11 Μαΐου 2011
Π.Παναγιώτου-“Η Ελλάδα θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το ευρώ”
Σίγουρα είναι σωστό και σοφό που σήμερα όλοι αντιδρούν στην ύποπτη καταστροφολογία περί ενδεχόμενης επικείμενης εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ - δεν έκαναν, όμως, το ίδιο και στα τέλη του 2008 όταν ήταν ξένα αλλά και ελληνικά δημοσιεύματα σε έγκριτα ΜΜΕ που προέβλεπαν μία τέτοια εξέλιξη προσκαλώντας, εν αγνοία τους, τους κερδοσκόπους να χτυπήσουν τη χώρα. Η δική μου απάντηση στους σημερινούς καταστροφολόγους θα ήθελα να δοθεί μέσα από μία ανάλυση που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΕΡΔΟΣ στις 23 Δεκεμβρίου 2008 με τίτλο ““Η Ελλάδα θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το ευρώ”. Ο τίτλος ήταν εντός εισαγωγικών, ακριβώς γιατί αυτό αναφερόταν στα τότε δημοσιεύματα. Ας δούμε, λοιπόν, κάποια στοιχεία σχετικά με το πόσο πιθανό και εφικτό είναι η Ελλάδα να φύγει από το ευρώ (με βάση τις μέχρι τότε διαθέσιμες σε μένα πληροφορίες) και το τί θα σήμαινε αυτό για την ΕΕ και μία σειρά άλλων χωρών μέσα από μία ανάλυση που έγινε πριν από 2,5 χρόνια και ας θυμηθούμε ότι πολλές φορές όταν αναζητούμε τον ένοχο για 'αδικήματα' εναντίον της χώρας μας πρέπει πρώτα να κοιτάξουμε στον καθρέπτη.
23/12/08: “Η Ελλάδα θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το ευρώ”
του Πάνου Παναγιώτου, χρηματιστηριακού τεχνικού αναλυτή
“Μία τέτοια πρόβλεψη, με τη σχετική επιχειρηματολογία που τη συνοδεύει, ότι δηλαδή η Ελλάδα θα αναγκαστεί να επιστρέψει στη δραχμή ώστε να προβεί σε υποτίμησή της για να σώσει την οικονομία της, επιβεβαιώνει ότι στην Ελλάδα μπορεί να μη πτωχεύσουμε, τελικά, από χρήματα αλλά σίγουρα έχουμε πτωχεύσει, προ πολλού, από σοβαρότητα και στοιχειώδη υπευθυνότητα.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Έστω ότι η Ελλάδα έχει, όντως, τεράστιο δημόσιο χρέος το οποίο γίνεται δυσβάσταχτο για τους ώμους της (υπό τη σκιά της τρέχουσας κρίσης). Επιπλέον, έστω, πως ο κρατικός δανεισμός και τα πακέτα βοήθειας με σκοπό την στήριξη του τραπεζικού συστήματος και την ενίσχυση της κατανάλωσης (ώστε να βοηθηθεί τελικά η ανάπτυξη) δημιουργήσουν πληθωρισμό μεγαλύτερο από τον μέσο ευρωπαϊκό, υπονομεύοντας την ανταγωνιστικότητα και εν τέλει την ανάπτυξη. Η παλιά συνταγή για την αντιμετώπιση των παραπάνω θα ήταν μείωση των επιτοκίων και υποτίμηση του εθνικού νομίσματος. Αυτό, όμως, δε μπορεί να συμβεί όσο η χώρα είναι μέλος της ΟΝΕ.
Ας υποθέσουμε τώρα, ότι η ΕΕ στρέφει εντελώς την πλάτη της στην Ελλάδα (όπως υποστηρίχτηκε από ελληνικά ΜΜΕ ότι θα συμβεί) και έτσι, χωρίς καμία βοήθεια από αυτήν, έστω ότι η χώρα φτάνει στο σημείο να αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της στο εσωτερικό της, όπως στις πληρωμές των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, την καταβολή συντάξεων κλπ.. Τότε, ας υποθέσουμε, ότι η αποχώρηση από την ΟΝΕ αναδεικνύεται ως επιλογή ανάγκης, με το σχέδιο της επιστροφής στη δραχμή και της κυμαινόμενης ισοτιμίας του με το ευρώ. Σε μία τέτοια περίπτωση, η κυβέρνηση θα μπορούσε να συνεχίσει να πληρώνει τις οικονομικές της υποχρεώσεις, χρησιμοποιώντας το νόμισμα που θα εξέδιδε η κεντρική της τράπεζα, δηλαδή τη δραχμή, σε μία αρχική ισοτιμία προς το ευρώ. Επόμενο βήμα θα ήταν η μετατροπή του χρέους σε ευρώ, σε χρέος σε δραχμές.
Άμεση συνέπεια της εκτύπωσης χαρτονομισμάτων για την αποπληρωμή των εσωτερικών υποχρεώσεων, θα ήταν ο πληθωρισμός της δραχμής (εξαιτίας της αύξησης του αριθμού κυκλοφορούντος χρήματος χωρίς αντίκρυσμα και αποκλειστικά για εσωτερική κατανάλωση) και η αντικατάσταση του ασφάλιστρου πτώχευσης με ασφάλιστρο κινδύνου απέναντι στον πληθωρισμό, ο οποίος και θα προκαλούσε πτώση στην τιμή των ομολόγων. Αλλά με δεδομένη την οικονομική κατάσταση της χώρας, όπως την υποθέσαμε και την περιγράψαμε παραπάνω, οι κάτοχοι ελληνικών ομολόγων (δηλαδή οι δανειστές μας) δε θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να βελτιώσουν τη θέση τους: θα έπρεπε να αποδεχτούν ότι θα υπήρξε, ως αποτέλεσμα, μερική αποκήρυξη των απαιτήσεών τους. Από εκεί και πέρα θα ήταν στο χέρι της ελληνικής κυβέρνησης να αποδείξει ότι θα ήταν ικανή να βελτιώσει την οικονομία της, έχοντας αποκτήσει τον έλεγχο της νομισματικής της πολιτικής.
Μέχρι εδώ, ας υποθέσουμε ότι το σενάριο αυτό είναι ρεαλιστικό, καθώς η επανέκδοση του εθνικού νομίσματος είναι στα πλαίσια με την αρχή του “lex monetae” που είναι ευρέως αποδεκτό στο δημόσιο διεθνές δίκαιο. Προηγούμενα παραδείγματα έχουμε από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, πρώην μέλη της Σοβιετικής Ένωσης. Μα σε αυτές της χώρες, η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα έγινε υπό συνθήκες εξέγερσης και επανάστασης. Αντίθετα, οι χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα, υπόκεινται σε μία σειρά πολύπλοκων και συχνά διφορούμενων σχέσεων μεταξύ εθνικής νομοθεσίας, διεθνούς νομοθεσίας και Ευρωπαϊκής νομοθεσίας, η οποία κάνει την προοπτική αποχώρησης από το ενιαίο νόμισμα πολύ πιο προβληματική και δύσκολη.
Μία άλλη διαφορά από προηγούμενες περιπτώσεις, είναι ότι οι χώρες πρώην μέλη της Σοβιετικής Ένωσης δεν είχαν αναπτυγμένα συστήματα οικονομικών και χρηματοοικονομικών απαιτήσεων ιδιωτικού τομέα κάτι το οποίο ισχύει στην ΕΕ, όπου το σύνολο, σχεδόν, του κρατικού και του ιδιωτικού χρέους είναι σε ευρώ. Αυτό κάνει ακόμη πιο δύσκολη την έξοδο μίας χώρας από την ΟΝΕ, καθώς, αν κάτι τέτοιο συμβεί, η κυβέρνησή της μπορεί, μεν, να έχει κάποιες ελπίδες να βγει από το αδιέξοδο, μετατρέποντας το χρέος της σε εθνικό νόμισμα αλλά οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα με κέρδη σε “μαλακό” εθνικό νόμισμα, δηλαδή τη δραχμή και υποχρεώσεις σε “σκληρό” ευρώ, θα βρεθούν σε μία απελπιστική οικονομική κατάσταση.
Αυτό, θα έχει ως συνέπεια να γίνει ακόμη πιο εύθραυστος και ο τραπεζικός κλάδος, ο οποίος συνδέεται άρρηκτα με τον ιδιωτικό τομέα και η πιθανότητα ανεπανόρθωτης βλάβης ή και κατάρρευσης και των δύο θα αυξηθεί κατακόρυφα. Επιπλέον, αν επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα δοκίμαζαν να μετατρέψουν τα χρέη τους σε δραχμές, οι ξένοι πιστωτές δε θα το αποδέχονταν. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν συμφωνίες και σχετική νομοθεσία που να καθορίζει τη διαδικασία εξόδου από την ΟΝΕ, θα δημιουργούνταν σύγκρουση μεταξύ της εθνικής κυβέρνησης και των εθνικών δικαστηρίων με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και φυσικά μεταξύ ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου. Η οικονομική κρίση θα προκαλούσε, έτσι, νομοθετική και πολιτική, αν όχι συνταγματική κρίση. Αναπόφευκτη θα ήταν μία ευρωπαϊκή κρίση.
Πέρα από αυτό, στο πρώτο στάδιο μίας ενδεχόμενης αποχώρησης από το ευρώ, μία ενδεχόμενη υποτίμηση της δραχμής θα τίναζε στον αέρα τις ανταγωνιστικές της Ελλάδας χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοια και χειρότερα οικονομικά προβλήματα, όπως την Ιταλία και την Ισπανία. Ακόμη, θα δημιουργούνταν ένα ντόμινο επιπτώσεων στις χώρες όπου η Ελλάδα έχει ισχυρή εμπορική και τραπεζική παρουσία, όπως είναι αυτές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Επιπλέον, η έξοδος μίας χώρας από το ευρώ θα αύξανε την πίεση στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης και θα ενίσχυε το φόβο για συνολική κατάρρευση της ΟΝΕ, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το ρίσκο πτώχευσης κρατών όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία και παράλληλα η απροθυμία επενδυτών να χρηματοδοτήσουν το χρέος τους. Η χρηματιστηριακή ιστορία μας διδάσκει ότι καμία χώρα δεν είναι πολύ μικρή όταν πρόκειται για χρηματιστηριακές κρίσεις και τα προβλήματα στη μία, αν αφεθούν να φτάσουν στο απροχώρητο, μεταφέρονται στις γειτονικές χώρες εν ριπή οφθαλμού.
Μετά από όλα τα παραπάνω γεννιέται το ερώτημα: συμφέρει στην Ελλάδα, την ΕΕ ή τους δανειστές μας, η έξοδος της πρώτης από την ΟΝΕ; Η προφανής απάντηση είναι “όχι”. Αλλά αυτό είναι κάτι το οποίο οι ετεροχρονισμένοι κινδυνολόγοι που, τόσο ευθαρσώς και τόσο πρόχειρα, προέβλεψαν αυτήν την εξέλιξη, παρέλειψαν να εξετάσουν.”
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου