“Το σημαντικότερο για την οικονομία μίας χώρας δεν είναι η ανταγωνιστικότητα, αλλά η παραγωγικότητα. Ειδικότερα, δεν δημιουργείται διαρκής, πόσο μάλλον «αειφόρος» πλούτος εκ μέρους εκείνων των κρατών, τα οποία εμπορεύονται και εξάγουν τα προϊόντα τους στις παγκόσμιες αγορές, αλλά σε εκείνα, τα οποία εκμεταλλεύονται τους έμψυχους και άψυχους πόρους τους, όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα – σε αυτά δηλαδή που διαθέτουν υψηλή παραγωγικότητα.
Η αιτία είναι το ότι, μόνο έτσι μπορεί ο ίδιος αριθμός ανθρώπων σε μία χώρα να παράγει περισσότερα αγαθά, τα οποία τίθενται στη διάθεση του πληθυσμού της – ενώ το βιοτικό επίπεδο ενός κράτους δεν αυξάνεται αυτόματα, όταν αυξάνονται οι εξαγωγές του, αλλά όταν κάποια στιγμή εισρέουν στην οικονομία του νέα εμπορεύματα, με τη βοήθεια των χρημάτων που εισπράττει από τις εξαγωγές (τα χρήματα δεν τρώγονται).
Σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα, οι μισθοί των εργαζομένων δεν είναι συνήθως ποτέ τόσο χαμηλοί, όσο θα ήταν απαραίτητο –ενώ όταν μία χώρα μειώνει τους μισθούς, δεν γίνεται αυτόματα πλουσιότερη. Αντίθετα, εάν ένα κράτος επικεντρωθεί στην παραγωγικότητα, οι αμοιβές μπορούν να αυξάνονται, χωρίς να δημιουργείται πρόβλημα στην οικονομία του. Όλα όσα ακούγονται λοιπόν σε σχέση με το μονόδρομο της ανταγωνιστικότητας είναι ένας μύθος - ο οποίος δεν οδηγεί φυσικά στον παράδεισο που υπόσχεται, αλλά στην υπερβολική αύξηση των κερδών των πολυεθνικών κυρίως εταιρειών και του διεθνούς τοκογλυφικού κεφαλαίου”.
Άρθρο
Εύλογα αναρωτιέται κανείς εάν έχουν νόημα οι δημόσιες αντιπαραθέσεις, ειδικά αυτές που διεξάγονται στα τηλεοπτικά μέσα, γνωρίζοντας πως αυτό που συνήθως επιδιώκεται δεν είναι η αναζήτηση της αλήθειας - όπως, για παράδειγμα, η ανάλυση του ορθολογικού τρόπου της λειτουργίας ενός κράτους, η λύση προβλημάτων με τη συνεργασία των άλλων, καθώς επίσης η εύρεση των εναλλακτικών δυνατοτήτων εξόδου από μία μεγάλη κρίση, όπως η σημερινή.
Η αιτία είναι το ότι, δεν ζούμε προφανώς σε έναν ιδανικό κόσμο, όπου ο διάλογος και η αντιπαράθεση θα είχαν ως βασικό σκοπό την αποκάλυψη της αλήθειας ή, τουλάχιστον, τη σύγκλιση των απόψεων. Αντίθετα, ζούμε σε έναν κόσμο μάλλον προβληματικό, όπου οι άνθρωποι δεν αναζητούν το σωστό αλλά προσπαθούν, απλά και μόνο, να επικρατήσουν στις διάφορες αντιπαραθέσεις - έχοντας ως βασικό κίνητρο την ιδιοτέλεια και όχι τον αλτρουισμό.
Ο Σοπενχάουερ ονόμασε αυτού του είδους τις ανόητες αντιπαραθέσεις, τις οποίες βιώνουμε καθημερινά είτε στο Κοινοβούλιο, είτε στα διάφορα τηλεοπτικά μέσα, «Εριστική Διαλεκτική» - ως την τέχνη δηλαδή του να λογομαχεί κανείς με έναν τέτοιον τρόπο, ώστε να υπερασπίζεται επαρκώς τις θέσεις του, είτε έχει δίκιο, είτε άδικο.
Όπως έλεγε δε ειρωνικά, σκιαγραφώντας τη συγκεκριμένη τεχνική, την οποία είχαν ανακαλύψει και δίδασκαν έναντι αμοιβής οι σοφιστές στην αρχαία Ελλάδα, "Σε μία αντιπαράθεση πρέπει να αγνοήσουμε την αντικειμενική αλήθεια ή, μάλλον, να την εκλάβουμε ως μία τυχαία συγκυρία - έτσι ώστε να επικεντρωθούμε μόνο στην υπεράσπιση της θέσης μας, ιδίως δε στην αντίκρουση της θέσης του αντιπάλου".
Αναφερόμενος τώρα στα διάφορα τεχνάσματα (αντιπερισπασμός, επίκληση της αυθεντίας και όχι της λογικής, εξόργιση του αντιπάλου, προσωπικές επιθέσεις, υπεκφυγές, αντιστροφή ή εκτροπή της συζήτησης, γενικεύσεις, ψευδείς αποδείξεις κλπ.), τόνισε εδικά ότι, δεν υπάρχει γνώμη, όσο παράλογη και αν είναι, την οποία οι άνθρωποι να μην είναι έτοιμοι να την ασπασθούν, μόλις πεισθούν πως είναι κοινώς αποδεκτή - όπως, για παράδειγμα, την παράλογη θέση σήμερα, σύμφωνα με την οποία η μοναδική λύση της Ελλάδας είναι το ΔΝΤ, καθώς επίσης οι δανειακές συμβάσεις υποτέλειας, με τα μνημόνια και τους νόμους εφαρμογής τους, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος τους!
Οι άνθρωποι είναι σαν τα πρόβατα, μας λέει, τα οποία ακολουθούν τον αρχηγό του κοπαδιού, όπου και αν τους οδηγήσει. Πολύ περισσότερο, θα προτιμούσαν να τον ακολουθήσουν ακόμη και στο θάνατο, παρά να σκεφθούν από μόνοι τους - πόσο μάλλον να σηκωθούν από τους καναπέδες τους, να αποτινάξουν τη μιζέρια και να πολεμήσουν για το βιοτικό επίπεδο, κυρίως δε για την ελευθερία τους.
Περαιτέρω, πάντοτε κατά τον ίδιο, εάν μία οποιαδήποτε εσφαλμένη γνώμη φτάσει στο σημείο να γίνει ευρέως αποδεκτή όπως, για παράδειγμα, η «αρετή της ανταγωνιστικότητας», την οποία «εξαίρει», εγκωμιάζει και επαινεί συνεχώς η πρωσική κυβέρνηση της Γερμανίας, τότε ακόμη και οι λίγοι, οι οποίοι είναι σε θέση να κρίνουν, θα σιωπήσουν - επειδή διαφορετικά θα χαρακτηρίζονταν ως «πνεύματα αντιλογίας», θρασείς, εγωκεντρικοί, αναξιόπιστοι ή ταραξίες.
Από τη στιγμή εκείνη και μετά λοιπόν μιλούν μόνο όσοι είναι εντελώς ανίκανοι να σχηματίσουν οι ίδιοι οποιαδήποτε γνώμη ή κρίση - αφού «παπαγαλίζουν» απλώς τις απόψεις των άλλων, υπερασπιζόμενοι ταυτόχρονα τις συγκεκριμένες ανόητες γνώμες με υπερβάλλοντα ζήλο, με ματαιοδοξία, ακόμη και με μισαλλοδοξία, σαν να ήταν δικές τους. Εάν κανείς εξετάσει από αυτήν την οπτική γωνία τη στάση ορισμένων Ελλήνων υπουργών ή βουλευτών σήμερα, οι οποίοι υποστηρίζουν σχεδόν με μανία τα μνημόνια υποτέλειας και το ΔΝΤ, θα κατανοήσει καλύτερα τι ακριβώς εννοούμε
Με απλούστερα λόγια, ελάχιστοι είναι ικανοί να σκεφθούν ή πρόθυμοι να αναζητήσουν τις κατάλληλες πηγές, έτσι ώστε να σχηματίσουν τη δική τους άποψη. Επειδή όμως όλοι θέλουν να έχουν άποψη, δεν απομένει παρά να ενστερνισθούν έτοιμες απόψεις άλλων - αντί να κουραστούν οι ίδιοι, δημιουργώντας τις δικές τους.
Το γεγονός αυτό είναι απολύτως κατανοητό τόσο στο ΔΝΤ, όσο και στα ΜΜΕ, τα οποία γνωρίζουν πολύ καλά την ευκολία, με την οποία χειραγωγείται ο όχλος, η μάζα, το πλήθος - αρκεί να του «σερβιριστούν» απόψεις, από ένα κατάλληλα επιλεγμένο «πάνελ» άβουλων καθηγητών, ετερόφωτων πολιτικών, φημισμένων δημοσιογράφων ή διανοουμένων «μισθοφόρων», με την ετικέτα «κοινώς αποδεκτές».
Η ΕΛΛΑΔΑ
Στα παραπάνω πλαίσια, εάν αναφέρει κανείς ότι η Ελλάδα είναι ένα πάμπλουτο, πολλαπλά προικισμένο κράτος, το οποίο έχει τα μικρότερα οικονομικά προβλήματα σε σχέση με πολλές άλλες χώρες, ενώ υπάρχουν στη διάθεση του αρκετές εναλλακτικές λύσεις εξόδου από την κρίση δημοσίου χρέους, θα αντιμετωπισθεί σίγουρα πολύ επιφυλακτικά, εάν όχι εντελώς εχθρικά ή απαξιωτικά - ακόμη και όταν τεκμηριώνει τη θέση του με ανάλογους πίνακες (Ι), οι οποίοι δεν προέρχονται βέβαια από τον ίδιο, αλλά από διεθνείς οργανισμούς.
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Συνολικά χρέη 2011, δημόσια και ιδιωτικά, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ
Χώρα
|
Σύνολο
|
Τράπεζες
|
Επιχειρήσεις
|
Νοικοκυριά
|
Δημόσιο
|
|
|
|
|
|
|
Ιρλανδία
|
1.166
|
689
|
245
|
123
|
109
|
Μ. Βρετανία
|
847
|
547
|
118
|
101
|
81
|
Ιαπωνία
|
641
|
188
|
143
|
77
|
233
|
Ισπανία
|
457
|
111
|
192
|
87
|
67
|
Γαλλία
|
449
|
151
|
150
|
61
|
87
|
Βέλγιο
|
435
|
112
|
175
|
53
|
95
|
Πορτογαλία
|
422
|
61
|
149
|
106
|
106
|
Ιταλία
|
377
|
96
|
110
|
50
|
121
|
Η.Π.Α.
|
376
|
94
|
90
|
92
|
100
|
Ελλάδα*
|
333
|
22
|
74
|
71
|
166
|
Γερμανία
|
321
|
98
|
80
|
60
|
83
|
Πηγή: MM (IMF)
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Η αιτία είναι προφανώς η «κοινώς αποδεκτή άποψη» που δημιουργήθηκε έντεχνα από τους έμπειρους εισβολείς, σύμφωνα με την οποία η υπαγωγή της Ελλάδας στο ΔΝΤ και στα μνημόνια είναι μονόδρομος - με την κατάρρευση και τη χρεοκοπία να περιμένουν στη γωνία, εάν τυχόν θελήσει να επιβάλλει διαφορετικά μέτρα (ανάλυση μας), πόσο μάλλον να επανακτήσει την εθνική της κυριαρχία, εκδιώκοντας τους μισθοφόρους των διεθνών τοκογλύφων.
Περαιτέρω, εάν αναφερθεί πως η Ελλάδα είναι ένα πολύ νεαρό έθνος, το οποίο απελευθερώθηκε σχετικά πρόσφατα και όχι εξ ολοκλήρου (χάρτης που ακολουθεί), μετά από σχεδόν 20 αιώνες σκλαβιάς (πιθανότατα από το 168 π.Χ., όπου ηττήθηκε στην Πύδνα το Βασίλειο της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους, έως το 1821 - το 1912 για τη Θεσσαλονίκη), οπότε οι απαιτήσεις απέναντι του πρέπει να είναι ανάλογες, δεν θα βρεθούν πολλοί υποστηρικτές της ίδιας άποψης - πόσο μάλλον αφού η πλειοψηφία αποδέχεται μόνο την οθωμανική κατοχή και όχι αυτήν της Ανατολικής Ρωμαϊκής ή Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, των Φράγκων κοκ.
Συνεχίζοντας, σίγουρα θα αντιμετωπίσει κάποιος προβλήματα, εάν τυχόν υποστηρίξει ότι, ένα έθνος χαρακτηρίζεται από τη γεωγραφική του θέση, από τη γλώσσα, από την ιστορία, από το γενετικό κώδικα, από τον πολιτισμό, καθώς επίσης από τη θρησκεία του - όπου όμως η τελευταία θρησκεία των Ελλήνων ήταν οι δώδεκα Θεοί του Ολύμπου ενώ ο Χριστιανισμός, κρίνοντας τουλάχιστον από το χώρο που δημιουργήθηκε, καθώς επίσης από την Παλαιά Διαθήκη, είναι μία θρησκεία με εβραϊκές κυρίως ρίζες (σε κάποιο βαθμό βέβαια).
Σε κάθε περίπτωση, η θρησκεία των Ελλήνων προήγαγε τη γνώση, την τέχνη και τον πολιτισμό, ενώ δεν επιβάρυνε την ανθρωπότητα με τους δεκάδες αιώνες του σκοταδισμού των μεσαιωνικών χρόνων και της αυστηρής τιμωρίας - η οποία εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα, από τους χριστιανούς προτεστάντες Γερμανούς ή από άλλους λαούς.
Σύμφωνα δε με αρκετούς, δεν είναι εύλογο να θεωρούμε πως οι Έλληνες, οι οποίοι έδωσαν τα φώτα του πολιτισμού στη Δύση,συνεχίζοντας να είναι η βασική πηγή της γνώσης σε ολόκληρο τον πλανήτη, πίστευαν σε μία άνευ νοήματος θρησκεία - όσο και αν η πανέμορφη αυτή θρησκεία, «στολισμένη» από μία εξαιρετική μυθολογία, από ένα πραγματικά πολύτιμο κόσμημα για την ανθρωπότητα, αποτελεί πλέον παρελθόν.
Ολοκληρώνοντας, σε σχέση με τους παραπάνω «ασύμμετρους» προβληματισμούς, αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι εμείς οι Έλληνες είναι αφενός μεν η «αλλοτρίωση» του πληθυσμού μετά από τόσους αιώνες δουλείας, αφετέρου η νεαρότητα του κράτους μας - γεγονός που σημαίνει ότι, χρειάζεται βοήθεια εκ μέρους μας για να εξελιχθεί, καθώς επίσης για να μπορέσει να παραμείνει ελεύθερο και ανεξάρτητο. Οφείλουμε δε να προσπαθήσουμε, όλοι μαζί και από κοινού, χωρίς ανόητες αντιπαλότητες και κενές αντιπαραθέσεις, να ξεφύγουμε από την παγίδα του χρέους, στην οποία οδηγηθήκαμε δόλια - όσο περισσότερο μπορούμε, επιλέγοντας τον καλύτερο δυνατό δρόμο και απορρίπτοντας τις «ετοιμοπαράδοτες απόψεις».
Στην προσπάθεια μας αυτή τίποτα απολύτως δεν πρέπει να είναι «ταμπού» για κανέναν μας - ειδικά η συνταγματική αλλαγή του πολιτεύματος, με κατεύθυνση την άμεση δημοκρατία, αφού χωρίς αυτήν είναι σχεδόν απίθανο να επιλυθεί το πρόβλημα της καταπολέμησης του πελατειακού κράτους, αποφεύγοντας την ανεπιθύμητη κατάλυση του κοινωνικού κράτους, το οποίο δυστυχώς συντηρεί το πελατειακό (άρθρο μας).
Στη συνέχεια, θα θέλαμε να αναφερθούμε ξανά στα δύο άλλα προβλήματα της πατρίδας μας, τα οποία δεν είναι λιγότερο σημαντικά από τα οικονομικά: στα κοινωνικά και στα πολιτικά, χωρίς να επεκταθούμε στα πολιτισμικά ή στα μεταναστευτικά, τα οποία απαιτούν ιδιαίτερη ενασχόληση.
ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ
Σίγουρα δεν είναι λίγοι αυτοί, οι οποίοι γνωρίζουν τι συμβαίνει «εκεί έξω», στα «γκέτο» της Αθήνας, πέρα από τη συνεχώς διευρυνόμενη «νοητική απαγορευτική γραμμή», όπως την αποκαλούν χαρακτηριστικά οι ταξιτζήδες - αλλά και στις «σκοτεινές γωνίες» των μεγάλων ή μικρών άλλων πόλεων της χώρας μας.
Ο θυμός, η απογοήτευση, η πίκρα και η (αυτό) καταστροφική μανία συσσωρεύονται μέρα με την ημέρα, προδιαγράφοντας εξελίξεις που αδυνατούμε σήμερα να συλλάβουμε με τη φαντασία μας. Πρόκειται για ένα ηφαίστειο που «βράζει», για μία πηγή πόνου και πίκρας, η οποία διαρκώς διευρύνεται – από τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, στα μεσαία και, πολύ σύντομα, στα υψηλότερα.
Η ανεργία, πόσο μάλλον η αδυναμία απασχόλησης των νέων, θα οδηγήσει σε μία τρομακτική έκρηξη του ηφαιστείου, από την οποία πολύ δύσκολα θα ξεφύγουν όλοι όσοι τελικά δεν θα μεταναστεύσουν. Αρκεί να ακούσει κανείς την «υποκοσμική» (underground) μουσική των νεαρών Ελλήνων, ένα συνδυασμό ρεμπέτικων και σύγχρονων ήχων, με εξαθλιωμένους στίχους, γεμάτους πόνο, αυτοκαταστροφικές τάσεις, έντονη πίκρα, αποστροφή, απογοήτευση και αηδία για τα κοινωνικά πρότυπα (Πολιτική, Εκκλησία, ΜΜΕ, Αστυνομία, Δικαστική Εξουσία κλπ), για να καταλάβει πόσο κοντά βρισκόμαστε στην καταστροφή, δια μέσου της απόλυτης κοινωνικής «σήψης».
Συνεχίζοντας, η χώρα μας δεν είναι ψυχικά υγιής, με την έννοια ότι «καθορίζεται» όλο και περισσότερο από την προσαρμογή του ατόμου στις ανάγκες της κοινωνίας του – δυστυχώς όχι από την προσαρμογή της κοινωνίας, στις ανάγκες του ανθρώπου.Μία υγιής κοινωνία δίνει προοπτικές στους νέους, ενώ αναπτύσσει την ικανότητα του ατόμου να αγαπά τους συνανθρώπους του, να μορφώνεται, να καλλιεργείται, να εργάζεται δημιουργικά, να είναι ευτυχισμένος, να εξελίσσει τη λογική του, να διαμορφώνει σωστά την αντικειμενικότητα του και να έχει μία αίσθηση του εγώ, η οποία να βασίζεται στην εμπειρία των δικών του παραγωγικών δυνάμεων (E.From).
Αντίθετα, μία βαριά άρρωστη κοινωνία, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα, είναι εκείνη που καλλιεργεί την αποστροφή, την αμοιβαία εχθρότητα, τη βία και τη δυσπιστία - η οποία μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε άβουλο όργανο χρήσης και εκμετάλλευσης των άλλων, αποστερώντας του την αίσθηση του εγώ.
Περαιτέρω γνωρίζοντας ότι, η μη ικανοποίηση των βασικών αναγκών μας (πείνα, δίψα, ύπνος) οδηγεί στην παράνοια, ενώ η περιορισμένη «κάλυψη» τους, η μη ποιοτική και ποσοτική δηλαδή, δημιουργεί νευρώσεις, ανάλογες με το βαθμό της (μη) «εξυπηρέτησης» των αναγκών, τα αποτελέσματα των μέχρι σήμερα α-κοινωνικών πολιτικών, προδιαγράφουν ένα εξαιρετικά ζοφερό μέλλον.
Ειδικά ο τομέας της παιδείας, στον οποίο επικρατεί σχεδόν απόλυτη αδιαφορία, σε συνδυασμό με ένα ανελέητο κυνήγι χρημάτων (φροντιστήρια κλπ), εις βάρος των μαθητών, των σπουδαστών και των γονέων, είναι μία ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας μας - η οποία αργά ή γρήγορα θα εκραγεί, με ανυπολόγιστες συνέπειες για τις επόμενες γενιές των Ελλήνων. Πόσο μάλλον όταν, χωρίς μία ορθολογική εκπαίδευση, είναι αδύνατη η αύξηση της παραγωγικότητας μίας χώρας – οπότε, αυτό που της απομένει, είναι η ανταγωνιστικότητα, μέσω των συνεχώς χαμηλότερων αμοιβών των εργαζομένων της.
Χωρίς να επεκταθούμε περαιτέρω, η διαφθορά, η διαπλοκή, η ανεντιμότητα, η αδικία, η πονηριά, η ανυπαρξία επαγγελματικού ήθους, τα άθλια «κοινωνικά πρότυπα», οι απίστευτα χαμηλής ποιότητας τηλεοπτικές εκπομπές, οι οποίες θυσιάζουν τον πολιτισμό στο βωμό της ακροαματικότητας και του κέρδους, η «εχθρική κοινωνία», η αδιαφορία του ανθρώπου για τον άνθρωπο, η ανυπαρξία «πλαισίου», καθώς επίσης το τέχνασμα και η ευκαιρία που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη Ελλάδα, δεν πρόκειται να επιτρέψουν τη διαφυγή της από τη σημερινή κρίση, ακόμη και αν της χαριστεί το σύνολο του χρέους της – εκτός εάν αλλάξουν ριζικά νοοτροπίες, σαν αποτέλεσμα πολιτικών και κοινωνικών «μεταρρυθμίσεων» προς όφελος του ατόμου (χωρίς να είναι φυσικά εις βάρος του συνόλου).
ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Όπως έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα κείμενα μας, η μοναδική προστασία μας απέναντι στην οικονομική εξουσία είναι η Πολιτική – οπότε είμαστε υποχρεωμένοι να την ενισχύουμε όσο καλύτερα μπορούμε. Στην περίπτωση όμως που η Πολιτικήυποτάσσεται και υπηρετεί την οικονομική εξουσία, η θέση μας γίνεται εξαιρετικά δύσκολη – αφού παύει πια να λειτουργεί η Δημοκρατία, «ελαχιστοποιούνται» οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων εξουσίας, ενώ τα εκλογικά μας δικαιώματα απλά καθορίζουν τους εκάστοτε «μισθοφόρους» των σκιωδών κυβερνήσεων.
Σε ελληνικό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο τώρα, φαίνεται να οδηγούμαστε πίσω στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα. Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο του καπιταλισμού εκείνης της εποχής ήταν, πάνω από όλα, η ανελέητη εκμετάλλευση του εργαζομένου. Οι εργοδότες πίστευαν ότι ήταν φυσικός ή κοινωνικός νόμος, το να ζουν εκατοντάδες χιλιάδες εργατών στο μεταίχμιο της λιμοκτονίας – ενώ ο ιδιοκτήτης κεφαλαίου δικαιωνόταν ηθικά εάν, επιδιώκοντας το κέρδος, εκμεταλλευόταν στο μέγιστο δυνατό βαθμό την εργασία που «ενοικίαζε».
Δεν υπήρχε καμία σχεδόν έννοια ανθρώπινης αλληλεγγύης, μεταξύ του ιδιοκτήτη κεφαλαίου και των εργατών - επικρατούσε πέρα για πέρα ο νόμος της οικονομικής ζούγκλας, της χωρίς όρια και φραγμούς ανταγωνιστικότητας. Ο κάθε επιχειρηματίας προσπαθούσε να πουλήσει φθηνότερα από τις τιμές του ανταγωνιστή του, ενώ η μάχη του ανταγωνισμού ανάμεσα σε ίσους ήταν τόσο ανελέητη και απεριόριστη, όσο και η εκμετάλλευση των εργαζομένων. Ως κύριος ρυθμιστής η αγορά και όχι το κράτος, είχε απαλλαγεί εντελώς από όλους τους μέχρι τότε περιορισμούς και είχε γίνει η μοναδική κοινωνική αξία των καπιταλιστικών χωρών.
Στον 20ο αιώνα βέβαια οι συνθήκες άλλαξαν ριζικά προς το καλύτερο - ενώ με τη βοήθεια της παραγωγικότητας και της ανάπτυξης, οι εργαζόμενοι κατάφεραν να κερδίσουν το «κοινωνικό κράτος», καθώς επίσης μία σειρά «παραχωρήσεις» εκ μέρους των ιδιοκτητών κεφαλαίου.
Δυστυχώς στον 21ο αιώνα, σε αυτόν δηλαδή που διανύουμε σήμερα, το Κεφάλαιο, (οργανωμένο σε πανίσχυρα, πολυεθνικά και «συστημικά» επικίνδυνα Καρτέλ), με τη βοήθεια της παγκοσμιοποίησης, της «κατάλυσης» των σοσιαλιστικών κρατών, του ανοίγματος των συνόρων (μετά την πτώση του βερολινέζικου τοίχους), καθώς επίσης της κυριαρχίας του επί της Πολιτικής, κατάφερε να αντιστρέψει τους όρους – εξελίσσοντας το «σύστημα» στο σημερινό μονοπωλιακό καπιταλισμό (Η.Π.Α), με αντίπαλο «δέος» τον κρατικό καπιταλισμό (Κίνα, Ρωσία).
Αρκεί να αναφέρει κανείς ότι μία ολόκληρη, μεγάλη πόλη των Η.Π.Α. (Ντιτρόιτ) «εγκαταλείφθηκε» στη χρεοκοπία, όταν διασώθηκαν στο παρελθόν οι μεγάλες τράπεζες και οι επιχειρήσεις από την κυβέρνηση και τους φορολογουμένους, για να γίνει κατανοητό που ακριβώς οδηγείται μία χώρα - όταν έχει υιοθετήσει, της έχει επιβληθεί καλύτερα το σύστημα του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Στα πλαίσια αυτά η Ελλάδα, η Πολιτική της οποίας «αλώθηκε» ανάλογα, έχει μετατραπεί δυστυχώς σε ένα πεδίο μάχης των δύο αντιπάλων συστημάτων, καθώς επίσης των τεσσάρων (Ρωσία, Η.Π.Α., Κίνα και Γερμανία) ισχυρότερων κρατών του πλανήτη.
Επί πλέον, ανεξάρτητα από τον εκάστοτε ηγέτη τους, τα κόμματα εξουσίας της χώρας μας είναι υποταγμένα στους εσωτερικούς μηχανισμούς τους – σε αυτή δηλαδή τη διεφθαρμένη και «διαπλεγμένη» υπόγεια εξουσία, η οποία οδήγησε την Ελλάδα στη χρεοκοπία.
Οι επαγγελματίες πολιτικοί, αυτοί δηλαδή που παραμένουν αιώνια στα έδρανα της Βουλής ή στους μηχανισμούς των κομμάτων, αποτελούν δυστυχώς τον κανόνα και όχι την εξαίρεση - αφού δεν αλλάζουν, τουλάχιστον ανά 8ετία, παρά το ότι όλοι μας έχουμε δικαίωμα στο εκλέγεσθαι και όχι μόνο οι κομματικοί υπάλληλοι. Τέλος, ο διαχωρισμός των εξουσιών είναι μάλλον θεωρητικός, εάν όχι ανύπαρκτος - γεγονός που δεν επιτρέπει καμία αισιοδοξία, εάν δεν αποκατασταθεί η «τάξη».
Επομένως, το πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδας, όπως επίσης αρκετών άλλων χωρών, είναι πολυσύνθετο. Εάν δεν επιλυθεί ριζικά, δια μέσου της δημιουργικής καταστροφής, εάν δηλαδή δεν πάψουν να διαιωνίζονται οι επαγγελματίες πολιτικοί, οι «μισθοφόροι» ευρύτερα της οικονομικής εξουσίας και εάν δεν αντικατασταθούν οι «σάπιοι» κομματικοί και λοιποί μηχανισμοί από καινούργιους, σε νέες βάσεις, είναι αδύνατον να υπάρξει μέλλον για τη χώρα μας – ακόμη και αν μας χαρισθεί ολόκληρο το δημόσιο χρέος μας.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Είναι οδυνηρό, απολύτως εξευτελιστικό καλύτερα το να ακούει κανείς δηλώσεις «τύπου διαγγέλματος» από τον πρωθυπουργό της χώρας του, σύμφωνα με τις οποίες κατάφερε, με μεγάλο κόπο και προσπάθεια, να πείσει την Τρόικα για τη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση! Επίσης πως η έγκριση είναι χρονικά περιορισμένη, για ένα μικρό δοκιμαστικό διάστημα – στο τέλος του οποίου, εάν δεν «συμμορφωθούν» οι Πολίτες, θα πάψει να ισχύει.
Εκείνη τη στιγμή γίνεται απολύτως κατανοητό ότι, δεν έχει ψηφισθεί ουσιαστικά αυτός που διοικεί την πατρίδα του, αλλά ο εκπρόσωπος της απέναντι στην Τρόικα – η οποία βέβαια, εφόσον δεν έχει εκλεγεί δημοκρατικά, κυβερνάει απολυταρχικά τη χώρα.
Όλα όσα αναφέρονται λοιπόν περί Δημοκρατίας τόσο στην Ελλάδα, όσο και αλλού, είναι ψευδή και ανυπόστατα – αφού το επίσημο πολίτευμα μας είναι πλέον η δικτατορία των αγορών, οι οποίες κυβερνούν από το παρασκήνιο, έχοντας διορίσει την Τρόικα ως σαδιστικά ψυχρό εκτελεστικό τους όργανο.
Τουλάχιστον εξίσου εξευτελιστική ήταν και η είδηση, σύμφωνα με την οποία ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας, ένας χαμηλού επιπέδου πολιτικός που δεν έπαψε ποτέ να προσβάλλει με άθλιο τρόπο τους Έλληνες, επισκέφθηκε την Ελλάδα «μετά από αίτημα του πρωθυπουργού» - ο οποίος, αντί να απαιτήσει αυτά που εξόφθαλμα μας οφείλονται, κατ’ ελάχιστο τα κατοχικά «δάνεια» και τα κλοπιμαία δηλαδή, εκλιπαρεί για νέες πιστώσεις προς τις επιχειρήσεις της χώρας του από εκείνη την τράπεζα, η οποία λεηλάτησε μεθοδικά και εξαθλίωσε τον ίδιο της τον «αδελφό λαό».
Πρόκειται για την κρατική Kfw, η οποία πρωτοστάτησε στην ένωση της Γερμανίας, εκποιώντας σε εξευτελιστικές τιμές τόσο τις περιουσίες, όσο και τις επιχειρήσεις της πρώην Ανατολικής Γερμανίας στη Δύση – γεγονός που προβλέπουμε ότι θα επαναληφθεί και στην Ελλάδα, με έναν πολύ πιο οδυνηρό τρόπο για τους Πολίτες της.
Στα πλαίσια αυτά είναι μάλλον ανόητο να προσποιούμαστε ότι έχουμε Δημοκρατία, ότι λειτουργούν οι Θεσμοί, ότι αποφασίζει το Κοινοβούλιο ψηφίζοντας νόμους, ότι τηρείται η συνταγματική νομιμότητα, καθώς επίσης πως τόσο οι υπουργοί, όσο και ο πρωθυπουργός ή ο πρόεδρος της χώρας, σέβονται απόλυτα τις επιθυμίες των Ελλήνων, εκτελώντας τις εντολές τους.
Κατ’ επακόλουθο, δεν θα έπρεπε να απορούμε καθόλου σχετικά με το ότι, οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη από τα κόμματα μόνο ένα ανόητο «πιόνι» της όλης «διαδικασίας» υποδούλωσης της χώρας - ούτε ο Εφιάλτης του Καστελόριζου δηλαδή, αλλά ούτε και οι υπόλοιποι βασικοί συνεργοί του, μερικοί από τους οποίους συνεχίζουν να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική της χώρας.
Αυτό για το οποίο απορούμε όμως είναι το ποιος εμποδίζει τους Έλληνες να βγουν στους δρόμους όλοι μαζί, απαιτώντας συλλογικά τουλάχιστον την παραδειγματική τιμωρία αυτών που κατέλυσαν τη Δημοκρατία στη χώρα τους - εγκαθιστώντας τη δικτατορία των αγορών, με το ΔΝΤ και τη Γερμανία «τοποτηρητές» τους.
Εάν μη τι άλλο, ακόμη και οι σκλάβοι έχουν ορισμένα ελάχιστα δικαιώματα – κάποια ίχνη έστω εθνικής υπερηφάνειας, τα οποία γίνονται συνήθως σεβαστά από τους εκάστοτε κατακτητές, επειδή θέλουν να αποφύγουν την εξέγερση τους. Είναι αδιανόητο δε να υποκινούνται οι πολίτες μόνο από συντεχνιακά συμφέροντα και όχι από εθνικές διεκδικήσεις – αφού από αυτές και μόνο εξαρτάται τόσο το δικό τους μέλλον, όσο και το μέλλον των παιδιών τους.
Εκτός αυτού, ο διεθνής εξευτελισμός της χώρας μας, δεν μπορεί παρά να έχει κάποια ανώτατα όρια, τα οποία οι κυβερνήσεις μας έχουν ανερυθρίαστα αγγίξει, εάν όχι ξεπεράσει, εκλιπαρώντας γονατιστές για τη βοήθεια των ξένων και για δανεικά - επειδή είναι προφανώς ανίκανες να βρουν λύσεις, να πείσουν και να κινητοποιήσουν τους Έλληνες.
Στα πλαίσια αυτά, εάν θεωρούμε κάτι πολύ χειρότερο από την ανεπάρκεια και από την ανικανότητα, αυτό είναι η δουλοπρέπεια - η οποία οδηγεί, σχεδόν μονοδρομημένα, στην υποδούλωση και στη σκλαβιά.
Σημειώσεις κειμένου: Ελεύθερος είναι ο άνθρωπος, η κοινωνία ανάλογα, ο οποίος διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις – σκλάβος αυτός που δεν τις έχει.
Αυτό που λείπει από το δημόσιο τομέα της Ελλάδας, σε πολλές περιπτώσεις και από τον ιδιωτικό, είναι η παραγωγικότητα. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, δεν είναι πρόβλημα ούτε ο απόλυτος αριθμός των εργαζομένων, ούτε οι αμοιβές τους - αλλά αυτά που παράγουν και που προσφέρουν. Για παράδειγμα, εάν η παραγωγικότητα των καθηγητών και δασκάλων ήταν μεγαλύτερη, δεν θα χρειαζόταν τα φροντιστήρια – οπότε η εξοικονόμηση κόστους για την κοινωνία θα ήταν τέτοια που θα επέτρεπε την απασχόληση περισσοτέρων εκπαιδευτικών, με καλύτερους μισθούς.
Το Ντιτρόιτ, στις πάμπλουτες Η.Π.Α., δεν διασώθηκε όπως οι τράπεζες – αν και το ποσόν που θα χρειαζόταν είναι αμελητέο (χρέος περί τα 18 δις $), συγκριτικά με τα χρήματα που τυπώνει η Fed ή με αυτά που δαπανήθηκαν από την κυβέρνηση, για την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Προφανώς οι άνθρωποι που ζουν στην πόλη (83% μαύροι) δεν έχουν καμία αξία – κάτι που οφείλει να προβληματίσει την Ευρώπη, η οποία υιοθετεί σταδιακά το απάνθρωπο αμερικανικό μοντέλο.
Αθήνα, 20. Ιουλίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου