Ακολουθώντας την πεποίθηση του με θρησκευτική ευλάβεια και με τις μεθόδους των «σταυροφόρων», πείθοντας παράλληλα απόλυτα τους Reagan και Thatcher, έγινε ο πατέρας του «δόγματος του σοκ» - απαιτώντας την ολοκληρωτική ιδιωτικοποίηση των πάντων.
11 Μαρτίου 2013
Β. Βιλιάρδος- ΧΡΥΣΗ ΜΕΣΟΤΗΤΑ
ΧΡΥΣΗ ΜΕΣΟΤΗΤΑ: Όπως σε όλες τις επιστήμες, έτσι και στην Οικονομία, η πρόοδος έρχεται όταν καταρρέει μία θεωρία και όχι όταν επιβεβαιώνεται – με σχετικά πρόσφατη απόδειξη στη Φυσική τη θεωρία της σχετικότητας, η οποία ανέτρεψε την προηγούμενη οδηγώντας μας σε νέα εποχή
Αρκετοί είναι αυτοί οι οποίοι, συμφωνώντας με τις θέσεις, καθώς επίσης με τις αναλύσεις ορισμένων οικονομολόγων, προτείνουν την ενεργητική συμμετοχή τους στα κόμματα – καλοπροαίρετα προφανώς και με στόχο την «αναδιάρθρωση» της πολιτικής, η οποία είναι κατά πολύ πιο επείγουσα και αναγκαία, ειδικά στην Ελλάδα, από την οικονομική αναδιάρθρωση ή από οποιαδήποτε άλλη.
Η απάντηση στις συγκεκριμένες «παροτρύνσεις» δεν είναι άλλη από το ότι, όπως ο φυσικός επιστήμονας «απέχει» συνειδητά από την πρακτική εφαρμογή των θεωριών που επεξεργάζεται, γνωρίζοντας ότι αυτή ανήκει στο πεδίο γνώσεων των μηχανικών, έτσι και ο (μακρο)οικονομολόγος οφείλει να αφήνει στους πολιτικούς την πρωτοβουλία της εφαρμογής εκείνων των οικονομικών θεωριών, οι οποίες, όπως ο ίδιος πιστεύει, θα έχουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.
Δυστυχώς δημιουργούνται μεγάλα προβλήματα εδώ, όταν οι οικονομολόγοι δεν εισακούγονται από την πολιτική - όχι επειδή οι πολιτικοί δεν πείθονται από την ανάλυση και την τεκμηρίωση τους (αυτό δεν θα ήταν υποχρεωτικά αρνητικό), αλλά λόγω του ότι δεν υπάρχουν οι απαιτούμενες γνώσεις εκ μέρους τους, αφού οι περισσότεροι πολιτικοί είναι δυστυχώς δικηγόροι.
Μία επόμενη αιτία είναι το ότι, αρκετοί πολιτικοί συμπεριφέρονται με μεγάλη ιδιοτέλεια, διαφθείρονται από την οικονομική εξουσία, διαπλέκονται υπερβολικά και ενδιαφέρονται περισσότερο για τον εαυτό τους - πολύ λιγότερο για όλους αυτούς, οι οποίοι τους εκλέγουν, πιστεύοντας καλοπροαίρετα στις προεκλογικές υποσχέσεις τους.
Εν τούτοις, όλες αυτές οι «δυσλειτουργίες» δεν αλλάζουν τον κανόνα: το ότι δηλαδή κανένας δεν τα γνωρίζει όλα - ενώ δεν πρέπει να κάνει πράγματα που δεν ταιριάζουν με τη θέση του ή που δεν ανήκουν στο δικό του γνωστικό πεδίο και στη δική του επιστήμη.
Περαιτέρω αρκετοί είναι αυτοί οι οποίοι, υιοθετούν επιδερμικά ορισμένες θεωρίες παλαιοτέρων οικονομολόγων ή ακόμη καιταυτίζονται μαζί τους, τοποθετώντας αυθαίρετα «ετικέτες», όπως, για παράδειγμα, οπαδός του «σοσιαλδημοκράτη» Keynes, του «νεοφιλελεύθερου» Friedman κλπ. – αν και οι θεωρίες αυτές έχουν αποδειχθεί εσφαλμένες, κατά τη διάρκεια της πρακτικής εφαρμογής τους.
Ίσως ξεχνούν εδώ ότι, όπως σε όλες τις επιστήμες, έτσι και στην Οικονομία, η πρόοδος έρχεται όταν καταρρέει μία θεωρία και όχι όταν επιβεβαιώνεται – με πρόσφατη απόδειξη στη φυσική τη θεωρία της σχετικότητας, η οποία ανέτρεψε την προηγούμενη (υπενθυμίζουμε ότι, η θεωρία της ειδικής σχετικότητας θα είχε διατυπωθεί και χωρίς τον Einstein, επειδή βρισκόταν ήδη διάχυτη στον επιστημονικό κόσμο – αν και λόγω της έλλειψης εντυπωσιακών πειραμάτων, θα ήταν πολύ δυσκολότερο να είχε σκεφτεί κάποιος να επανεξετάσει τη θεωρία της βαρύτητας, η οποία φαινόταν οριστικά συστηματοποιημένη από τον Νεύτωνα).
Συνεχίζοντας, η θεωρία των «πατέρων» του δόγματος της ελεύθερης οικονομίας, των A.Smith και D.Ricardo, είναι αναμφίβολα εξαιρετική – έχοντας ουσιαστικά την παρακάτω βασική αρχή:
“Επαφιόμενο στον εαυτό του, απελευθερωμένο από εμπόδια και ελέγχους το Κεφάλαιο, θα κατευθύνεται αυτόματα και οποιαδήποτε στιγμή εκεί που τα κέρδη είναι τα υψηλότερα δυνατά. Κατά συνέπεια και όσον αφορά τα εμπορεύματα, την παραγωγή δηλαδή, το σχετικό ύψος του κόστους παραγωγής, θα καθορίζει τον τόπο παραγωγής των προϊόντων”.
Εν τούτοις, η «συνταγή» αυτή στηρίχθηκε σε ένα αξίωμα (Trickle down effect), το οποίο, αν και σωστό την εποχή που έζησαν, αποδείχθηκε απολύτως εσφαλμένο αργότερα – στο ότι δηλαδή “όταν ο πλούτος φτάσει σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο κορεσμού, τότε η αναδιανομή από τους πλούσιους στους φτωχούς ακολουθεί αυτόματα”.
Προφανώς μπέρδεψαν την ανάγκη με τη χρήση – ενώ κατέληξαν στο συμπέρασμα αυτό, μετά από την παρατήρηση των κανόνων που ισχύουν στη Φύση (όπου τα ζώα σκοτώνουν κυρίως για να εξασφαλίσουν την τροφή τους και δεν τη συσσωρεύουν), μην συνυπολογίζοντας την σχεδόν εντελώς αντίθετη ανθρώπινη συμπεριφορά.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για την εξαιρετική οικονομική θεωρία του K.Marx η οποία, όπως και ο αναρχισμός (κατάργηση των Αρχών), απαιτεί εξελιγμένους και ώριμους ανθρώπους, οι οποίοι θα αργήσουν πολύ να δημιουργηθούν στον πλανήτη – δεν είναι δηλαδή εφαρμόσιμη, σε έναν κόσμο ατελών ανθρώπων. Κυριότερο ελάττωμα της μαρξιστικής θεωρίας είναι το ότι, δεν «κατανόησε» τη σημασία των οικονομικών και λοιπόν «κινήτρων» για την ανθρώπινη συμπεριφορά – γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα, η κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία να είναι πρακτικά αντιπαραγωγική.
Ο Keynes τώρα κατανόησε την ανάγκη της επέμβασης του κράτους στην ελεύθερη οικονομία - η οποία, στην περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης, τεκμηριώθηκε πως αδυνατούσε να αυτορυθμισθεί.
Περιληπτικά, η συνταγή του απαιτούσε την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων (ίδρυση κρατικών εταιριών κλπ.), καθώς επίσης τη μείωση των φόρων, όταν η οικονομία ευρισκόταν σε ύφεση – την αποχώρηση όμως του δημοσίου από τον ιδιωτικό τομέα, παράλληλα με την επαναφορά της φορολογίας στα προηγούμενα επίπεδα, όταν η οικονομία «αναθερμαινόταν», επιστρέφοντας σε αναπτυξιακή τροχιά.
Στην πράξη όμως και παρά την αρχική επιτυχία της «συνταγής», το κράτος δεν αποχωρούσε από τον ιδιωτικό τομέα, όταν η οικονομία επανερχόταν σε ρυθμούς ανάπτυξης – με αποτέλεσμα να υπερδιογκώνεται, να διαφθείρεται, να γίνεται αντιπαραγωγικό, να εξελίσσονται οι δημόσιοι υπάλληλοι σε «κράτος εν κράτει» κοκ. Αργότερα δε, τα εργατικά συνδικάτα οδηγήθηκαν σε πολύ μεγάλες υπερβολές, εμποδίζοντας την υγιή ανάπτυξη της οικονομίας και διευκολύνοντας την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού.
Την ίδια εκείνη εποχή ο Minsky διατύπωσε την αντίθεση του με την κλασσική ή νεοκλασική θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι αγορές τείνουν πάντοτε προς ένα σημείο ισορροπίας, αυτόματα και χωρίς να υπάρχει ανάγκη ρύθμισης τους - υπό ορισμένες απαραίτητες προϋποθέσεις φυσικά όπως, για παράδειγμα, ο «πλήρης» ανταγωνισμός, η μη επέμβαση του κράτους στην Οικονομία ή/και «η συμμετρία» της πληροφόρησης (ισότιμη, ταυτόχρονη πρόσβαση από όλους, σε όλες οι πληροφορίες).
Όπως διαπίστωσε, οι προϋποθέσεις αυτές είναι πρακτικά ανέφικτες, ουτοπικές - με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν αδύνατη η αυτορρύθμιση των αγορών, ακόμη και αν αποδεχόταν κανείς πως είναι σωστή η κλασσική θεωρία. Εν τούτοις, επρόκειτο ουσιαστικά για μία «μη θεωρία», η οποία δεν εύρισκε τρόπο πρακτικής εφαρμογής – μία θεωρία όμως που επανήλθε σήμερα στο προσκήνιο, μετά την πλήρη αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού.
Συνεχίζοντας, ο Friedman και η σχολή του Σικάγου (απόγονος ουσιαστικά του αυστριακού Hayek), διαπίστωσε την απίστευτη διαφθορά, τη διαπλοκή, το χρηματισμό, την αντιπαραγωγικότητα και την ανελευθερία του διογκωμένου δημοσίου τομέα,τασσόμενος ολοκληρωτικά υπέρ της ιδιωτικής πρωτοβουλίας – υπέρ του ελάχιστου δυνατού κράτους, “με μία κυβέρνηση απαραίτητη μόνο ως φόρουμ, όπου καθορίζονται οι κανόνες του παιχνιδιού, όσο και ως διαιτητής που ερμηνεύει και εφαρμόζει τους κανόνες που έχουν αποφασιστεί”.
Επίσης έγραψε ότι, “Ο φιλελευθερισμός δίνει έμφαση στην ελευθερία , ως έσχατο στόχο και στο άτομο, ως έσχατη οντότητα της κοινωνίας….Ο φιλελεύθερος είναι υπέρμαχος της πολιτικής αποκέντρωσης…..Υπάρχουν δύο μόνο τρόποι συντονισμού των δραστηριοτήτων εκατομμυρίων ανθρώπων:
Ο ένας είναι η κεντρική διεύθυνση, ο κομμουνισμός λοιπόν, ο οποίος περιλαμβάνει τη χρήση του καταναγκασμού – η τεχνική του στρατού και του σύγχρονου ολοκληρωτικού κράτους. Ο άλλος είναι η οικιοθελής συνεργασία των ατόμων – η ελεύθερη αγορά, με αμφίπλευρα εθελούσιες και ενημερωμένες συναλλαγές μεταξύ ελεύθερων μεν από τα κρατικά δεσμά, αλλά απολύτως πιστών στους κοινά ψηφισμένους νόμους ατόμων”.
Ακολουθώντας την πεποίθηση του με θρησκευτική ευλάβεια και με τις μεθόδους των «σταυροφόρων», πείθοντας παράλληλα απόλυτα τους Reagan και Thatcher, έγινε ο πατέρας του «δόγματος του σοκ» - απαιτώντας την ολοκληρωτική ιδιωτικοποίηση των πάντων.
Προφανώς απέτυχε παταγωδώς, αφού ο ιδιωτικός τομέας, δημιουργώντας τα γνωστά μας μονοπωλιακά, αχόρταγα καιαδηφάγα τέρατα, μας οδηγεί στη μία κρίση μετά την άλλη – με μεγέθη (φούσκες) που συνεχώς αυξάνονται, απειλώντας να καταστρέψουν τόσο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, όσο και ολόκληρο τον πλανήτη.
Η αυστριακή φιλελεύθερη σχολή βέβαια θεωρεί ότι, οι «εκτροπές» οφείλονται στις παρεμβάσεις του κράτους στην ελεύθερη λειτουργία της αγοράς – όπως στην πρόσφατη περίπτωση της διάσωσης των μεγάλων τραπεζών από τη χρεοκοπία. Ενδεχομένως δε να έχει απόλυτο δίκιο, αφού ο καπιταλισμός είναι αδύνατον να λειτουργήσει, χωρίς τη δημιουργική καταστροφή – όπως την ανέλυσε ο επίσης αυστριακός J.Schumpeter.
Εάν λοιπόν δεν οδηγείται υποχρεωτικά στη χρεοκοπία η οποιαδήποτε ιδιωτική επιχείρηση αποτυγχάνει να ανταπεξέλθει με τη λειτουργία της, αδυνατώντας να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της, πως είναι δυνατόν να καταπολεμηθεί σωστά το ετεροβαρές ρίσκο (όπου άλλος αναλαμβάνει τον επιχειρηματικό κίνδυνο και άλλος πληρώνει), καθώς επίσης να διασφαλισθεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός; Δεν είναι άλλωστε η αιτία της συνεχώς διογκούμενης χρηματοπιστωτικής φούσκας, η οποία δημιούργησε τηντραπεζική βόμβα μεγατόνων που ευρίσκεται στα θεμέλια της Δύσης;
Στα πλαίσια αυτά, προτείνει ακόμη και την κατάργηση των κεντρικών τραπεζών – θεωρώντας πολύ σωστά ότι, αργά ή γρήγορα, παύει να υφίσταται η ανεξαρτησία τους και γίνονται «υποχείριο» της διεφθαρμένης πολιτικής – με οδυνηρά επακόλουθα για την πολιτική χρήματος, για τις κοινωνίες και για το σύστημα της ελεύθερης αγοράς.
Αποφεύγοντας εμείς τώρα να είμαστε οπαδοί κάποιου (κανένας και τίποτα δεν «δικαιούται» οπαδών στον πλανήτη) ή να τοποθετήσουμε «ετικέτες» στις θέσεις μας, έχουμε την άποψη ότι, η άριστη λύση ευρίσκεται κάπου στη μέση: στη χρυσή μεσότητα, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης.
Ειδικότερα, σε ένα σύστημα μικτής οικονομίας, όπου το κράτος θα είχε στην ιδιοκτησία του τις κοινωφελείς, τις μονοπωλιακές κερδοφόρες, καθώς επίσης τις στρατηγικές επιχειρήσεις, ενώ όλες οι υπόλοιπες θα ανήκαν στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς καμία εξαίρεση.
Παράλληλα, το κράτος θα έπρεπε να συνεχίσει να επενδύει, μειώνοντας τη φορολογία σε περιόδους ύφεσης, ενώ θα έπρεπε να υποχρεώνεται να αποχωρεί, όταν η οικονομία θα επανερχόταν στην ανάπτυξη - γεγονός που τεκμηριώνει ότι, η πολιτική λιτότητας σε περιόδους ύφεσης είναι καταστροφική, ενώ η μοναδική, έντιμη λύση είναι το πάγωμα μέρους των χρεών, έτσι ώστε να μην εμποδίζεται η ανάπτυξη και να μην εξαθλιώνονται οι πολίτες.
Για να μπορέσει όμως να λειτουργήσει σωστά ένα τέτοιο σύστημα, χωρίς το φόβο της πολιτικής διαφθοράς, της διαπλοκής, της ανεπάρκειας, της ανικανότητας κλπ., θα έπρεπε να συμμετέχουν ενεργητικά όλοι οι πολίτες στα κοινά – ψηφίζοντας οι ίδιοι τους κανόνες του παιχνιδιού, επιβλέποντας την τήρηση τους, νομοθετώντας και ελέγχοντας καθημερινά την εκάστοτε κυβέρνηση (με τη βοήθεια της αντικατάστασης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από την άμεση, μέσω αλλαγής του συντάγματος).
Άλλη λύση δυστυχώς δεν υπάρχει, όσο και αν ψάξει κανείς – εάν φυσικά δεν θεωρήσουμε λύση τον μονοδιάστατο, άκρως νεοφιλελεύθερο και αστυνομικό δικομματισμό των Η.Π.Α. ή το αντίπαλο δέος του: το μονοκομματικό, ακόμη πιο αστυνομικό, ανελεύθερο και μερκαντιλιστικό κρατικό καπιταλισμό της Κίνας.
Παραμένει βέβαια το ερώτημα, εάν μία χώρα, η οποία δεν έχει το απαιτούμενο «κρίσιμο μέγεθος» στο παγκοσμιοποιημένο πλέον περιβάλλον, εν μέσω υπόγειων συναλλαγματικών πολέμων και γεωπολιτικών εντάσεων, μπορεί να εφαρμόσει τέτοιες πολιτικές ή είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί τα προστάγματα των ισχυρών δυνάμεων του πλανήτη, να συμβιβάζεται διαρκώς και να υποτάσσεται – πόσο μάλλον ένα κράτος υπερχρεωμένο, χωρίς το δικό του νόμισμα, μέλος ενός μη άριστου νομισματικού χώρου.
Η απάντηση, αν και εξαιρετικά δύσκολη, είναι μάλλον θετική: αρκεί η χώρα να κατορθώσει να πείσει τους «εταίρους» της για την ορθότητα των θέσεων της, λειτουργώντας παράλληλα σε επίπεδο λαών, πολιτών δηλαδή της ένωσης που ανήκει, οι οποίοι έχουν παρόμοια προβλήματα, τα οποία απαιτούν ανάλογες λύσεις – με την προϋπόθεση φυσικά ότι δεν θα τους επιβαρύνει, λύνοντας μόνη της τα δικά της οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα.
Στο παράδειγμα της Ελλάδας, εάν η απαίτηση για την καθιέρωση του πολιτεύματος της άμεσης δημοκρατίας, συνοδευόταν από την προθυμία των πολιτών να καλύψουν οι ίδιοι τα νόμιμα χρέη της πατρίδας τους, απέναντι στους πιστωτές της, με τον τρόπο που μπορούν (επέκταση του χρόνου αποπληρωμής, χαμηλά επιτόκια κλπ.), η ισότιμη συμμετοχή τους στην κοινή νομισματική ζώνη, χωρίς φυσικά να αποτελεί μονόδρομο, είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα – αφού, μέσω αυτής, έχουν το κρίσιμο «συλλογικό μέγεθος», για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν με την παγκοσμιοποίηση.
Αθήνα, 06. Μαρτίου 2013
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου