http://www.analyst.gr/2013/12/24/5374/
Φαίνεται πως είμαστε αντιμέτωποι με μία καινούργια «πάλη των τάξεων», η οποία όμως αυτή τη φορά έχει ξεκινήσει εκ των άνω – από τα ανώτατα εισοδηματικά στρώματα, τα οποία έχουν τοποθετήσει στο στόχαστρο τη μεσαία τάξη
()
«Το μεγαλύτερο ρήγμα στην άμυνα μίας χώρας, σε περιόδους οικονομικών πολέμων, είναι η διαφθορά των πάσης φύσεως ηγετικών ομάδων της – η οποία επιτρέπει την ανεμπόδιστη είσοδο των εισβολέων, ελαχιστοποιώντας τους κινδύνους και τις απώλειες τους».
Παρά τη
μη ισορροπημένη αναδιανομή των εισοδημάτων, αφού στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών οι πλούσιοι γινόντουσαν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι,
η μεσαία τάξη δεν αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα. Οι λογαριασμοί πληρώνονταν, τα ταξίδια στην περίοδο των διακοπών ήταν ο κανόνας, η αγορά ενός σπιτιού ή ενός διαμερίσματος με τη βοήθεια ενός τραπεζικού δανείου ήταν εφικτή, ενώ η απόκτηση αυτοκινήτου ολοκλήρωνε την εικόνα μίας σχετικά εύπορης, άνετης ζωής.
Το κυριότερο όλων, οι προοπτικές για το μέλλον ήταν ευοίωνες, όπως επίσης οι ελπίδες για ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο – υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα εργαζόταν κανείς, όσο το δυνατόν περισσότερο. Φυσικά η μεσαία τάξη, στην οποία βασίλευε το «αμερικανικό όνειρο» (American dream), δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να αναρριχηθεί στα ανώτατα επίπεδα – να ανήκει δηλαδή κάποτε στην ελίτ. Εν τούτοις, αισθανόταν ότι θα μπορούσε, εάν προσπαθούσε αρκετά – γεγονός που ήταν σημαντικότερο από κάθε τι άλλο, αφού στήριζε και εξασφάλιζε την κοινωνική ειρήνη και συνοχή.
Μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης όμως, η κατάσταση άλλαξε ραγδαία – ειδικά στην Ευρώπη. Παραδόξως δε, η ευθύνη αυτών των αλλαγών δεν βαρύνει την αστική τάξη, αλλά τα ανώτατα εισοδηματικά στρώματα, την ελίτ – η οποία φαίνεται πως έχει ξεχάσει ότι, η εξασφάλιση του πολύ υψηλού βιοτικού της επιπέδου στηρίζεται στη μεσαία τάξη, την οποία ανόητα προσπαθεί να εξαφανίσει, λεηλατώντας και εξαθλιώνοντας την.
Αναλυτικότερα, οι δραστικές μειώσεις των μισθών, ο περιορισμός του κράτους προνοίας, η πολύ υψηλή φορολόγηση, οι μαζικές απολύσεις, η ανεργία, το κλείσιμο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τόσα πολλά άλλα, τα οποία επιβάλλονται (καταρχήν) στις υπερχρεωμένες οικονομίες του Νότου, οδηγούν χωρίς καμία αμφιβολία τη μεσαία τάξη στον Καιάδα – αφού οι υποθήκες, καθώς επίσης οι λογαριασμοί δεν μπορούν πλέον να πληρωθούν, τα αυτοκίνητα πωλούνται, η θέρμανση γίνεται αγαθό πολυτελείας και τα ταξίδια στις διακοπές είναι αδύνατον πια να πραγματοποιηθούν.
Ο καθοδικός σπειροειδής κύκλος της εξαθλίωσης λοιπόν, ο οποίος στο παρελθόν παρέσυρε μόνο αυτούς που δεν ήθελαν να δουλέψουν και να προσπαθήσουν για ένα καλύτερο αύριο, είναι σήμερα ο κανόνας για ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Στα πλαίσια αυτά,
φαίνεται πως θα είμαστε σύντομα αντιμέτωποι με μία καινούργια «πάλη των τάξεων», η οποία όμως αυτή τη φορά έχει ξεκινήσει εκ των άνω – από τις ανώτατες εισοδηματικές τάξεις δηλαδή οι οποίες, στην προσπάθεια τους να μεγεθύνουν ακόμη περισσότερο τα εισοδήματα τους, έχουν τοποθετήσει στο στόχαστρο τη μεσαία τάξη.
Το ίδιο συμβαίνει δυστυχώς και με τις πλουσιότερες χώρες του Βορά, οι οποίες στοχοποιούν ανόητα τα ελλειμματικά ευρωπαϊκά κράτη του Νότου – χωρίς να κατανοούν ότι, με αυτόν τον τρόπο κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, το ηφαίστειο θα εκραγεί, με απίστευτα καταστροφικές συνέπειες για όλους.
.
Η ΑΝΕΡΓΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ
Από την άλλη πλευρά και σύμφωνα με πολλούς, μετά την εισαγωγή του ευρώ η ανεργία των νέων σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωζώνης μειώθηκε – αντίθετα, στη Γερμανία αυξήθηκε, αν και ελαφρά. Η αιτία του φαινομένου αυτού ήταν το ότι, οι χώρες του Νότου, οι οποίες είχαν ανέκαθεν προβλήματα δανεισμού (λόγω των υψηλών χρεών τους, καθώς επίσης των αυξημένων επιτοκίων που ήταν αναγκασμένες να πληρώνουν), «πλημμύρισαν» ξαφνικά με φθηνά χρήματα – με αποτέλεσμα η χρηματοδότηση τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού τους τομέα να είναι πάρα πολύ εύκολη.
Τα κεφάλαια αυτά τώρα αποσύρονταν από τη Γερμανία, αφού τόσο οι τράπεζες (ακόμη και οι γερμανικές), όσο και οι λοιποί επενδυτές, προτιμούσαν να τα τοποθετούν στις χώρες του Νότου – αφού απολάμβαναν την ίδια ασφάλεια σαν κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, ενώ προσέφεραν πολύ υψηλότερες αποδόσεις.
Οι αγορές λοιπόν δάνειζαν αφειδώς τις χώρες του Νότου, οι οποίες με τη σειρά τους μοίραζαν τα χρήματα αυτά στους πολίτες τους – οι πολιτικοί με στόχο να επανεκλεγούν, ενώ οι ιδιώτες, επιχειρηματίες και μη, για να κερδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Με τον τρόπο αυτό διενεργούνταν υπερβολικές επενδύσεις σε έργα υποδομής εκ μέρους του δημοσίου, ενώ κατασκευάζονταν πάρα πολλά κτίρια εκ μέρους των ιδιωτών – οπότε δημιουργούνταν όλο και περισσότερες θέσεις εργασίας, από τις οποίες ωφελούνταν κυρίως οι νέοι.
Τα υπόλοιπα χρήματα διοχετεύονταν στον τομέα των υπηρεσιών, επίσης «εντάσεως απασχόλησης» νέων και ανειδίκευτων εργαζομένων, όπου η κερδοφορία ήταν λιγότερο κοπιαστική – με αποτέλεσμα να «αδυνατίζει» συνεχώς η βιομηχανική παραγωγή στο Νότο, η οποία έχει πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις.
Ειδικά στον τομέα των ακινήτων, η φούσκα που δημιουργήθηκε σε
αρκετές χώρες ήταν τεράστια – όπως για παράδειγμα
στην Ισπανία, όπου κατασκευάσθηκαν μέσα σε ελάχιστα χρόνια περισσότερα διαμερίσματα από τους κατοίκους της. Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Ιρλανδία, στην Ολλανδία, στην Κύπρο κοκ. – ενώ στην Ελλάδα, όπως και στη Γαλλία, η εξέλιξη ήταν κατά πολύ ηπιότερη (όπως έχουμε αναφέρει πολλές φορές το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν το δημόσιο χρέος της – σε αντίθεση με όλες σχεδόν τις άλλες χώρες, οι οποίες οδηγήθηκαν στην κρίση λόγω του ιδιωτικού χρέους τους).
Μετά το ξέσπασμα τώρα της χρηματοπιστωτικής κρίσης διαπιστώθηκε ότι, η φούσκα των ακινήτων, ειδικά στις Η.Π.Α., είχε ωφελήσει σε μεγάλο βαθμό αφενός μεν τις τράπεζες, αφετέρου τις κατασκευαστικές εταιρείες– οδηγώντας στη συνέχεια τόσο τις μεν, όσο και τις δε, σε τεράστιες απώλειες.
Παράλληλα, τα περιουσιακά στοιχεία τόσο των μεσαίων, όσο και των χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων δεν είχαν αυξηθεί σημαντικά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο – αφού
η καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου τους στηρίχθηκε στο δανεισμό. Εν τούτοις,
αυτές ακριβώς οι «τάξεις» υποχρεώθηκαν δυστυχώς από τις κυβερνήσεις τους να επιβαρυνθούν με τη διάσωση των υπερχρεωμένων τραπεζών, έτσι ώστε να αποφευχθεί το μεγάλο κραχ – η κρίση των κρίσεων δηλαδή, την οποία θα προκαλούσε αναμφίβολα η κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Αμέσως μετά οι διασωθείσες τράπεζες έγιναν πολύ πιο προσεκτικές – οπότε περιόρισαν σημαντικά τη χρηματοδότηση τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημοσίου τομέα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την κατακόρυφη αύξηση των ελλειμμάτων και των χρεών των κρατών, σαν αποτέλεσμα αφενός μεν της μείωσης του ρυθμού ανάπτυξης (ύφεσης σε πολλές χώρες, μείωση των φορολογικών εσόδων κλπ.), αφετέρου της ανάληψης των χρεών των τραπεζών, οδήγησε στην αύξηση των επιτοκίων δανεισμού του δημοσίου.
Ειδικότερα, οι αγοραστές ομολόγων του δημοσίου (αγορές) διέκριναν ξαφνικά μεγάλα ρίσκα, όσον αφορά τη δυνατότητα ή μη διαφόρων χωρών να ανταπεξέλθουν με την εξυπηρέτηση των δανείων τους – κινδύνους που στο παρελθόν είχαν προφανώς υποτιμήσει. Έτσι λοιπόν άρχισαν να τιμολογούν το αυξημένο ρίσκο τους, απαιτώντας κατά πολύ υψηλότερα επιτόκια και τροφοδοτώντας το φαύλο κύκλο χρεών και ελλειμμάτων– αφού τα υψηλότερα επιτόκια αυξάνουν τα ελλείμματα, τα οποία με τη σειρά τους «εκβάλλουν» στα χρέη.
Περαιτέρω, στην Ευρωζώνη δεν επιτράπηκε η χρεοκοπία καμίας μεγάλης τράπεζας, όπως της Lehman Brothers στις Η.Π.Α. – αντίθετα,
επιλέχθηκε η διάσωση τόσο των τραπεζών, όσο και των ελλειμματικών οικονομιών, εις βάρος ουσιαστικά των φορολογουμένων πολιτών. Σαν αποτέλεσμα αυτής της επιλογής, πολλές χώρες οδηγήθηκαν σε μία βαθειά ύφεση, η οποία τις έφερε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας – ενώ
οι πολιτικές λιτότητας που αποφασίσθηκαν, μετέφεραν κυριολεκτικά το πρόβλημα στους νέους.
Αναλυτικότερα, επειδή πολλές επιχειρήσεις αναγκάσθηκαν να χρεοκοπήσουν ή να μειώσουν τις δαπάνες τους, άρχισαν να απολύουν μαζικά εργαζομένους – ξεκινώντας φυσικά από τους νέους, αφού η απόλυση τους κόστιζε λιγότερο. Το ίδιο συνέβη και στο δημόσιο, όπου απολύθηκαν πρώτοι οι συμβασιούχοι – οι οποίοι ήταν κυρίως νέοι. Την ίδια στιγμή σταμάτησαν σχεδόν όλες οι προσλήψεις, τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα – οπότε έπαψαν να υπάρχουν ευκαιρίες απασχόλησης για τους νέους, οι οποίοι θα εισέρχονταν για πρώτη φορά στην «παραγωγή».
Ουσιαστικά λοιπόν ο λογαριασμός για το «καταναλωτικό πάρτι» με δανεικά των προηγουμένων ετών, στο οποίο διασκέδασαν τόσο οι τράπεζες, όσο και οι μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες, παρουσιάστηκε προς εξόφληση στους νέους – οι οποίοι καταδικάσθηκαν σε ποσοστά ανεργίας που σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, ξεπερνούν το τραγικό 50%.
Εξαίρεση αποτέλεσε ξανά η Γερμανία, η οποία ωφελήθηκε τα μέγιστα από την κρίση χρέους – αφενός μεν επειδή άλλαξε η ροή του χρήματος, το οποίο πλέον κατευθύνεται προς αυτήν, κοστίζοντας πολύ λιγότερο τόσο στο δημόσιο (μηδενικά ή/και αρνητικά επιτόκια δανεισμού), όσο και στις επιχειρήσεις της, αφετέρου επειδή η πτώση της ισοτιμίας του ευρώ διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό τις εξαγωγές της, λόγω του ότι κατάφερε να παραμείνει βιομηχανική χώρα.
Σαν αποτέλεσμα της αλλαγής αυτής, η ανεργία των νέων στη Γερμανία περιορίσθηκε σημαντικά, αφού οι επιχειρήσεις άρχισαν να προσλαμβάνουν όλο και περισσότερους, για να ανταπεξέλθουν με την αυξημένη παραγωγή τους – η οποία ουσιαστικά επιδοτείται από τους ευρωπαίους «εταίρους» τους. Μετά την «απομύζηση» δε των χρημάτων από το Νότο, ακολούθησε η αντίστοιχη του νέου και ικανού στελεχιακού δυναμικού – το οποίο εγκαταλείπει την πατρίδα του, παρά το ότι αυτή χρηματοδότησε την απόκτηση των επαγγελματικών δεξιοτήτων του, στην τύχη της, αναζητώντας νέους ορίζοντες.
Εν τούτοις, οι ανισότητες στη Γερμανία συνεχίζουν να αυξάνονται – γεγονός που φαίνεται από το διάγραμμα που ακολουθεί στο οποίο διαπιστώνεται πως, παρά την αύξηση του ΑΕΠ, το ποσοστό των φτωχών μεγεθύνεται.
.
Γερμανία: ΑΕΠ (μπλε στήλες) και ποσοστό ατόμων κάτω από το όριο της φτώχειας (κόκκινη γραμμή)
.
Η γερμανική στατιστική υπηρεσία θεωρεί ότι το ποσοστό των φτωχών είναι ακόμη υψηλότερο, τοποθετώντας στο 19,6% – συμπληρώνοντας πως πρέπει να προστεθεί ένα 16% επί πλέον, επειδή αυτό είναι το ποσοστό των ανθρώπων που κινδυνεύουν να «φτωχοποιηθούν». Ως τέτοιοι δε θεωρούνται αυτοί που τα εισοδήματα τους είναι χαμηλότερα του 60% των μέσων εισοδημάτων της χώρας.
Οι χαμηλοί μισθοί στη Γερμανία είναι ένας ακόμη παράγοντας εξαθλίωσης – με τους νέους να ευρίσκονται στην κορυφή, όπως φαίνεται από το επόμενο διάγραμμα.
.
Γερμανία: Χαμηλό εισόδημα ανά ηλικιακή ομάδα
.
Συμπεραίνεται λοιπόν ότι, ακόμη και στη Γερμανία τα εισοδήματα της μεσαίας αστικής τάξης συρρικνώνονται επικίνδυνα – ενώ οι νέοι αμείβονται με συνεχώς πιο χαμηλούς μισθούς, τροφοδοτώντας το ηφαίστειο που, κάποια στιγμή θα εκραγεί. Τα τελευταία αιματηρά επεισόδια και οι συγκρούσεις στο Αμβούργο δεν επιτρέπουν αμφιβολίες, σχετικά με το τι θα συμβεί – όπως επίσης η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων, τα οποία πολλαπλασίασαν τις επιθέσεις τους εναντίον των εγκαταστάσεων που φιλοξενούν μετανάστες (18 έναντι 3 μόνο επιθέσεων το 2012).
.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Πολλοί ισχυρίζονται ότι όλοι μας ταξιδεύουμε στο ίδιο καράβι, αντιμετωπίζοντας τους ίδιους κινδύνους. Εν τούτοις, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, αφού μεταφορικά πρόκειται για ένα στόλο με 18/27 διαφορετικού μεγέθους καράβια, τα οποία διαθέτουν ισάριθμους ορόφους – ενώ όλα μαζί ταξιδεύουν στο φουρτουνιασμένο ωκεανό της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης, κινδυνεύοντας κάθε στιγμή να χαθούν μεταξύ τους και να βουλιάξουν το ένα μετά το άλλο.
Στους ισάριθμους, ας υποθέσουμε δέκα ορόφους των πλοίων του ευρωπαϊκού στόλου, η κατάσταση είναι περίπου η ίδια. Στον πρώτο όροφο είναι στοιβαγμένοι οι άνεργοι, στο δεύτερο οι χαμηλά αμειβόμενοι των 500 €, στο τρίτο αυτοί, των οποίων οι μισθοί ξεπερνούν τα 1.000 € και στον τελευταίο, στο ρετιρέ του καραβιού, η ελίτ απολαμβάνει τη διαδρομή, χαμογελώντας ικανοποιημένη, ευχαριστώντας το πλήρωμα των κάτω ορόφων για τις προσπάθειες του, χρηματίζοντας την πολιτική ηγεσία του, τρώγοντας χαβιάρι και πίνοντας σαμπάνια.
Με την πάροδο του χρόνου τώρα, όλο και περισσότεροι στοιβάζονται στον πρώτο όροφο, ενώ όλο και λιγότεροι παραμένουν στο ρετιρέ – γελώντας όμως ελάχιστα. Η αιτία είναι το ότι, σε έναν κόσμο με συνεχώς αυξανόμενους φτωχούς η ελίτ, οι πλούσιοι δηλαδή, δεν μπορούν πλέον ούτε να ζήσουν καλά, ούτε να νοιώσουν ασφαλείς. Συμβαίνει άλλωστε το ίδιο, όπως με τον ιδιοκτήτη μίας πολυτελέστατης βίλας, η οποία είναι χτισμένη σε μία κακόφημη περιοχή – είναι αδύνατον να απολαύσει το σπίτι του φυλακισμένος μέσα ή να κοιμηθεί ποτέ ήρεμος, όσους φρουρούς και αν πληρώνει.
Η εμπειρία της Λατινικής Αμερικής, ιδιαίτερα της Βραζιλίας, στην οποία οι πλούσιοι ζουν σε διαμερίσματα με πολλαπλούς συναγερμούς και σε απομονωμένες, ειδικές περιοχές, οι οποίες φυλάσσονται από ένοπλες δυνάμεις, τεκμηριώνει με τον καλύτερο τρόπο το που οδηγούν οι μέθοδοι, με τους οποίους η επίλεκτη «ομάδα δράσης» της ελίτ, το ΔΝΤ, η Τρόικα σήμερα, λεηλατεί και εξαθλιώνει τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις μίας κοινωνίας.
Μεταφορικά ξανά, όταν οι νέοι ευρωπαίοι αντιληφθούν ότι, προορίζονται να κατοικήσουν στον πρώτο όροφο, στο αμπάρι καλύτερα (μαζί με την «αποψιλωμένη» αστική τάξη), καθώς επίσης όταν οι χώρες του Νότου αντιληφθούν πως το καράβι τους λεηλατείται παρά τον κίνδυνο να βυθιστεί, έτσι ώστε να συνεχίσουν με ασφάλεια το ταξίδι τους τα μεγαλύτερα, η κατάσταση θα είναι πλέον μη ανατρέψιμη – γεγονός που οφείλει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο, όσο ακόμη υπάρχει ακόμη χρόνος.
Ολοκληρώνοντας, κατά την άποψη μας,
η «άριστη λύση» στο εσωτερικό των εθνικών κρατών, είναι ηάμεση δημοκρατία (η ενεργή συμμετοχή των πολιτών στα κοινά και στον έλεγχο της Πολιτικής, επειδή διαφορετικά είναι αδύνατον να καταπολεμηθούν η διαφθορά και η διαπλοκή),
σε «περιβάλλον» μικτής οικονομίας – αφού η ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών, των κερδοφόρων, καθώς επίσης των στρατηγικών επιχειρήσεων του δημοσίου αφενός μεν προκαλεί την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και της μεσαία τάξης, αφετέρου καταλύει την εθνική κυριαρχία.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο
η αλληλέγγυα ένωση ανεξάρτητων μεταξύ τους κρατών, η οποία θα διασφαλίζει από τη μία πλευρά την ισορροπία στα εξωτερικά ισοζύγια, ενώ από την άλλη τα βασικά κοινωνικά αγαθά, από κοινού και σε όλα τα κράτη – όπως τους κατώτερους αλλά βιώσιμους μισθούς, τις συντάξεις, την απασχόληση, την παιδεία, την υγεία και τις καταθέσεις.
Τέλος,
σε παγκόσμιο επίπεδο, ο έλεγχος του «χρηματοπιστωτικού κτήνους» και η καταπολέμηση των ασυμμετριών – η αποφυγή δηλαδή της μερκαντιλιστικής νοοτροπίας, όπου η μία χώρα αναπτύσσεται εις βάρος κάποιας άλλης, γεγονός που οδηγεί, αργά ή γρήγορα, είτε σε έναν καταστροφικό απομονωτισμό, είτε σε συναλλαγματικούς, ευρύτερα οικονομικούς ή συμβατικούς πολέμους, είτε σε συνδυασμό και των δύο αυτών δεινών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου