4 Μαΐου 2010
Το ελληνικό κυνήγι παγκόσμιου δημοσιονομικού ρεκόρ
Το ελληνικό κυνήγι παγκόσμιου δημοσιονομικού ρεκόρ
Τρίτη, 04 Μάιος 2010 01:29
Πριν από δύο μήνες η Ελλάδα, υπό τις οδηγίες του ΔΝΤ, έθετε ως στόχο τη μείωση του δημοσιονομικού της ελλείμματος κάτω από 3%, μέχρι το 2012. Δύο μήνες αργότερα, η επίτευξη αυτού του στόχου, (πάλι υπό τις οδηγίες του ΔΝΤ), έχει μεταφερθεί στο 2014. Μέχρι πριν μερικές εβδομάδες η εκτίμηση της Ελλάδας για την ανάπτυξη του ΑΕΠ στο 2010 έκανε λόγο για μείωση του κατά 2%. Η σημερινή εκτίμηση κάνει λόγο για μείωση του κατά 4%. Στους τελευταίους 10 μήνες το έλλειμμα έχει αναθεωρηθεί προς τα πάνω, τουλάχιστον, 3 φορές ενώ το ίδιο έχει συμβεί και με το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, με τις προβλέψεις για τα προσεχή χρόνια να αλλάζουν συνεχώς.
Κάτω από την πίεση των εξελίξεων των τελευταίων εβδομάδων και της πρόσφατης υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, η οποία, ουσιαστικά σήμανε και τη χρηματοπιστωτική της πτώχευση, η Ελλάδα, προκειμένου να εξασφαλίσει το πολυπόθητο δάνειο των 110 δις ευρώ, υποχρεώθηκε να προχωρήσει στην τελική συμφωνία για τη λήψη των μέτρων εκείνων , σύμφωνα με το ΔΝΤ, θα οδηγήσουν στη μείωση του πρωτογενούς δημοσιονομικού της ελλείμματος (αυτού που δεν περιλαμβάνει τις πληρωμές τόκων) κατά 11% μέσα σε 3,5 χρόνια.
Πρόκειται για ένα ρεαλιστικό στόχο ή όπως συνέβη μέχρι στιγμής, θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για μία σειρά αναθεωρήσεων του ή ακόμη και για μία ενδεχόμενη εγκατάλειψη του, με βαρύτατες συνέπειες για τη χώρα; Υπήρξε στα τελευταία 40 χρόνια αντίστοιχη περίπτωση μείωσης του ελλείμματος από την Ελλάδα ή οποιοδήποτε άλλο αναπτυγμένο κράτος του κόσμου ή το ΔΝΤ και η Γερμανία έχουν βάλει τη χώρα στο δρόμο για το κυνήγι ενός πρωτοφανούς δημοσιονομικού ρεκόρ;
Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία του ΔΝΤ, στα τελευταία 40 χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί, μεταξύ των αναπτυγμένων κρατών του κόσμου, 31 επιτυχημένες (σε διαφορετικό βαθμό η κάθε μία) προσπάθειες δραστικής μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, πάντα με την υιοθέτηση, μεταξύ άλλων και μέτρων 'δημοσιονομικής πειθαρχίας'.
Ο μέσος όρος της μείωσης του πρωτογενούς ελλείμματος για όλες τις επιτυχημένες προσπάθειες ήταν 8,3%, δηλαδή κατά 2,7% μικρότερη από το στόχο της Ελλάδας και το μέσο διάστημα στο οποίο αυτή επετεύχθη 7,2 χρόνια, δηλαδή κατά 119% μεγαλύτερο από αυτό το οποίο έχει δοθεί στην Ελλάδα.
Εξετάζοντας τις 5 περιπτώσεις πιο επιτυχημένων δραστικών μειώσεων δημοσιονομικών ελλειμμάτων στα τελευταία 40 χρόνια, διαπιστώνουμε πως ο μέσος όρος της μείωσης ανέρχεται στο 8,92%, δηλαδή 2,08% λιγότερο από τον ελληνικό στόχο και το μέσο διάστημα επίτευξης της μείωσης στα 8,2 χρόνια, δηλαδή, περίπου, πέντε περισσότερα από το περιθώριο που έχει η Ελλάδα.
Ξεκινώντας από αυτά τα στοιχεία, η χώρα φαίνεται να έχει υποχρεωθεί να συμφωνήσει στην επίτευξη ενός δημοσιονομικού άθλου.
Με βάση τα ίδια στοιχεία του ΔΝΤ, από το 1970 μέχρι σήμερα έχουν υπάρξει 9 περιπτώσεις μεταξύ των αναπτυγμένων κρατών του κόσμου, όπου καταγράφηκε μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος σε ποσοστό πάνω από 10% και το μέσο χρονικό διάστημα στο οποίο αυτό επετεύχθη είναι 8,2 χρόνια.
Η εξέταση των 'δημοσιονομικών πρωταθλητών' είναι πολύ ενδιαφέρουσα, καθώς, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του ΔΝΤ, η Ιρλανδία έχει πετύχει τη μεγαλύτερη μείωση πρωτογενούς ελλείμματος απ' όλες τις αναπτυγμένες χώρες του κόσμου, σε ποσοστό 20% και σε διάστημα 11 ετών (από το 1979 μέχρι το 1989), ενώ η Σουηδία και η Φινλανδία πέτυχαν αντίστοιχες μειώσεις κατά 13,3% σε 7 χρόνια (1994-2000).
Η Δανία πέτυχε μείωση κατά 12,3% σε 4 χρόνια (1982-1986), ενώ η Ελλάδα έχει πετύχει στο παρελθόν μείωση του πρωτογενούς δημοσιονομικού της ελλείμματος κατά 12,1% (δηλαδή κατά 1,1% μεγαλύτερη από τον τρέχοντα στόχο) σε 6 χρόνια (1990-1995) – δηλαδή σε διάστημα σχεδόν διπλάσιο από αυτό στο οποίο καλείται να το πράξει τώρα.
Τη λίστα των 'δημοσιονομικών πρωταθλητών' συμπληρώνουν το Ισραήλ, το Βέλγιο και ο Καναδάς, με το πρώτο να είναι και το μόνο στον κόσμο που πέτυχε μείωση του ελλείμματος κατά 11,1% σε 3 χρόνια (1981-1983), ενώ το Βέλγιο χρειάστηκε 15 χρόνια για μείωση του ελλείμματος τους κατά 11,1% (1984-1998), με τον Καναδά να έχει χρειαστεί 14 χρόνια για μείωση του ελλείμματος της τάξης του 10,4% (1986-1999).
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η αμέσως μεγαλύτερη της τρέχουσας διεθνούς οικονομικής κρίσης, ήταν η 'πετρελαϊκή' της δεκαετίας του '70, είναι ενδιαφέρον πως δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση καταγραφής σημαντικής μείωσης δημοσιονομικών ελλειμμάτων κατά τη διάρκεια εκείνης της δεκαετίας, με το 100% των περιπτώσεων μείωσης να εντοπίζονται από το 1980 και μετά, το 85% αυτών στις δεκαετίες μεγάλης ανάπτυξης του '80 και του '90 και το υπόλοιπο 15% αυτών στην περίοδο διεθνούς οικονομικής ανάπτυξης, 2003-2007.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί δείχνει τη συσχέτιση της επιτυχίας ενός προγράμματος μείωσης των ελλειμμάτων με το γενικότερο διεθνές οικονομικό περιβάλλον αλλά και με τους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ. Ακόμη, σχεδόν στο 100% των επιτυχημένων περιπτώσεων μείωσης των ελλειμμάτων, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας κατά την περίοδο εφαρμογής προγραμμάτων δημοσιονομικής πειθαρχίας στηρίχτηκε στην υποτίμηση των κρατικών νομισμάτων ενώ με βάση όσα στοιχεία διατίθενται από το ΔΝΤ, δεν έχει υπάρξει ποτέ άλλοτε περίπτωση μείωσης των κρατικών εξόδων μέσω της περικοπής μισθών ή συντάξεων (αντίθετα, το πάγωμα τους με παράλληλη αύξηση των φόρων αποτελεί τον κανόνα).
Το πρόβλημα, βέβαια, δεν τελειώνει με την επίτευξη μίας σημαντικής μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος αλλά επεκτείνεται και στην προσπάθεια συντήρησης του σε χαμηλά επίπεδα, κάτι το οποίο σπάνια συμβαίνει, σύμφωνα με το ΔΝΤ, το οποίο υποστηρίζει σε έκθεση του (Νοέμβριος 2009) ότι οποιοδήποτε νέο πρόγραμμα δημοσιονομικής πειθαρχίας θα είναι δυσκολότερο να πετύχει απ' ότι αυτά προηγούμενων δεκαετιών, εξαιτίας της σημερινής διεθνούς οικονομικής κατάστασης.
Έτσι, η Ελλάδα καλείται να ισοφαρίσει το Ισραήλ στη μεγαλύτερη μείωση κρατικού πρωτογενούς ελλείμματος σε διάστημα 3,5 ετών, από το 1970 και μετά και να ξεπεράσει το προσωπικό της ρεκόρ πετυχαίνοντας ό,τι και από το 1990 μέχρι το 1995, στο μισό, σχεδόν χρονικό διάστημα. Και μάλιστα, αυτή τη φορά χωρίς την πολύτιμη βοήθεια της υποτίμησης του νομίσματος της, χωρίς τη δυνατότητα δανεισμού από την 'ελεύθερη' αγορά ομολόγων ανάλογα με τις ανάγκες της, με τον πληθυσμό της δημογραφικά ασθενέστερο (πιο 'γερασμένο΄ και άρα με μικρότερες δυνατότητες και περισσότερες ανάγκες απ' ότι το 1990) και εν μέσω της χειρότερης οικονομικής κρίσης των τελευταίων 80 ετών.
Πρόκειται, ουσιαστικά, για την προσπάθεια επίτευξης ενός δημοσιονομικού άθλου άνευ προηγουμένου στη μοντέρνα διεθνή οικονομική ιστορία, μέσω της επιβολής εξαιρετικά σκληρών και πρωτοφανών μέτρων για μία αναπτυγμένη οικονομία. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαία η δήλωση της κυρίας Μέρκελ στη Βόννη την Κυριακή, πως είχε επιτυχία η επιμονή της να συμμετέχει και το ΔΝΤ στη συμφωνία οικονομικής 'βοήθειας΄ προς την Ελλάδα, καθώς αυτή εξασφάλισε την ελληνική δέσμευση για δημοσιονομικές περικοπές εξόδων που φάνταζαν 'αδιανόητες ' λίγο νωρίτερα. 'Πριν από τρεις μήνες θα ήταν αδιανόητο για την Ελλάδα να αποδεχτεί τόσο σκληρούς όρους' συμπλήρωσε η κυρία Μέρκελ, δηλώνοντας ικανοποιημένη για την προσωπική της επιτυχία.
Μα το πιο ενδιαφέρον, ίσως, είναι πως σύμφωνα με άλλη έκθεση του ΔΝΤ (2003), μετά τη μελέτη προγραμμάτων μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων σε 112 χώρες, 'δε βρέθηκε καμία σημαντική στατιστική επιρροή στην έκβαση του προγράμματος εξαιτίας της υιοθέτησης των όρων που έθεσε το ΔΝΤ αλλά οι δημοσιονομικές εξελίξεις επηρεάστηκαν από το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον και από τη γενική κατεύθυνση των μακροοικονομικών πολιτικών που υιοθετήθηκαν.'
Συμπερασματικά, αφού πρώτα η Ελλάδα οδηγήθηκε στη χρηματοπιστωτική πτώχευση, εξωθήθηκε σε μία συμφωνία που περιλαμβάνει τη συμμετοχή του ΔΝΤ (όχι με βάση το οικονομικό της συμφέρον αλλά για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος της Γερμανίας και φυσικά του ίδιου του ΔΝΤ) και που έθεσε ασύλληπτους δημοσιονομικούς στόχους και γι' αυτό και επέβαλλε πρωτοφανή δημοσιονομικά μέτρα. Και ακόμη και αν οι στόχοι αυτοί επιτευχθούν, η βλάβη που θα έχει επέλθει στην οικονομία θα κάνει εξαιρετικά δύσκολη τη συντήρηση τους χωρίς μία παρατεταμένη περίοδο οικονομική ταλαιπωρίας με ανυπολόγιστες συνέπειες, ενώ αν η χώρα δεν καταφέρει να πετύχει αυτούς τους στόχους, θα κατηγορηθεί ότι δεν ακολουθεί το δημοσιονομικό πρόγραμμα όπως συμφωνήθηκε και θα κινδυνεύσει με νέες κυρώσεις, που θα καθυστερήσουν ακόμη περισσότερο την έξοδο της από την κρίση.
Πάνος Παναγιώτου - διευθυντής ΕΚΤΑ, info@ekta1.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου