Ἐγὼ τώρα ἐξαπλώνω ἰσχυρὰν δεξιὰν καὶ τὴν ἄτιμον σφίγγω πλεξίδα τῶν τυράννων δολιοφρόνων . . . . καίω τῆς δεισιδαιμονίας τὸ βαρὺ βάκτρον. [Ἀν. Κάλβος]


******************************************************
****************************************************************************************************************************************
****************************************************************************************************************************************

ΑΙΘΗΡ ΜΕΝ ΨΥΧΑΣ ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ… 810 σελίδες, μεγέθους Α4.

ΑΙΘΗΡ ΜΕΝ ΨΥΧΑΣ ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ… 810 σελίδες, μεγέθους Α4.
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

****************************************************************************************************************************************

TO SALUTO LA ROMANA

TO SALUTO  LA ROMANA
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
****************************************************************************************************************************************

ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΩΝ ΓΙΓΑΝΤΩΝ

ΕΥΡΗΜΑ ΥΨΗΛΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΣΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗΝ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΟΣΟΝ ΚΑΙ ΔΙΑ ΜΙΑΝ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΘΕΜΕΛΙΩΣΙΝ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ Η ΑΝΕΥΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΜΟΜΜΙΟΠΟΙΗΜΕΝΟΥ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΟΥ ΔΑΚΤΥΛΟΥ! ΙΔΕ:
Οι γίγαντες της Αιγύπτου – Ανήκε κάποτε το δάχτυλο αυτό σε ένα «μυθικό» γίγαντα
=============================================

.

.
κλικ στην εικόνα

.

.
κλικ στην εικόνα

.

.
κλικ στην εικόνα

4 Μαΐου 2011

FED, Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

FED, Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ: Τα καινούργια χρηματοπιστωτικά όπλα μαζικής καταστροφής, η νέα πιστωτική πυραμίδα, η παραγωγή χρήματος από τις εμπορικές τράπεζες, η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας, η «ομοσπονδιακή» των Η.Π.Α. και η ανάγκη εθνικοποίησης των κεντρικών τραπεζών


Το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν ενδιαφέρεται τόσο για τα κεφάλαια, πόσο μάλλον για τα «εικονικά» χρήματα, όσο για τους τόκους που «προσφέρουν». Τα κεφάλαια μοιάζουν με τα «οπωροφόρα» δέντρα, τα οποία έχουν τότε μόνο αξία, όταν παράγουν καρπούς – αφού αυτοί πωλούνται στις αγορές, δημιουργώντας κέρδη.

Όσον αφορά τις εμπορικές τράπεζες, με κριτήριο το ελάχιστο αποθεματικό κεφάλαιο (fractional reserve) που υποχρεούνται να καταβάλλουν στις κεντρικές, έχουν τη δυνατότητα να «εγκρίνουν» έως και τα 50πλάσια δάνεια των εγγυήσεων που διαθέτουν - δημιουργώντας χρήματα από το πουθενά και αποκομίζοντας ετήσια επιτόκια που υπερβαίνουν το 250% επί των κατατεθειμένων κεφαλαίων τους.

Για παράδειγμα, όταν προσφέρουν ένα δάνειο 1.000 €, τα χρήματα που στην πραγματικότητα διαθέτουν (υπό ορισμένες προϋποθέσεις), είναι 20 € (2%). Από τα 20 αυτά Ευρώ, με επιτόκιο 5%, οι ετήσιοι τόκοι τους διαμορφώνονται στα 50 € - δηλαδή, κερδίζουν 2,5 φορές τα πραγματικά χρήματα που καταβάλλουν. Επομένως, όχι μόνο ξεπερνούν κατά πολύ ακόμη και τον πιο άπληστο τοκογλύφο, αλλά, το σημαντικότερο ίσως, θα ήταν πιθανότατα ικανές να «εγκληματήσουν», εάν μόνο έτσι θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν περαιτέρω τα υπερκέρδη τους”.  

Με βάση τις παραπάνω τοποθετήσεις, δεν απορεί κανείς διαπιστώνοντας ότι το καζίνο έχει ξανά ανοίξει – ειδικά όταν γνωρίζει ότι οι «πρωταθλητές» του marketing, οι Η.Π.Α., έχουν διοχετεύσει σχεδόν το σύνολο της δημιουργικότητας τους στα χρηματοπιστωτικά προϊόντα «μαζικής καταστροφής». Πόσο μάλλον αφού η εμπειρία των μεγάλων ιδρυμάτων από την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση τα δίδαξε ότι, ακόμη και αν τυχόν βρεθούν ξανά σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης (χρεοκοπία), οι κυβερνήσεις θα επέμβουν με τα χρήματα των φορολογουμένων Πολιτών τους, διασώζοντας τες (ετεροβαρές ρίσκο).

ΟΙ ΣΚΙΩΔΕΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Αναλυτικότερα οι τράπεζες, κυρίως οι τοπικές γερμανικές, με στόχο να αποφύγουν τις μελλοντικές υποχρεώσεις τους από την εφαρμογή της νέας συνθήκης της Βασιλείας, η οποία θα τις αναγκάζει σε Ίδια Κεφάλαια της τάξης του 10,5% επί των συνολικών δανείων τους, «μεταβιβάζουν» τις επισφάλειες (ρίσκα) τους σε εξειδικευμένους επενδυτές (σκιώδεις τράπεζες) - με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιούν τα απαιτούμενα κεφάλαια τους, κάποιες φορές σε χαμηλότερα του 1% (δανείζοντας με επιτόκια 5%, επιτυγχάνουν έως και 500% κερδοφορία).

Η καινούργια αυτή «αισθητική επέμβαση» στους Ισολογισμούς τους ονομάζεται «Regulatory Capital Relief Trade / Reg Caps» - όπου οι σκιώδεις, ανεξέλεγκτες από τις Αρχές τράπεζες, οι οποίες στις Η.Π.Α. διαχειρίζονται πιστώσεις ύψους 16 τρις $ (οι κανονικές τράπεζες «μόλις» 13 τρις $), υψηλότερες δηλαδή από το συνολικό ΑΕΠ της υπερδύναμης, «αγοράζουν» τις επισφαλείς πιστώσεις των εμπορικών τραπεζών, «χρεώνοντας» τες με προμήθειες που ξεπερνούν το 15%. Η λειτουργία του απίστευτου αυτού «μηχανισμού ωραιοποίησης» των Ισολογισμών είναι η εξής:

(α)  Η εμπορική τράπεζα προσφέρει πιστώσεις στους πελάτες της, ιδιώτες ή επιχειρήσεις, χωρίς να προσέχει ιδιαίτερα την πιστοληπτική τους ικανότητα (όπως ακριβώς συνέβη με τα ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης στις Η.Π.Α.)

(β)  Αρκετές χιλιάδες δανείων «συσκευάζονται» σε ένα «δομημένο» προϊόν. Τα ιδιαίτερα επικίνδυνα πιστωτικά «πακέτα» τώρα, τα δομημένα προϊόντα δηλαδή με το μεγαλύτερο ρίσκο (Junior Trance), «τιτλοποιούνται» και μεταβιβάζονται σε επενδυτές (σκιώδεις τράπεζες).

(γ)  Οι επενδυτές αυτοί (για παράδειγμα κάποια Hedge Funds), αναλαμβάνουν το ρίσκο της απώλειας των πιστώσεων - χρεώνοντας την τράπεζα που τις μεταβιβάζει με υψηλά επιτόκια (έως και 15%).

(δ)  Η τράπεζα, έχοντας μετατρέψει τα επισφαλή της δάνεια σε ασφαλή, αφού έχει μεταβιβάσει το ρίσκο της απώλειας τους (κάτι που λειτουργούσε στο παρελθόν με τα CDS και τις ασφαλιστικές εταιρίες, έως ότου κατέρρευσε η αγορά τους), δεν είναι υποχρεωμένη να τα εγγράψει στον Ισολογισμό της. Επομένως, έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει την παροχή πιστώσεων, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να αυξήσει τα Ίδια Κεφάλαια της (με αποτέλεσμα να μειώνεται η σχέση «Ίδια Κεφάλαια προς Πιστώσεις» στο 1% - αντί να παραμένει στο 10%).    

(ε)  Ο κίνδυνος της απώλειας των επισφαλών δανείων τώρα, τον οποίο έχουν αναλάβει τα Hedge funds από την τράπεζα, μεταφέρεται στους χρηματοδότες τους – που ακριβώς δεν γνωρίζει κανείς. Όπως υποθέτουν οι γνώστες της αγοράς, οι χρηματοδότες αυτοί είναι κρατικά επενδυτικά κεφάλαια, συνταξιοδοτικά ταμεία και πλούσιοι ιδιώτες -  μέσω των ειδικών ιδρυμάτων που διαθέτουν.

(στ) Ολόκληρο το «παιχνίδι», η πιστωτική πυραμίδα δηλαδή, συνεχίζεται επ’ αόριστον – μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή, κατά την οποία θα εκραγεί ακόμη μία φορά η «φούσκα» και θα γκρεμισθεί η πυραμίδα (καπιταλισμός-καζίνο).

Στην περίπτωση αυτή, δεν είναι απίθανο ένας ιδιοκτήτης, ο οποίος για παράδειγμα αγόρασε με δόσεις το σπίτι του από μία Ελληνική Τράπεζα (ή ένας επιχειρηματίας που δανείσθηκε από μία ελβετική τράπεζα), να έλθει αντιμέτωπος με έναν Ιάπωνα επενδυτή ή με κάποιο βρετανικό Hedge Fund, το οποίο θα ζητάει από αυτόν τα χρήματα του. Ειδικά όσον αφορά τα επιχειρηματικά δάνεια, τα οποία είναι συνήθως εξάμηνης λήξης, αν και υπό ομαλές συνθήκες ανανεώνονται, είναι δυνατόν να «καταπέσουν» ξαφνικά, καταστρέφοντας πολλές επιχειρήσεις.        

Περαιτέρω, παρά το ότι οι κρατικές υπηρεσίες ακολουθούν τα ίχνη των πιστωτικών «ακροβατών», προσπαθώντας να εμποδίσουν την καινούργια, πολύ πιο ισχυρή πιστωτική φούσκα που δημιουργείται, δεν φαίνεται δυστυχώς να τα καταφέρνουν. Το γεγονός αυτό είναι μάλλον αυτονόητο αφού ο Αρχές, ιδίως οι ευρωπαϊκές, διαθέτουν ελάχιστα άτομα, με ετήσιους μισθούς που δεν ξεπερνούν τα 130.000 € - έχοντας απέναντι τους πολλές χιλιάδες καλοπληρωμένα, ικανότατα επενδυτικά στελέχη, τα οποία ακολουθούν «πρότυπα» όπως αυτό του J.Paulson (ο οποίος κέρδισε μέσα σε ελάχιστους μήνες από την πρόσφατη κρίση των subrimes σχεδόν 4 δισεκατομμύρια $).

Πολύ περισσότερο όταν, όπως υποθέτουμε, δεν είναι αντίθετη τους η Fed - η οποία, παρά το ότι η ονομασία της (Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των Η.Π.Α.) μας προδιαθέτει να την θεωρήσουμε κρατική, είναι μία ιδιωτική τράπεζα (με μετόχους μερικές από τις μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες, καθώς επίσης ανώνυμους ιδιώτες-μέλη της τραπεζικής ολιγαρχίας).    

ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Συνεχίζοντας, θεωρούμε ότι οι κανονικές τράπεζες (εμπορικές), δεν διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τις σκιώδεις – με μοναδική ίσως εξαίρεση το ότι υπάγονται σε θεσμοθετημένους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Ειδικότερα, η διαδικασία της δημιουργίας χρήματος εκ μέρους τους από το πουθενά παραμένει «αδιαφανής - ενώ είναι πολύ δύσκολο να «ανακαλυφθεί/τεκμηριωθεί». Για παράδειγμα, όταν κανείς αναζητήσει στους Ισολογισμούς και στις στατιστικές των εμπορικών τραπεζών, εάν το ποσόν των χορηγήσεων τους υπερβαίνει το αντίστοιχο των καταθέσεων, δεν πρόκειται να διακρίνει σημαντικές διαφορές (Πίνακας Ι).

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Καταθέσεις, χορηγήσεις και διαφορά (καταθέσεις μείον χορηγήσεις) ορισμένων Ελληνικών τραπεζών σε δις €, με κριτήριο τους Ισολογισμούς τους το 2009. 

Τράπεζα
Καταθέσεις
Χορηγήσεις
Διαφορά




Εθνική Τράπεζα
58,08
58,13
-0,05
Eurobank
45,81
42,02
3,79
Alpha Bank
35,26
41,81
-6,55
Τράπεζα Κύπρου
26,93
22,35
4,58
Τράπεζα Πειραιώς
25,73
31,25
-5,52
Αγροτική Τράπεζα
22,68
22,13
0,55
Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο
12,66
7,91
4,75
Πηγή: Ναυτεμπορική
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος 

Όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι, η διαφορά μεταξύ καταθέσεων και χορηγήσεων (όπου το αρνητικό υπόλοιπο σημαίνει ότι η εκάστοτε τράπεζα έχει δανείσει περισσότερα χρήματα από τις «καταθέσεις» της), δεν είναι σημαντική. Επομένως, αυτός που αναζητά πρακτική απόδειξη της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά στους Ισολογισμούς των τραπεζών, δεν πρόκειται να την βρει εκεί – εκτός εάν γνωρίζει ότι, κάτω από την έννοια «καταθέσεις» συμπεριλαμβάνονται επίσης χρήματα, τα οποία δεν προέρχονται από καταθέσεις, αλλά από «πιστώσεις»: λογιστικά χρήματα δηλαδή (πηγή: B.Senf).

Πόσο μάλλον εάν κατανοήσει ότι, εάν κάποιος λάβει ένα δάνειο από μία τράπεζα και καταθέσει (εμβάσει κλπ) το ποσόν του δανείου σε έναν λογαριασμό όψεως, στην ίδια ή σε κάποια άλλη τράπεζα, τότε τα χρήματα αυτά θεωρούνται καταθέσεις – γεγονός που μάλλον δυσχεραίνει κατά πολύ την πειστικότητα εκείνων των στατιστικών αναφορών, οι οποίες καταγράφουν τις αποταμιεύσεις των Πολιτών, προσπαθώντας να μας δώσουν μία δήθεν αντιπροσωπευτική εικόνα των προς διάθεση «πραγματικών» χρημάτων (χωρίς να αφαιρούν τις υποχρεώσεις των καταθετών κλπ).

Παρά το ότι λοιπόν η διαδικασία της παραγωγής χρημάτων από το πουθενά ήταν αρχικά το αποκλειστικό προνόμιο των κεντρικών τραπεζών, στις οποίες οι εμπορικές, για να πάρουν χρήματα (δάνεια) έδιναν σαν εγγύηση τις απαιτήσεις τους από τους πελάτες τους (ανταλλάσσοντας τες με «κεντρικά χρήματα», τα οποία «μεταβίβαζαν» στους επόμενους πελάτες τους), οι εμπορικές τράπεζες έχουν «εφεύρει», για πολλά χρόνια κρυφά από το ευρύ κοινό και την Πολιτική, έναν καινούργιο τρόπο παραγωγής χρημάτων: τα λογιστικά χρήματα, τα οποία πλέον αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της ποσότητας χρήματος Μ1 (μετρητά συν καταθέσεις όψεως).

Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν το απλοποιημένο «πιστωτικό φαινόμενο», το οποίο επεξηγεί το μηχανισμό που οδηγεί στη διαρκή αύξηση της ποσότητας των χρημάτων εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών, είναι το εξής:  

(α)  Κάποιος καταθέτει στην Τράπεζα Α το ποσόν των 1.000 €. Η τράπεζα διατηρεί τα 200 € στους λογαριασμούς της (σαν «ρεζέρβες», εάν αυτή ήταν η υποχρέωση της στην κεντρική) και δανείζει τα 800 € στην Τράπεζα Β (ή σε κάποιον άλλο πελάτη της κλπ)

(β)  Η Τράπεζα Β, η οποία δανείζεται τα 800 €, διατηρεί αντίστοιχα τα 160 € στους λογαριασμούς της και δανείζει τα 640 € στην Τράπεζα Γ.

(γ)  Η Τράπεζα Γ, η οποία δανείζεται τα 640 € διατηρεί τα 128 € και δανείζει τα 512 € που «περισσεύουν» κοκ.

Με αυτόν τον τρόπο, έχουμε στο τέλος «καινούργιες» καταθέσεις συνολικά 5.000 €, από την αρχική κατάθεση των πραγματικών 1.000 €, ρεζέρβες αυτά τα 1.000 € και νέες πιστώσεις 4.000 €. Δηλαδή, τα 1.000 € που κατέθεσε ένας και μοναδικός πελάτης έγιναν 4.000 € πιστώσεις και 1.000 € ρεζέρβες – επομένως, «ως δια μαγείας» πολλαπλασιάστηκαν.

Ίσως οφείλουμε να συμπληρώσουμε εδώ ότι, εάν η υποχρέωση των εμπορικών τραπεζών για τη διατήρηση εγγυήσεων στην κεντρική δεν ήταν 20%, όπως στο παράδειγμα, αλλά 2%, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ευρωζώνη, τα αρχικά 1.000 € θα μπορούσαν να γίνουν 50.000 € (υπό προϋποθέσεις φυσικά, όπου το μέγεθος της τράπεζας, ο όγκος των συναλλαγών της καλύτερα, διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο – κάτι που θα αναλύσουμε σε επόμενο άρθρο μας).    

Συνεχίζοντας στο προηγούμενο παράδειγμα, αλλά από την αντίθετη «φορά», εάν ο αρχικός πελάτης ζητήσει από την Τράπεζα Α να του επιστρέψει τα 1.000 €, τότε αυτή θα απαιτήσει από την Τράπεζα Β τα 800 € που της είχε δανείσει, συμπληρώνοντας τα  με τα 200 € που είχε διατηρήσει (ρεζέρβες) κοκ. Έτσι λοιπόν, σε τελική ανάλυση, τα 4.000 € πιστώσεις και τα 1.000 € ρεζέρβες, τα συνολικά 5.000 € δηλαδή, θα ξαναγίνονταν 1.000 € (εδώ το μέγεθος της τράπεζας λειτουργεί ακριβώς αντίθετα, οδηγώντας τις μεγάλες γρηγορότερα στη χρεοκοπία).

Φυσικά, όταν η Οικονομία λειτουργεί ομαλά, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει πρακτικά, αφού εμφανίζονται συνεχώς νέοι καταθέτες, οι τράπεζες δανείζονται επί πλέον χρήματα κλπ. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν είναι τόσο εύκολη η διαδικασία της επιστροφής χρημάτων (πιστωτική συρρίκνωση, «κάψιμο» χρημάτων), όσο αυτή του δανεισμού τους, ενώ εμπεριέχει πολλούς διαφορετικούς κινδύνους – κάτι που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα, με άγνωστα αποτελέσματα γα το μέλλον της (ύφεση, ανεργία κλπ).  

Κλείνοντας είναι πιθανόν, στο παράδειγμα μας, η Τράπεζα Β, η οποία για να επιστρέψει με τη σειρά της τα 800 € θα πρέπει να ζητήσει την αποπληρωμή των 640 € από την Τράπεζα Γ, να μην μπορέσει να το επιτύχει - επειδή η Τράπεζα Γ αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα ρευστότητας και αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της. Στην περίπτωση αυτή, η Τράπεζα Β είναι υποχρεωμένη (υπό ορισμένες προϋποθέσεις φυσικά), να ζητήσει από κάποιον άλλο «πελάτη» της τα 640 € και να δημιουργήσει προβλέψεις ζημιών (επίσης 640 €).
       
Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ (BoE)

«Με χρήματα που παράγει κανείς μόνος του, μπορεί να αγοράσει ολόκληρο τον κόσμο – αρκεί να παραμείνει απόλυτα μυστική η ταχυδακτυλουργική δημιουργία τους από το πουθενά».   

Στην κλασσική οικονομική θεωρία (Adam Smith), όπως επίσης στη θεωρία της υπεραξίας (Karl Marx), ο ρόλος των χρημάτων αντιμετωπιζόταν με τέτοιον τρόπο, σαν να επρόκειτο για «συνάλλαγμα» σε χρυσά νομίσματα – ενδεχομένως και για χαρτονομίσματα, τα οποία όμως είχαν αντίκρισμα σε χρυσό. Επομένως, οι πάσης φύσεως επενδύσεις ήταν τότε μόνο δυνατές, κατά τη συγκεκριμένη θεωρία, όταν στηρίζονταν στις προηγούμενες αποταμιεύσεις των πολιτών – στη συσσώρευση χρημάτων δηλαδή είτε από τον ίδιο τον επενδυτή, είτε από αυτούς που τυχόν του δάνειζαν τα πραγματικά χρήματα των αποταμιεύσεων τους (είναι ο μοναδικός τρόπος ουσιαστικά για να αποφεύγονται οι «χρηματοπιστωτικές φούσκες» και να παραμένει υγιής η επενδυτική διαδικασία).       

Εν τούτοις, αντίθετα με όσα πιστεύονταν τότε, η Τράπεζα της Αγγλίας ιδρύθηκε το 1694 από τον ιδιώτη W.Patterson, ως μία ιδιωτική κεντρική τράπεζα με το δικαίωμα της «παραγωγής» χρημάτων από το πουθενά – με την άδεια του άγγλου βασιλιά Wilhelm III, ό οποίος έδωσε το δικαίωμα στον W.Patterson να εκτυπώνει και να θέτει σε κυκλοφορία τα νόμιμα αποδεκτά από όλους χαρτονομίσματα. Στη βάση λοιπόν των αποθεμάτων χρυσού, τα οποία οδηγήθηκαν στην Τράπεζα της Αγγλίας με τη βοήθεια της έκδοσης μετοχών, δημιουργήθηκαν πολλαπλάσιας αξίας «πλαστά» χαρτονομίσματα - τα οποία τέθηκαν στην κυκλοφορία δια μέσου των έντοκων δανείων που χορηγήθηκαν. 

Με τον τρόπο αυτό εισέρευσαν νέα χρήματα στον προϋπολογισμό του βασιλιά, ο οποίος ουσιαστικά ενέκρινε το σχέδιο, την «απάτη» καλύτερα του Patterson, επειδή ευρισκόταν σε πολύ μεγάλη οικονομική ανάγκη. Το παράδοξο στην όλη διαδικασία ήταν το ότι ο βασιλιάς (στη συνέχεια το κράτος), χρεώθηκε απέναντι σε μία ιδιωτική τράπεζα με ποσά που τοκίζονταν - με αποτέλεσμα να είναι απόλυτα εξαρτημένος από την Τράπεζα της Αγγλίας, στην οποία ο ίδιος είχε προηγουμένως δώσει το δικαίωμα να παράγει χρήματα (προφανώς, εάν τα χαρτονομίσματα δεν είχαν τη βασιλική εικόνα, η οποία δημιουργούσε εμπιστοσύνη στους Άγγλους, δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να τεθούν σε κυκλοφορία και να θεωρηθούν επίσημο ανταλλακτικό μέσον).  

Ένα επόμενο «παράδοξο» ήταν αναμφίβολα το ότι, κάτω από τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, τα χρήματα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν στην αγορά μόνο μέσω της παροχής δανείων – μεταξύ άλλων με τη βοήθεια των αυξανομένων κρατικών χρεών. Η αποπληρωμή τώρα του δημοσίου χρέους δεν είναι «αξιωματικά» εφικτή εντός ενός τέτοιου πιστωτικού συστήματος, το οποίο παραμένει μέχρι και σήμερα, αφού η ποσότητα των χρημάτων, σε μία ανάλογη περίπτωση, θα μειωνόταν ευθέως ανάλογα με τον περιορισμό των χρεών - με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν τα απαιτούμενα χρήματα, τα «ανταλλακτικά μέσα» δηλαδή στο «κυκλοφοριακό σύστημα» της Οικονομίας, η οποία τότε θα κατέληγε σε ύφεση (Deflation).

Όταν λοιπόν «απαιτεί» κάποιος, όπως στο σημερινό παράδειγμα της Ελλάδας, την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους της με 40 ισόποσες ετήσιες δόσεις και με το βασικό επιτόκια της ΕΚΤ, με αυτό δηλαδή που δανείζονται οι εμπορικές τράπεζες, έρχεται αντιμέτωπος με τη «καρδιά» του χρηματοπιστωτικού συστήματος - το οποίο ζει από τα δάνεια και πλουτίζει από τους τόκους. Εκτός αυτού η σημερινή υπερχρέωση της Δύσης, εάν δεν συμβεί κάτι άμεσα, θα οδηγήσει μάλλον σε μία πιστωτική συρρίκνωση - η οποία θα προκαλέσει παντού αφενός μεν μία καταστροφική ύφεση, αφετέρου μία τεράστια ανεργία, με αποτελέσματα που είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθούν (ενδεχομένως οδυνηρά ακόμη και για το ίδιο το νομισματικό μας σύστημα, μετά από 300 σχεδόν χρόνια λειτουργίας του).           

Συνεχίζοντας στο θέμα μας είναι λογικό ότι μία τόσο ισχυρή τράπεζα, όπως η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας τότε, μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την Πολιτική - αφού μία ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα ουσιαστικά αποφασίζει για ποιο σκοπό μπορούν να δοθούν χρήματα (δάνεια) στο κράτος και για ποιόν όχι. Από την άλλη πλευρά το κράτος είναι υποχρεωμένο, έτσι ώστε μπορεί να πληρώνει τα συνεχώς αυξανόμενα τοκοχρεολύσια των δανείων του, να αυξάνει διαρκώς τη φορολόγηση των «υπηκόων» του ή/και να μειώνει τις δαπάνες λειτουργίας του – κάτι που βέβαια δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται επ’ αόριστον.  

Περαιτέρω, ο ιδιωτικός «χαρακτήρας» της τράπεζας της Αγγλίας ήταν ανέκαθεν «τραπεζικό μυστικό» - ενώ το πορτραίτο του βασιλιά, καθώς επίσης η υπογραφή του στα χαρτονομίσματα, δημιουργούσαν την εσφαλμένη εντύπωση πως επρόκειτο για μία κρατική κεντρική τράπεζα, καθώς επίσης για κρατικά χρήματα. Ακριβώς για το λόγο αυτό, ο νόμος για την ίδρυση της ψηφίστηκε με απόλυτη μυστικότητα από το Κοινοβούλιο, κρυμμένος στην κυριολεξία μέσα σε ένα άλλο νομοσχέδιο - το οποίο αφορούσε τα επιτρεπόμενα φορτία των καραβιών (αποτελώντας μία υποπαράγραφο του, η οποία δεν έγινε αντιληπτή από κανέναν).     

Ολοκληρώνοντας ακόμη και μέσα στο 20ο αιώνα, τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών της κατά τα άλλα δημοκρατικής αυτής χώρας, σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Τράπεζας της Αγγλίας, παρέμεναν αναπάντητες από την εκάστοτε κυβέρνηση της – ενώ «τυπικά» κρατικοποιήθηκε το 1948 (αν και κανείς δεν είναι σίγουρος για αυτό).

Τέλος, η Τράπεζα της Σουηδίας, η οποία ιστορικά ιδρύθηκε λίγο πριν από την Τράπεζα της Αγγλίας, ήταν επίσης μία ιδιωτική τράπεζα - με την άδεια «παραγωγής» χρημάτων από το πουθενά. Η ονομασία δε του νομίσματος της (Σουηδική Κορώνα) έδινε την ίδια εσφαλμένη εντύπωση – ότι επρόκειτο δηλαδή για μία κρατική κεντρική τράπεζα, η οποία εξέδιδε και κυκλοφορούσε κρατικά χρήματα.    

Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΩΝ Η.Π.Α. (FED)       

Το σύστημα της ομοσπονδιακής τράπεζας (Fed) είναι το κεντρικό νομισματικό σύστημα των Η.Π.Α. - αποτελούμενο από το συμβούλιο των κυβερνητών (Board of Governors), από δώδεκα τοπικές «Federal reserve banks», καθώς επίσης από έναν μεγάλο αριθμό τραπεζών-μελών και άλλων οργανισμών. Επειδή οι τράπεζες-μέλη είναι ταυτόχρονα οι συνιδιοκτήτες της ομοσπονδιακής, ενώ η γενική διεύθυνση της διορίζεται από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, το ομοσπονδιακό σύστημα «θεωρείται» εν μέρει ιδιωτικό και παράλληλα κρατικό.

Παρά το ότι όμως το κογκρέσο της υπερδύναμης, στο οποίο αναφέρεται η Fed όσον αφορά τις δραστηριότητες της, καθώς επίσης τα σχέδια της για τη νομισματική πολιτική, έχει τη δικαιοδοσία να αλλάζει τους νόμους, οι οποίοι αφορούν την κεντρική τράπεζα, τόσο η καθημερινή λειτουργία της, όσο και οι εκτελεστικές αποφάσεις της, δεν απαιτούν τη συμφωνία του κογκρέσου ή του προέδρου των Η.Π.Α.

(α)  Ιστορική αναδρομή: Το 1790, με πρωτοβουλία του τότε αμερικανού υπουργού οικονομικών, ιδρύθηκε η πρώτη εθνική τράπεζα των Η.Π.Α. (First National Bank of the United States). Η άδεια λειτουργίας της πρώτης αυτής κεντρικής τράπεζας της υπερδύναμης, έληξε το 1811 και δεν ανανεώθηκε – μία νέα αίτηση παραχώρησης άδειας, το 1836, απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα να λειτουργήσει ξανά η τράπεζα το 1863, όπου της δόθηκε η έγκριση.

Στο τέλος του 19ου αιώνα η αμερικανική οικονομία βίωσε μία από τις μεγαλύτερες χρηματοπιστωτικές κρίσεις στην ιστορία της, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τις χρεοκοπίες πολλών τραπεζών - καθώς επίσης τις πολλαπλές διακυμάνσεις του νομισματικού της συστήματος. Έτσι, το 1900 δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την ίδρυση μίας ιδιωτικής κεντρικής τράπεζας, όπως φαίνεται από τα λόγια του J.Schiff, στην ομιλία του ενώπιον του εμπορικού επιμελητηρίου της Νέας Υόρκης “Εάν δεν αποκτήσουμε μία κεντρική τράπεζα, η οποία να μπορεί να ελέγχει τις πιστώσεις, τότε η χώρα μας θα βιώσει τον πλέον έντονο, βαθύ και καταστροφικό «πανικό χρημάτων» στην ιστορία της”. 

Το κογκρέσο των Η.Π.Α. αποφάσισε λοιπόν το 1907, μετά το τέλος της τότε μεγάλης οικονομικής κρίσης, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ένα σίγουρο, έμπιστο και σχετικά ευέλικτο τραπεζικό σύστημα – με την ίδρυση της «Εθνικής Μονεταριστικής Επιτροπής», η οποία είχε την εντολή να ερευνήσει το αμερικανικό τραπεζικό και νομισματικό σύστημα, έτσι ώστε να διαπιστώσει τα προβλήματα του, καθώς επίσης να προτείνει τις καλύτερες λύσεις. Η πρόταση της επιτροπής ήταν η ίδρυση ενός οργανισμού, ο οποίος να επιβλέπει τις τράπεζες, να ελέγχει τις πιστώσεις, καθώς επίσης να προλαβαίνει τόσο τις νομισματικές, όσο και τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις - ή, έστω, να μειώνει τις καταστροφικές συνέπειες τους.

Έτσι ιδρύθηκε το 1913 η Fed, από ένα καρτέλ ιδιωτικών τραπεζών και με ένα νομοθετικό διάταγμα, το οποίο ψηφίστηκε στις 23. Δεκεμβρίου – λίγο πριν από τα Χριστούγεννα δηλαδή, με στόχο να διατηρηθεί το δυνατόν μυστικότερο το ακριβές περιεχόμενο του (ιδιαίτερα το ιδιοκτησιακό καθεστώς, όπως συνέβη και με την Τράπεζα της Αγγλίας). Το διάταγμα της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας δίνει ακόμη και σήμερα τη δυνατότητα στη Fed να «παράγει» χρήματα, χωρίς την υποχρέωση αντικρίσματος - έτσι ώστε να μπορεί, για παράδειγμα, να δανείζει έντοκα την αμερικανική κυβέρνηση (Fractional reserve banking).

Η ομοσπονδιακή τραπεζική νομοθεσία προέβλεπε ένα σύστημα από πολλές τοπικές κεντρικές τράπεζες, καθώς επίσης από ένα επταμελές διοικητικό συμβούλιο – με τις εμπορικές τράπεζες που δραστηριοποιούνταν σε όλες τις Πολιτείες να υποχρεώνονται στη συμμετοχή τους στο ομοσπονδιακό σύστημα, ενώ τις υπόλοιπες, τις τοπικές δηλαδή, να μην έχουν ανάλογη υποχρέωση. Για τα μερίδια τους στην κεντρική, οι τράπεζες-μέλη λάμβαναν ένα σταθερό μέρισμα ύψους 6% ετησίως, χωρίς όμως να συμμετέχουν στα κέρδη. Η πρόταση για την ίδρυση της κεντρικής τράπεζας στις Η.Π.Α., της Fed δηλαδή σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, προερχόταν από τον Γερμανό P.M.Warburg – μέτοχο της ιδιωτικής τράπεζας Warburg του Αμβούργου, καθώς επίσης της Kuhn, Loeb & Co της Νέας Υόρκης.

Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, ο «πατέρας» του νεοφιλελευθερισμού και ο «μέντορας» του M.Friedman, του «ηγέτη» δηλαδή της νεοφιλελεύθερης σχολής του Σικάγου, η οποία επιβάλλεται σήμερα στον πλανήτη απολυταρχικά, ήταν Αυστριακός - όπως ο Γερμανός δικτάτορας του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Ο «εμπνευστής» του Friedman ήταν λοιπόν ο Friedrich von Hayek τις θεωρίες του οποίου «ασπάζεται» και η σημερινή καγκελάριος της Γερμανίας, η κυρία Merkel. Επίσης πρέπει να υπενθυμίσουμε τη «ναζιστική» ιστορία της τράπεζας των τραπεζών, της BIS - μέτοχοι της οποίας είναι κεντρικές τράπεζες και ιδιώτες επενδυτές.      

Κλείνοντας, ο P.M.Warburg έγινε μέλος του συμβουλίου της Fed και αντιπρόεδρος της, μετά από πρόταση του προέδρου Wilson - ο οποίος αργότερα είπε, σε σχέση με το τραπεζικό σύστημα, το γνωστό μας: «Υπάρχει μία δύναμη τόσο οργανωμένη, τόσο λεπτή, τόσο προσεκτική, τόσο διασφαλισμένη, τόσο πλήρης και τόσο κυρίαρχη, που καλά θα κάνουν να προσέχουν όσοι και όταν μιλούν εναντίον της».

(β)  Η τραπεζική «πράξη» (banking act) του 1935: Η Fed αντιμετώπισε έντονη κριτική για τη στάση της στην οικονομική κρίση του 1929. Οι διοικητές των τοπικών ομοσπονδιακών τραπεζών διετέλεσαν ένα σημαντικό ρόλο τότε, αφού μπορούσαν να αποφασίζουν σε σχέση με την πιστωτική/νομισματική πολιτική, χωρίς να δίνουν σημασία στις αποφάσεις του επταμελούς συμβουλίου – γεγονός που οδήγησε τα δύο «αντίπαλα στρατόπεδα» σε μεγάλες συγκρούσεις.

Έτσι, το 1935 το κογκρέσο ψήφισε μία καινούργια νομοθεσία (Emergency Banking Act), η οποία επέτρεπε αποκλειστικά και μόνο στη Fed να ελέγχει το ύψος των δανείων που ενέκριναν οι τράπεζες-μέλη, να προσέχει τις εξωτερικές συναλλαγές τους, να μπορούν οι τράπεζες-μέλη να ιδρύουν υποκαταστήματα σε όλες τις Πολιτείες, να τους απαγορεύονται οι χρηματιστηριακές συναλλαγές, να μην πληρώνουν τόκους για τις καταθέσεις όψεως των πελατών τους (!) κλπ.   

(γ) Οι «πράξεις» του 1977 και 1978: Οι επαφές μεταξύ της Fed και του κογκρέσου ήταν σχεδόν ανύπαρκτες, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70. Το γεγονός αυτό άλλαξε με τις παραπάνω νομοθετικές πράξεις, οι οποίες περιόρισαν σημαντικά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας. Έκτοτε, η κεντρική τράπεζα είναι δύο φορές το χρόνο υποχρεωμένη να ανακοινώνει υπεύθυνα τα σχέδια της, σε σχέση με τη «μονεταριστική» πολιτική που ακολουθεί. 

(δ)  Η νομοθεσία για τον μονεταριστικό έλεγχο του 1981: Με τη συγκεκριμένη πράξη επετράπη, μεταξύ άλλων, στις ομοσπονδιακές τράπεζες, να μπορούν να επενδύουν όχι μόνο σε τίτλους του δημοσίου των Η.Π.Α., αλλά και σε ομόλογα άλλων χωρών. Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, στις Η.Π.Α. όλες οι μεγάλες τράπεζες είναι υποχρεωμένες να συμμετέχουν στη Fed, ενώ η μεγαλύτερη Federal Reserve Bank είναι αυτή της Νέας Υόρκης - η οποία είναι και η μοναδική που επενδύει στο εξωτερικό.   

(ε)  Ο προβληματικός «ρόλος» της Fed: Σε πλήρη αντίθεση με το αμερικανικό σύνταγμα, το κογκρέσο «παρέδωσε» στην ομοσπονδιακή τράπεζα το αποκλειστικό δικαίωμα του κράτους να «τροφοδοτεί» με χρήματα την οικονομία του – παρά την αντίθετη άποψη πολλών αμερικανών προέδρων στο παρελθόν, οι οποίοι είχαν προειδοποιήσει για τους κινδύνους της συγκεκριμένης απόφασης.

Ανεξάρτητα από όλα αυτά δημιουργείται σκόπιμα σε όλους εμάς η λανθασμένη εντύπωση ότι, η Fed είναι ένας κρατικός οργανισμός. Το σωστό είναι ότι η ομοσπονδιακή τράπεζα υπόκειται μεν σε μία ορισμένη «επιρροή» του κράτους, αλλά οι ιδιοκτήτες της είναι κυρίως κάποιες ιδιωτικές μεγάλες τράπεζες – μέλη της χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας.

Μέσω της αδιανόητης ουσιαστικά «εκχώρησης» του αποκλειστικού δικαιώματος της δημιουργίας χρημάτων στη Fed, το αμερικανικό δημόσιο είναι συνεχώς πιο εξαρτημένο από το σκοτεινό «σύστημα» της παραγωγής χρημάτων από το πουθενά – υποχρεωμένο να χρεώνεται έκτοτε με διαρκώς μεγαλύτερα ποσά, για τα οποία πρέπει να πληρώνει όλο και περισσότερους τόκους.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι, σχεδόν το ίδιο χρονικό διάστημα που ιδρύθηκε η Fed, εισήχθη ο φόρος εισοδήματος στις Η.Π.Α. – μέσω του οποίου το κράτος επιβαρύνει τους φορολογούμενους πολίτες, με την πληρωμή των χρεών του στους κεντρικούς τοκογλύφους. Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πως, παρά το ότι έχουν περάσει σχεδόν 100 χρόνια  από την υιοθέτηση του φόρου εισοδήματος στις Η.Π.Α., δεν έχει ψηφισθεί ακόμη νόμος που να επιτρέπει τη συγκεκριμένη φορολόγηση.               

Συνεχίζοντας, στα «πλαίσια» της λειτουργίας της Fed συμπεριλαμβάνεται η χρηματιστηριακή κατάρρευση του 1929, οι κερδοσκοπικές φούσκες πριν και μετά από το 1929, καθώς επίσης οι σημερινές, οι οποίες ουσιαστικά οφείλονται στις συνεχώς αυξανόμενες ποσότητες χρημάτων που διοχετεύονται στις αγορές – έτσι ώστε να κερδίζουν διαρκώς περισσότερα οι «τοκογλύφοι», αφού τοκίζουν όλο και περισσότερα χρήματα, τα οποία δεν διαθέτουν καν. Στα ίδια «πλαίσια» τοποθετείται και η απόφαση της Fed το 2005, με βάση την οποία δεν δημοσιεύονται πλέον στοιχεία σε σχέση με την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί (ο κανόνας του χρυσού έχει καταργηθεί το 1971) - οπότε οι αριθμοί που κατά καιρούς αναφέρονται, βασίζονται αποκλειστικά και μόνο σε εκτιμήσεις.

Τα νέα δολάρια που δημιουργούνται συνεχώς από το πουθενά, ιδιαίτερα οι τεράστιες ποσότητες που τέθηκαν στην κυκλοφορία τελευταία, με τα πακέτα στήριξης των τραπεζών ή με τα αντίστοιχα για την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας, έχουν δημιουργηθεί από την αγορά των συνεχώς περισσοτέρων ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου από τη Fed - για τα οποία το κράτος θα πρέπει να πληρώνει διαρκώς περισσότερους τόκους.

Το γεγονός αυτό αφενός μεν θα εντείνει την υπερχρέωση της υπερδύναμης (ήδη πλησιάζει στο 100% του ΑΕΠ της), αφετέρου θα εμποδίζει τις κυβερνήσεις της στο μέλλον να διαθέτουν χρήματα για τις ανάγκες των αμερικανών Πολιτών, οι οποίοι με τη σειρά τους θα επιβαρύνονται (λεηλατούνται) με συνεχώς μεγαλύτερους φόρους – κάτι που ξεφεύγει εντελώς από τα πλαίσια της λογικής, αφού επιτρέπεται σε μία αχόρταγη τραπεζική ολιγαρχία να «απορροφάει» τον «πλούτο των εθνών», οδηγώντας τον πλανήτη στις φλόγες.      

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Θα μπορούσε να προτείνει κανείς την κατάργηση των κεντρικών τραπεζών -  αφού «σηματοδοτούν» μία κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία, αντίστοιχη με αυτήν της «κομμουνιστικής σχολής», ενώ έχουν συμβάλλει αρνητικά σε πολλές «διαδικασίες» (ο ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδας στην κρίση δανεισμού της χώρας μας, όπως επίσης αυτός των υπολοίπων κεντρικών στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, είναι αρκετά «σκοτεινός»).

Έτσι όμως θα δινόταν το δικαίωμα στις εμπορικές τράπεζες να κατευθύνουν αυτές πλέον την οικονομική ζωή μας - ενώ θα επιτρεπόταν στο αόρατο χέρι της ελεύθερης αγοράς του A.Smith να καθορίζει «αυτόματα» τα επιτόκια, εξισορροπώντας τη ζήτηση με την προσφορά, καθώς επίσης τις απαιτούμενες ποσότητες χρήματος, για την ανεμπόδιστη ανταλλαγή των αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των ανθρώπων.

Δυστυχώς όμως ο βρετανός οικονομολόγος είχε κάνει ένα μεγάλο λάθος, «υιοθετώντας» το «trickle down effect» - σύμφωνα με το οποίο ο πλούτος θα μοιραζόταν αυτόματα από πάνω προς τα κάτω, όταν οι πλούσιοι θα κάλυπταν όλες τις ανάγκες τους. Η αναδιανομή των εισοδημάτων δεν λειτούργησε ανάλογα και δημιούργησε τεράστιες ανισότητες (ειδικά όπου προωθείται το ΔΝΤ) – οπότε δεν είναι δυνατόν πια να την εμπιστευθούμε αποκλειστικά και μόνο στο αόρατο χέρι της ελεύθερης αγοράς.       

Προφανώς βέβαια δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στον κανόνα του χρυσού, αφού οι υφιστάμενες ποσότητες του ευγενούς αλλά ουσιαστικά άχρηστου μετάλλου, σε σχέση με τις σημερινές παγκόσμιες χρηματικές ροές, είναι αδύνατον να καλύψουν τις ανάγκες μας. Θα μπορούσαμε φυσικά να υιοθετήσουμε ένα καλάθι νομισμάτων/χρυσού ή να επιτρέπουμε στις εμπορικές τράπεζες να διαθέτουν, να διαφυλάσσουν  και να δανείζουν τόσα χρήματα μόνο, όσες οι αποταμιεύσεις των πολιτών τους. Εν τούτοις, θεωρούμε ότι είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθούν αυτές οι διαδικασίες - πόσο μάλλον όταν τα σημερινά κράτη αδυνατούν να ανταπεξέλθουν με τις βασικές τους υποχρεώσεις. 

Τέλος, δεν μπορούμε να αποφύγουμε το δανεισμό, αφού χωρίς αυτόν είναι αδύνατον να υπάρξει πρόοδος μέσα στο σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας. Χωρίς δανεισμό είναι πολύ δύσκολη η χρηματοδότηση των κεφαλαιουχικών προϊόντων, αυτών καλύτερα που απαιτούν χρόνο «κατασκευής» που υπερβαίνει τα δύο έτη - οπότε η «δυτική υπεροχή» και η πρόοδος της, στηριζόμενη κυρίως σε αυτά τα αγαθά και όχι στα καταναλωτικά, θα έπαυε να υπάρχει.       

Επομένως, αυτό που απομένει σε μία «μικτή Οικονομία» ως η καλύτερη «λύση», σε μία οικονομία δηλαδή που πιστεύει σε ένα όσο το δυνατόν μικρότερο κράτος (το οποίο όμως συνεχίζει να έχει στην κατοχή του τις κοινωφελείς και τις στρατηγικές επιχειρήσεις), καθώς επίσης στην ιδιωτική πρωτοβουλία (στην  οποία θα πρέπει να τοποθετούνται όρια διασφάλισης του ελεύθερου ανταγωνισμού, ενώ οφείλει να ελέγχεται), δεν είναι άλλο από την κρατικοποίηση των κεντρικών τραπεζών – με τις εμπορικές να παραμένουν στον ιδιωτικό τομέα.  

Οι κεντρικές τράπεζες οφείλουν να είναι εξ ολοκλήρου δημόσιοι οργανισμοί, ανεξάρτητοι από τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα, από τους ιδιώτες επενδυτές, καθώς επίσης από τις κυβερνήσεις – αποτελώντας τον τέταρτο πυλώνα της κρατικής εξουσίας. Δίπλα στις τρείς ανεξάρτητες εξουσίες, στην εκτελεστική (κυβέρνηση), στη νομοθετική (κοινοβούλιο) και στη δικαστική, οφείλει να προστεθεί η νομισματική εξουσίαένας δημόσιος θεσμός δηλαδή, ο οποίος να έχει το προνόμιο, το αποκλειστικό δικαίωμα καλύτερα της δημιουργίας των νόμιμων και αποδεκτών μέσων ανταλλαγής: των εκάστοτε χρημάτων και νομισμάτων.

Με τον τρόπο αυτό θα είχε τη δυνατότητα το κράτος να δανείζεται άτοκα - με μέτρο φυσικά και υπό τον διαρκή έλεγχο των υπολοίπων τριών εξουσιών, καθώς επίσης των Πολιτών του. Έτσι θα μπορούσε να λειτουργήσει καλύτερα, όσον αφορά τις ανάγκες του συνόλου της κοινωνίας – ενώ θα είχε τη δυνατότητα να κατευθύνει ορθολογικότερα την ποσότητα χρήματος (επίσης τα βασικά επιτόκια κλπ), χωρίς να δημιουργούνται οι κερδοσκοπικές φούσκες, οι  υφέσεις και οι  πληθωρισμοί από τις μανιοκαταθλιπτικές, αχόρταγες «αγορές».    

Στην αμερικανική χρηματοοικονομική ιστορία έχουν υπάρξει πολλά εντυπωσιακά παραδείγματα, τα οποία αποδεικνύουν ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό, σύμφωνα με αρκετούς οικονομολόγους. Εν τούτοις όμως, αφενός μεν η επιρροή της βρετανικής αποικιοκρατικής δύναμης, αφετέρου το ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα (οι διεθνείς τοκογλύφοι), «τορπίλιζαν» κάθε φορά τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να το επαναφέρουν.

Το αποτέλεσμα ήταν να παραμένουν τόσο οι Η.Π.Α., όσο και ο υπόλοιπος κόσμος, κάτω από τη δικτατορία του καρτέλ των πολυεθνικών τραπεζών, μετόχων των κεντρικών και υπό την ηγεσία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (*) της Βασιλείας – μίας ιδιωτικής ουσιαστικά τράπεζας, με κρυφό μετοχολόγιο, όπως πολλές άλλες κεντρικές, στην οποία κανένα δικαστήριο, καμία κυβέρνηση και κανένα κράτος δεν επιτρέπεται να επέμβει, ελέγχοντας τις δραστηριότητες της.

Όπως έχουμε αναφέρει δε χαρακτηριστικά, εάν θελήσει να επισκεφθεί κανείς τα 18όροφα κεντρικά, απομονωμένα και «μυστικοπαθή» γραφεία της, δίπλα από το σιδηροδρομικό σταθμό της Βασιλείας, οφείλει να γνωρίζει ότι εισέρχεται σε διεθνές έδαφος - αφού η Ελβετική αστυνομία δεν έχει καμία δικαιοδοσία.

Αθήνα, 01. Μαΐου 2011
viliardos@kbanalysis.com      
-----------------------------------------------------------------------

 (*)

ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ: Η ευρηματική δημιουργία του χρήματος, η ιδιάζουσα λειτουργία του χρηματοπιστωτικού κλάδου, οι τραπεζικές επιδρομές, η κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών και η ενδεχόμενη χειραγώγηση της τιμής του χρυσού, από την τραπεζική ναυαρχίδα

«Άφησε με ελεύθερο να εκδίδω και να ελέγχω τα χρήματα ενός έθνους και δεν με ενδιαφέρει ποιος ψηφίζει τους νόμους του», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ο M.A. Rothschild, επιφανές μέλος της ομώνυμης ευρωπαϊκής (γερμανικής) ιουδαϊκής οικογένειας, η οποία ίδρυσε στα τέλη του 18ου αιώνα τα γνωστά τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ο δε αμερικανοκαναδός οικονομολόγος J.K. Galbraith, γνωστός υπέρμαχος του φιλελευθερισμού, είχε τονίσει ότι, «Η διαδικασία, με την οποία οι τράπεζες δημιουργούν νέο χρήμα, είναι τόσο απλή, που το μυαλό αηδιάζει».        

Αναλυτικότερα, με τη διαδικασία της «δημιουργίας» χρήματος «κατασκευάζεται» ουσιαστικά το «λογιστικό χρήμα», το οποίο στη συνέχεια «διοχετεύεται» στο κυκλοφοριακό σύστημα της Οικονομίας. Το γεγονός αυτό δεν συμβαίνει βέβαια με την εκτύπωση χρημάτων, αλλά με την λήψη δανείων εκ μέρους του δημοσίου, των επιχειρήσεων και των ιδιωτών, από τις εμπορικές τράπεζες – επίσης, με τη δανειοδότηση των ιδιωτικών τραπεζών από τις εκάστοτε κεντρικές τους, ή από την αντίστοιχη μεταξύ τους, στη διατραπεζική αγορά.

Για παράδειγμα, όταν μία εταιρεία (ιδιώτης, δημόσιο) δανείζεται από μία εμπορική τράπεζα, «δημιουργούνται» αυτόματα νέα χρήματα – όπως και όταν η ιδιωτική τράπεζα δανείζει κάποια άλλη ή δανείζεται από την κεντρική. Εκτός αυτού, δημιουργούνται επίσης νέα χρήματα από τις ιδιωτικές τράπεζες, όταν αγοράζουν στοιχεία του Ενεργητικού τους (αξιόγραφα, ακίνητα κλπ), ανοίγοντας πιστωτικό λογαριασμό (όψεως) στον πωλητή, με τον οποίο συναλλάσσονται.

Έτσι λοιπόν, η «δημιουργία» του νέου χρήματος είναι συνδεδεμένη με τη δημιουργία πιστώσεων, ενώ η εξόφληση των πάσης φύσεως δανείων, ή η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού από τις τράπεζες «καταστρέφει», περιορίζει δηλαδή, την υφιστάμενη ποσότητα χρημάτων. Τα «άϋλα» χρήματα δε που «παρασκευάζονται» ή «καταστρέφονται» με αυτόν τον τρόπο, ονομάζονται, σε αντίθεση με αυτά που προέρχονται από τα ευγενή μέταλλα, «Fiat Money» - από το λατινικό «fiat», το οποίο μεταφράζεται ως «δημιουργία» (στην προκειμένη περίπτωση, χρήματα που δημιουργούνται από το τίποτα.

Είναι ίσως σκόπιμο να προσθέσουμε εδώ ότι, τα χρήματα που δημιουργούνται με αυτή τη «μαγική» διαδικασία, αντιπροσωπεύουν πραγματικές αξίες (ΑΕΠ), εφόσον δανείζονται έναντι υλικών αξιών (ακίνητα, αξιόγραφα, μετοχές κλπ), οι οποίες «δεσμεύονται» από τις τράπεζες σαν εγγυήσεις. Όταν όμως οι υλικές αυτές αξίες είναι υπερτιμημένες, όπως στο παράδειγμα των Subprimes (Η.Π.Α., Ισπανία, Ιρλανδία κλπ), όταν δηλαδή υπάρχουν «στρεβλώσεις» στις αγορές, τότε τα χρήματα που δημιουργούνται με το συγκεκριμένο αντίκρισμα είναι εντελώς αδικαιολόγητα – με αποτέλεσμα να «εκβάλλουν» στις γνωστές μας χρηματοπιστωτικές κρίσεις, όπου «καταστρέφονται» (διαγράφονται) στην πραγματικότητα οι υπερβάλλουσες ποσότητες.

Οφείλουμε να σημειώσουμε επίσης ότι, οι εμπορικές τράπεζες επιτρέπεται να δανείζουν στους καταναλωτές (επιχειρήσεις και ιδιώτες), ένα συγκεκριμένο πολλαπλάσιο ποσόν των συναλλαγματικών αποθεμάτων τους (καταθέσεων), στην εκάστοτε κεντρική τράπεζα. Στην Ευρώπη (ΕΚΤ) είναι υποχρεωμένες να διαθέτουν ένα ελάχιστο απόθεμα καταθέσεων (ρεζέρβα) ύψους 2% - γεγονός που σημαίνει ότι μπορούν να δανείζουν το 50πλάσιο των καταθέσεων που διατηρούν στην κεντρική τράπεζα, με τη μορφή λογιστικών χρημάτων (θα αλλάξει στο 33πλάσιο, με βάση τη συνθήκη της Βασιλείας ΙΙΙ, αλλά από το 2018 – τόσος ήταν ο «πολλαπλασιαστής» κεφαλαίων στη Lehman Brothers, όταν χρεοκόπησε).

Σε ορισμένες χώρες (Καναδάς, Σουηδία, Μ. Βρετανία) δεν είναι υποχρεωμένες οι ιδιωτικές τράπεζες να διαθέτουν ελάχιστα αποθέματα στις κεντρικές. Φυσικά τηρούνται παράλληλα ορισμένοι άλλοι κανόνες, όπως το ύψος των καταθέσεων σε σχέση με την εκχώρηση δανείων, έτσι ώστε να υπάρχει κίνητρο για τις τράπεζες, η «διαχείριση» των αποταμιεύσεων και διάφοροι άλλοι, στους οποίους θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο μέλλον. Ειδικά όσον αφορά τα μετρητά χρήματα, η δημιουργία τους είναι αποκλειστικό «προνόμιο» της εκάστοτε κεντρικής τράπεζας – αν και αποτελούν ένα ελάχιστο μέρος (περί το 3%), της συνολικής ποσότητας χρήματος, ενώ βαίνουν συνεχώς μειούμενα.

Η αιτία της μείωσης των μετρητών χρημάτων, ανεξάρτητα με τα όσα συνήθως λέγονται, είναι η περιορισμένη ωφέλεια (κερδοφορία) των τραπεζών, αφού δεν μπορούν να 50πλασιαστούν ανάλογα - παράλληλα με το ότι απαιτούνται ίσου ύψους καταθέσεις των εμπορικών, στις κεντρικές τράπεζες. Αυτός είναι ουσιαστικά ο κύριος λόγος, για τον οποίο οι συναλλαγές με μετρητά χρήματα περιορίζονται συνεχώς, ακόμη και νομοθετικά, αντικαθιστάμενες με το «πλαστικό χρήμα», με τη χρήση επιταγών ακόμη και για μικρά ποσά κλπ. Οι τράπεζες αντιπαθούν λοιπόν τις συναλλαγές με μετρητά, επειδή διαθέτουν συνήθως πολύ περιορισμένα αποθέματα πραγματικών χρημάτων – για κανέναν άλλο λόγο.      

Συνεχίζοντας, από τα παραπάνω τεκμηριώνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η «τοκογλυφική» λειτουργία των τραπεζών, η οποία δεν είναι «σχήμα λόγου», αλλά απτή πραγματικότητα. Για παράδειγμα, όταν μία τράπεζα διαθέτει καταθέσεις ενός εκατομμυρίου στην κεντρική μπορεί, σύμφωνα με όσα έχουμε αναφέρει, να δανείζει 50 εκατομμύρια – δηλαδή, 49.000.000 περισσότερα από αυτά που διαθέτει. Εάν χρεώνει λοιπόν επιτόκιο 5%, κερδίζει ετήσια 2.500.000, διαθέτοντας καταθέσεις ύψους 1.000.000. Επομένως, κερδίζει 250% ετησίως στο ποσόν που πραγματικά «επενδύει» - ένα εξόφθαλμα τοκογλυφικό επιτόκιο, άνω του 20% μηνιαία (οι τοκογλύφοι κερδίζουν πολύ λιγότερα).

Εάν συμπληρώσουμε δε ότι οι τράπεζες, με διάφορα τεχνάσματα πολλαπλασιάζουν ακόμη περισσότερο τον «αέρα» που δανείζουν (για παράδειγμα, όταν ασφαλίζουν τα δάνεια τους, θεωρούνται σαν να μην υπάρχουν – έτσι λειτούργησαν οι τράπεζες με τα γνωστά μας πια CDS, τα Credit Default Swaps), τότε τα επιτόκια που απολαμβάνουν στο αρχικό τους εγγυητικό κεφάλαιο του 1.000.000, ξεπερνούν κατά πολύ το 500% ετησίως.  

Επίσης από εδώ διαπιστώνεται το τεράστιο πρόβλημα που θα δημιουργούταν στις τράπεζες των χωρών που έχουν δανείσει τη χώρα μας (κάτι ανάλογο συνέβη με την πτώχευση της Lehman Brothers), στην περίπτωση μίας ενδεχόμενης χρεοκοπίας της. Στον Πίνακα Ι φαίνεται, για παράδειγμα, ότι, οι Γαλλικές τράπεζες, οι οποίες είχαν δανείσει στην Ελλάδα 75 δις $, είχαν καταθέσεις στην ΕΚΤ, για το συγκεκριμένο βέβαια δάνειο, το πολύ 1,5 δις $  - με υποθετικό πολλαπλασιαστή (leverage – ξεπερνάει συχνά το 100πλάσιο) μόλις 50πλάσιο:

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου σε εκ. δολάρια, καταθέσεις χρημάτων στην εκάστοτε κεντρική τράπεζα, σε εκ. δολάρια  

ΧΩΡΑ
Ομόλογα
Καταθέσεις στις κεντρικές τράπεζες



Γαλλία
75.452
1.509,04
Ελβετία
63.966
1.279,32
Γερμανία
43.236
864,72
16.411
328,22
Μ. Βρετανία
12.342
246,84
Ολλανδία
11.849
236,98
Πορτογαλία
10.317
206,34
8.506
170,12
Ιαπωνία
8.447
168,94
Ιταλία
8.381
167,62
Υπόλοιπες χώρες
43.693
873,86



Γενικό σύνολο
302.600
6.052
Πηγή: Αναφορά τρίτου τετραμήνου 2009 της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS).     
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Από τον Πίνακα Ι διαπιστώνεται ότι, υποθέτοντας πως όλες οι ξένες τράπεζες δάνεισαν τη χώρα μας μόνο με το 50πλάσιο των καταθέσεων τους στην εκάστοτε κεντρική τους,  διέθεσαν μόλις 6,052 δις $ - για συνολικά δάνεια 302.600 εκ. $. Εάν όμως η Ελλάδα χρεοκοπούσε, θα ήταν υποχρεωμένες να καταθέσουν τα υπόλοιπα 296,548 δις $ στην κεντρική τράπεζα – ένα πραγματικά τεράστιο ποσόν (το 50πλάσιο), το οποίο θα οδηγούσε ίσως κάποιες από αυτές επίσης στη χρεοκοπία (ένα από τα σημαντικότερα «διαπραγματευτικά χαρτιά», το οποίο φαίνεται ότι δεν χρησιμοποίησε η κυβέρνηση μας, για λόγους που μόνο η ίδια γνωρίζει).

Ένα επόμενο συμπέρασμα είναι το ότι, μας δάνεισαν 6,52 δις $ πραγματικά χρήματα, εισπράττοντας «τοκογλυφικούς τόκους» για 302.600 δις $ λογιστικό χρήμα (το ίδιο συμβαίνει προφανώς και με τις Ελληνικές τράπεζες, όσον αφορά τα δάνεια τους στο δημόσιο). Το τι θα σήμαινε μία ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ιρλανδίας, η οποία οφείλει πάνω από 730 δις $ στις τράπεζες (εξ αυτών, τα 508,6 δις $ στις ευρωπαϊκές), είναι τουλάχιστον «ανατριχιαστικό». Πόσα κερδίζουν βέβαια οι νέοι δανειστές μας, από το «πακέτο» στήριξης της οικονομίας μας, με το «ψηφιακό ποσόν» των 110 δις € που μας δανείζουν πλέον ενυπόθηκα, με «δόσεις υποτέλειας», είναι αρκετά εμφανές – γεγονός που σημαίνει ότι, δεν θα έχουν την παραμικρή διάθεση να μας «επιτρέψουν» (επιστρέψουν) την Εθνική μας κυριαρχία.        
  
Ο κίνδυνος τώρα των μαζικών αναλήψεων των καταθετών από τις τράπεζες (επιδρομή στις τράπεζες - Bank run) οφείλεται στο ότι, οι τράπεζες διαθέτουν μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό των καταθέσεων σε μετρητά, της τάξης του 3%. Εάν λοιπόν ένας μεγαλύτερος αριθμός καταθετών θελήσει να αποσύρει τα χρήματα του, οι τράπεζες αδυνατούν να τα διαθέσουν. Έτσι συνέβη σε γενικές γραμμές στην κρίση του 1930 - κάτι που τελικά επιλύθηκε αργότερα, ως ένα βαθμό, με τη βοήθεια της ίδρυσης των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες καλύπτουν (εν μέρει φυσικά), τέτοιου είδους ενδεχόμενα (Bank run).

Αυτό που επίσης συνέβη στην ίδια κρίση (1930), ήταν η μανία «αποχρέωσης» των νοικοκυριών (επιστροφή παλαιών δανείων, κανένας νέος δανεισμός) – γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα, αφενός μεν την «καταστροφή» μεγάλων ποσοτήτων χρήματος, αφετέρου το μηδενισμό της δημιουργίας νέων (μία από τις σημαντικότερες «παρενέργειες» του φαινομένου του «στασιμοπληθωρισμού», από τον οποίο κινδυνεύει τα μέγιστα σήμερα η χώρα μας, λόγω της ΔΝΤ-πολιτικής, στην οποία «σέρνεται» κυριολεκτικά η κυβέρνηση μας).       

Χωρίς να επεκταθούμε σε περαιτέρω λεπτομέρειες, αφού ο σκοπός του κειμένου μας είναι διαφορετικός (θα επανέλθουμε με ιδιαίτερο άρθρο μας), δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί, ποια είναι η τελική πηγή των χρημάτων – κάτι αντίστοιχο δηλαδή, με την αναζήτηση της αρχής του σύμπαντος και του δημιουργού του.

Ψάχνοντας την απάντηση, καταλήγει εύκολα στην Τράπεζα των Τραπεζών – στην «Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών» δηλαδή (Bank for International Settlements ή BIS) η οποία, με έδρα τη Βασιλεία, λειτουργεί ουσιαστικά σαν την κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών. Η πόλη αυτή της Ελβετίας είναι γνωστή από τους κανόνες που θεσπίζονται για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, με την ονομασία Βασιλεία Ι, Βασιλεία ΙΙ κλπ. Επίσης, από την εντυπωσιακά μεγάλη έκθεση χρυσού και πολυτίμων λίθων, στην οποία πρωτοστατούν οι Εβραίοι.   

Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ BIS

Η «κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών» (BIS) είναι μία διεθνής οργάνωση του χρηματοπιστωτικού κλάδου, η οποία διαχειρίζεται ένα μέρος των διεθνών συναλλαγματικών αποθεμάτων. Ιδρύθηκε το 1930 από τις κεντρικές τράπεζες του Βελγίου, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Μ. Βρετανίας και της Ιταλίας, καθώς επίσης από δύο ομίλους ιδιωτικών τραπεζών των Η.Π.Α. και της Ιαπωνίας. Ο αρχικός σκοπός της ίδρυσης της ήταν η εξασφάλιση της ικανότητας αποπληρωμής των πολεμικών αποζημιώσεων του 1ου παγκοσμίου πολέμου από τη Γερμανία, σε συνδυασμό με το Young-Plan (συμφωνία αποζημιώσεων και προγραμματισμός της πληρωμής τους, η οποία γράφτηκε το 1929 και υιοθετήθηκε το 1930).   

Ήδη όμως από το 1931, όπου σταμάτησε η πληρωμή των αποζημιώσεων εκ μέρους της Γερμανίας, λόγω της παγκόσμιας τότε χρηματοπιστωτικής κρίσης, έπαψε να υφίσταται ο λόγος, για τον οποίο ιδρύθηκε η τράπεζα. Εν τούτοις, συνέχισε τη λειτουργία της, αφού μετατράπηκε στην κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών, η οποία συνέβαλλε στη στενότερη συνεργασία των κεντρικών τραπεζών μεταξύ τους - ενώ προσέφερε δυνατότητες νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (businesses).

Στην BIS αντιπροσωπεύονταν κυρίως τα ηγετικά αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (JP Morgan Chase & Co, Morgan Stanley, Chase National Bank of Rockefeller, Dillon-Read Group, Bank house J.Henry Schroeder New York), τα οποία ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για «επιχειρηματικές συνεργασίες» με τη Γερμανία. Από γερμανικής πλευράς, συμμετείχε κυρίως ο Kurt von Schroeder, ένας από τους σημαντικότερους χρηματοδότες του Hitler.       

Στην περίοδο του Εθνικοσοσιαλισμού (1933-1945), η BIS θεωρούταν ιδιαίτερα «φιλοναζιστική», με μία εξαιρετικά μεγάλης επιρροής γερμανική ομάδα εντός της. Για παράδειγμα, ο αντιπρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας του 3ου Ράιχ ήταν ένας από τους προέδρους της BIS. Το 1938, μετά την προσάρτηση της Αυστρίας, η BIS ανέλαβε τον αυστριακό χρυσό, ενώ «βοήθησε» στην αποστολή  μέρους του τσεχικού χρυσού, προς όφελος των ναζί, μετά την κατάληψη της Τσεχίας (1939). Τότε, ο βρετανός λόρδος Montagun Norman, ένας από τους προέδρους της BIS και ταυτόχρονα διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, δεν εμπόδισε τη μεταφορά του τσεχικού χρυσού, προς όφελος των ναζί.

Τον Απρίλιο του 1939 ανέλαβε επίσημα πρόεδρος της BIS ο αμερικανός δικηγόρος Thomas Mc Kittrick, ο οποίος εκπροσωπούσε παράλληλα τα συμφέροντα των Rockefellers, ενώ κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου, η BIS διακανόνιζε όλες τις απαιτούμενες συναλλαγματικές δραστηριότητες του 3ου Ράιχ – όπως, για παράδειγμα, τις «συναλλαγές» με τον κλεμμένο χρυσό των κεντρικών τραπεζών των χωρών που είχαν καταληφθεί από τη ναζιστική Γερμανία. Το ίδιο χρονικό διάστημα, η τράπεζα ήταν ο μυστικός τόπος συνάντησης γερμανών, ηγετικών στελεχών του Hitler, με διεθνείς τραπεζίτες - καθώς επίσης, με τον αρχηγό της αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας στην Ελβετία.

Το 1943, οι προσπάθειες του τότε υπουργού οικονομικών των Η.Π.Α., καθώς επίσης της εξόριστης νορβηγικής κυβέρνησης να πάψει η λειτουργία της BIS, λόγω της ναζιστικής της «καταγωγής», δεν ευοδώθηκαν – μεταξύ άλλων, ο Keynes ήταν υπέρ της διατήρησης της, τεκμηριώνοντας τη θέση του με το ότι, η BIS θα φαινόταν χρήσιμη για την «επανόρθωση» της οικονομίας μετά τον πόλεμο. Μέχρι το 1990 δε έγιναν μεγάλες προσπάθειες για να διατηρηθεί κρυφό το ναζιστικό παρελθόν της BIS - παρά το ότι το 1952 είχε γραφεί ένα βιβλίο για την ιστορία της, από το Δανό K.Moltke.

Το βιβλίο αναφερόταν ουσιαστικά στην «υπόγεια» σχέση και στη στενή συνεργασία του αμερικανικού με το γερμανικό Καρτέλ, με συνδετικό κρίκο την τράπεζα των τραπεζών – κάτι που ενδεχομένως συνεχίζει να συμβαίνει, ειδικά όσον αφορά τα δύο αυτά ηγετικά Καρτέλ των πολυεθνικών. Πρόκειται λοιπόν για τη «φωλιά του κτήνους», όπως χαρακτηρίζουν το αιμοβόρο, αδρανές κερδοσκοπικό κεφάλαιο πολλοί οικονομολόγοι, η οποία (φωλιά) είναι ταυτόχρονα η «σκοτεινή σπηλιά» συνάντησης και συντονισμού του γερμανικού με το αμερικανικό, αλλά και με τα υπόλοιπα «δυτικά» Καρτέλ (των εντολοδόχων του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας δηλαδή).            

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ BIS

Η τράπεζα των τραπεζών άρχισε να λειτουργεί κανονικά το 1945, αφού άλλαξε το καταστατικό της - έτσι ώστε όλες οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες, επίσης οι σοσιαλιστικές (με εξαίρεση τη Σοβιετική Ένωση και την Α. Γερμανία), να είναι μέλη της. Μεταξύ των ετών 1962 και 1971, το κεντρικό βάρος των δραστηριοτήτων της ήταν η καταπολέμηση των συναλλαγματικών κρίσεων, σε στενή συνεργασία με τους G10, όπου εκπροσωπούνταν οι κεντρικές τράπεζες των δέκα σημαντικότερων μελών του ΔΝΤ και της Ελβετίας (δεν ήταν τότε μέλος του Ταμείου). Από το 1971, μετά το χρονικό σημείο δηλαδή που έπαψε να ισχύει ο κανόνας του χρυσού και η σύνδεση των νομισμάτων με το δολάριο, οι δραστηριότητες της BIS αφορούσαν κυρίως τις ευρωπαϊκές αγορές συναλλάγματος, την επίβλεψη των τραπεζών, καθώς επίσης των ασφαλιστικών εταιρειών.

Ουσιαστικά η BIS είναι μία διεθνής «οργάνωση», η οποία «ορίζεται» από το ιδιαίτερο status μίας ανώνυμης εταιρείας «εξειδικευμένου Δικαίου», με έδρα τη Βασιλεία και δύο υποκαταστήματα – στην πρωτεύουσα του Μεξικού και στο Χονγκ Κονγκ. Τα ίδια κεφάλαια της ήταν αρχικά 1,5 δις «χρυσά φράγκα», χωρισμένα σε 600.000 μετοχές, αξίας 2.500 «χρυσά φράγκα» η κάθε μία (ένα «χρυσό φράγκο» αντιπροσωπεύει κάτι περισσότερο από 0,29 γραμμάρια καθαρού χρυσού).

Κατά τον επίσημο ισολογισμό της από τις 31.10.2010, το μετοχικό κεφάλαιο είναι χωρισμένο σε 547.125 μετοχές, αξίας 5.000 SDR (Special Drawing Right) εκάστης. Το SDR είναι μία ειδική μονάδα μέτρησης, ένα ειδικό, δικό τους νόμισμα δηλαδή («Θεϊκό»), το οποίο χρησιμοποιεί το ΔΝΤ – στις 31.03.2009 το 1 SDR αντιστοιχούσε με 1,493 $, ενώ υπολογίζεται σε σχέση με ένα ειδικό καλάθι διαφόρων ισχυρών νομισμάτων (η στενή σχέση της τράπεζας των τραπεζών με το ΔΝΤ, τον εντολοδόχο του Καρτέλ, καθώς επίσης οι ειδικοί μέθοδοι μέτρησης/αξιολόγησης που χρησιμοποιούνται από το Βατικανό του Κεφαλαίου, όπως αποκαλείται από κάποιους η BIS, είναι φανερή).

Οι μέτοχοι της είναι κεντρικές τράπεζες ενώ, παρά το καινούργιο καταστατικό της, υπάρχουν ακόμη μερικοί ιδιώτες-μέτοχοι, οι οποίοι δεν θέλουν να αποκαλυφθούν τα στοιχεία τους και δεν τους γνωρίζει κανένας «θνητός». Ο Πίνακας ΙΙ που ακολουθεί, αναφέρεται στα εξαιρετικά κερδοφόρα, στα εμφανή βέβαια αποτελέσματα της BIS, για το έτος χρήσης της που έληξε την 31.03.2010:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Αποτελέσματα χρήσεως 31.03.2009 – 31.03.2010, σε εκ. SDR

Στοιχεία
31.03.2010
31.03.2009



Σύνολο Ενεργητικού
*258.893,30
255.386,70
Καταθέσεις σε συνάλλαγμα
195.755,10
197.222,10
Καταθέσεις σε χρυσό
32.064,10
23.052,10
Ίδια Κεφάλαια
683,10
683,10
Καθαρό Κέρδος
**1.859,80
446,10



Κέρδος ανά μετοχή σε SDR
***3.405,40
816,80
* Περίπου 258 δις SDR, ήτοι 384 δις $
** Περίπου 1,8 δις SDR. ήτοι 2,68 δις $
*** 3.405 SDR ή 5.083 $
Πηγή: Ισολογισμός BIS
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Στη Γενική Συνέλευση, στο ανώτατο όργανο της τράπεζας, συμμετείχαν το 2001 συνολικά 49 κεντρικοί τραπεζίτες με δικαίωμα ψήφου. Εκτός από τις χώρες των G10, μέλη είναι η ΕΚΤ (1999), οι κεντρικές τράπεζες όλων των δυτικοευρωπαϊκών χωρών, αρκετές της Α. Ευρώπης και οι σημαντικότερες ασιατικές χώρες – περαιτέρω, οι μεγαλύτερες λατινοαμερικανικές τράπεζες, καθώς επίσης οι κεντρικές τράπεζες της Κίνας, της Ινδίας, της Σαουδικής Αραβίας και της Ν. Αφρικής.          
                                                                    
Η BIS διαχειρίζεται, από τη θέση της σαν κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών, ένα μέρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων πάρα πολλών κρατών, καθώς επίσης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Τέλη του 2000, τα συναλλαγματικά αποθέματα που διατηρούνταν εκεί ήταν της τάξης του 7% των παγκοσμίων αποθεμάτων, με πελάτες της 120 κεντρικές τράπεζες.

Τα χρηματικά αποθέματα διατηρούνται σε κατάσταση «υψηλής ρευστότητας», έτσι ώστε να διατίθενται αμέσως, όταν χρειαστούν. Η BIS λειτουργεί επίσης σαν επενδυτική τράπεζα (Investment Bank) των κεντρικών τραπεζών, με στόχο την αύξηση των αποδόσεων τους από τα συναλλαγματικά τους αποθέματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις δε εκχωρεί βραχυπρόθεσμες «διευκολύνσεις», ενώ χρηματοδοτεί συνήθως δάνεια, τα οποία εγγυάται η Παγκόσμια Τράπεζα ή το ΔΝΤ.

Περαιτέρω η BIS είναι, με βάση το καταστατικό της, ένα φόρουμ διεθνούς συνεργασίας για χρηματοοικονομικά θέματα, καθώς επίσης για τα θέματα του χρυσού. Συμμετέχει σε διαδικασίες στήριξης των ευρωπαϊκών νομισμάτων ενώ, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, όπου έχουν αυξηθεί οι διασυνοριακές ροές των χρημάτων σε μεγάλο βαθμό, «εποπτεύει» επίσημα τις κινήσεις τους (προφανώς, με τις πληροφορίες που κατέχει, μπορεί να κερδίζει απεριόριστες ποσότητες χρημάτων). Στον τομέα των ιδιωτικών τραπεζών, ασχολείται με τις συνθήκες εποπτείας τους (Βασιλεία Ι, ΙΙ, ΙΙΙ κλπ), όπως τα ελάχιστα ίδια κεφάλαια τους (8% του συνολικού τους ενεργητικού). Με τον τομέα των ασφαλιστικών εταιρειών ασχολείται η «διεθνής ένωση των Αρχών εποπτείας των ασφαλειών» (IAIS, μέλη 100 κράτη), η γραμματεία της οποίας έχει έδρα, από το 1988, στην BIS.

Ολοκληρώνοντας, η BIS ασχολείται με την έρευνα στους τομείς της πολιτικής χρήματος, εκδίδει μελέτες σε επιστημονικά έντυπα, καθώς επίσης γενικές οικονομικές αναλύσεις ανά τρίμηνο. Συγκεντρώνει στοιχεία από όλα τα μέλη της και τα εμφανίζει σε διεθνείς τραπεζικές στατιστικές, με ιδιαίτερη σημασία στην πρόβλεψη των κινδύνων υπερχρέωσης των κρατών, καθώς επίσης την έγκαιρη διαπίστωση μελλοντικών κρίσεων – σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα.

Τέλος, πολλοί ισχυρίζονται ότι δεν κατάφερε να προβλέψει έγκαιρα την παρούσα οικονομική κρίση, η οποία ξεκίνησε (επίσημα) με την κατάρρευση της Lehman Brothers - παρά την οργάνωση, την ποιότητα και τις λεπτομερείς, παγκόσμιες πληροφορίες της. Άλλοι βέβαια πιστεύουν ακριβώς το αντίθετο:

Ότι δηλαδή η ίδια την προκάλεσε, συντονίζοντας τις δυνάμεις όλου του τραπεζικού συστήματος, στα πλαίσια της ολοκληρωτικής επίθεσης του Καρτέλ εναντίον των αδύναμων χωρών, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των εργαζομένων της «δύσης» - με στόχους είτε την υποδούλωση συγκεκριμένων χωρών (με τη βοήθεια της αποκρατικοποίησης της Πολιτικής), είτε την ήττα του κοινωνικού καπιταλισμού από τον μονοπωλιακό, είτε τη «λεηλασία» κάποιων επιχειρήσεων (ιδίως των κερδοφόρων κοινωφελών), είτε τη «συμπίεση» των αμοιβών των εργαζομένων (στο ύψος του κινεζικού «προτύπου»), είτε άλλους.            

ΟΙ ΚΥΡΙΑΡΧΟΙ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ 

Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) είναι προφανώς το κέντρο, το «σημείο μηδέν» δηλαδή, του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος – «η φωλιά του Κτήνους», η «ναυαρχίδα» των διεθνών τοκογλύφων καλύτερα, η οποία «απομυζά» το αίμα που ρέει στο κυκλοφοριακό σύστημα των αγορών. Η οργάνωση επιτυγχάνει ετήσια κέρδη δισεκατομμυρίων, χωρίς να πληρώνει ούτε στο ελάχιστο φόρους, όπως όλοι εμείς οι θνητοί. Οι ικανότατοι διαχειριστές της διαπραγματεύονται με αξιόγραφα, με χρυσό και με κάθε άλλου είδους εμπορεύματα (commodities), σε έναν δικό τους κόσμο χωρίς σύνορα – ενώ κανένα δικαστήριο και καμία κυβέρνηση δεν ελέγχει τις δραστηριότητες τους. Όποιος θελήσει να επισκεφθεί τα 18όροφα κεντρικά της, δίπλα από το σιδηροδρομικό σταθμό της Βασιλείας, οφείλει να γνωρίζει ότι εισέρχεται σε διεθνές έδαφος, αφού η Ελβετική αστυνομία δεν έχει καμία δικαιοδοσία (πηγή: Tagespiegel).

Οι συζητήσεις που γίνονται στις «οχυρωμένες», ασφαλείς εγκαταστάσεις της BIS είναι απόλυτα εμπιστευτικές – ενώ οι αίθουσες είναι μονωμένες, έτσι ώστε να μην μπορούν να ακουστούν αυτά που διαδραματίζονται εντός τους. Πέντε φορές ετήσια συναντώνται εδώ οι κυρίαρχοι των επιτοκίων και των ποσοτήτων χρημάτων που διατίθενται στις αγορές παγκοσμίως, για μυστικές ανταλλαγές απόψεων. Οι κεντρικοί τραπεζίτες των 56 χωρών-μελών της Γενικής της συνέλευσης σήμερα, αποφασίζουν στη Βασιλεία για τις πολιτικές αντιμετώπισης του χάους που βασιλεύει στις χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς επίσης για τα «πακέτα» στήριξης των χωρών που είναι αντιμέτωπες με οικονομικές κρίσεις – χωρίς κανένας να ενημερώνεται για το περιεχόμενο των άκρως απορρήτων συζητήσεων τους.

Στο ίδιο κτίριο στεγάζεται το «Συμβούλιο της Βασιλείας για την εποπτεία των τραπεζών», καθώς επίσης το «Συμβούλιο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας» (Financial Stability Board) – εκείνες οι οργανώσεις δηλαδή, στις οποίες οι χρηματοπιστωτικοί «επόπτες» των 20 μεγαλυτέρων κρατών (G20) συμφωνούν μόνοι τους τα ελάχιστα «στάνταρντ» (συμφωνίες της Βασιλείας), για την προστασία του κλάδου του χρήματος. Η BIS, στην προκειμένη περίπτωση, δεν διαθέτει μόνο τους χώρους συνάντησης, αλλά τις ειδικές της γνώσεις, καθώς επίσης τα 550 άτομα του προσωπικού της.

Η βασική ασχολία όμως του προσωπικού της, είναι η διαχείριση ενός μέρους των αποθεμάτων (ρεζέρβες) της ΕΚΤ ή της Fed, με εντολή δική τους. Τα κέρδη από τη διαχείριση κεφαλαίων των κεντρικών τραπεζών, ύψους περί τα 300 δις €, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα (περί τα 2,68 δις $), ενώ καθιστούν ανεξάρτητη την BIS. Οι «κυρίαρχοι του παιχνιδιού» εδώ είναι οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών και όχι οι εθνικές κυβερνήσεις - γεγονός που προστατεύει την τράπεζα από τις πολιτικές επιρροές. Όπως λέγεται δε, «Εδώ αποφασίζουν μόνο οι Bernanke οι Trichet αυτού του κόσμου, κανένας πολιτικός».

Ίσως το σημαντικότερο πρόσφατο γεγονός, ήταν η υποχρεωτική αύξηση των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζικών ιδρυμάτων, με βάση τα οποία προσφέρουν δάνεια έως και 50πλάσια των χρημάτων, τα οποία πραγματικά διαθέτουν – με αντίστοιχο πολλαπλασιασμό των ευκαιριών (κερδών), αλλά και του ρίσκου, στην περίπτωση που οι τοποθετήσεις τους (δάνεια, επενδύσεις) αποδειχθούν ζημιογόνες. Η μείωση του πολλαπλασιαστή αυτού στο 33 (50 σήμερα), από το 2018, η τοποθέτηση δηλαδή ενός ανωτάτου ορίου χρέωσης των τραπεζών, στο 33πλάσιο των καταθέσεων τους στις εκάστοτε κεντρικές τράπεζες, προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στο διεθνές τραπεζικό λόμπυ. 

Ο παγκόσμιος σύλλογος των μεγάλων τραπεζών (Institute of International Finance), πρόεδρος του οποίου είναι ο κ. J. Ackerman της Deutsche Bank (μάλλον εβραϊκής καταγωγής), προειδοποίησε την επιτροπή (BIS), ισχυριζόμενος ότι θα χαθούν τουλάχιστον 10.000.000 θέσεις εργασίας – κάτι που θεωρήθηκε εντελώς εσφαλμένο, αφού ένα ελάχιστο μόνο μέρος των τραπεζικών δανείων καταλήγει στην πραγματική οικονομία. Δυστυχώς, το μεγαλύτερο μέρος τοποθετείται στα χρηματιστήρια, με υπερ100πλάσιο «πολλαπλασιαστή» – γεγονός που προσφέρει ονειρικές αποδόσεις στις τράπεζες (αλλά και απίστευτα μεγάλα ρίσκα).

Η BIS ΚΑΙ Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ

Ο αμερικανικός όμιλος GATA (Gold Anti-Trust Action Committee), κατέθεσε το Φεβρουάριο του 2002 (λίγο αργότερα ξεκίνησε παραδόξως η άνοδος των τιμών του χρυσού, μετά από πάρα πολλά χρόνια σταθερής διατήρησης της ισοτιμίας του), στο δικαστήριο της Βοστόνης, αγωγή εναντίον του αμερικανικού αποθετηρίου, της κεντρικής τράπεζας των Η.Π.Α. (Fed), καθώς επίσης διαφόρων μεγάλων τραπεζών. Κατηγορούμενοι ήταν πολιτικοί, όπως ο πρώην Πρόεδρος B. Clinton και ο πρώην υπουργός οικονομικών L. Summers, ο διοικητής της Fed κ. A. Greenspan, καθώς επίσης οι πολυεθνικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων η BIS, η J.P.Morgan, η Chase Manhattan, η Citigroup, η Goldman Sachs και η Deutsche Bank.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η κυβέρνηση των Η.Π.Α., σε συνεργασία με τις ηγετικές τράπεζες του κλάδου, είχε «χειραγωγήσει» από το 1994 και μετά την τιμή του χρυσού, με στόχο τη διατήρηση της σε χαμηλά επίπεδα. Ο στόχος των τραπεζών ήταν η επίτευξη μεγάλων κερδών, ενώ η κυβέρνηση των Η.Π.Α. αποσκοπούσε στην παραπλάνηση του υπολοίπου κόσμου, σε σχέση με την ισχύ του δολαρίου – το οποίο ουσιαστικά διατηρούταν τεχνητά υπερτιμημένο, έτσι ώστε να παραμένει παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, χωρίς τον ανταγωνισμό των υπολοίπων νομισμάτων (πηγές: B.Seiler, gata.org). Ειδικότερα, η αγωγή αναφερόταν, μεταξύ άλλων, στα εξής:

(α)  Η τιμή του χρυσού δεν επιτρεπόταν να αυξηθεί, επειδή κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με «σήμα κινδύνου» προς τις διεθνείς αγορές, σε σχέση με τον πληθωρισμό του αμερικανικού νομίσματος.

(β)  Μία ενδεχόμενη αύξηση της τιμής του χρυσού, θα πρόδιδε τη διεθνή αδυναμία του δολαρίου.

(γ)  Θα έπρεπε να προστατευθούν από δυνητικές ζημίες τόσο οι τράπεζες, όσο και τα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία δανείζονταν με χαμηλότοκα ομόλογα χρυσού, διαθέτοντας εξ αυτού πολύ χαμηλά αποθέματα του κίτρινου μετάλλου – κάτι που θα συνέβαινε, θα ζημιώνονταν δηλαδή οι τράπεζες, εάν αυξανόταν η τιμή του χρυσού. 

Χωρίς καμία αμφιβολία, ο χρυσός αποτελεί ακόμη ένα αξιόπιστο βαρόμετρο του πληθωρισμού ενός νομίσματος («εκτύπωση» δυσανάλογων ποσοτήτων χρήματος, με αποτέλεσμα την υποτίμηση τους), εάν δεν μπορεί κανείς να εξασφαλίσει τεχνητά τη διατήρηση του σε χαμηλή τιμή, σε σχέση με το συγκεκριμένο νόμισμα (εν προκειμένω, το δολάριο).

Αναμφίβολα λοιπόν, η αύξηση της τιμής του χρυσού σε σχέση με το δολάριο, «τεκμηριώνει» την αστάθεια του νομίσματος. Επομένως, εάν η αμερικανική κυβέρνηση ήταν σε θέση να ελέγξει την τιμή του χρυσού (σύμφωνα πάντα με το κατηγορητήριο που συνέταξαν οι δικηγόροι της GATA), μπορούσε να ελέγξει επίσης την ισοτιμία του δολαρίου – εξαπατώντας τον υπόλοιπο πλανήτη. Συνεπώς, ο χρυσός ήταν ανέκαθεν, ενώ συνεχίζει να είναι, ένα «πολιτικό» μέταλλο.

Αντίθετα, οι τράπεζες έλαβαν τότε μέρος στο, χωρίς καμία αμφιβολία εξαιρετικά πολύπλοκο αυτό παιχνίδι, με στόχο την αποκόμιση υπερκερδών. Η επεξήγηση αυτής της «υπόθεσης εργασίας» είχε ως εξής:

(α)  Στα χαρτιά, δανείζονταν οι εμπορικές τράπεζες χρυσό, από την εκάστοτε κεντρική τράπεζα, με πολύ χαμηλό επιτόκιο (περί το 1%).

(β) Τον χρυσό αυτόν που δανείζονταν, τον πουλούσαν αργότερα στην «ανοιχτή αγορά», χωρίς την ανάληψη κανενός ρίσκου – αφού γνώριζαν ότι, η τιμή του θα διατηρούνταν σταθερή (κάτι που προφανώς δεν ισχύει για τίποτα στον κόσμο, εάν δεν «χειραγωγείται» η τιμή του). 

(γ)  Στη συνέχεια, επένδυαν τα έσοδα από την πώληση του χρυσού, σε κρατικά ομόλογα – ή συμμετείχαν στις κερδοσκοπικές αγορές των παραγώγων, οι οποίες υπόσχονταν τεράστια κέρδη, με χαμηλές επενδύσεις (μόνο το 2005, η J.P.Morgan κατείχε παράγωγα αξίας 25 τρις $).

Εάν λοιπόν δεν συνέβαινε κάτι απρόβλεπτο, οι τράπεζες που συμμετείχαν σε αυτό το παιχνίδι (Colpo Grosso) κέρδιζαν στην κυριολεξία τεράστια ποσά. Εάν όμως κατέρρεαν τα χρηματιστήρια ή εάν αυξανόταν η τιμή του χρυσού, τον οποίο είχαν δανεισθεί και όφειλαν να επιστρέψουν αργότερα, τότε οι τράπεζες θα έχαναν αντίστοιχα τεράστια ποσά, οδηγούμενες στη χρεοκοπία – πόσο μάλλον αφού, μαζί με την άνοδο της τιμής του χρυσού, θα αυξάνονταν και οι τόκοι που πλήρωναν για τις ποσότητες που είχαν δανεισθεί, σε επίπεδα που θα αδυνατούσαν να πληρώσουν.

Μεταξύ άλλων, η GATA ανέφερε ότι, μεταξύ των ετών 1998 και 2001 η ζήτηση του χρυσού ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από τις ετήσιες ποσότητες εξόρυξης, γεγονός που όφειλε να οδηγήσει στην αύξηση της τιμής του. Κατά την ίδια, το κέρδος του Καρτέλ των τραπεζών, με τη βοήθεια της χειραγώγησης της τιμής του χρυσού, ήταν της τάξης των 42 δις $.

Φυσικά η αγωγή απορρίφθηκε από το αμερικανικό δικαστήριο, το οποίο θεώρησε ότι ο κατήγορος δεν είχε έννομο συμφέρον. Εμείς βέβαια δεν μπορούμε να έχουμε σαφή άποψη, αν και οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, τα τελευταία πέντε χρόνια η τιμή του χρυσού σχεδόν 7πλασιάστηκε (από τα 200 $ στα 1.400 $ σήμερα) – κάτι που μάλλον θα πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά, σχετικά με την πραγματική ισοτιμία του δολαρίου και την μητέρα των κρίσεων που προβλέπεται.    

Εάν δε συνειδητοποιήσουμε ότι, η άνοδος της δύσης, η ανάπτυξη και η πρόοδος της, κυρίως εις βάρος άλλων λαών, στηρίχθηκε στο τραπεζικό σύστημα, στην πίστωση καλύτερα, με την ταχυδακτυλουργική δημιουργία νέων χρημάτων από το πουθενά, ενδεχομένως να καταλάβουμε ότι τα θεμέλια, επάνω στα οποία οικοδομούμε αδιάκοπα το μέλλον μας, δεν είναι τόσο σίγουρα, όσο νομίζουμε.

Ίσως δε κάποια στιγμή να πάψει ο πλανήτης να ανταλλάσσει τα χωρίς αντίκρισμα χαρτονομίσματα, με τα «πραγματικά» προϊόντα της φύσης και με την εργασία, σε μη ισορροπημένες, «χειραγωγημένες» από το Καρτέλ, ισοτιμίες ανταλλαγής – πόσο μάλλον όταν οι συνολικοί τόκοι επί των συνεχώς αυξανομένων χρεών, για τους οποίους δεν «κατασκευάζονται» παραδόξως νέα χρήματα (ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματα της διαδικασίας), ξεπεράσουν τα συνολικά κεφάλαια, τα οποία ολόκληρη η ανθρωπότητα οφείλει στους, ελάχιστους σχετικά, κυρίαρχους του σύμπαντος.   

Κλείνουμε με τα χαρακτηριστικά λόγια του 28ου  Προέδρου των Η.Π.Α. W.Wilson, αναφορικά με το τραπεζικό σύστημα: «Υπάρχει μία (σκοτεινή) δύναμη τόσο οργανωμένη, τόσο λεπτή, τόσο προσεκτική, τόσο διασφαλισμένη, τόσο πλήρης και τόσο κυρίαρχη, που καλά θα κάνουν να προσέχουν όσοι και όταν μιλούν εναντίον της».

Αθήνα, 11. Δεκεμβρίου 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου