαύρη τρύπα, που απορροφά ακόμα και σήμερα, μετά την «εξυγιαντική» παρέμβαση της τρόικας, 500-600 εκατ. ευρώ το χρόνο μέσω της επιδότησης του ΟΑΠ-ΔΕΗ από τον κρατικό προϋπολογισμό. Τα συντεχνιακά πάρε-δώσε του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ περιορίζουν την αξιοπιστία της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσεται με μεγάλη καθυστέρηση εναντίον των συντεχνιών.
Μνημονιακή δέσμευση
Ο κ. Σαμαράς και ο κ. Βενιζέλος φιλοδοξούν τώρα να περάσουν από τη ζημιογόνο, όπως αποδείχτηκε, μετοχοποίηση της ΔΕΗ στην ακόμη πιο σκανδαλώδη ιδιωτικοποίησή της. Είναι απόλυτα δεσμευμένοι από τις υπογραφές που έβαλαν στο νέο μνημόνιο, τον περασμένο Φεβρουάριο. Η πολιτική της τρόικας στο ζήτημα της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ, την οποία έχουν αποδεχτεί οι ηγέτες του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, διατυπώνεται ως εξής: «Μέτρα για την αύξηση του ανταγωνισμού στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η κυβέρνηση οριστικοποιεί τα μέτρα που διασφαλίζουν την πρόσβαση τρίτων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη (πρώτο τρίμηνο 2012).
Η κυβέρνηση αρχίζει την εφαρμογή των μέτρων που διασφαλίζουν την πρόσβαση τρίτων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη (δεύτερο τρίμηνο 2012).
Ολοκληρώνεται η εφαρμογή των μέτρων που διασφαλίζουν την πρόσβαση ανταγωνιστών της ΔΕΗ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη. Οι τρίτοι μπορούν να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά την παραγωγή από λιγνίτη στην ελληνική αγορά (Νοέμβριος του 2013).
Στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ, η κυβέρνηση λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να μπορέσει να πωλήσει υδροηλεκτρική παραγωγική ικανότητα και άλλα παραγωγικά περιουσιακά στοιχεία σε επενδυτές. Η εν λόγω πώληση είναι χωριστή από την αποεπένδυση της λιγνιτικής παραγωγικής ικανότητας που προβλέπεται στην απόφαση της Επιτροπής για την ελληνική υπόθεση λιγνίτη. Ωστόσο, μπορεί να δοθεί στους επενδυτές η δυνατότητα αγοράς υδροηλεκτρικής παραγωγικής ικανότητας/λοιπών παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων μαζί με τη λιγνιτική παραγωγική ικανότητα που προβλέπει η εν λόγω απόφαση. Η πώληση υδροηλεκτρικής παραγωγικής ικανότητας (α) δεν θα καθυστερήσει την πώληση λιγνιτικών περιουσιακών στοιχείων πέραν του χρονικού πλαισίου που προβλέπει η σχετική απόφαση της Επιτροπής και (β) δεν θα εμποδίζει την πώληση λιγνιτικών περιουσιακών στοιχείων άνευ ελάχιστης τιμής.
Υιοθετούνται περαιτέρω μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η ενεργειακή συνιστώσα των επίσημων τιμολογίων για νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις αντανακλά, το αργότερο έως τον Ιούνιο του 2013, τις τιμές χονδρικής αγοράς, με εξαίρεση τους ευπαθείς καταναλωτές (δεύτερο τρίμηνο 2012).
Η κυβέρνηση καταργεί τα νόμιμα τιμολόγια για όλους, πλην των ευπαθών καταναλωτών (δεύτερο τρίμηνο 2013)».
Ο ρόλος Παπακωνσταντίνου
Οι δεσμεύσεις του νέου μνημονίου επαναλαμβάνουν σε γενικές γραμμές τις δεσμεύσεις του αρχικού μνημονίου. Για να ικανοποιήσει τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές, και ιδιαίτερα τους Γερμανούς, που ενδιαφέρονται να ελέγξουν την ενεργειακή υποδομή της Ελλάδας, ο τότε υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Παπακωνσταντίνου προετοίμασε το Σεπτέμβριο του 2011 τη δημιουργία μιας νέας εταιρείας ηλεκτρισμού, την οποία θα προικοδοτούσε η κυβέρνηση Παπανδρέου με ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες της ΔΕΗ (λιγνιτικές μονάδες και ορυχεία, μονάδες φυσικού αερίου και υδροηλεκτρικά εργοστάσια) και στη συνέχεια θα πωλούσε σε ενδιαφερόμενους επενδυτές, ανεξάρτητα από τη ΔΕΗ.
Με τη μέθοδο αυτή η κυβέρνηση Παπανδρέου επιδίωκε να φανεί συνεπής στις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει για την απελευθέρωση της αγοράς λιγνίτη και το «άνοιγμα» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας. Με βάση το σχεδιασμό της τότε κυβέρνησης, η ιδιωτικοποίηση της «μικρής ΔΕΗ» που περιγράψαμε θα μπορούσε να συνδυαστεί με την πώληση ενός πακέτου μετοχών της κυρίως ΔΕΗ σε στρατηγικό επενδυτή. Θα φτάναμε έτσι στην πλήρη ιδιωτικοποίηση της ενεργειακής υποδομής της χώρας στο όνομα υποτίθεται της βελτίωσης των δημόσιων οικονομικών.
Διαπλεκόμενη υπονόμευση
Τα τελευταία χρόνια οι κυβερνήσεις προετοίμασαν το έδαφος για τη συνολική ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ υπονομεύοντας, στο μέτρο του δυνατού, τη λειτουργία της. Το όλο σύστημα «απελευθέρωσης» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας λειτουργεί σε όφελος των ιδιωτικών επιχειρήσεων παραγωγής ενέργειας και σε βάρος της ΔΕΗ. Στην ετήσια γενική συνέλευση της ΔΕΗ, που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Πέμπτη, ο πρόεδρος της Επιχείρησης κ. Ζερβός εκτίμησε ότι η ΔΕΗ ηλεκτροδοτεί το 99% των καταναλωτών μετά την κατάρρευση των ιδιωτών εναλλακτικών παρόχων. Το μερίδιο όμως στην παραγωγή της έχει περιοριστεί από 99%, που ήταν όταν ξεκίνησαν οι μετοχοποιήσεις, σε 75%. Ο κ. Ζερβός υπογράμμισε ότι μέσω του μηχανισμού ανάκτησης μεταβλητού κόστους η Επιχείρηση θα χρηματοδοτήσει το 2012 τις ιδιωτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με ποσό της τάξης των 250-270 εκατ. ευρώ, από 130 εκατομμύρια το 2011. Έχουμε φτάσει στο σημείο να επιδοτεί, με τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος, η ΔΕΗ τους ιδιώτες ανταγωνιστές της, που ενισχύουν συνεχώς το μερίδιό τους στην αγορά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Είναι τέτοιο το στήσιμο του παιχνιδιού σε όφελος συγκεκριμένων ιδιωτικών συμφερόντων και σε βάρος της ΔΕΗ και του δημόσιου συμφέροντος, ώστε ξεσπούν κατά περιόδους διαπλεκόμενοι καβγάδες για το ποια συμφέροντα θα ελέγξουν την αγορά που δημιουργείται.
Χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή το δημοσίευμα στην κυριακάτικη εφημερίδα «Το Βήμα» (Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011), με τίτλο «Το colpo grosso με το ρεύμα. Πώς η ΔΕΗ επιτρέπει –με διακομματική συναίνεση– στην Αλουμίνιον της Ελλάδος να κερδίζει σκανδαλωδώς εκατομμύρια ευρώ από την αγοραπωλησία ηλεκτρικού ρεύματος». Με βάση το ρεπορτάζ της εφημερίδας, ο όμιλος Μυτιληναίου, στον οποίο περιήλθε το Μάρτιο του 2005 η Αλουμίνιον της Ελλάδος από τη γαλλική Πεσινέ, μεθόδευσε την περίοδο 2008-2011 την αλλαγή της σχετικής νομοθεσίας, με ευθύνη αρχικά του «γαλάζιου» υπουργού Ανάπτυξης κ. Φόλια και στη συνέχεια των «πράσινων» υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Μπιρμπίλη και κ. Παπακωνσταντίνου, και την αγοραπωλησία ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ της ενεργοβόρου Αλουμίνιον της Ελλάδος και της ΔΕΗ, με την πρώτη να εξασφαλίζει ετήσια κέρδη της τάξης των 50 εκατ. ευρώ. Όπως κατέληγε το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Το Βήμα»: «Κατά μία εκδοχή η Αλουμίνιον της Ελλάδος παράγει ρεύμα με κόστος 60 ευρώ τη μεγαβατώρα, το πουλά στη ΔΕΗ με 87 ευρώ τη μεγαβατώρα και στη συνέχεια το αγοράζει από τη ΔΕΗ για τις μονάδες με 51 ευρώ τη μεγαβατώρα. Το ετήσιο καθαρό κέρδος της συναλλαγής ξεπερνά τα 50 εκατ. ευρώ».
Ο όμιλος Μυτιληναίου δέχτηκε επίθεση και από άλλες εφημερίδες για την αμφιλεγόμενη συμφωνία της Αλουμίνιον της Ελλάδος με τη ΔΕΗ. Χαρακτηριστικός ο τίτλος της «Ημερησίας» (Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011), η οποία παρουσίασε το σχετικό ρεπορτάζ με τον τίτλο «Χρυσά δώρα για την “Αλουμίνιον”. Νέα προνόμια». Η επίσης οικονομική εφημερίδα «Αξία» (17 Σεπτεμβρίου 2011) έδωσε μία ενδιαφέρουσα ερμηνεία των δημοσιογραφικών αποκαλύψεων σε βάρος του ομίλου Μυτιληναίου: «Ο χορός των επιθέσεων κατά ΔΕΗ-Μυτιληναίου ξεκίνησε από το “Βήμα”, οι μέτοχοι του οποίου (από την εποχή Λαμπράκη) σχετίζονται με φιλικές σχέσεις με τους μετόχους της ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ κ. Περιστέρη και Κάμπα. Ενώ στη συνέχεια τη σκυτάλη πήρε η “Ημερησία” του κ. Μπόμπολα, η οικογένεια του οποίου ασχολείται ενεργά με την ενέργεια και είναι άκρως ανταγωνιστική, όπως και η ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, με τον όμιλο Μυτιληναίου σε πλείστες όσες περιπτώσεις διαγωνιστικών διαδικασιών». Για να συμπληρώσουμε το εκδοτικό παζλ, η «Αξία» αντιμετωπίζεται από τους προαναφερθέντες εκδοτικούς ομίλους σαν εκφραστής των συμφερόντων του ομίλου Κοπελούζου στην ενέργεια.
Οι διαπλεκόμενες αντιπαλότητες για τον έλεγχο της αγοράς ενέργειας σε βάρος της ΔΕΗ έχουν καταγραφεί και σε πολιτικό επίπεδο. Αναφέρουμε ενδεικτικά το αναλυτικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Η Αυγή» (Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011), με τίτλο «Ενέργεια: πέρασε η ρύθμιση υπέρ του ομίλου Μυτιληναίου. Ηρώ Διώτη: Σε τέσσερις πράξεις η εξυπηρέτηση Μυτιληναίου».
Από τα παραπάνω προκύπτει το πολιτικό συμπέρασμα ότι ο ζήλος που επιδεικνύει ο πρωθυπουργός κ. Σαμαράς σε ό,τι αφορά την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ πρέπει να αποδοθεί στις δεσμεύσεις του μνημονίου αλλά και στην προσπάθειά του να εξυπηρετήσει τα διαπλεκόμενα συμφέροντα που στήριξαν την πολιτική του προσπάθεια. Είναι γνωστό ότι έφτασε στο σημείο να βάλει συγγενείς βασικών μετόχων του MEGA στην εκλογική λίστα της Α΄ Αθηνών της ΝΔ, προσφέροντας και παρασκηνιακές εγγυήσεις για την εκλογή τους στο Κοινοβούλιο. Όλα δείχνουν ότι είναι υποχρεωμένος να παίξει το παιχνίδι των διαπλεκόμενων συμφερόντων μέχρι το τέλος.
Τα όρια της συντεχνίας
Σε μια προσπάθεια να καλύψει τη διαπλεκόμενη εξάρτησή του, ο πρωθυπουργός κ. Σαμαράς ανεβάζει τους τόνους και καταγγέλλει τις συντεχνίες που στέκονται εμπόδιο στην ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Ταυτίζει μάλιστα πολιτικά τον πρόεδρο της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ κ. Φωτόπουλο με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ κ. Τσίπρα, κάνοντας, για προφανείς λόγους, μερικά πολιτικά και λογικά άλματα.
Το 2000 η ΔΕΗ απασχολούσε 31.600 άτομα, ενώ στα τέλη του 2011 ο αριθμός των εργαζομένων σε αυτήν είχε μειωθεί σε 21.255. Η εφαρμογή της πολιτικής του μνημονίου περιόρισε δραστικά τα προνόμια των εργαζομένων στη ΔΕΗ και των συνταξιούχων της. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στα τέλη του 2009 οι μέσες μεικτές αποδοχές των εργαζομένων στη ΔΕΗ έφταναν τα 4.437 ευρώ, ενώ στα τέλη του 2011 ήταν της τάξης των 2.900 ευρώ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά καλά αμειβόμενοι με βάση την οικονομική και κοινωνική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας, από την άλλη όμως πλευρά έχουν υποστεί σημαντική μείωση των αποδοχών τους, η οποία αποτυπώνεται τα τελευταία χρόνια και στους ισολογισμούς της Επιχείρησης. Οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι των εργαζομένων στη ΔΕΗ δεν είναι βέβαια «άγγελοι», από την άλλη πλευρά όμως χρειάζεται μεγάλη δόση πολιτικής υποκρισίας για να αποδοθούν τα σημερινά προβλήματα της ΔΕΗ σε αυτούς. Η Επιχείρηση πλήρωσε ακριβά τα τελευταία χρόνια την οργανωμένη «λεηλασία» της από τους ιδιώτες παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και τη μετατροπή της σε φοροεισπράκτορα –με πρωτοβουλία του τότε υπουργού Οικονομικών κ. Βενιζέλου–, εξέλιξη που αύξησε θεαματικά τις ανείσπρακτες οφειλές προς αυτήν στα 1,2 δισ. ευρώ.
Την καλύτερη απάντηση πάντως στη θεωρία Σαμαρά για συνεργασία Φωτόπουλου-ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να εμποδιστεί η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ έδωσε την περασμένη Τετάρτη ο πρόεδρος της ΔΑΚΕ Ιδιωτικού Τομέα Ν. Κιουτσούκης με σκληρή δήλωσή του κατά των αποκρατικοποιήσεων, που είχε το χαρακτήρα πολιτικής προειδοποίησης προς την κυβέρνηση της ΝΔ και τα συμφέροντα που υπαγορεύουν τις κινήσεις της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου