Βασικά λάθη
Τρία είναι τα βασικά λάθη του αρχικού μνημονίου που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για νέο ρεκόρ φοροδιαφυγής.
Το πρώτο λάθος έχει να κάνει με την αύξηση των φορολογικών συντελεστών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τους καταναλωτικούς φόρους, σε μια χώρα όπου ο ΦΠΑ δεν αποδίδεται σε ποσοστό 30%-35%. Το μνημόνιο έπρεπε να προβλέπει μείωση του ΦΠΑ και άλλων καταναλωτικών φόρων στο πλαίσιο της λεγόμενης εσωτερικής υποτίμησης. Η μείωση της έμμεσης φορολογίας έπρεπε να συνδυαστεί με πλήρη αναδιοργάνωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και την επιβολή ενός λογικού αλλά άμεσα εφαρμόσιμου ποινολόγιου για τους παραβάτες.
Το δεύτερο λάθος σχετίζεται με τον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης. Η τρόικα δέχτηκε πολύ εύκολα την επιχειρηματολογία των ελληνικών κυβερνήσεων σύμφωνα με την οποία μπορεί να υπάρξει μείωση των δημοσίων δαπανών, ακόμη και του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, χωρίς να γίνουν απολύσεις στη δημόσια διοίκηση και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα της οικονομίας. Προσυπογράφοντας τις κομματικές, μικροπολιτικές επιλογές των ελληνικών κυβερνήσεων, η τρόικα στάθηκε εμπόδιο στην αναγκαία διοικητική μεταρρύθμιση.
Ειδικά σε ό,τι αφορά το υπουργείο Οικονομικών και τον λεγόμενο φοροεισπρακτικό μηχανισμό, έπρεπε να προβλέπεται η πρόσληψη αρκετών χιλιάδων νέων υπαλλήλων, προκειμένου να μπει το στρατηγικής σημασίας υπουργείο σε μια νέα διαχειριστική εποχή με τα κατάλληλα στελέχη.
Η τρόικα έπρεπε να επιβάλει, από το ξεκίνημα της εφαρμογής του μνημονίου, την απόλυση 50.000 δημοσίων υπαλλήλων που προσλήφθηκαν την περίοδο 2000-2009, όταν οι ελληνικές κυβερνήσεις γνώριζαν τους κανόνες και τους περιορισμούς της ΟΝΕ για το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, και να είχε επιτρέψει την πρόσληψη 10.000 υπαλλήλων σε υπηρεσίες στρατηγικής σημασίας, όπως αυτές του υπουργείου Οικονομικών. Με τη μέθοδο που ακολουθήθηκε συνταξιοδοτήθηκαν οι πιο έμπειροι υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομικών χωρίς να αντικατασταθούν και διατηρήθηκαν τα στεγανά του κομματικού κράτους στα οποία οφείλεται η ανάπτυξη της φοροδιαφυγής στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών.
Το τρίτο στρατηγικής σημασίας λάθος του μνημονίου είναι ότι θέτει μη ρεαλιστικούς οικονομικούς στόχους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Αυτό σημαίνει ότι η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή μετατρέπονται σε ένα είδος αυτοάμυνας από αυτούς που προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα εξαιρετικά εχθρικό δημοσιονομικό και οικονομικό περιβάλλον. Για να υπάρξει πάταξη της φοροδιαφυγής θα πρέπει όσοι εφαρμόζουν τους κανόνες να μπορούν να ικανοποιήσουν βασικές τους ανάγκες. Έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, πολλές επιχειρήσεις πέρασαν από την οικονομία στην παραοικονομία, για να καλύψουν και το κενό χρηματοδότησης που δημιούργησε η κρίση του τραπεζικού συστήματος, ενώ πολλοί συμπολίτες μας σταμάτησαν να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, προκειμένου να καλύψουν βασικές προσωπικές και οικογενειακές τους ανάγκες. Χωρίς ένα ρεαλιστικό και έντιμο φορολογικό σύστημα είναι πρακτικά αδύνατος ο περιορισμός της φοροδιαφυγής.
Εξυπηρέτηση της πελατείας
Τα βασικά λάθη στη σύλληψη της πολιτικής του μνημονίου συμπληρώνουν οι παραδοσιακές πολιτικές πρακτικές των ελληνικών κυβερνήσεων, για να δώσουν ένα ιδιαίτερα αρνητικό αποτέλεσμα.
Οι κυβερνήσεις προστάτεψαν, για προφανείς λόγους, το πανίσχυρο κύκλωμα που εξασφαλίζει σε ετήσια βάση κέρδη που ξεπερνούν τα 500 εκατ. ευρώ, εκμεταλλευόμενο τη διαφορά στη φορολογία του πετρελαίου θέρμανσης από τη φορολογία του πετρελαίου κίνησης. Τα καύσιμα πρέπει να φορολογούνται ανάλογα με το είδος και όχι ανάλογα με τη χρήση τους. Ακόμη και σήμερα η κυβέρνηση Σαμαρά κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει την πλήρη εξίσωση του φόρου του πετρελαίου θέρμανσης με το φόρο του πετρελαίου κίνησης και διατηρεί το ανώμαλο καθεστώς –για το πετρέλαιο των αγροτών, τα ναυτιλιακά καύσιμα κτλ.– που οδηγεί στην ανάπτυξη της φοροδιαφυγής, της φοροκλοπής και φυσικά του λαθρεμπορίου.
Οι κυβερνητικοί αρμόδιοι επικαλούνται συνήθως κοινωνικά κριτήρια σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσουν την εξυπηρέτηση, με το αζημίωτο εννοείται, πανίσχυρων κερδοσκοπικών κυκλωμάτων. Σε μια περίοδο κατά την οποία πάνω από τα 2/3 του κόστους των καυσίμων για τους καταναλωτές αναλογούν στους φόρους, υπάρχει δυνατότητα για μείωση του κόστους κατά 20%-30% με ταυτόχρονη κατάργηση των διαφορών στις τιμές, που εξασφαλίζουν εντυπωσιακά κέρδη στα κερδοσκοπικά κυκλώματα. Άλλωστε δεν μπορεί να υπάρξει εσωτερική υποτίμηση με το κόστος των καυσίμων να εκτινάσσεται στα ύψη λόγω της υπερβολικής φορολογίας που επιβάλλεται σε αυτά.
Περάσαμε το τρίτο μνημονιακό καλοκαίρι με τις τουριστικές περιοχές να έχουν τεθεί, σχεδόν στο σύνολό τους, εκτός φορολογικού συστήματος. Οι έρευνες του ΣΔΟΕ κατέγραψαν ποσοστά παραβατικότητας από 50% έως και 100% στις τουριστικές περιοχές, χωρίς φυσικά να βρεθούν οι φοροφυγάδες αντιμέτωποι με τις συνέπειες των επιλογών τους. Με ευθύνη των κυβερνήσεων δεν υπάρχει δυνατότητα άμεσης επιβολής ρεαλιστικών προστίμων, που θα περιόριζαν αισθητά τον αριθμό εκείνων που φοροδιαφεύγουν συστηματικά. Εκατομμύρια τουρίστες επισκέπτονται τη χώρα μας κάθε χρόνο καταβάλλοντας ΦΠΑ δισεκατομμυρίων ευρώ, ο οποίος καταλήγει στις τσέπες των επιτηδείων και των πολιτικών και διοικητικών κυκλωμάτων που τους καλύπτουν. Το όργιο φοροδιαφυγής που παρατηρείται στη διάρκεια της τουριστικής περιόδου δίνει και τον τόνο στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας. Από τη στιγμή που δεκάδες χιλιάδες επαγγελματίες του χώρου εξασφαλίζουν εισόδημα δεκάδων χιλιάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ μέσα σε 2-3 τουριστικούς μήνες φοροδιαφεύγοντας και φοροκλέπτοντας, η μεσαία τάξη συνεχίζει και αυτή την παράδοση ασύδοτης φοροδιαφυγής.
Η μαζική φοροδιαφυγή συμβάλλει στην υστέρηση των εσόδων του Δημοσίου σε σχέση με τους στόχους του μνημονίου, γεγονός που συντηρεί τον φαύλο κύκλο των δημοσιονομικών αποκλίσεων και της επιβολής νέων μέτρων. Με την αρνητική δυναμική που έχει αναπτυχθεί, το οικονομικό, επιχειρηματικό περιβάλλον γίνεται αφόρητο για πολλούς ειλικρινείς φορολογούμενους, οι οποίοι μετακινούνται από την οικονομία στην παραοικονομία, σε μια προσπάθεια να προστατέψουν τα καλώς εννοούμενα συμφέροντά τους.
Η ανάγκη της οικονομικής αυτοάμυνας ενισχύεται και από τον εκτροχιασμό των δημοσίων δαπανών. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν θέλουν, και σε μερικές περιπτώσεις δεν μπορούν, να ελέγξουν τις δαπάνες σε κρίσιμους τομείς, όπως είναι το ΕΣΥ, το φάρμακο, οι ΟΤΑ, το ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό σύστημα, οι προμήθειες των ενόπλων δυνάμεων. Χαρακτηριστική η δήλωση του υπουργού Υγείας κ. Λυκουρέντζου ότι ο ρυθμός συνταγογράφησης τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου δημιουργεί την εντύπωση ότι ασθενεί τουλάχιστον το 10% του ελληνικού πληθυσμού. Τα «γαλάζια» κυκλώματα στο χώρο του φαρμάκου επιβάλλουν τους όρους τους στην κυβέρνηση Σαμαρά ανεξάρτητα από το οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Οι πρακτικές της κακοδιαχείρισης οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι οι φόροι που πληρώνουμε δεν συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος και στη διαχείριση του δημόσιου χρέους, απλώς επιδοτούν τον κομματικό, συντεχνιακό παρασιτισμό.
Οι λίστες
Με την πολιτική που ακολουθούν η τρόικα και οι ελληνικές κυβερνήσεις να οδηγεί στο ένα ρεκόρ φοροδιαφυγής μετά το άλλο, το πολιτικό, επικοινωνιακό σύστημα χρειάζεται την παραφιλολογία σχετικά με τις λίστες για τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης. Λίστα με τα «αμαρτήματα» του Μεϊμαράκη, λίστα με «αμαρτωλούς» πολιτικούς, λίστα που προμήθευσε η κ. Λαγκάρντ όταν ήταν υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, λίστα με δεκάδες χιλιάδες πολίτες που έβγαλαν τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό, και πάει λέγοντας. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση και το ΣΔΟΕ έχουν στη διάθεσή τους, μέσω των εμπορικών τραπεζών και της Τραπέζης της Ελλάδος, όλα τα στοιχεία για τις καταθέσεις και τη μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό για να πατάξουν τη φοροδιαφυγή. Μπορούν όμως τα πολιτικά στελέχη να πρωταγωνιστήσουν στην αντιμετώπιση του φαινομένου όταν τα περισσότερα από αυτά έχουν βάλει χρυσές υπογραφές ή έχουν καλύψει με τη σιωπή τους ζημιογόνες για το Δημόσιο συμφωνίες, μέσα από τις οποίες συντηρείται η βιομηχανία μαύρου πολιτικού χρήματος, το οποίο είναι εξ ορισμού αφορολόγητο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου