17 Νοεμβρίου 2013
Β. Βιλιάρδος - Ο χρυσός κανόνας της σταθερότητας
“Ο «χρυσός κανόνας της οικονομικής σταθερότητας» είναι η κατάργηση των τόκων - η οποία θα εμπόδιζε σε μεγάλο βαθμό τη συγκέντρωση κεφαλαίων, στη συντριπτική μειοψηφία των ανθρώπων (1% του πληθυσμού) και των κρατών.
Πολύ περισσότερο, θα διευκόλυνε σημαντικά τη διοχέτευση των χρημάτων στην πραγματική οικονομία, καθώς επίσης τη σταθερότητα του οικονομικού συστήματος – σε συνδυασμό φυσικά με την απαγόρευση των χρηματοπιστωτικών όπλων μαζικής καταστροφής, όπως τα παράγωγα προϊόντα. Το αποτέλεσμα θα ήταν η ελαχιστοποίηση των κινδύνων πολεμικών και λοιπών «αντιπαραθέσεων», μεταξύ ατόμων και λαών. Ειδικότερα τα εξής:
Οι τόκοι, η υπεραξία των χρημάτων ουσιαστικά, είναι ένα «οικονομικό αρχέτυπο»* – μέσω του οποίου επιβάλλεται η υπεροχή του κεφαλαίου επί της εργασίας και των εξ αυτής παραγομένων προϊόντων. Αποτελούν μία αναπόφευκτη «παρενέργεια» εκείνης της οικονομικής λειτουργίας, η οποία στηρίζεται στις συναλλαγές μέσω χρημάτων.
Το συγκεκριμένο «οικονομικό αρχέτυπο» είναι υπεύθυνο για το ότι, οι κάτοχοι χρημάτων, ως δανειστές, εξασφαλίζουν μία χωρίς κόπο συμμετοχή στο προϊόν της εργασίας των μη κατόχων χρημάτων, οι οποίοι γίνονται οφειλέτες τους – γεγονός που οδηγεί σε μεγάλες κοινωνικές αδικίες. Υπάρχει δε ένα «αρχέγονο* επιτόκιο», πατροπαράδοτο, παραδοσιακό, κάτω από το οποίο δεν δόθηκαν ποτέ δάνεια κατά τη διάρκεια των αιώνων – υπολογιζόμενο στο 2-3%.
Οι τόκοι είναι κατά κάποιον τρόπο το σύνολο του «αρχέγονου επιτοκίου», του πληθωρισμού, του δανειακού ρίσκου, της αύξησης της παραγωγικότητας, καθώς επίσης της αμοιβής των μεσαζόντων – των τραπεζών συνήθως.
Εάν μπορούσε να καταπολεμηθεί η κυριαρχία του κεφαλαίου στις αγορές, μέσω της υιοθέτησης ενός συστήματος «ελευθέρων χρημάτων», τότε θα εξαφανιζόταν το «αρχέγονο επιτόκιο». Επειδή δε η υιοθέτηση ενός συστήματος «ελευθέρων χρημάτων» θα είχε σαν αποτέλεσμα την εξαφάνιση τόσο του πληθωρισμού, όσο και του αποπληθωρισμού, τότε θα έπαυε να υπάρχει και το δεύτερο συστατικό του επιτοκίου.
Περαιτέρω, λόγω του ότι σε μία σταθερή οικονομία το πιστωτικό ρίσκο είναι ελάχιστο, θα έπαυε να υπάρχει ανάγκη χρέωσης του – όπως απαιτεί το τρίτο συστατικό. Τέλος, αφού δεν θα υπάρχει ανάπτυξη αλλά αειφόρος σταθερότητα, το μέρος του επιτοκίου που αφορά την αυξημένη παραγωγικότητα, θα ήταν περιττό – οπότε θα παρέμενε μόνο το κόστος λειτουργίας των μεσαζόντων (τραπεζών).
Σε μία τέτοια περίπτωση θα ήταν πολύ λιγότερο «επιθυμητή» η συγκέντρωση κεφαλαίων από εκείνους, οι οποίο κερδοσκοπούν άκοπα με αυτά – οπότε θα εξασφαλιζόταν ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο για τους εργαζομένους, καθώς επίσης μία μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη” (S.Gesell).
.
Ανάλυση
Σε σχέση με τα παραπάνω, αποτελεί ασφαλώς μία περίεργη παραδοξότητα το ότι οι Γερμανοί, οι οποίοι έχουν υποφέρει από τους τόκους, ενώ έχουν ενοχοποιήσει τους «Εβραίους τοκογλύφους» στο παρελθόν, με δυστυχές αποτέλεσμα τα ανατριχιαστικά εγκλήματα που διέπραξαν οι ναζί (ολοκαύτωμα), είναι σήμερα οι βασικοί υποστηρικτές τους – με τις έντοκες καταθέσεις να αποτελούν τα βασικά περιουσιακά τους στοιχεία.
Πόσο μάλλον όταν σύμφωνα με τους ίδιους τους Γερμανούς, το σύνολο του σημερινού δημοσίου χρέους τους προέρχεται κατά 100% από τόκους – όπου στην Ελλάδα οι τόκοι, με τους οποίους έχουμε επιβαρυνθεί σε μία αντίστοιχη με τη Γερμανία χρονική περίοδο, είναι υπερδιπλάσιοι του σημερινού χρέους.
Βέβαια, η παραδοξότητα αυτή, οι «αντιδρομίες» καλύτερα, συναντώνται σε πάρα πολλές «πτυχές» της ζωής – με πρώην σοσιαλιστικά κινήματα να υιοθετούν ξαφνικά εντελώς νεοφιλελεύθερες απόψεις, φιλελεύθερα κόμματα την κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία κοκ.
Συνεχίζοντας, παρά το ότι σήμερα οι κεντρικές τράπεζες, τα μεγάλα τυπογραφεία ουσιαστικά, εκμηδενίζουν τα επιτόκια, αυξάνοντας κατακόρυφα την παροχή δωρεάν χρημάτων τα μικρότερα, αλλά πολύ περισσότερα «τυπογραφεία», οι εμπορικές τράπεζες, «εγκλωβίζουν» τη ρευστότητα - επιλέγοντας την κερδοσκοπία για να αυξήσουν τις αποδόσεις των κεφαλαίων που τους δωρίζονται, οδηγώντας την πραγματική οικονομία στο γκρεμό και αδιαφορώντας για τις καταστροφικές συνέπειες των πράξεων τους.
Οι «βδέλλες» αυτές είναι τοποθετημένες σε ολόκληρο το κυκλοφοριακό σύστημα της οικονομίας, απορροφώντας αχόρταγα το αίμα που κυλάει – οπότε οι συνεχείς «μεταγγίσεις» δεν έχουν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Αντίθετα, απειλούν όλο και περισσότερο τον πλανήτη, αφού κάποια στιγμή, όταν πάψει να απορροφάται η ρευστότητα από τις αγορές (χρηματιστήρια), γεγονός που θα συμβεί νομοτελειακά όταν καταρρεύσουν οι αξίες (μετοχές κοκ.), τότε το υπερβολικό αίμα θα πλημμυρίσει το σώμα της οικονομίας – προκαλώντας του ανυπολόγιστες καταστροφές.
.
ΕΛΛΑΔΑ, ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ
Η συρρίκνωση της ρευστότητας στην Ελλάδα (ανάλυση) αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα μεγαλύτερα της προβλήματα – μία πραγματική «τροχοπέδη», όσον αφορά τις προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας της. Οφείλει λοιπόν να βρεθεί άμεσα μία λύση, πριν οδηγηθούν οι υπόλοιπες μικρομεσαίες επιχειρήσεις της στη χρεοκοπία, καθώς επίσης προτού «μεταναστεύσουν» οι εναπομείναντες μεγαλύτερες σε χώρες του εξωτερικού.
Προφανώς, οι ισχυρισμοί περί επιστροφής στην ανάπτυξη το επόμενο έτος, όταν επιβάλλονται συνεχώς νέοι φόροι, οπότε «αποξηραίνεται» αντί να ποτίζεται το ταλαιπωρημένο έδαφος της οικονομίας, είναι όνειρα θερινής νύχτας – όπως επίσης το πρωτογενές πλεόνασμα, η θεωρητική ύπαρξη του οποίου οφείλεται απλά και μόνο στις καθυστερήσεις των πληρωμών του ιδιωτικού τομέα, από το δημόσιο.
Υπενθυμίζουμε εδώ ότι, στο δημόσιο δεν εφαρμόζεται το διπλογραφικό λογιστικό σύστημα, το οποίο είναι υποχρεωτικό για όλες τις επιχειρήσεις – με αποτέλεσμα, οι ανεξόφλητοι λογαριασμοί του κράτους να μην καταγράφονται στα χρέη του, οπότε να δημιουργείται ένα «φανταστικό» πλεόνασμα.
Εκτός αυτού, το δημόσιο δεν υποχρεώνεται να συντάσσει ετήσιο ισολογισμό – οπότε όλοι εμείς γνωρίζουμε μόνο τι οφείλουμε στους δανειστές μας, ενώ κανένας δεν μας πληροφορεί επίσημα για τα περιουσιακά μας στοιχεία. Απλούστερα, η κυβέρνηση μας ενημερώνει μόνο για το παθητικό της χώρας μας και όχι για το ενεργητικό της – όπως, για παράδειγμα, η Νέα Ζηλανδία, η οποία συντάσσει ετήσιο ισολογισμό (πηγή).
Συνεχίζοντας, όσον αφορά το πρόβλημα της ρευστότητας της οικονομίας μας, έχουμε την άποψη ότι, είμαστευποχρεωμένοι να αναζητήσουμε περισσότερες από μία, παράλληλες μεταξύ τους λύσεις – αφού χωρίς εναλλακτικές δυνατότητες και ρεζέρβες δεν είναι δυνατόν να διοικηθεί καμία επιχείρηση, πόσο μάλλον ένα κράτος.
Προφανώς δε, ορισμένες από τις λύσεις αυτές πρέπει να εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από εμάς – ειδικά επειδή η Ευρωζώνη, η Γερμανία καλύτερα, δεν είναι πρόθυμη να μας «διευκολύνει», όσον αφορά τουλάχιστον το συγκεκριμένο θέμα.
Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε ως μία από τις πολλές λύσεις που ασφαλώς υπάρχουν, τη δημιουργία ενός δεύτερου χρηματοπιστωτικού συστήματος – το οποίο να μην ενοχλεί καθόλου το πρώτο, αλλά και να μην έχει καμία επαφή μαζί του.
Πόσο μάλλον όταν η Ελλάδα υποφέρει από μια «Ύφεση ισολογισμών» άνευ προηγουμένου, χωρίς να έχει τις προϋποθέσεις επίλυσης της με τη μέθοδο του Keynes (ανάλυση) – ενώ χωρίς ανάπτυξη, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα εξόδου από την κρίση.
Στο σημείο αυτό θεωρούμε σωστό να υπενθυμίσουμε τους συντελεστές της ανάπτυξης. Ειδικότερα, τα τέσσερα βασικά στοιχεία του ακαθάριστού εθνικού προϊόντος μίας χώρας (ΑΕΠ), από την πλευρά των δαπανών, είναι η ιδιωτική κατανάλωση (Κ), οι μικτές επενδύσεις (Ε), οι δαπάνες του δημοσίου συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων (Δ), καθώς επίσης η διαφορά μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών. Πρόκειται λοιπόν για την παρακάτω μαθηματική εξίσωση:
.
ΑΕΠ = Κ+Ε+Δ+(Εξαγωγές - Εισαγωγές)
.
Όπως διαπιστώνεται εύκολα, για να μπορέσει να αυξηθεί το ΑΕΠ, θα πρέπει ένας τουλάχιστον από τους «συντελεστές» του να ακολουθήσει ανοδική πορεία – γεγονός που είναι όμως σχεδόν αδύνατον, χωρίς την απαραίτητη ρευστότητα, η οποία θα τον τροφοδοτούσε. Αυτή ήταν άλλωστε η αιτία της καταστροφικής εξέλιξης του ρυθμού ανάπτυξης (ύφεσης) της οικονομίας μας, όπως φαίνεται, μεταξύ άλλων, από το διάγραμμα που ακολουθεί (με μη ανανεωμένα στοιχεία).
.
.
Επομένως, αποτελεί πρώτη προτεραιότητα η εξασφάλιση της ρευστότητας όπου όμως, επειδή δεν έχουμε την κυριαρχία του νομισματικού μας συστήματος, οφείλουν να διερευνηθούν άλλες λύσεις – πριν ακόμη πεθάνει η χώρα μας υγιής, μετά τη δημοσιονομική «εγχείρηση χωρίς αναισθητικό» που επιχειρείται.
.
ΑΝΑΓΚΗ ΑΛΛΑΓΗΣ
Έχουμε ήδη αναφερθεί στο θέμα της επιστροφής μας στη δραχμή (ανάλυση) θεωρώντας ότι, αποτελεί ένα εξαιρετικά οδυνηρό, αλλά όχι θανατηφόρο εγχείρημα – ενώ είμαστε ανέκαθεν υπέρ της διατήρησης του ευρώ, με την έννοια της αναγκαιότητας μίας ενωμένης Ευρώπης.
Σε κάθε περίπτωση έχουμε την άποψη ότι, δεν επιτρέπεται να συνεχίσουμε να περιμένουμε ή να αναμένουμε αδρανείς τον «από μηχανής Θεό». Επίσης όχι το «θαύμα» – την αλλαγή πολιτικής δηλαδή, εκ μέρους του αμετανόητου δυνάστη της Ευρωζώνης: της Γερμανίας.
Άλλωστε οι δίδυμες, βαθιές πληγές μας (ελλείμματα προϋπολογισμού και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών),παρά το ότι έχουν σε κάποιο βαθμό «επουλωθεί», είναι πολύ πιθανόν να μολυνθούν ξανά – αφού τα δραστικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την «εξυγίανση» τους μοιάζουν με ενέσεις κορτιζόνης, οι οποίες απαλύνουν αρχικά τον πόνο, αλλά δεν αντιμετωπίζουν την ασθένεια.
Η εξέλιξη του εμπορικού μας ισοζυγίου στο διάγραμμα που ακολουθεί, η οποία οφείλεται κυρίως στη μείωση των εισαγωγών μας, λόγω της οικονομικής αδυναμίας των Ελλήνων να καταναλώσουν, δεν είναι καθόλου ικανοποιητική – όπως δυστυχώς «δημαγωγεί» η κυβέρνηση.
.
.
Περαιτέρω πιστεύουμε επίσης ότι, δεν μπορούμε να ελπίζουμε πως η ελληνική κυβέρνηση θα αλλάξει πολιτική – ή, έστω, να αναμένουμε την εκλογή ενός νέου κόμματος, το οποίο θα ασχολούταν ενεργητικά και ορθολογικά με το πρόβλημα της ρευστότητας (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα σταματήσουμε να το επιδιώκουμε).
Επομένως, πρέπει να βρεθούν εναλλακτικές δυνατότητες, οι οποίες να είναι ανεξάρτητες από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία – με την έννοια ότι θα μπορούν να εφαρμοσθούν αποκλειστικά και μόνο από τον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο εμείς τουλάχιστον έχουμε πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη.
Στα πλαίσια αυτά, η δημιουργία ενός δεύτερου, «ιδιωτικού» κατά κάποιον τρόπο χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως αυτό που λειτουργεί στην Ελβετία (από την οποία οφείλουμε να υιοθετήσουμε ίσως τον τρόπο λειτουργίας της άμεσης δημοκρατίας), θεωρούμε πως είναι απόλυτα απαραίτητη.
.
ΤΟ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Ο «κύκλος οικονομικής συνεργασίας» ιδρύθηκε στην Ελβετία το 1934, από 16 άτομα – μιμούμενος τη δανέζικη συνεταιριστική J.A.K (Afregningscentralen), η οποία είχε υιοθετήσει, το ίδιο έτος, ένα πανομοιότυπο «σύστημα διακανονισμού πληρωμών χωρίς μετρητά».
Ο στόχος της συγκεκριμένης κίνησης, η οποία πήρε τραπεζική άδεια το 1936, ήταν η αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων ρευστότητας, τα οποία είχε δημιουργήσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση– όπου τόσο οι επιχειρήσεις, όσο και τα νοικοκυριά «αποθήκευαν» τα χρήματα τους, αντί να τα επενδύουν, με αποτέλεσμα να εντείνεται η κρίση ρευστότητας, καθώς επίσης η πιστωτική ασφυξία.
Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, ένα από τα δεινά του αποπληθωρισμού, από τον οποίο κινδυνεύει σήμερα η Ελλάδα, αλλά και ολόκληρη η Ευρωζώνη, είναι το ότι, αυξάνεται η αγοραστική αξία των χρημάτων, λόγω του ότι μειώνονται οι τιμές – με αποτέλεσμα να αποταμιεύονται όλο και περισσότερα χρήματα από τις κοινωνίες, «αποστραγγίζοντας» ακόμη πιο πολύ την αγορά. Στο διάγραμμα που ακολουθεί φαίνονται τα προβλήματα ανάπτυξης της Ευρωζώνης – τα οποία «απομακρύνονται και επιστρέφουν»:
.
.
Περαιτέρω, ο «κύκλος οικονομικής συνεργασίας» ιδρύθηκε από επιχειρηματίες, από ικανότατους και δραστήριους επαγγελματίες καλύτερα, οι οποίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να περιμένουν βοήθεια από κανέναν άλλο, παρά μόνο από τον εαυτό τους. Στα πλαίσια αυτά, δημιούργησαν το παράλληλο νόμισμα «WIR», το οποίο βασίσθηκε στη θεωρία του «ελεύθερου συναλλάγματος» του S.Gesell – σύμφωνα με τον οποίο τα χρήματα πρέπει να είναι οι υπηρέτες του ανθρώπου και όχι οι «εσσαεί» δυνάστες του (θα αναφερθούμε αναλυτικά στηθεωρία του, σε ειδικό άρθρο).
Η τιμή του συγκεκριμένου νομίσματος, το οποίο κυκλοφορεί έκτοτε στην Ελβετία παράλληλα, είναι συνδεδεμένη με το ελβετικό φράγκο, με ισοτιμία 1:1 – ενώ το κυριότερο χαρακτηριστικό του είναι η ελευθερία από τη σκλαβιά των τόκων (υπενθυμίζουμε ότι, ένας από τους εχθρούς του εθνικοσοσιαλισμού ήταν το σύστημα των τόκων, για το οποίο ενοχοποιούσε τους Εβραίους).
Ο βασικός στόχος της «κίνησης», της ομάδας δηλαδή που δημιούργησε το «WIR», ήταν η αύξηση της κυκλοφορίας των χρημάτων – τα οποία, αποταμιευόμενα λόγω της κρίσης και του αποπληθωρισμού, μείωναν επικίνδυνα τη ρευστότητα. Επομένως, έπρεπε να δοθεί ένα «κίνητρο ταχύτερης ανακύκλωσης» στους κατόχους του νέου νομίσματος – οι οποίοι ήταν κυρίως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Ελβετίας.
Το κίνητρο αυτό, με βάση το οποίο οι επιχειρήσεις που συναλλάσσονταν μεταξύ τους με το «WIR», δεν το αποταμίευαν καθόλου, οπότε αυξανόταν ο τζίρος τους, ήταν ο άτοκος χαρακτήρας των καταθέσεων τους – οπότε, αφού δεν εισέπρατταν τόκους, δεν κέρδιζαν δηλαδή από το κεφάλαιο τους, αναζητούσαν άλλους τρόπους κερδοφορίας, επενδύοντας το.
Στο ξεκίνημα του νομίσματος, όχι μόνο δεν τοκίζονταν οι καταθέσεις στην τράπεζα (εναλλακτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα) που δημιουργήθηκε για το σκοπό αυτό αλλά, αντίθετα, επιβαρυνόντουσαν οι «αποταμιεύσεις» με ένα ποσόν, έτσι ώστε να καλύπτεται το λειτουργικό κόστος της – με αποτέλεσμα να είναι ακόμη μεγαλύτερο το κίνητρο «ανακύκλωσης» των χρημάτων (ακόμη και σήμερα, οι καταθέσεις σε «WIR» είναι άτοκες).
Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς γιατί να καταθέτει τα χρήματα του άτοκα, όταν έχει τη δυνατότητα να εισπράττει από παντού τόκους. Η απάντηση είναι ότι,
(α) αφενός μεν πρέπει κανείς να στηρίζει έμπρακτα τις πεποιθήσεις του, στην προκειμένη περίπτωση την απελευθέρωση από τη δουλεία των τόκων,
(α) αφετέρου πως δεν είναι καθόλου αρνητικό να ψάχνει άλλους τρόπους εξασφάλισης των καταθέσεων του, εκτός του καθιερωμένου κρατικού συστήματος – πόσο μάλλον όταν σήμερα απειλούνται οι αποταμιεύσειςτόσο από τις πιθανότατες χρεοκοπίες τραπεζών, όσο και από την «κατάσχεση» τους.
Επιστρέφοντας στην Ελβετία, η ιδιωτική πρωτοβουλία άλλαξε το 1998 την ονομασία της σε «WIR συνεταιριστική τράπεζα» – η οποία, εκτός από τις φυσιολογική τραπεζική λειτουργία της, διατηρεί το παράλληλο νομισματικό σύστημα «WIR», με το οποίο ενισχύεται η δραστηριότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Ολοκληρώνοντας, στα τέλη του 2012 η «WIR συνεταιριστική τράπεζα», με έδρα τη Βασιλεία, απασχολούσε 208 υπαλλήλους, έχοντας συνολικό ισολογισμό ύψους 4,013 δις φράγκα – εκ των οποίων τα 855,3 δις φράγκα ήταν πιστώσεις σε WIR (επίσημη ονομασία νομίσματος CHW), ενώ τα 2,6 δις σε φράγκα (CHF). Ο τζίρος των ισοδύναμων φράγκων με WIR ήταν της τάξης του 1,46 δις.
.
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΠΛΗΡΩΜΩΝ WIR
Σύμφωνα με το καταστατικό του συστήματος, σκοπός του είναι η ενίσχυση των συμμετεχόντων, η εξυπηρέτηση των μεταξύ τους συναλλαγών, καθώς επίσης η εξασφάλιση μεγαλύτερου τζίρου για όλες τις επιχειρήσεις-μέλη του – ενώ ο διακανονισμός των συναλλαγών γίνεται χωρίς μετρητά χρήματα.
Ως μέσον συναλλαγής χρησιμοποιείται ένα χαρτί τύπου επιταγής, το οποίο είναι ουσιαστικά μία εντολή κατάθεσης, καθώς επίσης μία «εντολή πληρωμής WIR». Εκτός αυτού, υπάρχει η αντίστοιχη «πιστωτική κάρτα», η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στο λιανικό εμπόριο και στη γαστρονομία – όπου οι πελάτες μπορούν να συναλλάσσονται με το νόμισμα αυτό, με φράγκα, ή με συνδυασμό και των δύο. Είναι επίσης εφικτές οι ηλεκτρονικές τραπεζικές συναλλαγές, ενώ από το 2008 λειτουργεί και το ανάλογο διαδικτυακό τραπεζικό σύστημα.
Στο παράλληλο χρηματοπιστωτικό σύστημα συμμετέχουν 50.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, από ολόκληρη την Ελβετία – καθώς επίσης πάνω από 10.000 ιδιώτες, με τραπεζικό λογαριασμό «WIR». Διοργανώνονται δε ετήσια τέσσερις εκθέσεις σε διαφορετικές πόλεις, στις οποίες συναντιούνται οι εκθέτες με τους πελάτες τους – έτσι ώστε να προωθούνται και να ενισχύονται οι μεταξύ τους συναλλαγές.
Τέλος, στις εισόδους εκείνων των καταστημάτων ή ξενοδοχείων, τα οποία αποδέχονται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τις συναλλαγές με το «WIR», υπάρχει μία πινακίδα που το αναφέρει.
.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΧΡΗΜΑΤΩΝ WIR
Τα χρήματα δημιουργούνται με την έγκριση δανείων από την τράπεζα WIR, όπου ο δανειζόμενος παρέχει ως υποθήκη, ως εγγύηση καλύτερα, ένα περιουσιακό του στοιχείο – όπως συμβαίνει και σε όλες τις άλλες τράπεζες. Αυτό σημαίνει ότι, η WIR τράπεζα δημιουργεί μόνη της χρήματα από το πουθενά – όπως ακριβώς η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, η οποία «ηγείται» του χρηματοπιστωτικού συστήματος του φράγκου.
Οι καταθέσεις σε WIR δεν είναι καλυμμένες με ελβετικά φράγκα – ενώ τα δάνεια, με στόχο τις επενδύσεις κάθε είδους, είναι εγγυημένα με ακίνητα, μέσω άλλων τραπεζών, με ασφάλειες ζωής κοκ. Η τράπεζα δεν έχει κανένα κόστος δημιουργίας χρημάτων, ούτε «αναχρηματοδότησης» των δανείων που παρέχει – με αποτέλεσμα να χρεώνει εξαιρετικά χαμηλούς τόκους, έτσι ώστε να καλύπτεται το κόστος λειτουργίας της.
Περαιτέρω, αν και η επίσημη ισοτιμία του WIR με το ελβετικό φράγκο είναι 1:1, συνήθως ανταλλάσσεται χαμηλότερα στην πραγματική αγορά – με αποτέλεσμα, η διοίκηση του συστήματος να έχει απαγορεύσει (1973) την ανταλλαγή του WIR στα μέλη της, με φράγκα ή με άλλα νομίσματα. Έχει θεσπισθεί δε ποινή για όσα μέλη παρανομούν, με βάση την οποία «απομακρύνονται» από το σύστημα, πληρώνοντας ταυτόχρονα ένα υψηλό ποσόν.
Η τράπεζα WIR συμπεριφέρεται τόσο αυστηρά, επειδή δεν θέλει να «σαμποταριστεί» το νόμισμα – ενώ, επειδή όλοι γνωρίζουν τη σπουδαιότητα του, ειδικά σε εποχές κρίσεων, τις οποίες καμία χώρα δεν αποφεύγει, οι προσπάθειες διατήρησης του είναι συλλογικές.
Η υποτίμηση είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος της εισαγωγής ενός παράλληλου νομίσματος – της «ευρωδραχμής» στο παράδειγμα της Ελλάδας, η οποία θα χρησιμοποιούταν αποκλειστικά και μόνο στις εσωτερικές συναλλαγές, καθώς επίσης σε αυτές με το δημόσιο.
Αργά ή γρήγορα ένα τέτοιο νόμισμα χάνει πάνω από το 50% της αξίας του, συγκριτικά με το κύριο, επειδή κανένας δεν το εμπιστεύεται. Η διαφορά με αυτό που προτείνεται, με το ελβετικό σύστημα δηλαδή, είναι το ότι δεν εξαρτάται από το δημόσιο, αλλά από τον ιδιωτικό τομέα – οπότε μπορεί να προστατευθεί καλύτερα, ενώ είναι δυνατόν να «παρακαμφτεί» η τράπεζα της Ελλάδος, η οποία ανήκει σε ξένα τοκογλυφικά κεφάλαια.
Ολοκληρώνοντας, το 2000 η WIR τράπεζα επέκτεινε τις συναλλαγές της και σε μη μέλη του συστήματος – έτσι ώστε να αυξήσει περεταίρω τα δάνεια της προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Φυσικά, η τράπεζα δεν επενδύει στα χρηματιστήρια, ούτε πουθενά αλλού – αφού ο σκοπός της είναι αποκλειστικά και μόνο η δανειοδότηση της πραγματικής οικονομίας, προφανώς δε η ενίσχυση του τζίρου και της ρευστότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας.
.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όπως συμπεραίνουμε από τα παραπάνω, υπάρχουν πάντοτε και παντού λύσεις – αρκεί να τις αναζητήσει μία κοινωνία με σοβαρότητα, παύοντας να παραπονιέται διαρκώς και παίρνοντας τα ηνία μόνη της. Φυσικά, ορισμένες από αυτές τις λύσεις δεν είναι ούτε εύκολες, ούτε άκοπες – είναι όμως σε κάθε περίπτωση προτιμότερες από την αδράνεια και την υποταγή στο (δήθεν) μοιραίο.
Άλλωστε, ο ιδιωτικός τομέας της Ελλάδας είναι αποδεδειγμένα εξαιρετικά ικανός – ενώ οι Έλληνες επιχειρηματίες έχουν τεκμηριώσει πολλές φορές στο παρελθόν, σε πάρα πολλούς κλάδους ότι, μπορούν να επιβιώνουν κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες.
Οφείλουν λοιπόν αυτοί οι επιχειρηματίες, μέσω των οργανώσεων που διαθέτουν, να δημιουργήσουν άμεσα το δικό τους χρηματοπιστωτικό σύστημα – κάτι που δεν είναι καθόλου δύσκολο σήμερα, με τα εφόδια που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία. Το σύστημα αυτό θα μπορούσε να επεκταθεί στα Βαλκάνια, καθώς επίσης στη Μέση Ανατολή – δημιουργώντας μία δική του «νομισματική ζώνη».
Το νόμισμα που θα έθεταν σε μία τέτοια περίπτωση στην κυκλοφορία, παράλληλα με το ευρώ, σε μία ισοτιμία ανταλλαγής 1:1, θα είχε μόνο πλεονεκτήματα – ενώ δεν θα απαιτούσε την έγκριση της Γερμανίας ή οποιουδήποτε άλλου. Αν μη τι άλλο, θα αύξανε τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας, προσελκύοντας ενδεχομένως ορισμένα από τα χρήματα που έχουν τοποθετηθεί στις ξένες τράπεζες – ενώ θα διευκόλυνε τις προσπάθειες ανάπτυξης της οικονομίας μας.
Ολοκληρώνοντας, εάν δεν δραστηριοποιηθεί άμεσα, προς κάθε κατεύθυνση ο ιδιωτικός τομέας της πατρίδας μας,το μέλλον θα είναι σκοτεινό, δυσβάστακτο και εξαιρετικά οδυνηρό – χωρίς να έχουμε απολύτως καμία διάθεση υπερβολής.
.
* Σημείωση κειμένου: Τα «αρχέτυπα» είναι στοιχεία που δεν είναι ατομικά, ενώ δεν μπορούν να προέρχονται από την προσωπική εμπειρία του ανθρώπου. Ονομάζονται επίσης «αρχαϊκά κατάλοιπα», ψυχικές δηλαδή μορφές που δεν μπορεί να εξηγήσει κανένα συμβάν της ζωής του ατόμου – μορφές που φαίνεται πως είναι έμφυτες, αρχέγονες, «εκφράσεις» της πρωτόγονης νοοτροπίας και αποτελούν κληρονομιά του ανθρώπινου πνεύματος (Jung).
Όπως ακριβώς το σώμα είναι ένα ολόκληρο άθροισμα από όργανα, το καθένα από τα οποία είναι το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης ιστορικής εξέλιξης, έτσι πιστεύεται πως και στο πνεύμα αντιστοιχεί μια ανάλογη «οργάνωση» – αφού δεν θα μπορούσε να είναι ένα «προϊόν» χωρίς ιστορία. Με την έννοια «ιστορία» εννοούμε τη βιολογική, την προϊστορική και ασυνείδητη εξέλιξη του πνεύματος στον πρωτόγονο άνθρωπο – η ψυχή του οποίου εξακολουθούσε να συγγενεύει με την ψυχή του ζώου.
Τέλος. αυτή η «ιλιγγιωδώς πανάρχαια ψυχή» αποτελεί το θεμέλιο του πνεύματός μας – όπως ακριβώς η κατασκευή του σώματός μας στηρίζεται στο γενικότερο τύπο κατασκευής του θηλαστικού.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου