Η ΓΛΩΣΣΑ ΠΟΥ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΑΜΕ ΔΙΟΤΙ ΜΙΣΟΥΜΕ ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟ
Μερικὰ πρῶτα ἐπιχειρήματα ὑπὲρ τοῦ πολυτονικοῦ
•
Εἰσαγωγή: Τὸ μονοτονικό, πρόβλημα ἕνα καὶ πολλαπλὸ
Ἡ διένεξη ἀνάμεσα στὸ πολυτονικὸ καὶ τὸ μονοτονικό ἀνήκει, ἀπ᾿ ὅ,τι φαίνεται, στὴν ἰδιαίτερη ἐκείνη κατηγορία τῶν διενέξεων ποὺ ἕλκουν ἰσχυρὰ καὶ ἀπρόσμενα πάθη. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλα τέτοια: ἡ τέχνη, ἡ αἰσθητική, ἡ παιδαγωγική, τὸ πῶς πρέπει νὰ μεγαλώνεις τὰ παιδιά σου, ἡ πολιτική, βέβαια, ἡ μόδα... Μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀναρωτηθεῖ γιατί, καμιὰ φορὰ ἀκόμα καὶ νὰ γράψει τὴν ἱστορία μιᾶς τέτοιας διένεξης. Εἶναι προφανῶς ἀδύνατο νὰ διατυπώσει κανεὶς μιὰν ἀπάντηση εὐρέως ἀποδεκτή, μιὰ ποὺ ὁ διάλογος εἶναι συνήθως περὶ τοῦ «εἱκότος», περὶ τῆς δόξας τοῦ πράγματος καὶ ὄχι περὶ τοῦ πράγματος αὐτοῦ τοῦ ἰδίου: ἡ γνώμη διαφεντεύει σὲ πολλὰ τὴν ἐπιστήμη, ἡ ἀμφισημία ἐπιβάλλεται στὴν σημασία, ἡ πίστη ἐκτοπίζει τὴν ἀπόδειξη. Καμιὰ φορὰ καὶ ὁ φόβος, ὁ ἀρχέγονος φόβος τῆς ἄγνοιας, ἢ μονάχα τῆς κοινωνικῆς εἰκόνας (γενικά, ὅλοι μας φανερώνουμε πὼς γνωρίζουμε λιγότερο τὴ γλῶσσα μας γράφοντας πολυτονικὰ) ἀναδιαμορφώνει τὸ σύστημα ἀξιῶν ποὺ μύχια θεμελιώνει τὶς θέσεις ἑνὸς ὑπὲρ ἢ ἑνὸς κατά.
Θὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης σ᾿ αὐτὸν τὸν ἱστοχῶρο στοιχεῖα γιὰ νὰ πεῖ, νὰ ἐμπλουτίσει τὴν δική του ἐκδοχὴ τῆς ἱστορίας, ἢ ἔστω νὰ ἀρνηθεῖ αὐτὴν ποὺ προτείνεται, μιὰ ποὺ πρόκειται γιὰ ἱστοχῶρο μὲ πρόθεση μονοσήμαντη.
Ἡ πραγματικότητα ὅμως τῆς διένεξης πολυτονικοῦ/μονοτονικοῦ φαίνεται νὰ εἶναι ὄχι μόνον σύνθετη ἀλλὰ πολύπλοκη. Ἡ διαφορὰ τοῦ σύνθετου ἀπὸ τὸ πολύπλοκο συνίσταται στὸ ὅτι, ἀντιμετωπίζοντας τὸ δεύτερο, δὲν γνωρίζει κανεὶς οὔτε ἀκριβῶς τὶς διαστάσεις του, οὔτε τὴν ἀκριβῆ ποιότητά του, οὔτε κἄν, μὲ κάποια βεβαιότητα, τὸν τρόπο ποὺ λειτουργοῦν οἱ δυναμικὲς καὶ οἱ αἰτίες ποὺ δημιουργοῦν τὸν χῶρο τῶν μορφῶν του. Προσπαθώντας νὰ κατηγοριοποιήσουμε τὰ ἐπιχειρήματα τῶν μὲν καὶ τῶν δέ, ἔτσι ὥστε νὰ θέσουμε μιὰ μήτρα ἀξιολόγησης τοῦ κάθε ἐπιχειρήματος στὸν δικό του χῶρο, παραμένουμε στὸ ἐπίπεδο πάντα μιᾶς ἀρχικῆς ἀπορίας, μιὰ ποὺ συνεχίζουμε νὰ ἀγνοοῦμε (εἴμαστε οἱ πρῶτοι ποὺ τὸ παραδεχόμαστε) τὶς διαστάσεις τοῦ προβλήματος καὶ τὶς σχέσεις τους: Πῶς ἀξιολογεῖται, γιὰ παράδειγμα, τὸ ἐπιχείρημα περὶ προτεραιότητας τῆς προφορικῆς γλώσσας σὲ σχέση μὲ τὴν γραπτή, ἐπιχείρημα συχνὰ ἐπαναλαμβανόμενο στὴν διένεξη αὐτή, ποὺ φέρει μάλιστα τὴν ἐγκυρότητα, ὁπως γνωρίζουν ὅλοι, τοῦ πατέρα τῆς στουκτουραλιστικῆς γλωσσολογίας, τοῦ κύριου Φερδινάνδου ντὲ Σωσσύρ, ἀπέναντι σ᾿ ἕνα ἐπιχείρημα περὶ τῆς ποσότητας καὶ τῆς ποιότητας τῆς πληροφορίας ποὺ περιέχει μιὰ γραφὴ πολυτονικὴ συγκρινόμενη μὲ τὴν ἀντίστοιχη μονοτονική; Ποιό εἶναι πιὸ σημαντικό: ἕνα μαθησιακὸ ἐπιχείρημα ἢ ἕνα πολιτιστικό; Τί εἶναι βαρύτερο: τὸ πρόβλημα τῆς πολιτιστικῆς ταυτότητας (τοῦ ὁποίου βασικὸ ὄχημα καὶ ὅριο εἶναι ἡ γλώσσα) ἢ τὸ οἰκονομικὸ ὄφελος ποὺ ἐνδεχομένως, καθὼς πιστεύει ὁ πολὺς ὁ κόσμος πάντα, φέρει τὸ μονοτονικό;
Ἐργαζόμαστε αὐτὴν τὴν ἐποχὴ πάνω σ᾿ ἕνα κείμενο πού, πρίν κιόλας ἀρχίσει νὰ θέτει καὶ νὰ ἀντιπαραθέτει κατηγορίες ἐπιχειρημάτων καὶ τρόπους ἀξιολόγησής τους, προτείνει μιὰν «ἐπιστημολογία τοῦ προβλήματος». Θέλουμε νὰ ποῦμε ἀκριβῶς, ἕναν τρόπο προσέγγισης, μιὰ μέθοδο σκέψης, μὲ τὰ ὁποῖα νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ προσεγγίσει τὸ πρόβλημα τοῦ πολυτονικοῦ/μονοτονικοῦ στὸ ἀκριβὲς ἐπίπεδο τῆς πολυπλοκότητάς του. Γιατὶ, πράγματι, πρόκειται γιὰ πρόβλημα τόσο γλωσσολογικὸ ὅσο καὶ πολιτιστικό, τόσο πολιτικὸ ὅσο καὶ ἐθνικῆς ταυτότητας, τόσο μνήμης ὅσο καὶ ὁράματος, τόσο οἰκονομικὸ ὅσο καὶ τεχνολογικό, τόσο γνωσιολογικὸ ὅσο καὶ ψυχολογικό, τόσο αἰσθητικὸ ὅσο καὶ πληροφορικό...
Εὐελπιστοῦμε ὅτι σύντομα θὰ τὸ δημοσιεύσουμε, τουλάχιστον σὲ πρώτη μορφή, σὲ τοῦτον ἀκριβῶς τὸν ἱστοχῶρο. Τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ ἀκολουθοῦν θὰ πρέπει νὰ ἐννοηθοῦν, λοιπόν, ὡς τύποι ἁπλοὶ καὶ πρόσκαιροι, μιᾶς τέτοιας προβληματικῆς. Ἀφοροῦν δείγματα καὶ μόνον μιᾶς γενικότερης προσέγγισης. Θὰ βρεῖ, ἔτσι, κανείς, στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν, κάποια ψήγματα ἀπὸ τὸ πρόβλημα ποὺ θέτει τὸ μονοτονικὸ στὸ ἐπίπεδο τῆς πληροφορίας, στὸ ἐπίπεδο τῆς ἱστορικῆς συνέχειας καὶ τοῦ σεβασμοῦ ποὺ ἴσως θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιδείχνουμε πρὸς μίαν ταυτότητα ποὺ θέλουμε ἀκόμη δική μας (ἰδιαίτερα ὅταν, κοπτόμενοι, δῆθεν, γιὰ τὴν παράδοσή μας, μονότονα καὶ μονοτονικά, ὀρυόμαστε γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἐλγινείων στὴν μονοτονικὴ πλέον «πατρίδα» τους), γιὰ τὴν ποιότητα ζωῆς ποὺ τὴν λέμε ἀκόμα ἑλληνική, καὶ κάποια ταπεινὰ στοιχεῖα ἀπὸ γραμματικὰ ἐπιχειρήματα. Εἶναι λίγα ἀκόμη, ἐλάχιστα, ἐνδεικτικὰ μᾶλλον παρὰ ἀποδεικτικά, σ᾿ αὐτὸ τὸ ξεκίνημα τῆς Κίνησης καὶ τοῦ στόχου αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ ἱστοχώρου... Δὲν ἔχουν ἄλλο σκοπὸ παρὰ τὴν εἰσαγωγή. Καὶ τὴν καθαρὴ προβολὴ τοῦ σκοποῦ ποὺ ὑπηρετεῖ ἡ κίνηση.
Ἡ πληροφορία ποὺ περιέχεται στοὺς τόνους καὶ στὰ πνεύματα δὲν εἶναι περιττὴ
Ἡ γραφὴ εἶναι πολλὰ πράγματα, ἀλλὰ βασικότερα εἶναι ἕνα σύστημα ἐπικοινωνίας μὲ πομπὸ τὸν γράφοντα καὶ δέκτη τὸν ἀναγνώστη. Ἡ πληροφορία ποὺ μεταφέρεται ἔτσι δὲν περιορίζεται στὴν γραφικὴ ἀναπαράσταση τοῦ ἤχου ὅπως, π.χ., κάνει τὸ φωνητικὸ ἀλφάβητο, ἀλλὰ συμπεριέχει στοιχεῖα ἐτυμολογικά, μορφολογικά, συντακτικά, κ.λπ. Ἂν γράψουμε «rotótoápiro» τότε ἔχουμε ἀκριβῶς τὴν φωνητικὴ ἀναπαράσταση τῆς φράσης «ρωτῶ τὸ ἄπειρο» ἀλλὰ χρειαζόμαστε πολὺ περισσότερο χρόνο γιὰ νὰ τὴν ἀποκωδικοποιήσουμε. Ἡ γραφικὴ μορφὴ «ρωτῶ τὸ ἄπειρο» περιέχει πιὸ πολλὴ πληροφορία ἀπ᾿ ὅ,τι ἡ «rotótoápiro», καὶ αὐτὴ ἡ πληροφορία ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ κενὰ ἀνάμεσα στὶς λέξεις (ποὺ ὅταν μιλᾶμε ἀκούγονται ἑνωμένες), τὴν ἐπιλογὴ τῶν γραμμάτων (ω ἀντὶ ο, ει ἀντὶ ι, κ.λπ. ποὺ προφέρονται τὸ ἴδιο), τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα. Μόνο σὲ κάποιες ἐλάχιστες περιπτώσεις οἱ πληροφορίες ποὺ ἀναφέραμε (καὶ ποὺ δὲν περιέχει ὁ προφορικὸς λόγος) εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητες γιὰ τὴν κατανόηση. Στὶς πιὸ πολλὲς περιπτώσεις ἡ πληροφορία ποὺ περιέχει ὁ προφορικὸς λόγος ἀρκεῖ γιὰ τὴν κατανόηση. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲ μειώνει τὴ μεγάλη σημασία τῶν πληροφοριῶν αὐτῶν ὡς «βελτιστοποιητῶν ἀποκωδικοποίησης»: Χωρὶς αὐτὲς θὰ διαβάζαμε πιὸ ἀργὰ καὶ πιὸ ἐπίπονα. Ἡ μορφὴ «ρωτώ το άπειρο» εἶναι ἐνδιάμεση ἀνάμεσα στὶς δύο ποὺ ἀναφέραμε. Τὸ μονοτονικὸ εἶναι λοιπὸν μία μείωση τῆς πληροφορίας ποὺ ὁ πομπὸς ἐσωκλείει στὸ μήνυμα. Αὐτὸ φυσικὰ βολεύει τὸν πομπό. Ἀλλὰ διευκολύνοντας τὸν πομπὸ δυσκολεύουμε τὸν δέκτη. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἕνα τραγικὸ σφάλμα ἀφοῦ ἕνα ἔντυπο ἔχει συχνὰ ὣς καὶ ἑκατομμύρια δέκτες, πολλὲς φορὲς γιὰ χρόνια καὶ γιὰ αἰῶνες ἀργότερα.
Τίθεται τὸ ἐρώτημα τῆς ἀποκωδικοποίησης: εἶναι δυνατὸν ὁ δέκτης νὰ σκέπτεται συνεχῶς τοὺς κανόνες τῆς γραμματικῆς ὥστε νὰ ἑρμηνεύει ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ τὴν περισπωμένη τοῦ ρωτῶ σὰν πρῶτο πρόσωπο ρήματος (ἀντίθετα μὲ λέξεις ὅπως Ἐρατώ, Πεζώ, εὐρώ); Ὄχι βέβαια. Τὸ μυαλὸ συγκρατεῖ ὀπτικὰ μοτίβα, καὶ τὰ χρησιμοποιεῖ τελείως αὐτόματα ὅταν ἀποκωδικοποιεῖ, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἀναγνωρίζουμε ἕνα ἄτομο ποὺ ξέρουμε καλὰ μὲ τὴν πρώτη ματιά (ἢ ποὺ ἀναγνωρίζουμε ἕνα ἔργο τοῦ Μπάχ). Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο μποροῦμε καὶ ἐπιταχύνουμε τὴν ἀνάγνωση κειμένου. Αὐτὰ τὰ ὀπτικὰ μοτίβα λείπουν ἀπὸ τὸ μονοτονικὸ σύστημα ποὺ ἐξομοιώνει τὰ πάντα: σε ρωτώ, Ερατώ, πόσα ευρώ χρωστώ; ἀντὶ σὲ ρωτῶ, Ἐρατώ, πόσα εὐρὼ χρωστῶ;
Ἕνα θεμελιῶδες ἐρώτημα τῆς θεωρίας τῆς πληροφορίας εἶναι ἡ εὕρεση τοῦ ἰδανικοῦ ποσοῦ πληροφορίας ποὺ πρέπει νὰ παρέχει ὁ πομπὸς γιὰ νὰ βελτιστοποιηθεῖ ἡ ἀποκωδικοποίηση ἀπὸ τὸν δέκτη. Στὴν περίπτωση τῆς γραφῆς, ὅμως, αὐτὴ ἡ ἰσορροπία ἔρχεται ἀπὸ μόνη της μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου. Ἀκριβῶς, ἡ διαρκὴς καὶ κοινὴ χρήση διὰ μέσου τῶν αἰώνων σταθεροποιεῖ ἕνα σύστημα ἐπικοινωνίας, καὶ τὸ κάνει συστατικὸ τῆς ψυχῆς μιᾶς κοινωνίας. Αὐτὸ καὶ ἔγινε μὲ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα ὅπως τὰ γνωρίζουμε, στὰ ὁποῖα κατέληξε ἡ ἑλληνικὴ γραφὴ μετὰ ἀπὸ συνεχὴ χρήση 17 αἰώνων. Τὴ φυσικὴ αὐτὴ ἰσορροπία ἦρθε νὰ διαταράξει τὸ μονοτονικό, «χάριν τῆς προόδου», βασιζόμενο στὴν τελείως λανθασμένη ἄποψη ὅτι ἡ γραφὴ εἶναι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἀναπαράσταση τοῦ προφορικοῦ λόγου καὶ ἄρα ὁτιδήποτε μὴ «φωνητικὸ» εἶναι αὐτόματα ἄχρηστο. Τὸ συνηθισμένο ἐπιχείρημα τῶν μονοτονιστῶν ποὺ λέει ὅτι «στὰ γαλλικὰ οἱ τόνοι χρησιμεύουν διότι τὰ τονισμένα φωνήεντα προφέρονται διαφορετικά, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν συμβαίνει στὰ ἑλληνικὰ» βασίζεται σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν λανθασμένη ἀντίληψη. Σίγουρα οἱ τόνοι στὰ γαλλικὰ εἶναι ἄλλου τύπου ἀπὸ τοὺς ἑλληνικούς (τουλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ στὰ γράμματα é, è ἐνῷ τὰ à καὶ ù προφέρονται ἀκριβῶς ὅπως τὰ ἀντίστοιχα ἄτονα), ἀλλὰ γεγονὸς εἶναι ἐπίσης ὅτι οἱ τόνοι (τὰ «διακριτικὰ σημεῖα») καὶ τῆς ἑλληνικῆς καὶ τῆς γαλλικῆς χρησιμεύουν ἐπίσης στὸν γραπτὸ λόγο γιὰ νὰ ἐπιταχύνουν τὴν εὐκολότερη ἀναγνώριση τῶν λέξεων, τῆς μορφολογίας καὶ τῆς σύνταξής τους. Ἄλλωστε, ἕνα τέτοιο ἐπιχείρημα ἔχει καὶ τὰ ὅριά του: τὰ γαλλικὰ ἔχουν γράμματα ποὺ δὲν προφέρονται, τὰ ἀγγλικά, ποὺ θεωροῦνται «εὔκολη» γλῶσσα, δὲν σημειώνουν τοὺς τόνους καὶ ἔχουν προφορὰ συχνὰ ἀπρόβλεπτη, τὰ ἰαπωνικὰ χρησιμοποιοῦν κινεζικὰ ἰδεογράμματα τόσο μὲ τὴν προϋπάρχουσα τῆς γραφῆς ἰαπωνικὴ προφορὰ ὅσο καὶ μὲ τὴν κινεζικὴ προφορὰ ποὺ εἰσήχθη ταυτόχρονα μὲ τὴν γραφὴ καὶ ποὺ εἶναι ὅλως διόλου διαφορετική, τὰ ρώσσικα ἀλλάζουν τὸ ο σὲ α ὅταν δὲν τονίζεται ἀλλὰ δὲν σημειώνουν τὸν τονισμό, κ.λπ.
Τὸ θέμα τῆς «χρησιμότητας» τῶν τόνων εἶναι ὕποπτο, ἂν ὄχι καὶ ἐπικίνδυνο.
1. Πρῶτο, γιατὶ δὲν εἶναι σίγουρο πὼς ἡ χρησιμότητα εἶναι, ἐπιστημολογικὰ τουλάχιστον, ἕνα χρήσιμο ἐπιχείρημα (μπορεῖ κανεὶς εὔλογα νὰ ρωτήσει γιατί, ἄραγε, νὰ χρειάζεται ἡ χρησιμότητα!).
2. Δεύτερο, δὲν εἶναι σίγουρο πὼς χρησιμότητα σημαίνει καὶ οἰκονομία τῶν ἐπικοινωνιακῶν στοιχείων· μπορεῖ κανεὶς νὰ παραθέσει ἀμέτρητα παραδείγματα ὅπου ὑπάρχει πολλαπλασιασμὸς τῶν στοιχείων τοῦ κώδικα ἐπικοινωνίας, χρησιμεύοντας, ἀκριβῶς στὸ νὰ καταστεῖ εὐκολώτερη, ἀποτελεσματικότερη καὶ βεβαιότερη ἡ ἐπικοινωνία (τὰ ἄρθρα δὲν χρειάζονται πάντα (ὑπάρχουν γλῶσσες ποὺ ἔχουν μόνον ἕνα, ὅπως ἡ ἀγγλική), ἡ συμφωνία στὸν ἀριθμὸ ἢ στὶς καταλήξεις εἶναι συχνὰ περιττές (στὴν ἁπλὴ φράση, γιὰ παράδειγμα : «τὰ παιδιὰ παίζουν», ἔχουμε ἐπανάληψη τοῦ σημείου τοῦ πληθυντικοῦ τρεῖς φορές: στὸ ἄρθρο, στὸ οὐσιαστικὸ καὶ στὸ ρῆμα!)· θὰ μποροῦσε κανείς, μὲ γνώμονα πάντα τὴν χρησιμότητα/οἰκονομία νὰ προτείνει νὰ γράφουμε (καὶ νὰ λέμε) «τὰ παιδὶ παίζει» ἢ «τὸ παιδιὰ παίζει» ἢ «τὸ παιδὶ παίζουν»· ἡ ἀττικὴ σύνταξη κάποτε ἀνεχόταν «τὰ παιδία παίζει») κ.λπ. Στὸ γνωστικὸ ἐπίπεδο γνωρίζουμε μάλιστα πὼς ὁ ἐγκέφαλός μας εἶναι κατ᾿ ἐξοχὴν ὄργανο ποὺ στηρίζει τὴν σταθερότητα τῶν λειτουργιῶν του ἀκριβῶς στὸν πλεονασμό, τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν ἐναλλακτικῶν σεναρίων κατανόησης καὶ ἀπόκρισης, στὴν ἐπαλληλία τῶν ἐκδοχῶν (redondance). Καὶ εὐτυχῶς. Οἱ τόνοι, ἀκόμη καὶ στὴν ὑποτιθέμενη «φωνολογικὴ ἀχρηστία» τους φέρουν στοιχεῖα ἐνδυνάμωσης τῆς δομικῆς σταθερότητας τῆς γλώσσας.
3. Τρίτο, ἂν πράγματι ἡ χρησιμότητα εἶναι τόσο βασικὸ ἐπιχείρημα γιὰ τὴν κατάργηση τῶν τόνων καὶ ἴσως καὶ τῶν πνευμάτων, ἀναρωτιέται δίκαια κάποιος μέχρι ποιόν βαθμὸ μποροῦμε νὰ τὴν νομιμοποιήσουμε (καὶ ὄχι μόνον στὴ γλώσσα, ἄλλωστε). Πολλοὶ ἔχουν μιλήσει γιὰ τὴν πολλαπλότητα τῶν ι/η/υ/οι/ει, τῶν ω/ο, τῶν ε/αι. Ἀλλὰ γιατί νὰ σταματήσουμε ἐκεῖ; Τὰ διπλᾶ γράμματα δὲν χρειάζονται ἐπίσης (ὑπάρχουν γλῶσσες ποὺ τὰ καταργήσαν μάλιστα, γιὰ ἕνα τέτοιο λόγο, ὅπως τὰ ρουμανικά), οὔτε ἐν πολλοῖς τὰ κεφαλαῖα, ἡ ἄνω τελεία δὲν φαίνεται νὰ εἶναι πιὰ τῆς μόδας...
4. Τέταρτο, συνήθως τὸ ἐπιχείρημα τῆς χρησιμότητας δὲν ἔχει μόνον ἁπλοποιητικὸ χαρακτήρα. Πράγματι, ἡ χρησιμότητα καὶ ἡ προτεραιότητα τοῦ προφορικοῦ λόγου θὰ ἔπρεπε ὄχι μόνο νὰ μᾶς ὁδηγήσουν σὲ ἁπλουστεύσεις, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐπεκτάσεις. Γιὰ παράδειγμα, θὰ πρέπει νὰ εἰσάγουμε ἕνα σίγμα παχύ (ἔτσι ὅπως τὸ συναντᾶμε σὲ πελοποννησιακὴ διάλεκτο), ἀλλὰ καὶ ὅλες τὶς ἐκδοχὲς τῶν φωνημάτων ποὺ συναντᾶμε σὲ διάφορες διαλέκτους τοῦ τόπου μας (καὶ ποὺ δὲν εἶναι λιγότερο ἑλληνικές). Καί, ἐπιπλέον, νὰ προσθέσουμε στὸν γραπτὸ λόγο πλεῖστα ὅσα στοιχεῖα ποὺ νὰ ὑποδηλώνουν τὸν πλοῦτο τῆς προφορικῆς γλώσσας (μελωδία, ἔνταση, ρυθμὸ ἐκφώνησης, μοτίβα ἔμφασης καὶ ἐρώτησης, τονικότητες ποὺ βρίσκουμε σὲ πολλὰ σχήματα λόγου...). Αὐτά, σίγουρα θὰ χρειάζονται!
5. Πέμπτο, καὶ ἂς τελειώνουμε μ᾿ αὐτό, ἕνα τέτοιο ἐπιχείρημα —τῆς χρησιμότητας— ὁδηγεῖ γρήγορα στὸ ἀνησυχητικὸ ἐρώτημα τῶν ἄκρων. Ἂν τὸ «ρωτώ το άπειρο» εἶναι ἐνδιάμεσο ἀνάμεσα στὶς δύο ἄλλες γραφές, γιατὶ νὰ πιστεύουμε ὅτι ἡ διαδικασία ἁπλοποίησης θὰ σταματήσει στὸ μονοτονικό; Γιατί νὰ σημειώνουμε, τελικά, τοὺς τόνους (πολλὲς γλῶσσες δὲν τοὺς σημειώνουν, ὅπως ἤδη τὸ ἀναφέραμε, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πολλὰ στοιχεῖα τοῦ προφορικοῦ λόγου δὲν τὰ σημειώνουμε ἔτσι κι ἀλλιῶς γράφοντας); Ἄλλωστε, μία λατινικῆς βάσης γραφὴ γιὰ ὅλη τὴν Εὐρώπη θὰ εἶναι μιὰ οἰκονομικότατη λύση ποὺ θὰ συμβιβάζει τὰ ἀγγλικὰ μὲ τὰ οὑγγρικὰ καὶ τὰ φινλανδικά, τὰ βουλγάρικα μὲ τὰ ἑλληνικὰ καὶ γιατί ὄχι, αὔριο, καὶ τὰ γαλλικὰ μὲ τὰ τουρκικά.
Δυστυχῶς, πολὺ λίγοι ἀπὸ τοὺς στέντορες τῆς προτεραιότητας τῆς προφορικῆς γλώσσας σκέφτηκαν ἐπικοινωνιακὰ καὶ σημειολογικὰ καὶ ὄχι μόνον γλωσσολογικά. Πολὺ λίγοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ πρὶν φτάσουν στὸ εὐκολο ζήτημα τῆς χρησιμότητας (ποὺ στὴν οὐσία εἶναι ὁλοκληρωτικὸ ἐργαλεῖο μὲ μορφὴ ἐπιχειρήματος, μιὰ ποὺ θὰ πρέπει κανεὶς νὰ ἀποδείξει τὴν χρησιμότητα μὲ ὅρους ἐμπράγματους, ἄμεσους, ποσοτικούς, καὶ ἀναποκρινόμενους στὴν κοινὴ δόξα τῆς χρησιμότητας) σκέφτηκαν πὼς ὁ γραπτὸς λόγος, ἀκριβῶς γιατὶ ἔχει παράδοση καὶ χρήση καὶ διάδοση, ἀποτελεῖ αὐτόνομο σημειολογικὸ σύστημα ποὺ δὲν ἔχει πιὰ παρὰ λίγα νὰ κάνει μὲ τὸν προφορικὸ λόγο. Σίγουρα ὑστερεῖ σὲ πολλὰ ὡς πρὸς τὸν τελευταῖο· ἀλλὰ καὶ ὁ προφορικὸς ὑστερεῖ ὡς πρὸς τὸν γραπτό. Ἂν ἦταν ἰσοδύναμοι, ἂν ὁ ἕνας δὲν ἔγινε παρὰ γιὰ νὰ ἀναπαραστήσει ἐπακριβῶς τὸν ἄλλο, σίγουρα, μὲ τὸν καιρό, δὲν θὰ ὑπῆρχε παρὰ μονάχα ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο (ὅπως μιὰ γλῶσσα ὑποκαθιστᾶ μιὰν ἄλλη). Ὀρθῶς ὁ Umberto Eco τονίζει πὼς σήμερα, μὲ τὴν χρήση τοῦ διαδικτύου, ὁ ἄνθρωπος ξαναγίνεται γουτεμβέργειος. Οἱ δύο λόγοι, γραπτὸς καὶ προφορικός, ἀναποκρίνονται σὲ διαφορετικὲς ἐπικοινωνιακὲς ἀνάγκες πού, ἀναπτυσσόμενες, κάνουν τοὺς χρῆστες τους νὰ ἀναπτύσσουν αὐτόνομες σημειολογικὲς ἁρμοδιότητες. Μὲ ἄλλα λόγια : σίγουρα ὑπάρχει σχέση ἀνάμεσα στὸν προφορικὸ καὶ τὸν γραπτὸ λόγο· ὅμως τὰ συστήματα εἶναι αὐτόνομα καὶ μπορεῖ κανεὶς νὰ γνωρίζει τὸ ἕνα χωρὶς νὰ ἀναφέρεται στὸ ἄλλο. Μπορῶ νὰ μιλάω καλὰ ἀλλὰ νὰ γράφω ἄσχημα ἢ τὸ ἀντίστροφο, μπορῶ νὰ ξέρω νὰ γράφω ἢ νὰ διαβάζω μιὰ γλῶσσα ἀλλὰ ὄχι καὶ νὰ τὴν μιλάω κ.λπ. (ποιός ἀπὸ μᾶς μιλᾶ, ἄλλωστε, ἀρχαῖα ἑλληνικά;).
Συνοψίζοντας, θὰ λέγαμε πὼς τὸ ἐπιχείρημα τῆς προτεραιότητας τῆς προφορικῆς γλώσσας, ἰδιαίτερα ὅταν τέμνει αὐτὸ τῆς χρησιμότητας, βάζει σὲ παρένθεση τὴν σημειολογικὴ καὶ ἐπικοινωνιακὴ συνθετότητα τοῦ προβλήματος τοῦ γραπτοῦ ἰδιώματος, στὸ ὁποῖο ὅμως στηρίζεται τὸ κάθε ἐπιχείρημα ὑπὲρ ἢ κατὰ τοῦ πολυτονικοῦ.
Ἡ ἱστορικὴ συνέχεια
Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἐπινοήθηκαν τὴν ἐποχὴ ποὺ ἄλλαζε ἡ προφορὰ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ οἱ γλωσσολόγοι τῆς ἐποχῆς ἤθελαν νὰ συγκρατήσουν μιὰ γραπτὴ ἀπόδοση αὐτῆς τῆς προφορᾶς. Σὲ παλαιότερη ἐποχὴ τοῦ Ἑλλληνισμοῦ, τὸ τελικὸ Ω τοῦ ρήματος ΕΡΩΤΩ προφερόταν διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὸ τοῦ ὀνόματος ΕΡΑΤΩ. Αὐτὴ τὴ διαφορὰ εἰσήγαγαν στὴ γραφὴ οἱ ἐπινοητὲς τῶν τόνων γράφοντας ῶ στὴ πρώτη περίπτωση καὶ ὼ ἢ ώ στὴ δεύτερη. Ὅσο γιὰ τὴ δασεία, αὐτὴ ἦταν οὐσιαστικὰ ἕνα γράμμα ποὺ προφερόταν παλαιότερα πάνω-κάτω ὅπως τὸ γερμανικὸ h (καὶ γραφόταν Η). Ὅταν ἔπαψε νὰ προφέρεται, ἄρχισε νὰ χρησιμοποιεῖται ἡ δασεία σὰν πιὸ διακριτικὸς τρόπος γιὰ νὰ σημειωθεῖ ἡ θέση τοῦ Η. Ἡ δὲ ψιλὴ ἦταν τὸ συμμετρικὸ τῆς δασείας: ἡ ἔλλειψη τοῦ παλαιότερου Η. Ἡ ἐπινόηση τῆς ψιλῆς ἦταν σοφὴ ἰδέα: ἂν ὑπῆρχε μόνο δασεία θὰ δινόταν ὑπερβολικὴ σημασία στὸ γράμμα ποὺ ἀντικαθιστοῦσε· μέσα ἀπὸ τὴ συμμετρία ψιλὴ/δασεία τὸ μάτι βλέπει πάντα ἕνα πνεῦμα ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀναγνωρίσει ἀμέσως τὸ ἀρχικὸ φωνῆεν ἢ τὴν ἀρχικὴ δίφθογγο μιᾶς λέξης καί, ταυτόχρονα, μὲ πιὸ διακριτικὸ τρόπο, μαθαίνει ἂν ἡ λέξη ξεκινοῦσε παλαιότερα ἀπὸ Η, δηλαδὴ «δασυνόταν».
Χρησιμοποιώντας τόνους καὶ πνεύματα ἐπὶ τόσους αἰῶνες, ὁ ἑλληνικὸς λαὸς μετέφερε μέσα στὸν χρόνο τὸ γλωσσικὸ ἦθος μιᾶς παράδοσης. Εἶναι λοιπὸν τὰ σημεῖα αὐτὰ μιὰ γέφυρα ποὺ μᾶς συνδέει μὲ ἕνα ἀπώτερο παρελθόν. Ἕνα παρελθὸν ποὺ τυχαίνει νὰ εἶναι ἀρκετὰ ἔνδοξο, τουλάχιστον αὐτὸ πιστεύει ὅλος ὁ δυτικὸς κόσμος. Μπορεῖ ὁ Νεοέλληνας νὰ μὴν ἐνδιαφέρεται ἄμεσα γιὰ αὐτὸ τὸ παρελθόν, ἀφοῦ οἱ ἀντιξοότητες τῆς σημερινῆς ζωῆς εἶναι σίγουρα πολὺ καθοριστικὲς γιὰ τὴν ζωή του. Ἀλλὰ δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα, ἀπὸ ἄγνοια, ραθυμία ἢ πολιτικὴ παραπλάνηση, νὰ στερήσουμε τὶς μελλοντικὲς γενεὲς ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν γέφυρα ποὺ τὶς συνδέει μὲ τὸ παρελθόν.
Ὁ Κεμὰλ Ἀτατοὺρκ κατάργησε τὸ ἀραβικὸ ἀλφάβητο τῆς ὀθωμανικῆς γλώσσας ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἤθελε νὰ διακόψει τὴν ἱστορικὴ καὶ πολιτιστικὴ σχέση τῆς σύγχρονης Τουρκίας μὲ τὸ Ἰσλὰμ καὶ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία. Ὑπάρχει ἀνάγκη ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα νὰ «ξεκόψει» ἀπὸ τὴν ἀρχαία καὶ ἀπὸ τὴν φιλολογικὴ παράδοσή της; Ἂν ναί, τότε πράγματι μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ τὸ μονοτονικὸ σὰν τὸ πρῶτο βῆμα τῆς ἀνθελληνοποίησης καὶ τὴν στροφὴ πρὸς ἕνα γνωστὸ ἤδη τῦπο διεθνισμοῦ καὶ παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, σὲ κράτη ὅπως ἡ Γαλλία, οἱ πολιτικοὶ δὲν ἔχουν δικαιοδοσία πάνω στὴν γλῶσσα, γιὰ τὴν ὁποία, κύρια, γνωμοδοτεῖ ἡ Ἀκαδημία, καὶ ποὺ μὲ τὴν στάση της γίνεται καὶ ὁ φύλακας τῆς γλωσσικῆς (καὶ ὄχι μόνον) παράδοσης.
Οἱ γλωσσολόγοι τοῦ 200 π.Χ. δὲν ἦταν πιὸ ρομαντικοί, ἰδεαλιστές, ἢ πατριῶτες ἀπὸ τοὺς σύγχρονους. Ἂν κράτησαν ἕνα ἀποτύπωμα τῆς παλαιᾶς προφορᾶς μέσω τοῦ τεχνάσματος τῶν τόνων καὶ πνευμάτων ἦταν ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ πληροφορία ἦταν ἄκρως χρήσιμη γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ γραπτοῦ λόγου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἔπαψε νὰ ἰσχύει τοὺς τελευταίους 20 αἰῶνες καὶ ἰσχύει ἀκόμα σήμερα.
Ὁ σεβασμὸς πρὸς τὶς μεγάλες μορφὲς
Ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα σφυρηλατήθηκε ἀπὸ μεγάλες μορφές: λογοτέχνες, ποιητές, Δασκάλους τοῦ Γένους. Κανεὶς δὲν ἀμφισβητεῖ τὴν ἀξία λογοτεχνῶν ὅπως ὁ Σεφέρης, ὁ Ἐλύτης, ὁ Ρίτσος, ποὺ ἐννοοῦσαν τὸν κόσμο μέσα ἀπὸ τὸ ἴδιο γλωσσικὸ ἰδίωμα μὲ μᾶς. Καὶ ὅμως οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες συνειδητὰ θέλουν νὰ ἀγνοοῦν ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, καὶ τόσοι ἄλλοι, νεώτεροι ἀλλὰ καὶ ἀρχαιότεροι, τάχθηκαν ὑπὲρ τῶν τόνων καὶ πνευμάτων. Εἶναι δυνατὸν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ ἦταν μεγαλοφυεῖς ὅσον ἀφορᾶ στὴ λογοτεχνία καὶ τὴν ποίηση καὶ ταυτόχρονα ἀφελέστεροι καὶ ἀνευθυνότεροι ἀπὸ τὸν μέσο σύγχρονο Ἕλληνα ὅσον ἀφορᾶ τὴ γλώσσα; Μήπως, ὅταν μᾶς βολεύει, τοὺς ἐξυμνοῦμε, ἀλλιῶς τοὺς ἀπορρίπτουμε; Ἡ ἄποψη ἑνὸς κορυφαίου τεχνίτη τοῦ λόγου δὲ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει μεγαλύτερο βάρος ἀπὸ τὴ γνώμη ἑνὸς πολιτικάντη ἢ ἑνὸς ἐμπόρου ἐντύπων;
Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτοί. Ἡ πρόσβαση στὰ κείμενα αὐτῶν ποὺ κατὰ τ᾿ ἄλλα ἀποτελοῦν τὰ διαχρονικὰ σύμβολα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ γίνεται δυσκολότερη. Πράγματι, ἡ ἀναγνωσιμότητα τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν μειώνεται, μιὰ ποὺ καταντοῦν σχεδὸν ξένη γλῶσσα ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ἕλληνες. Ἡ ἁπλοποίηση ἀποδεικνύεται, χρόνο μὲ τὸν χρόνο μονάχα ἁπλούστευση, πού, φτωχαίνοντας τὴ σχέση μας μὲ τὴν ἱστορία τῆς γλώσσας μας, μᾶς ἀποκόβει ἀπὸ τὴν παράδοσή μας τὴν ἴδια. Κατὰ παράδοξο τρόπο, τὰ πολυτονικὰ ἑλληνικὰ συνεχίζουν νὰ ζοῦν ἀτάραχα ἐκτὸς Ἑλλάδος, ὅπου ξένοι φοιτητὲς καὶ ἐραστὲς τοῦ πνεύματος τοῦ ἑλληνικοῦ δὲν διανοοῦνται νὰ διαβάσουν, νὰ γράψουν ἢ νὰ τυπώσουν μονοτονικά! (Μήπως —νὰ ἐπανέλθουμε λίγο καὶ πάλι— τὰ Ἐλγίνεια πρέπει νὰ παραμείνουν ἐκεῖ ὅπου τυπώνονται οἱ ἐκδόσεις τῆς Ὀξφόρδης οἱ ὁποῖες δὲν ἔχουν ἀκόμα βρεῖ ἐγχώριο ἕλληνα ἀνταγωνιστή τους, καὶ ὄχι νὰ ἔλθουν σὲ μιὰ ὑποκρινόμενη τὸ ἑλληνικὸ ἦθος μονοτονικὴ Ἑλλάδα;)
Ἡ σύνθεση τῶν λέξεων
Ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα ἀνέκαθεν χρησιμοποιοῦσε τὴ μέθοδο τῆς σύνθεσης τῶν λέξεων γιὰ νὰ ἐκφράσει, μὲ τρόπο σύντομο καὶ ἀκριβή, ἔννοιες καὶ νοήματα. Χάρη στὴν δασεία, ὁ Ἕλληνας ἤξερε ἂν ἀλλοιώνεται ἢ ὄχι τὸ σύμφωνο τοῦ πρώτου συνθετικοῦ: ἐφάμιλλος ἀλλὰ ἐπακριβής, καθημερινὴ ἀλλὰ κατήχηση. Ἡ κατάργηση τῆς δασείας δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἔχει δύο συνέπειες γιὰ τὸν μονοτονίζοντα Νεοέλληνα: (α) τὴν ἀποφυγὴ δημιουργίας νέων συνθέτων λέξεων, (β) τὴν λανθασμένη σύνθεση λέξεων (ὅπως πενταήμερη ἀντὶ γιὰπενθήμερη, ἐνῶ συνεχίζουμε νὰ λέμε δεκαπενθήμερη). Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ σοβαρὴ πτώχευση τῆς γλώσσας. Ἐκτὸς αὐτοῦ ἡ ἀπουσία ἐκμάθησης τῆς δασείας ὁδηγεῖ στὴν ἀδυναμία ἀναγνώρισης τῶν συνθέτων λέξεων: πῶς μπορεῖ κάποιος ποὺ δὲν διδάχτηκε ποτὲ τὴν δασεία νὰ διακρίνει ὅτι ἡ λέξη ἐφάμιλλη παράγεται ἀπὸ τὸν σύνδεσμο ἐπὶ καὶ τὸ οὐσιαστικὸ ἅμιλλα; Στερώντας τὸν κάθε Ἕλληνα ἀπὸ τὴν δυνατότητα νὰ ἐτυμολογήσει τὶς λέξεις καταλήγουμε στὴν λυπηρὴ ἀντίληψη ὅτι ἡ γλώσσα εἶναι ἀντικείμενο μελέτης τῶν γλωσσολόγων καὶ μόνο, καὶ ὅτι ἀρκεῖ γιὰ τὸν μέσο Ἕλληνα νὰ ἔχει κάποιες ἐλάχιστες γνώσεις πάνω στὴν γλώσσα του ποὺ νὰ τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ συνεννοεῖται στὶς καθημερινές του συναλλαγές, καὶ τίποτ᾿ ἄλλο. Ἀπομακρύνοντας τὸν μέσο Ἕλληνα ἀπὸ τὴν κατανόηση τῶν μηχανισμῶν τῆς γλώσσας του ἐλαττώνουμε τὶς πιθανότητες ἐπιβίωσής της μπροστὰ στὴν ὁλοένα αὐξανόμενη πίεση τῶν ξένων, πρακτικὰ καὶ ποσοτικὰ ἰσχυροτέρων, γλωσσῶν.
Ἡ ποιότητα ζωῆς
Τὸ ἆγχος καὶ ἡ πολυπλοκότητα τῆς σύγχρονης ζωῆς μᾶς σπρώχνουν νὰ ἀσχολούμαστε συχνὰ μόνο μὲ τὰ τελείως ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐπιβίωση. Εἶναι ὅμως ζωτικὴ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀναζητεῖ μιὰν ποιότητα ζωῆς ποὺ ἀντισταθμίζει τὸ στρὲς τῆς καθημερινότητας. Εἴτε στὸ φαγητὸ ποὺ τρῶμε, στὸ χῶρο ποὺ ζοῦμε καὶ ἐργαζόμαστε, στὴν ἔνδυσή μας, στὰ θεάματα ποὺ βλέπουμε, στὰ ἄτομα ποὺ συναναστρεφόμαστε, ἀναζητᾶμε τὸ ποιοτικὰ καλύτερο. Τὸ πολυτονικὸ προσφέρει αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ποιότητα στὸ ἐπίπεδο τῆς γλώσσας. Σὲ μιὰν ἐποχὴ ὅπου ὅλα πρέπει νὰ εἶναι γρήγορα καὶ ἀποδοτικά, ἡ χρήση τῶν ἐκ πρώτης ὄψεως περιττῶν τόνων καὶ πνευμάτων εἶναι μιὰ ἀνάπαυλα, μιὰ δόση φαντασίας ποὺ μᾶς κάνει περισσότερο ἀνθρώπους καὶ λιγότερο μηχανές. Εἶναι ἀκόμη μιὰ ἄσκηση αἰσθητικῆς καὶ μιὰ θεληματικὴ ἐγρήγορση ἀπέναντι σ᾿ ἕναν κόσμο ποὺ ἐπιμένουμε νὰ τὸν θέλουμε. Οἱ κάποιες στιγμὲς ποὺ θὰ χρειαστοῦμε, λόγου χάρι, γιὰ νὰ βροῦμε ἂν μιὰ λέξη δασύνεται, εἴτε κοιτάζοντας στὸ λεξικὸ εἴτε συμβουλευόμενοι κάποιο ἄλλο ἄτομο, μᾶς μεταφέρουν ἀπὸ τὸ ἄμεσο παρὸν στὴ διαχρονικότητα τῆς γλώσσας μας. Καὶ ἡ διαχρονικότητα εἶναι τὸ κλειδὶ τῆς ψυχικῆς ἰσορροπίας τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ποὺ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν καλπάζουσα παγκοσμιοποίηση, τὴν ἰλιγγιώδη ἐξέλιξη τῶν τεχνολογιῶν, τὰ ἀνελέητα ΜΜΕ, κ.λπ. Οἱ ἔμποροι τῆς εὐεξίας καὶ τῆς κρίσης ταυτότητας μᾶς πουλᾶνε σοφρολογίες, βιολογικὰ τρόφιμα, οἰκολογικοὺς τρόπους ζωῆς καὶ ἰδεολογίες new age γιὰ νὰ βροῦμε τὴν περιπόθητη (καὶ ἀκριβοπληρωμένη) αὐτὴ ψυχικὴ ἰσορροπία. Κι ὅμως ἡ φροντίδα τῆς γλώσσας ποὺ μιλᾶμε καὶ γράφουμε εἶναι ἕνα ἐξίσου καλὸ —ἂν ὄχι καλύτερο— φάρμακο, τελείως δωρεὰν καὶ δίχως παρενέργειες. Καὶ αὐτὸ γιατὶ ὁ τρόπος ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε τὸν κόσμο μέσα στὸν ὁποῖο ζοῦμε εἶναι ἀλληλένδετος μὲ τὴν γλώσσα ὅπου σκεπτόμαστε, μιλᾶμε καὶ γράφουμε. Τὰ ὅρια τοῦ κόσμου μας εἶναι αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ ὅρια τῆς γλώσσας μας. Ὅσο πιὸ φτωχή, συγκεχυμένη καὶ ἀσυνάρτητη εἶναι ἡ γλώσσα μας, τόσο πιὸ φτωχή, συγκεχυμένη καὶ ἀσυνάρτητη εἶναι ἡ ζωή μας. Ὀμορφαίνοντας τὴν γλώσσα, οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ὀμορφαίνουν τὴν ζωή μας.
Δύο (ἠθελημένες;) παρεξηγήσεις
Πρώτη παρεξήγηση: τί ἐννοοῦμε ὅταν λέμε «τόνος»;
Ἔτσι ὀνομάζεται ἡ φωνητικὴ ἐνέργεια τοῦ νὰ τονίζει κανεὶς (εἴτε μέσω ἀλλαγῆς ὕψους, εἴτε μέσῳ ἀλλαγῆς ἔντασης τοῦ ἤχου) τὸν προφορικὸ λόγο· ἀλλὰ ἔτσι ὀνομάζουμε ἐπίσης τὸ γραπτὸ σημάδι ποὺ βάζουμε πάνω (ἢ δίπλα) στὰ φωνήεντα. Οἱ μονοτονιστὲς ἠθελημένα καλλιεργοῦν τὴν σύγχυση μεταξὺ τῶν αὐτῶν ἐννοιῶν λέγοντας ὅτι ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει πλέον τὸ πρῶτο, δὲν χρειάζεται νὰ ὑπάρχει οὔτε τὸ δεύτερο. Λάθος: οἱ τόνοι ὡς γραφικὰ σημεῖα ναὶ μὲν ξεκίνησαν ὡς ἀναπαράσταση τῆς φωνητικῆς ἐνέργειας, ἀλλὰ σήμερα πλέον φέρουν ἄλλου τύπου πληροφορία: οἱ τόνοι μεταφέρουν πληροφορία μορφολογική (ἡ λέξη «τὰ ὡραῖα» παίρνει περισπωμένη ἑνῷ «ἡ ὡραία» παίρνει ὀξεία).
Δεύτερη παρεξήγηση: γιατί πρέπει ὅλες οἱ γλῶσσες νὰ λειτουργοῦν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο;
Τὸ μονοτονικὸ στηρίζεται στὴν (ἐσφαλμένη) ἄποψη ὅτι πρέπει σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες (γαλλική, γερμανική, βιετναμεζική, κ.λπ.) τὰ διακριτικὰ σημεῖα νὰ λειτουργοῦν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, δηλαδὴ ὁ ρόλος τους νὰ εἶναι καθαρὰ φωνητικός.
Στὰ γερμανικὰ ὑπάρχει μόνο ἕνα διακριτικὸ σημεῖο (τὸ Umlaut) ποὺ ἔχει τὴν μορφὴ τῶν δικῶν μας διαλυτικῶν. Ἡ λειτουργία του εἶναι καθαρὰ φωνητική (τὸ a ἀπὸ α γίνεται ε, κ.λπ.). Στὰ γαλλικὰ ἔχουμε δύο διαφορετικὲς προσεγγίσεις: ὅσον ἀφορᾶ τὸ γράμμα e οἱ τρεῖς «τόνοι» é, è, ê ἀντιστοιχοῦν σὲ διαφορετικὰ φωνήματα· ἀλλὰ ὅσον ἀφορᾶ στὰ γράμματα a καὶ u, ἡ διαφορὰ μεταξὺ a/â u/û εἶναι φωνητικὴ ἐνῷ μεταξὺ a/à καὶ u/ù εἶναι μορφολογικὴ (a = γʹ ἑνικὸ τοῦ ρήματος avoir, à = πρόθεση «εἰς», ou = «ἢ», où = «ποῦ», «ὅπου»). Στὶς γλῶσσες τῆς κεντρικῆς Εὐρώπης, οἱ τόνοι χρησιμοποιοῦνται τόσο στὰ φωνήεντα ὅσο καὶ στὰ σύμφωνα καὶ διαφοροποιοῦν τὰ φωνήματα. Στὰ βιετναμεζικά, ὅπως καὶ στὰ κινεζικὰ πινγίν, οἱ πέντε τόνοι ἀντιστοιχοῦν σὲ πέντε μελωδικὰ μοτίβα. Αὐτὰ συμβαίνουν στὶς ἄλλες γλῶσσες.
Ἡ δική μας γλώσσα ὅμως λειτουργεῖ διαφορετικά. Στὴν ἑλληνικὴ τὰ μὲν πνεύματα μεταφέρουν πληροφορία ἐτυμολογικῆς φύσεως (ὁ «ἐπίτιμος» παίρνει ψιλὴ γιατὶ τὸ ἔψιλον ἀνήκει στὴν πρόθεση «ἐπὶ» ἐνῷ ὁ «ἑπόμενος» παίρνει δασεία γιατὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ἕπομαι»), οἱ δὲ τόνοι μεταφέρουν πληροφορία μορφολογικὴ ὅπως εἴπαμε παραπάνω. Μπορεῖ λοιπὸν τὰ σημάδια αὐτὰ νὰ μὴν ἀλλάζουν τὴν προφορά, ἀλλὰ λειτουργοῦν μὲ ἄλλον τρόπο καὶ ἡ πληροφορία ποὺ μεταφέρουν εἶναι ἄλλης φύσεως.
Παρεμπιπτόντως: Ἡ γραφὴ τῶν ξένων λέξεων καὶ ὀνομάτων στὰ ἑλληνικὰ
Σημειώνουμε παρεμπιπτόντως ἕνα φαινόμενο τὸ ὁποῖο δὲν συνδέεται παρὰ ἔμμεσα μὲ τὴν χρήση τοῦ πολυτονικοῦ. Πρόκειται γιὰ τὴν γραφὴ τῶν ξενόγλωσσων λέξεων (ὀνομάτων, τοπονυμιῶν, κ.λπ.) στὰ ἑλληνικά. Μέχρι πρότινος χρησιμοποιεῖτο μία μέθοδος γραφῆς τῶν ξένων λέξεων ὅπου —ὄχι πάντα, ἀλλὰ σὲ πολλὲς περιπτώσεις— φαινόταν ἂν ἕνα φωνῆεν προφέρεται μακρὸ ἢ βραχύ στὸ ἑκάστοτε ξένο φωνητικὸ σύστημα. Χαρακτηριστικὰ παραδείγματα: ὁ Σαίξπηρ (ὁπου καὶ τὸ αι καὶ τὸ η εἶναι μακρά: Shakespeare) καὶ τὸ τέννις (ὁπου τὸ ε καὶ τὸ ι εἶναι βραχέα: tennis)· ὁ Λῶρενς (ὅπου τὸ ω εἶναι μακρό: Laurence) καὶ ἡ Λορραίνη (ὅπου τὸ ο εἶναι βραχὺ καὶ τὸ αι μακρό: Lorraine). Ὅπως ὅταν γράφουμε Ζὺλ γιὰ τὸ Jules καὶ Ζὶλ γιὰ τὸ Gilles δίνουμε μία παραπάνω πληροφορία πάνω στὴν πραγματικὴ προφορὰ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν —ἀκόμα καὶ ἂν τὸ γαλλικὸ u δὲν ἀνήκει στὴν ἑλληνικὴ φωνολογία καὶ ἂν τὸ ὕψιλον προφέρεται στὴ γλώσσα μας ἀκριβῶς ὅπως τὸ ἰῶτα—, ἔτσι γράφοντας Γκαῖτε ὁ Ἕλληνας ἀναγνώστης καταλάβαινε ὅτι ἡ πρώτη συλλαβὴ πρέπει νὰ προφερθεῖ μακρὰ καὶ ἡ δεύτερη βραχεία. Ἐπρόκειτο δηλαδὴ γιὰ «νεκρανάσταση» τῆς ἀρχαιοελληνικῆς ἰδιότητας τοῦ μήκους τῶν συλλαβῶν —καὶ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς προφορᾶς τοῦ ὕψιλον σὰν γαλλικὸ u— μὲ σκοπό τὴν ἀναπαράσταση τῆς ξενόγλωσσης προφορᾶς χρησιμοποιώντας ἑλληνικὰ γραφήματα. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἡ ἑλληνικὸς δίφθογγος ἐπέζησε καὶ στὴν ἴδια τὴν ξένη γλώσσα: ὁ Βολταῖρος ἢ ὁ Μποντελαὶρ γράφονται μὲ αι γιατὶ καὶ στὰ γαλλικὰ τὸ ai τοῦ Voltaire καὶ τοῦ Baudelaire ὑποδηλώνει ὅτι ἡ συλλαβὴ εἶναι μακρά. Οἱ μονοτονιστὲς βέβαια θέλοντας νὰ μᾶς ἀπομακρύνουν ὅσο γίνεται ἀπὸ τὰ μακρὰ καὶ βραχέα φωνήεντα μᾶς ζητοῦν σήμερα νὰ γράφουμε ὅλα τὰ ξενόγλωσσα ε μὲ ἔψιλον: ὁ Σέξπιρ γράφεται ὅπως καὶ τὸ σέξ (ὁπου τὸ ε ὄντως εἶναι βραχύ), Βολτέρος, Μποντελὲρ, κ.λπ. Εἶναι εἰρωνεία ἡ ἑλληνικὴ δίφθογγος αι νὰ διασώθηκε στὰ ὀνόματα τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων Γάλλων καὶ νὰ τὴν ἀπορρίπτουμε ἐμεῖς...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου