Η Ελλάδα δεν θεωρείται πλέον η χώρα, η οποία ανησυχεί ιδιαίτερα τη διεθνή κοινότητα - ούτε καν την Ευρωζώνη. Η αιτία δεν είναι πως ξεπέρασε την κρίση, στην οποία οδηγήθηκε μετά το 2008 - επίσης όχι το ότι έχουν πεισθεί οι δανειστές της, πως το χρέος της είναι βιώσιμο.
Αντίθετα, οι περισσότεροι αναλυτές έχουν την άποψη ότι, η Ελλάδα θα διαγράψει ένα μεγάλο μέρος του δανεισμού της από τα άλλα κράτη - ειδικά από την ΕΚΤ, η οποία δεν είναι δυνατόν να κερδοσκοπεί εις βάρος της (ενδεχομένως μετά τις εκλογές στη Γερμανία). Στα πλαίσια αυτά πιστεύουν πως, όταν κάτι τέτοιο συμβεί, η χώρα μας θα λύσει αμέσως τα προβλήματα της - με το διπλασιασμό της τιμής των ελληνικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, τους τελευταίους λίγους μήνες, να το προεξοφλεί.
Αναλυτικότερα, επειδή το πρόβλημα της Ελλάδας είναι αποκλειστικά και μόνο το ελλειμματικό δημόσιο, ενώ ο ιδιωτικός τομέας της δεν είναι σε καμία περίπτωση υπερχρεωμένος, η επόμενη διαγραφή χρέους, σε συνδυασμό με την τεράστια μείωση των αμοιβών των εργαζομένων τα τελευταία χρόνια, καθώς επίσης με τον έντονο περιορισμό των κρατικών δαπανών, θα επιλύσει όλα της τα προβλήματα.
Εκτός αυτού η Ελληνική βιομηχανία, η οποία εμφανίζει ήδη σημεία ανάκαμψης, δεν υποφέρει από τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας, από τα οποία «βάλλονται» κυριολεκτικά η Ιταλία και η Ισπανία - πόσο μάλλον ο τουρισμός η γεωργία και η ναυτιλία. Η Ελλάδα πρέπει απλά να βρει τον καλό της εαυτό και να επαναπροσδιορίσει την οικονομία της - εγκαθιστώντας ένα σωστό φορολογικό και επιχειρηματικό πλαίσιο, καθώς επίσης ένα λειτουργικό Κράτος Δικαίου, καταπολεμώντας παράλληλα τη διαφθορά.
Εάν, ή μάλλον όταν αυτό συμβεί, καθώς επίσης αφού σταθεροποιηθεί το δημόσιο χρέος σε υποφερτά επίπεδα, με χαμηλά επιτόκια δανεισμού και βιώσιμες δόσεις αποπληρωμής (κάτι στο οποίο θα μπορούσε να βοηθήσει η αγορά παλαιοτέρων ομολόγων εκ μέρους της χώρας μας, όσο ακόμη πωλούνται φθηνά), η Ελλάδα θα αρχίσει αμέσως να αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς - γεγονός που θεωρείται σχεδόν βέβαιο.
Ας μην ξεχνάμε δε ότι, η Ελλάδα είχε και έχει τον καλύτερο «κρατικό ισολογισμό» από όλες σχεδόν τις δυτικές χώρες(περιουσιακά στοιχεία πολύ υψηλότερα των χρεών της) - αν και δυστυχώς καμία δημόσια υπηρεσία δεν έχει ασχοληθεί με τη σύνταξη του, κατά τα πρότυπα της Ν. Ζηλανδίας και των επιχειρήσεων διεθνώς.
Για παράδειγμα, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να καταλάβει, μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια, την πρώτη θέση στην «παραγωγή» χρυσού στην Ευρώπη - με 425.000 ουγγιές, ξεπερνώντας το νούμερο ένα, τη Φιλανδία, η οποία «παράγει» 220.000 ουγγιές ετησίως (πηγή: Handelsblatt). Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με πολλά άλλα μέταλλα ή ορυκτά – χωρίς να κρίνουμε την ορθότητα ή μη τέτοιου είδους αποφάσεων, από περιβαλλοντολογικής πλευράς.
Περαιτέρω η Ελλάδα, εκτός από τα ενεργειακά αποθέματα που διαθέτει ή τις πολεμικές αποζημιώσεις που αναμφίβολα της οφείλονται, σύμφωνα με τους ίδιους τους Γερμανούς, έχει επίσης ένα από τα χαμηλότερα συνολικά χρέη, όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι που ακολουθεί:
ΠΙΝΑΚΑΣ I: Συνολικά χρέη 2011, δημόσια και ιδιωτικά, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ
Χώρα
|
Σύνολο
|
Τράπεζες
|
Επιχειρήσεις
|
Νοικοκυριά
|
Δημόσιο
|
|
|
|
|
|
|
Ιρλανδία
|
1.166
|
689
|
245
|
123
|
109
|
Μ. Βρετανία
|
847
|
547
|
118
|
101
|
81
|
Ιαπωνία
|
641
|
188
|
143
|
77
|
233
|
Ισπανία
|
457
|
111
|
192
|
87
|
67
|
Γαλλία
|
449
|
151
|
150
|
61
|
87
|
Βέλγιο
|
435
|
112
|
175
|
53
|
95
|
Πορτογαλία
|
422
|
61
|
149
|
106
|
106
|
Ιταλία
|
377
|
96
|
110
|
50
|
121
|
Η.Π.Α.
|
376
|
94
|
90
|
92
|
100
|
Ελλάδα*
|
333
|
22
|
74
|
71
|
*166
|
Γερμανία
|
321
|
98
|
80
|
60
|
83
|
* Προ PSI
Πηγή: MM (IMF)
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Ειδικά όσον αφορά το χρέος των ελληνικών τραπεζών στον παραπάνω Πίνακα Ι, είναι το χαμηλότερο σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες χώρες - αν και δυστυχώς, οι τεράστιες εκροές καταθέσεων (πάνω από 100 δις €), σε συνδυασμό με το PSI, όπου στην κυριολεξία πυροβολήσαμε τα πόδια μας (αφού το μεγαλύτερο μέρος της διαγραφής αφορούσε ελληνικές τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, λοιπούς οργανισμούς, καθώς επίσης Έλληνες ιδιώτες), οδήγησαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος του γκρεμού (με αποτέλεσμα να απαιτηθούν πολλαπλές εγγυήσεις και η ανακεφαλαιοποίηση του).
Ολοκληρώνοντας, εάν δεν είχαν τρομοκρατηθεί οι Έλληνες καταθέτες, μεταφέροντας στο εξωτερικό μεγάλο μέρος των χρημάτων τους, η Ελλάδα δεν θα είχε ανάγκη να ανακεφαλαιοποιήσει τις τράπεζες της με 45 δις € - ενώ οι ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες υπολογίζονται πλέον στα 15 δις €, δεν θα είχαν λόγο να συμβούν (αφού τα 100 δις € που οδηγήθηκαν σε ξένες τράπεζες, υπερκαλύπτουν τα παραπάνω 45 συν 15 δις €).
Εάν όμως οι ίδιοι οι Έλληνες δεν εμπιστεύονται το κράτος τους, αποσύρουν τις καταθέσεις τους, δεν αγοράζουν μετοχές ελληνικών εταιρειών, μεταφέρουν «προδοτικά» τις έδρες των μεγάλων εταιρειών τους στο εξωτερικό (ΦΑΓΕ, 3Ε κλπ.) και δεν επενδύουν, τότε πως είναι δυνατόν να εμπιστευθούν την Ελλάδα οι ξένοι και οι χρηματαγορές;
Η ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΒΟΜΒΑ
Συνεχίζοντας, οι προοπτικές που αναφέραμε σχετικά με την Ελλάδα, δεν υφίστανται για την Ισπανία - αφού ακόμη και μία διαγραφή του δημοσίου χρέους της, δεν θα είχε τίποτα να προσφέρει. Η αιτία είναι το ότι, τα προβλήματα της αφορούν τον ιδιωτικό τομέα, τα χρέη του οποίου ανέρχονται στο 390% του ΑΕΠ της χώρας (167% της Ελλάδας), όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι - ενώ έχουν εξαντληθεί όλες οι δυνατότητες μίας «αναπροσαρμογής» της οικονομίας της.
Στα πλαίσια αυτά, ίσως ξεχνάει κανείς τι ακριβώς έχει συμβεί στην Ισπανία την τελευταία δεκαετία - όπου η οικοδομική δραστηριότητα, με τη χρηματοδότηση των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών, ξεπέρασε κάθε προηγούμενη φούσκα στον πλανήτη. Ακόμη και η φούσκα ακινήτων στις Η.Π.Α. (ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης, subrimes), ήταν πολύ μικρότερη, συγκριτικά με αυτήν της Ισπανίας.
Κατά συνέπεια, η υπερχρέωση των ισπανικών τραπεζών θα αποδειχθεί ότι είναι τεράστια - με τα επισφαλή δάνεια τους να έχουν υπερβεί τα όρια. Η ανακεφαλαιοποίηση τους δε με 60 δις €, η οποία συζητείται επίσημα, δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα - αφού υπολογίζουμε ότι, θα ξεπεράσει κατά πολύ τα 150 δις €.
Εάν τώρα σε όλα αυτά τα προβλήματα προσθέσουμε την αδυναμία της Ισπανίας (α) να προβεί σε υποτίμηση του νομίσματος της, (β) να μειώσει τα επιτόκια, (γ) να αυξήσει την ποσότητα χρήματος (τύπωμα) ή/και (δ) να διατηρήσει το δανεισμό του ιδιωτικού τομέα με συνεχή πακέτα ρευστότητας της κεντρικής τράπεζας (όπως συνέβη στις Η.Π.Α., με πολύ μικρότερο αναλογικά πρόβλημα ακινήτων και τραπεζών), θα κατανοήσουμε πως δεν έχει καμία απολύτως δυνατότητα να ξεφύγει από την κρίση - όσο και αν εντείνει τα προγράμματα λιτότητας, από τα οποία δεν έχει τίποτα να περιμένει, ή/και να κλιμακώσει την εσωτερική υποτίμηση.
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΕΠ
Περαιτέρω, σύμφωνα με το ΔΝΤ, τα προγράμματα λιτότητας έχουν σήμερα διαφορετικές «επιδράσεις» στην Ευρώπη, από ότι στο παρελθόν - όπου οι επιδράσεις αυτές υπολογίζονται από έναν «πολλαπλασιαστή», ο οποίος αφορά τη σχέση της δημοσιονομικής πολιτικής με το εκάστοτε ΑΕΠ.
Στα προηγούμενα έτη, ο πολλαπλασιαστής αυτός ήταν της τάξης του 0,5 - δείκτης που σημαίνει πως, όταν το κράτος μειώνει τις δαπάνες κατά 1 δις €, τότε το ΑΕΠ περιορίζεται (ύφεση) κατά 500 εκ. €.
Σήμερα όμως το ΔΝΤ υποθέτει πως ο πολλαπλασιαστής ευρίσκεται μεταξύ 0,9 και 1,7 - όπου όταν ο πολλαπλασιαστής είναι υψηλότερος από το 1, τότε το ΑΕΠ μειώνεται συνολικά περισσότερο από το έλλειμμα του προϋπολογισμού (στην περίπτωση της Ελλάδας, η μείωση του ελλείμματος κατά 25 δις € περιόρισε το ΑΕΠ πάνω από 30 δις € - οδηγώντας την σε έναν φαύλο κύκλο, με τελική κατάληξη τη χρεοκοπία, εάν δεν σταματήσει αμέσως η πολιτική λιτότητας). Ο Πίνακας ΙΙ που ακολουθεί (μεγέθη κατά προσέγγιση) είναι χαρακτηριστικός:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Σχέση μείωσης των δαπανών με το ΑΕΠ και τα δημόσια έσοδα, σε €
Μείωση Δαπανών
|
Συντελεστής
|
Μείωση ΑΕΠ
|
*Μείωση Εσόδων
|
|
|
|
|
1.000.000.000
|
0,5
|
-500.000.000
|
-166.500.000
|
1.000.000.000
|
0,9
|
-900.000.000
|
-299.500.000
|
1.000.000.000
|
1,7
|
-1.700.000.000
|
-566.100.000
|
* Τα συνολικά έσοδα της Ελλάδας υπολογίζονται στο 33,3% του ΑΕΠ της (άρθρο μας), έναντι 32,9% της Ισπανίας και 29,8% της Ιρλανδίας.
Σημείωση: Στην περίπτωση της Ελλάδας φαίνεται ότι το ΔΝΤ υπολόγισε με συντελεστή 0,5 - ενώ τελικά διαμορφώθηκε μεταξύ 0,9 και 1,7
Τα παραπάνω σημαίνουν με απλά λόγια πως όταν εφαρμόζεται μία πολιτική λιτότητας, ανάλογη με αυτήν που έχει αποφασισθεί σήμερα για στις ελλειμματικές χώρες της Ευρωζώνης, το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ αυξάνεται διαχρονικά, αντί να μειώνεται - μία υπόθεση που έχει τεκμηριωθεί και από την Ελλάδα.
Ολοκληρώνοντας, ειδικά όσον αφορά την Ισπανία (η Ιταλία έχει πρόβλημα δημοσίου χρέους, όπως και η Ελλάδα, το οποίο είναι πολύ πιο εύκολο στην επίλυση του), η μοναδική λύση της δεν φαίνεται να είναι η υπαγωγή στο μηχανισμό στήριξης (ESM), αλλά η άμεση έξοδος της από την Ευρωζώνη - ενδεχομένως μαζί με την Πορτογαλία, ενώ κινδυνεύει και η Ολλανδία, εάν δεν βιαστεί (η Ιρλανδία σίγουρα - ενώ η ρευστότητα των τραπεζών της διατηρείται τεχνητά από την ΕΚΤ και το τύπωμα χρημάτων της κεντρικής της τράπεζας).
Εάν δεν αποφασιστεί κάτι τέτοιο, τότε θα πρέπει όλες οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης να περιορίσουν τα χρέη του ιδιωτικού της τομέα – να διαγράψουν δηλαδή χρέη, ίσα τουλάχιστον με το 120% του ΑΕΠ της. Στην περίπτωση αυτή, μετά τη διαγραφή δηλαδή του 120%, το συνολικό χρέος της Ισπανίας θα διαμορφωνόταν στο 337% του ΑΕΠ της - έναντι 333% της Ελλάδας προPSI.
Με δεδομένο όμως ότι, το ισπανικό ΑΕΠ είναι της τάξης των 1,494 τρις $ (2011), η απαιτούμενη διαγραφή ιδιωτικών χρεών(τραπεζών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών), θα πρέπει να υπερβεί τα 1,3 τρις € - κάτι που είναι μάλλον αδύνατον να αποφασισθεί από τα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και ειδικά από τη Γερμανία, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι μπορεί να βρεθούν τόσο πολλά χρήματα.
ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, θεωρούμε σκόπιμη μία περιληπτική αναφορά μας στο θέμα της τραπεζικής ενοποίησης, το οποίο συζητείται σήμερα έντονα στην Ευρώπη.
Ειδικότερα, με τον όρο «τραπεζική ενοποίηση» εννοούμε τις προτάσεις που έχουν γίνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στα πλαίσια της κρίσης των χρηματαγορών και των κρατών - με στόχο μία κεντρική, καθώς επίσης κοινή υπευθυνότητα για τις καταθέσεις, για την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και για τα πάσης φύσεως μέτρα διάσωσης. Με βάση αυτές τις προτάσεις, σχεδιάζεται να ληφθούν τα παρακάτω κυρίως μέτρα:
(α) Να δημιουργηθεί μία κεντρική υπηρεσία για την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η οποία να μπορεί να αποφασίζει μόνη της για όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής οικονομικής ένωσης.
(β) Να εξασφαλισθεί η δυνατότητα παροχής βοήθειας από το ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (ESM), απ’ ευθείας στις τράπεζες που αντιμετωπίζουν προβλήματα - αντί να μεσολαβούν τα κράτη, συμπαρασύροντας ολόκληρες τις οικονομίες τους στις προσπάθειες διάσωσης των τραπεζών τους.
(γ) Να ενοποιηθούν όλα τα εθνικά συστήματα, στον τομέα της εγγύησης των καταθέσεων στις τράπεζες, έτσι ώστε να σταματήσουν ο εκροές καταθέσεων από το Νότο, με αποδέκτη το Βορά.
Τόσο η Γαλλία, όσο και η Κομισιόν, τάσσονται υπέρ μίας μεγάλης τραπεζικής ενοποίησης – όπου όλες οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα ευρίσκονται κάτω από την εποπτεία της ΕΚΤ. Η ΕΚΤ φυσικά δεν θα τα έκανε όλα μόνη της, αλλά θα ενεργούσε με τη βοήθεια των εθνικών εποπτικών αρχών, καθώς επίσης των κεντρικών τραπεζών της εκάστοτε χώρας.
Σημαντικό στην προκειμένη περίπτωση είναι το ότι, η τελική απόφαση θα ανήκει στην ΕΚΤ – γεγονός που σημαίνει μεταξύ άλλων πως η ΕΚΤ θα έχει το δικαίωμα να αποφασίζει το κλείσιμο μίας τράπεζας, σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, εάν και όταν το κρίνει απαραίτητο.
Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία τάσσεται υπέρ μίας μικρής τραπεζικής ενοποίησης, όπου η ΕΚΤ θα έχει την εποπτεία των 25 μεγαλύτερων εμπορικών ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων – με την αιτιολογία ότι, η ΕΚΤ δεν θα είχε τη δυνατότητα να τις επιβλέπει όλες (περί τις 6.000).
Στην πραγματικότητα βέβαια η αιτία δεν είναι αυτή, αλλά η άρνηση της Γερμανίας να επιτρέψει τον έλεγχο του δικού τηςχρηματοπιστωτικού συστήματος – επειδή εντός της επικράτειας της, όπως και στην Ισπανία, υπάρχουν πολλές σχεδόν χρεοκοπημένες τράπεζες, οι οποίες έχουν τεράστιες ανάγκες αύξησης των κεφαλαίων τους. Εκτός αυτού, η συνέχιση του δανεισμού της από τις αγορές με μηδαμινά επιτόκια (οφείλει πάνω από 2 τρις €), καθώς επίσης η εισροή χρημάτων από το Νότο, τα οποία αυξάνουν τις επενδύσεις και την ανταγωνιστικότητα της - εις βάρος φυσικά όλων των άλλων κρατών.
Περαιτέρω, όπως έχουμε ήδη μάθει από την παρούσα κρίση της Ευρωζώνης, μία νομισματική ένωση δεν μπορεί να λειτουργήσει εντελώς αποκεντρωμένα – επειδή δημιουργούνται μεγάλες ανισορροπίες εντός της, οι οποίες είναι αδύνατον να ελεγχθούν μόνο με μέτρα λιτότητας.
Η τραπεζική ένωση ορίζεται ουσιαστικά σαν ένα είδος κυκλοφοριακού συστήματος, το οποίο είναι απαραίτητο για την επιβίωση της ένωσης. Όταν τώρα δημιουργούνται «δομικές ανισορροπίες» όπως, για παράδειγμα, εμπορικά πλεονάσματα στη Γερμανία, με αντίστοιχα ελλείμματα στην Ελλάδα, τότε χρειάζεται η τραπεζική ενοποίηση για να μπορέσουν να ελεγχθούν οι χρηματικές ροές.
Η αιτία είναι το ότι, όταν οι γερμανικές τράπεζες αποφασίζουν ξαφνικά να σταματήσουν τη χρηματοδότηση των ελληνικών ελλειμμάτων, τότε η χρηματοδότηση, υπό τις σημερινές συνθήκες, αναλαμβάνεται αυτόματα από τις κεντρικές τράπεζες – μέσω του συστήματος πληρωμών στη διατραπεζική αγορά, του γνωστού μας target II.
Στα πλαίσια αυτά, η τραπεζική ενοποίηση (ιδίως αυτή των 25 μεγαλυτέρων τραπεζών), συμφέρει κυρίως τη Γερμανία -αφού κάθε μήνα (με αφετηρία το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2007, όπου οι γερμανικές τράπεζες έπαψαν ουσιαστικά να χρηματοδοτούν τα ελλείμματα των χωρών του Νότου), αυξάνονται τα πλεονάσματα της κεντρικής τράπεζας της στο σύστημα target II. Σήμερα ξεπερνούν τα 700 δις € με αυξητική πορεία - οπότε η χώρα είναι εκτεθειμένη σε έναν τεράστιο κίνδυνο, σε περίπτωση τυχόν διάλυσης της Ευρωζώνης (ή μονομερούς εξόδου της).
Εάν τώρα υπήρχε μία μεγάλη τραπεζική ενοποίηση, τότε δεν θα έπαιζε κανένα ρόλο η εθνικότητα της κάθε τράπεζας – οπότε δεν θα αναφερόμαστε σε ελληνικές ή γερμανικές τράπεζες, αλλά σε τράπεζες στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Στην περίπτωση αυτή, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να απορρίψει μία τράπεζα στο Βερολίνο, ένα δάνειο σε μία τράπεζα στην Αθήνα – επειδή μία τραπεζική ένωση είναι αναμφίβολα μία ένωση αμοιβαίας μεταφοράς κεφαλαίων, όπου οι χώρες με ισχυρές τράπεζες είναι υπεύθυνες για τις χώρες με αδύναμες τράπεζες, όπως συμβαίνει σήμερα σε εθνικό επίπεδο.
Δηλαδή, εάν τυχόν συμβεί κάτι σε μία τράπεζα με έδρα την Ελλάδα, δεν θα υποχρεωθεί να τη βοηθήσει το ελληνικό δημόσιο, αλλά η ΕΚΤ – όπως εάν συμβεί κάτι σε μία τράπεζα στην Κρήτη σήμερα, δεν είναι υπεύθυνη η περιφέρεια, αλλά το ελληνικό δημόσιο.
Αντίθετα, εάν δεν αποφασισθεί η μεγάλη τραπεζική ενοποίηση, αλλά μόνο η εποπτεία των 20-25 μεγαλύτερων ευρωπαϊκών τραπεζών από την ΕΚΤ (όπως για παράδειγμα της Deutsche Bank, της ΕΤΕ κλπ.), χωρίς να υπάρξει μία ευρωπαϊκή εγγύηση όλων των καταθέσεων, τότε θα επρόκειτο για ένα ακόμη γραφειοκρατικό βήμα – χωρίς καμία οικονομική λειτουργία. Οι γερμανικές τράπεζες θα συνέχιζαν να μην δανείζουν τις ελληνικές, επειδή οι ελληνικές είναι συγκριτικά λιγότερο ασφαλείς, ενώ οι κίνδυνοι της Γερμανίας από το target II θα αυξάνονταν περαιτέρω.
Για τους παραπάνω λόγους, θεωρείται ότι, η τραπεζική ενοποίηση αποτελεί το σημαντικότερο μέτρο για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, περισσότερο επείγον ακόμη και από τα ευρωομόλογα – επειδή τα πακέτα στήριξης, οι «ενέσεις» ρευστότητας, καθώς επίσης οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ, είναι αδύνατον να καταπολεμήσουν μακροπρόθεσμα τα προβλήματα της Ευρωζώνης, οδηγώντας την στην έξοδο από το τούνελ.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας είναι, σύμφωνα με το ΔΝΤ, της τάξης του 237% του ΑΕΠ της ή περί τα 13,9 τρις $ – σχεδόν όσο των Η.Π.Α. δηλαδή, χωρίς όμως να αντιμετωπίζει προβλήματα, αφού το χρηματοδοτεί με επιτόκιο 0,765%. Η αιτία είναι το γεγονός ότι, οι κάτοχοι των ομολόγων είναι οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις, τα ασφαλιστικά ταμεία και τα νοικοκυριά της χώρας – η οποία ουσιαστικά αυτοχρηματοδοτείται κατά 90%.
Αν και πρόκειται λοιπόν για έναν εξαιρετικά επικίνδυνο, «χάρτινο πύργο», κανένας Ιάπωνας δεν έχει τη διάθεση (ούτε το κίνητρο), να τραβήξει εκείνο το χαρτί, το οποίο θα προκαλούσε την κατάρρευση του πύργου – αφού θα θαβόταν και ο ίδιος στα ερείπια. Εκτός αυτού, οι διεθνείς αγορές είναι απολύτως πεπεισμένες ότι, οι Ιάπωνες θα συνεχίζουν να αγοράζουν οι ίδιοι ομόλογα του δημοσίου τους, ακόμη και με μηδενικές αποδόσεις – αφενός μεν επειδή έχουν εμπιστοσύνη στο κράτος τους, αφετέρου λόγω του ότι τοποθετούν την πατρίδα τους υψηλότερα από τον εαυτό τους (με έργα και όχι με λόγια).
Αντίθετα με την Ιαπωνία, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, παρά το ότι είναι σημαντικά χαμηλότερο (120% του ΑΕΠ προ ΔΝΤ), ευρίσκεται κατά 90% (αριθμοί κατά προσέγγιση) στα χέρια ξένων – με αποτέλεσμα αφενός μεν να χρηματοδοτείται με δυσβάστακτα επιτόκια άνω του 5%, αφετέρου να κινδυνεύουμε ανά πάσα στιγμή με χρεοκοπία (η πτώχευση μίας χώρας προκαλείται σχεδόν αποκλειστικά από το εξωτερικό χρέος της).
Η αιτία είναι κυρίως το ότι, οι Έλληνες δεν έχουν εμπιστοσύνη στο κράτος τους – οπότε δεν έχουν καμία διάθεση να το χρηματοδοτούν. Δυστυχώς όμως, η αποφυγή των ευθυνών δεν αποτελεί ποτέ λύση των προβλημάτων – ενώ η Ελλάδα θα ήταν σήμερα ελεύθερη, με ένα πολύ καλύτερο βιοτικό επίπεδο και ευοίωνες προοπτικές, εάν οι Πολίτες της δάνειζαν μέρος των καταθέσεων τους στο κράτος τους (αγορά εθνικών ομολόγων).
Στα πλαίσια αυτά, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των Πολιτών στη Πολιτεία, μέσω της «εγκατάστασης» ενός Κράτους Δικαίου, προηγείται από κάθε άλλη ενέργεια ή προσπάθεια αναδιάρθρωσης της οικονομίας μας – αφού, χωρίς αυτήν, η Ελλάδα δεν πρόκειται (και μάλλον δεν πρέπει) να ξεφύγει από την κρίση, ενώ κινδυνεύει να εξελιχθεί σε ένα τυπικό προτεκτοράτο της Γερμανίας.
Ολοκληρώνοντας τονίζουμε ξανά ότι, παρά την αιτιολογημένη απαισιοδοξία που δυστυχώς επικρατεί, σαν αποτέλεσμα τηςπροδοσίας της πατρίδας μας, των επιθέσεων εκ μέρους των Η.Π.Α. (ΔΝΤ) και της Γερμανίας, καθώς επίσης των τεράστιων λαθών της Πολιτείας και των Πολιτών της, είμαστε σίγουροι ότι, η Ελλάδα θα βγει ενδυναμωμένη από την κρίση – αφού αφενός μεν είναι μία πλούσια, πολλαπλά προικισμένη χώρα, αφετέρου διαθέτει μία πανέμορφη, εύφορη φύση, άριστα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό (νέους) καθώς επίσης μία εξαιρετικά πολύτιμη, «ζηλευτή» ιστορική συνείδηση, η οποία «πηγάζει» από έναν ασυναγώνιστο, μοναδικό πολιτισμό.
Αθήνα, 13. Οκτωβρίου 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου