7 Ιουνίου 2010
G20: Στροφή 180 μοιρών
Την ταφόπλακα επί του πολυσυζητηθέντος παγκόσμιου φόρου των τραπεζών έβαλαν το Σαββατοκύριακο οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες των κορυφαίων οικονομιών του κόσμου.Παράλληλα δε, και υπό την πίεση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, οι G20 σάλπισαν στροφή 180 μοιρών σε σχέση με τις έως τώρα διακηρύξεις τους υπέρ των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης της παγκόσμιας οικονομίας.
Κατά τη συνάντησή τους στο Μπούσαν της Νότιας Κορέας, οι υπουργοί Οικονομικών των G20 αναγνώρισαν ότι η κρίση χρέους και η αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές υποχρεώνει στην επανεστίαση της προσοχής στις μειώσεις των δημοσίων ελλειμμάτων.
Στο ανακοινωθέν της συνάντησης υπογραμμίζεται ότι οι 20 πλουσιότερες οικονομίες του κόσμου «δεν θεωρούν τις επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές βιώσιμες ή αποτελεσματικές για τη στήριξη της παγκόσμιας ανάκαμψης» επειδή οι επενδυτές δεν εμπιστεύονται πλέον τα δημόσια οικονομικά ορισμένων χωρών. «Τα πρόσφατα γεγονότα υπογραμμίζουν τη σημασία των βιώσιμων δημοσιονομικών και την ανάγκη των κρατών για εφαρμογή αξιόπιστων μέτρων που θα ενισχύουν την ανάπτυξη και θα αποδίδουν δημοσιονομική βιωσιμότητα».
Σε άλλο σημείο του ανακοινωθέντος τονίζεται: «Οι χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρές δημοσιονομικές προκλήσεις πρέπει να επιταχύνουν το ρυθμό σταθεροποίησης τους. Καλωσορίζουμε τις πρόσφατες ανακοινώσεις εκ μέρους ορισμένων κρατών για περιορισμό των ελλειμμάτων τους το 2010 και για ενδυνάμωση της δημοσιονομικής τους θέσης». Η ανάγλυφη αντίθεση των διατυπώσεων αυτών σε σχέση με την προηγούμενη ανακοίνωση των G20, που στα τέλη Απριλίου καλούσε για τη λήψη δημοσιονομικών μέτρων τόνωσης της οικονομίας «ως τη στιγμή θα διασφαλίζονταν η στήριξη της ανάκαμψης από τον ιδιωτικό τομέα και η παγίωσή της» είναι κάτι παραπάνω από προφανής.
Μετά τη λήξη της συνάντησης, οι υπουργοί Οικονομικών αναγνώρισαν ρητά ότι το τοπίο έχει αλλάξει δραματικά. Ιδίως ο νέος Βρετανός πρωθυπουργός έδωσε έμφαση στην συντελεσθείσα μεταβολή. Κατά τον Τζ. Όσμπορν, το σημαντικό της εν λόγω συνάντησης «είναι η στήριξη της αξιοσημείωτης αλλαγής στον τόνο και τη γλώσσα σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών στους κόλπους των G20». Αλλά και άλλοι υπουργοί Οικονομικών αναγνώρισαν ότι η πραγματικότητα των αγορών υποχρεώνει τους G20 σε στροφή πολιτικής. Όπως παρατήρησε η Γαλλίδα υπουργός Οικονομικών Κριστίν Λαγκάρντ: «Κατά τη μεγάλη πλειοψηφία προτεραιότητα Νούμερο 1 έχει γίνει τώρα η αντιμετώπιση της κατάστασης των δημοσίων οικονομικών. Για τη μειοψηφία παραμένει η στήριξη της ανάκαμψης».
Ακόμα και ο διευθυντής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος Καν, που από τον Ιανουάριο του 2008 στάθηκε βασικός υποστηρικτής των μέτρων τόνωσης της οικονομίας, αναγνώρισε πως ο κόσμος άλλαξε απότομα. Ερωτώμενος αν νιώθει άνετα με την αλλαγή στάσης των 20 πλουσιότερων οικονομιών του κόσμου, ο Νομινίκ Στρος Καν απάντησε: «Εντελώς άνετα. Δεν είμαι ο πρωθιερέας των μέτρων τόνωσης της οικονομίας, αλλά της σωστής δημοσιονομικής πολιτικής».
Από το νέο τοπίο δεν λείπουν όμως οι ανησυχίες ότι η σημερινή κυρίαρχη ροπή για τον περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, όσο απαραίτητη κι αν θεωρείται, θα υπονομεύσει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, την ανάπτυξη. Όπως επισήμαναν αξιωματούχοι που μετείχαν στις εργασίες, η χώρα που περισσότερο ανησυχεί για τα ευρωπαϊκά προγράμματα λιτότητας και για τις περιοριστικές επιπτώσεις τους στην παγκόσμια ανάπτυξη είναι οι ΗΠΑ. Σε επιστολή του προς τους υπόλοιπους των G20, ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τιμ Γκάιτνερ εξέφρασε ρητά τους φόβους αυτούς σημειώνοντας : «Καθώς η Ευρώπη προχωρά στις αναγκαίες προσαρμογές, υπάρχουν ανησυχίες για ενδεχόμενη απειλή της ανάκαμψης», ενώ συνέχισε υπογραμμίζοντας ότι «η δημοσιονομική σύσφιξη δεν πρόκειται να πετύχει παρά μόνον αν ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στην παγκόσμια ανάπτυξη». Οι Ηνωμένες Πολιτείες κάλεσαν στη συνέχεια ανοιχτά την Κίνα να ανατιμήσει το νόμισμά της και τη Γερμανία να αυξήσει την εσωτερική της ζήτηση.
Υπουργοί άλλων χωρών υπογράμμισαν την ανάγκη για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να στηριχθεί η δυναμική της ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα.
Σε ό,τι αφορά τη μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι υπουργοί Οικονομικών παραιτήθηκαν επισήμως από την ιδέα για παγκόσμιο συντονισμό προκειμένου να επιβληθεί ένας παγκόσμιος φόρος στις τράπεζες. Μεταξύ των G20 παρέμενε η αρχική διχογνωμία σε σχέση με το παγκόσμιο φόρο των τραπεζών, με τον Καναδά, την Αυστραλία, και την Ιαπωνία να αντιτίθενται περισσότερο. Έτσι αποφασίστηκε τελικά να επιτραπεί σε κάθε χώρα να εφαρμόσει τη δική της πολιτική σε σχέση με την επιβολή νέων φόρων επί των τραπεζών.
Φανερά ικανοποιημένος από την απόφαση αυτή ο Καναδός υπουργός Οικονομικών Τζιμ Φλάερτι δήλωσε: «Η συζήτηση για τη φορολογία των τραπεζών λειτούργησε αποπροσανατολιστικά σε σχέση με τα βασικά ζητήματα που αντιμετωπίζουμε και φάνηκε ότι τα περισσότερα μέλη δεν υποστηρίζουν την ιδέα ενός καθολικού φόρου», συνεπώς «τα μέλη αναγνώρισαν ότι υπάρχει ένα πλήθος πολιτικών προσεγγίσεων» και ότι η κάθε χώρα πρέπει να αφεθεί να αναπτύξει τη δική της σκέψη, «λαμβάνοντας υπόψη τις εσωτερικές περιστάσεις και τις διαθέσιμες επιλογές της».
Για τις χώρες που επιμένουν να προχωρήσουν στην επιβολή μονομερούς τραπεζικής φορολογίας όπως είναι οι ΗΠΑ και η Βρετανία, συμφωνήθηκε επί του παρόντος να γίνουν διαβουλεύσεις με στόχο κάποιες ελάχιστες κοινές αρχές που θα περιορίσουν τη δυνατότητα των τραπεζών να εκμεταλλεύονται τα πιο ευνοϊκά ρυθμιστικά και φορολογικά πλαίσια, οι οποίες πάντως δεν αναμένεται νά φέρουν καρπούς παρά στη συνάντηση των πολιτικών ηγετών των 20 πλουσιότερων οικονομιών που θα γίνει μέσα στον Ιούνιο στο Τορόντο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου