Το 1989, μετά την πτώση του κομμουνισμού, η Τσεχία, που είχε αποκλειστεί για 41 χρόνια από τη μεταπολεμική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ήθελε να γίνει μια φυσιολογική ευρωπαϊκή χώρα.
του ΒΑΤΣΛΑΒ ΚΛΑΟΥΣ
ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΤΗΣ ΤΣΕΧΙΑΣ
Ο μόνος τρόπος για να το πετύχει ήταν με την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά επειδή η κομμουνιστική εμπειρία ήταν πολύ ‘φρέσκια’, οι Τσέχοι ήθελαν πρωτίστως να διατηρήσουν την ελευθερία τους και την εκ νέου αποκτηθείσα τους εθνική κυριαρχία.
Οι περισσότεροι Τσέχοι λοιπόν τάχθηκαν υπέρ μιας χαλαρής μορφής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ενάντια στην αποκαλούμενη εμβάθυνση της Ε.Ε. και τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής πολιτικής ένωσης. Πολλοί είχαμε κατανοήσει από νωρίς ότι η ιδέα του ευρωπαϊκού ενιαίου νομίσματος αντιπροσώπευε ένα επικίνδυνο σχέδιο που θα μπορούσε να οδηγήσει είτε σε μεγάλα προβλήματα είτε σε έναν μη δημοκρατικό συγκεντρωτισμό στην Ευρώπη.
Η θέση μου ήταν ξεκάθαρη: θέλαμε να προσχωρήσουμε στην Ε.Ε. αλλά αντιτασσόμασταν στο σχέδιο του ευρώ. Αν και είχα υιοθετήσει εξαρχής μια κριτική στάση απέναντι στην ιδέα του ευρωπαϊκού ενιαίου νομίσματος, δεν επιχαίρω με τα παρόντα προβλήματα της Ευρωζώνης, διότι οι επιπτώσεις είναι σοβαρές για όλους μας στην Ευρώπη – και για τα μέλη και για τα μη μέλη της Ευρωζώνης.
Ακόμα και οι πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές του ευρώ σήμερα μιλούν για την πιθανότητα κατάρρευσής του και υπογραμμίζουν ότι θα έπρεπε να είχαμε προχωρήσει με έναν καλύτερα επεξεργασμένο τρόπο.
Η έννοια της ‘κατάρρευσης’ έχει τουλάχιστον δύο περιεχόμενα.
Κατά το πρώτο, το σχέδιο της Ευρωζώνης δεν κατόρθωσε να αποδώσει τις θετικές επιπτώσεις που, σωστά ή λανθασμένα, αναμένονταν. Το σχέδιο του ευρώ παρουσιάστηκε κατά τρόπο λανθασμένο και ανεύθυνο ως ένα σχέδιο που θα έφερνε αδιαμφισβήτητα οικονομικά οφέλη σε όλες τις χώρες που θα ήταν πρόθυμες να εγκαταλείψουν το εθνικό τους νόμισμα. Πριν την εισαγωγή του υπήρξαν εκτεταμένες μελέτες που υπόσχονταν ότι το κοινό νόμισμα θα οδηγούσε στην επιτάχυνση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και στη μείωση του πληθωρισμού, ενώ υπογραμμίζονταν με έμφαση ότι τα μέλη της Ευρωζώνης θα προστατεύονταν ενάντια σε κάθε τύπο εξωτερικής οικονομικής αντιξοότητας.
Όμως αυτό δεν συνέβη. Μετά την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος, ο ρυθμός ανάπτυξης των κρατών-μελών της Ευρωζώνης επιβραδύνθηκε σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση της απόκλισης των ρυθμών ανάπτυξης μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης και των άλλων ισχυρών οικονομιών – των ΗΠΑ και της Κίνας, των μικρότερων οικονομιών της νοτιοανατολικής Ασίας και άλλων τμημάτων του αναπτυσσόμενου κόσμου, όπως επίσης και των χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης που δεν έγιναν μέλη της Ευρωζώνης.
Για να είμαστε ειλικρινείς, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης είχε επιβραδυνθεί στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1960, εξαιτίας της ζημιάς που επέφερε το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που κυριάρχησε εκείνο τον καιρό. Το ευρωπαϊκό μοντέλο είναι μια αντιπαραγωγική παραλλαγή κράτους πρόνοιας, κρατικού πατερναλισμού, κοινωνίας της ‘τεμπελιάς’, υψηλής φορολογίας και χαμηλών κινήτρων για εργασία.
Η εισαγωγή του ευρώ όμως δεν αντέστρεψε τις τάσεις. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης στις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης ήταν 3.4% κατά τη δεκαετία του 1970, 2.4% κατά τη δεκαετία του 1980, 2.2% κατά τη δεκαετία του 1990 και μόλις 1.1% από το 2001 ως το 2009, δηλαδή τη δεκαετία του ευρώ. Ανάλογη υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης δεν είχε σημειωθεί στο ίδιο διάστημα πουθενά αλλού στο κόσμο.
Δεν είχαμε ούτε καν την αναμενόμενη σύγκλιση των ρυθμών πληθωρισμού. Μέσα στην Ευρωζώνη σχηματίστηκαν δύο διακριτές ομάδες χωρών: Η μία περιλάμβανε τις περισσότερες χώρες της δυτικής και βόρειας Ευρώπης και είχε χαμηλό πληθωρισμό και η άλλη περιλάμβανε την Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία και είχε υψηλότερο πληθωρισμό. Με το ευρώ παρατηρήθηκε επίσης αύξηση των μακροπρόθεσμων ανισορροπιών του εμπορικού ισοζυγίου.
Σε ορισμένες χώρες οι εισαγωγές ξεπερνούσαν τις εισαγωγές ενώ κάποιες άλλες εισήγαγαν σταθερά περισσότερα απ’ όσα εξήγαγαν. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι χώρες αυτές είχαν υψηλότερο πληθωρισμό. Και αυτό δεν είχε να κάνει με την παγκόσμια κρίση. Η κρίση απλά κλιμάκωσε και έφερε στο φως τα επί μακρόν κρυμμένα οικονομικά προβλήματα. Δεν ήταν όμως η κρίση που τα προκάλεσε.
Κατά τη διάρκεια των 10 χρόνων της ύπαρξής της, η Ευρωζώνη δεν οδήγησε σε καμιά μετρήσιμη ομογενοποίηση ανάμεσα στις οικονομίες των κρατών-μελών της. Η Ευρωζώνη, που αποτελείται από 16 ευρωπαϊκές χώρες, δεν κατέστη η ‘βέλτιστη νομισματική ζώνη’, όπως ορίζεται από την οικονομική θεωρία. Ακόμη και ο Ότμαρ Ίσινγκ, πρώην μέλος του Δ.Σ. και επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει ότι η εισαγωγή του ευρώ αποτέλεσε πολιτική και όχι οικονομική απόφαση. Στο πλαίσιο αυτό είναι επόμενο το κόστος του ευρώ να ξεπερνά τα ευεργετήματα του.
Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες των χωρών που προσχώρησαν στο ευρώ αντανακλούν λιγότερο ή περισσότερο την οικονομική πραγματικότητα της εποχής της δημιουργίας του. Ωστόσο μέσα στα τελευταία 10 χρόνια, η οικονομική αποδοτικότητα των χωρών της Ευρωζώνης άλλαξε, με συνέπεια όλες τις αρνητικές επιπτώσεις των δεσμεύσεων του ενιαίου νομίσματος.
Στους καλούς καιρούς τα προβλήματα δεν φαίνονταν. Από την ώρα που άρχισε η κρίση, η έλλειψη ομογενοποίησης έγινε πασιφανής. Τολμώ να πω πως από την άποψη ενός σχεδίου που υποσχέθηκε σημαντικά οικονομικά οφέλη στα μέλη της, η Ευρωζώνη έχει αποτύχει.
Το δεύτερο περιεχόμενο του όρου ‘κατάρρευση’ αφορά το ενδεχόμενο κατάργησης της Ευρωζώνης ως θεσμού. Αφορά δηλαδή το τέλος του ευρώ. Κατά την άποψή μου το ευρώ δεν πρόκειται να καταργηθεί. Έχει επενδυθεί παρά πολύ πολιτικό κεφάλαιο για τη δημιουργία του και του ρόλου του ως του ‘τσιμέντου’ που θα συνδέσει την Ε.Ε. στο δρόμο της για την υπερεθνικότητα. Σίγουρα λοιπόν το ευρώ δεν θα εγκαταλειφθεί στο ορατό μέλλον. Θα συνεχίσει να υπάρχει αλλά με πολύ υψηλό κόστος – τη χαμηλή οικονομική ανάπτυξη. Τα τεράστια κεφάλαια που θα χορηγηθούν στην Ελλάδα μπορούν να διαιρεθούν με τον αριθμό των κατοίκων της Ευρωζώνης και ο καθένας μας να υπολογίσει τη δική του συμβολή.
Παρά ταύτα, το συγκεκριμένο κόστος προκύπτει από την αδυναμία για υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης κι αυτό είναι πολύ πιο οδυνηρό από όσο νομίζουν οι οικονομολόγοι. Το κόστος αυτό θα πληρωθεί για πολιτικούς λόγους και οι κάτοικοι της Ευρωζώνης ποτέ δεν θα μπορέσουν να διαπιστώσουν πόσο πραγματικά τους στοίχισε το ευρώ.
Ο μηχανισμός που θα καταστήσει δυνατή τη σωτηρία της ΟΝΕ είναι οι μεταβιβάσεις όλο και περισσότερων πόρων προς τις χώρες της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά προβλήματα. Όμως ο καθένας μας γνωρίζει ότι μεγάλες μεταβιβάσεις πόρων είναι δυνατές μόνο στο πλαίσιο ενός κράτους και η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη δεν είναι κράτος. Μόνο στο εθνικό κράτος υπάρχει επαρκώς αναπτυγμένη αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών.
Μόνο στο κράτος – και η ενοποιημένη Γερμανία της δεκαετίας του 1990 αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα – μπορούν να νομιμοποιηθούν πολιτικά οι μεγάλες μεταβιβάσεις πόρων. Πριν 20 χρόνια ήμουν υπουργός Οικονομικών μιας ένωσης που ονομάζονταν Τσεχοσλοβακία. Η ένωση διασπάστηκε στα δύο εξαιτίας της έλλειψης αλληλεγγύης. Γι’ αυτό και η Ευρώπη πρέπει να αποφασίσει τώρα αν θα προχωρήσει στην ενίσχυση του πολιτικού συγκεντρωτισμού. Δεν πρόκειται για κάτι που θέλουν οι Ευρωπαίοι επειδή γνωρίζουν ή τουλάχιστον διαισθάνονται ότι η ενίσχυση της συγκεντρωτικότητας θα γίνει σε βάρος της ελευθερίας και της ευημερίας τους.
Παρόλα αυτά οι πολιτικοί μπορεί και να το κάνουν πίσω από τις πλάτες εκείνων που τους εξέλεξαν. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Οι πρόσφατες συμφωνίες για το ελληνικό πακέτο στο στρατηγείο των Βρυξελλών – κυριολεκτικά πίσω από κλειστές πόρτες – έδειξαν ότι δεν υπάρχει δημοκρατία. Ο γαλλογερμανικός άξονας πήρε τις αποφάσεις για λογαριασμό του υπολοίπου της Ευρωζώνης.
Είναι προφανές ότι το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα και τα μέτρα που σήμερα προτείνονται για τη σωτηρία του δεν αντιπροσωπεύουν καμιά ‘σωτήρια’ για την ευρωπαϊκή οικονομία. Η ευρωπαϊκή οικονομία μακροπρόθεσμα μπορεί να σωθεί μόνο με τη ριζική αναδιάρθρωση του ευρωπαϊκού οικονομικού και κοινωνικού συστήματος.
Η Τσεχία δεν έκανε το λάθος να υιοθετήσει το ευρώ. Τον Απρίλιο οι Financial Times δημοσίευσαν ένα άρθρο του τελευταίου διοικητή της πολωνικής Κεντρικής Τράπεζας Σλάβομιρ Σκρζίπεκ. Είχε γράψει: «Ως μη μέλος του ευρώ η Πολωνία κατάφερε να επωφεληθεί από την ευέλικτη ισοτιμία του ζλότι κατά τρόπο που ενίσχυσε την ανάπτυξη και περιόρισε το εμπορικό έλλειμμα δίχως να εισάγει πληθωρισμό.
Η δεκαετής ιστορία των περιφερειακών κρατών-μελών του ευρώ που έχασαν την ανταγωνιστικότητά τους υπήρξε για μας ένα σωτήριο μάθημα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου