Ἐγὼ τώρα ἐξαπλώνω ἰσχυρὰν δεξιὰν καὶ τὴν ἄτιμον σφίγγω πλεξίδα τῶν τυράννων δολιοφρόνων . . . . καίω τῆς δεισιδαιμονίας τὸ βαρὺ βάκτρον. [Ἀν. Κάλβος]


******************************************************
****************************************************************************************************************************************
****************************************************************************************************************************************

ΑΙΘΗΡ ΜΕΝ ΨΥΧΑΣ ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ… 810 σελίδες, μεγέθους Α4.

ΑΙΘΗΡ ΜΕΝ ΨΥΧΑΣ ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ… 810 σελίδες, μεγέθους Α4.
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

****************************************************************************************************************************************

TO SALUTO LA ROMANA

TO SALUTO  LA ROMANA
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
****************************************************************************************************************************************

ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΩΝ ΓΙΓΑΝΤΩΝ

ΕΥΡΗΜΑ ΥΨΗΛΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΣΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗΝ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΟΣΟΝ ΚΑΙ ΔΙΑ ΜΙΑΝ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΘΕΜΕΛΙΩΣΙΝ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ Η ΑΝΕΥΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΜΟΜΜΙΟΠΟΙΗΜΕΝΟΥ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΟΥ ΔΑΚΤΥΛΟΥ! ΙΔΕ:
Οι γίγαντες της Αιγύπτου – Ανήκε κάποτε το δάχτυλο αυτό σε ένα «μυθικό» γίγαντα
=============================================

.

.
κλικ στην εικόνα

.

.
κλικ στην εικόνα

.

.
κλικ στην εικόνα

5 Απριλίου 2010

Δημοκρατία και το ζήτημα πολέμου/ειρήνης στις διεθνείς σχέσεις (1)



ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΚ  ΤΟΥ Δημοκρατία και το ζήτημα πολέμου/ειρήνης στις διεθνείς σχέσεις (1)


Συμπερασματικά, στις διεθνείς σχέσεις η ποικιλομορφία του κοινωνικού περιβάλλοντος, η διαφορετικότητα των συλλογικών ηθικών συστημάτων σημαίνει ότι αναπόδραστα οι διεθνείς θεσμοί είναι θεσμοί τάξης και όχι θεσμοί παγκόσμιας δικαιοσύνης. Το άρθρο 2 του Κεφαλαίου Ι του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ σοφά υπογραμμίζει αυτό το γεγονός. Η συμπεριφορά των πολιτισμένων κρατών απαιτείται να κρίνεται όχι με βάση το είδος του καθεστώτος αλλά με βάση συγκεκριμένα κριτήρια που αφορούν την διεθνή νομιμότητα και την συμβατότητα των κοινωνικών τους δομών με πάγια πολιτισμικά και δικαιακά κριτήρια καθώς και κανόνες που σταδιακά αναπτύχθηκαν ή αναπτύσσονται και που ενσωματώνονται στην εσωτερική δικαιοταξία των κυρίαρχων κρατών. Ως τέτοιες κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού στις διεθνείς σχέσεις αναφέρθηκαν η Συνθήκη της Γενεύης, ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ, οι Συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
            Σ’ αυτό το δύσκολο στίβο όπου βασικά κανένα κράτος δεν είναι τέλειο αν και όλα τα κράτη διαρκώς εξελίσσονται, παρατηρούμε πως συχνά στάσεις και συμπεριφορές δείχνουν ότι πολλές δημοκρατίες βαθμολογούνται εξαιρετικά χαμηλά. Υπό συνθήκες ύπαρξης πολλών αιτιών πολέμου που παρεμβάλλονται μεταξύ του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς ειρήνης, από την στιγμή που είναι ισχυρές και δεν εξισορροπούνται τείνουν να παραφράσουν την γνωστή ρήση του Θουκυδίδη και να υποστηρίξουν με λόγια και με πράξεις για να υποστηριχθεί πως «ο ισχυρός πρέπει να επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του». Αυτό μεταφράζεται ως περιφρόνηση ή παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας, ως κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης και ως πόλεμος. Όπως τονίστηκε, εκτός από το γεγονός ότι ιστορικά διαψεύδεται, αποτελεί μεγάλο λογικό και επιστημονικό σφάλμα εάν κάποιος περιορίσει την συζήτηση μόνο στις σχέσεις μεταξύ φιλελεύθερων κρατών.
            Η καταχρηστική και αυθαίρετη χρήση εννοιών όπως «ιδεαλισμός», «δημοκρατία», «ανθρώπινα δικαιώματα» για τη μεταμφίεση πολιτικών εκλογικεύσεων που συνιστούν κατά βάση αξιώσεις καταχρηστικής ισχύος, βρίσκεται σε κάθετη αντίθεση με το σύστημα ιδεών που απορρέει από το οντολογικά θεμελιωμένο δικαιακό και κανονιστικό σύστημα των διεθνών σχέσεων των Νέων Χρόνων. Το πνεύμα και το γράμμα του διεθνούς δικαίου, ακριβώς, επιτάσσει ότι τα ηθικά κριτήρια δράσης περί τα διεθνή όχι μόνο πρέπει να είναι συμβατά με την κοινωνικοπολιτική δομή του παγκόσμιου χώρου, αλλά επιπλέον και με την αντίστοιχη θεμελιώδη κοσμοθεωρητική του δομή. Όπως τονίστηκε, τα βασικά κοσμοθεωρητικά δόγματα συναρτώνται με τις αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας που θεμελιώνουν οντολογικά την εθνική-κρατική δομή του διεθνούς συστήματος πάνω στην οποία οικοδομούνται τα ηθικοκανονιστικά συστήματα κάθε κοινωνίας και οι καθημερινοί, ηθικοπρακτικής σημασίας, κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένοι σκοποί. Η δόμηση του διεθνούς συστήματος σ’ εθνική-κρατική δομή κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε αιώνων ακυρώνει εκ προοιμίου κάθε δυνατότητα εξομοιωτικών λογικών οποιασδήποτε μορφής ή απόχρωσης. Το ζήτημα που τίθεται όσον αφορά τα διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα δόγματα, εξάλλου, δεν είναι βαθμίδας αλλά αρχής.
            Τονίζεται ότι είναι άλλο πράγμα η σταδιακή ενσωμάτωση κοινών διατάξεων ηθικοπρακτικής σημασίας στο δικαιακό σύστημα των κρατών κατόπιν κοινών διακρατικών συμφωνιών και άλλο πράγμα ο ρατσιστικός ισχυρισμός πως ο ένας ή ο άλλος πολιτισμός ή κράτος μπορεί να παράγει κανόνες καθολικής ηθικοπρακτικής σημασίας για όλα τα κράτη τους οποίους τα ισχυρότερα μπορούν στην συνέχεια να επιβάλλουν στους άλλους. Αυτό ακριβώς, επαναλαμβάνεται, είναι και το νόημα των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου και αυτό επιχειρούν να διασφαλίσουν τα συστήματα συλλογικής ασφάλειας: ανεξαρτήτως εσωτερικού πολιτικού συστήματος του ενός ή του άλλου κράτους θα πρέπει να ισχύουν οι θεμελιώδεις αρχές της διακρατικής ισοτιμίας, της μη επέμβασης και του δικαιώματος της εσωτερικής αυτοδιάθεσης.   
            Στο ηθικοκανονιστικά κατακερματισμένο διεθνές σύστημα η ειρήνη και η σταθερότητα είναι συνάρτηση όχι επανόδου στη διεθνοπολιτικά προ-πολιτική εποχή επαναπροσδιορισμού οικουμενικών κοσμοθεωρητικών παραδοχών, αλλά συνάρτηση της εξάλειψης των αιτίων πολέμου και της εφαρμογής των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου που κατοχυρώνει τόσο τις εθνικές-κρατικές κυριαρχίες όσο και τα κοσμοθεωρητικά τους συστήματα. Οι διαπροσωπικές σχέσεις δύνανται να καταστούν εργαλείο εξωτερικής πολιτικής μιας κυβέρνησης για την εκπλήρωση συγκεκριμένων εθνικών συμφερόντων. Όμως, ως μεμονωμένη πράξη που αποσκοπεί να αλλάξει τον κόσμο ή να εξαλείψει τα αίτια πολέμου και μεγάλες διακρατικές διενέξεις ελάχιστες δυνατότητες έχει να επιτύχει. «H ύπαρξη στοχαστικών και αισθητικών σχέσεων διαμέσου των συνόρων», σημειώνει ο Hans Morgenthau, «με κανένα τρόπο δεν αποδεικνύει την ύπαρξη παγκόσμιας κοινότητας. Mια παγκόσμια κοινότητα προικισμένη με πολιτικές δυνατότητες είναι μια κοινότητα κοινών ηθικοκανονιστικών αρχών και πολιτικής δράσης, όχι μια νοερή κοινότητα ή μια συναισθηματική κοινότητα»[130].
            Όπως έσφαλλε όποιος στο παρελθόν συνέδεσε την ειρήνη και τη σταθερότητα στο διεθνές σύστημα με την ανιστόρητη και ανέφικτη ιδέα της αταξικής κοινωνίας, το ίδιο ή και περισσότερο σφάλλει όποιος συνδέει τη διεθνή ειρήνη και σταθερότητα με προπαγανδιστικές πολιτικές εκλογικεύσεις που υποβαθμίζουν την ηθικοκανονιστική και κοσμοθεωρητική ετερότητα των πολιτισμένων κοινωνιών, υποτιμά την ανεξαρτησία-κυριαρχία των εθνών-κρατών, παρακάμπτει τη διακρατική ισοτιμία ως κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού και παραβλέπει τα αίτια πολέμου.

Υπό το πρίσμα των συζητήσεων για τη δημοκρατία και την ειρήνη οι παραδοχές του Παραδοσιακού Παραδείγματος αναδεικνύονται για μία ακόμη φορά το πλέον αξιόπιστο σύστημα ιδεών της διεθνούς θεωρίας: πιστή στην αξιολογική ουδετερότητα του αναλυτή, η θουκυδίδεια παράδοση στέκεται στην περιγραφή των αιτιών πολέμου, της ηθικοκανονιστικής ετερότητας των κοινωνιών του πλανήτη και το οντολογικά θεμελιωμένο γεγονός της εθνικής-κρατικής κυριαρχίας ως καθεστώτος των διεθνών σχέσεων που διασφαλίζει την ελευθερία-ανεξαρτησία των λαών.
            Γι’ αυτό είναι αδιανόητο ένας αναλυτής του Παραδοσιακού Παραδείγματος –και αυτό είναι ίσως το μέτρο στάθμισης των επιστημονικών από τις μη επιστημονικές αναλύσεις– να επιδίδεται σε έκφραση αποφάνσεων για αξιακές οικουμενικές αρχές διεθνιστικού και κοσμοπολίτικου χαρακτήρα. Ο παραμικρός συλλογισμός προς αυτή την κατεύθυνση δεν βρίσκεται μόνο σε αντίθεση με τις οντολογικά θεμελιωμένες αξιώσεις κυριαρχίας, αλλά επιπλέον δημιουργεί ανυπέρβλητα επιστημονικά σφάλματα. Ασφαλώς επειδή πολλοί στοχαστές, και μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις επιφανείς, περιπίπτουν σ’ αυτά τα σφάλματα, δεν αποτελεί πειθαναγκαστικό επιχείρημα αποδοχής των απόψεών τους. Ούτε αποτελεί επίσης πειθαναγκαστικό επιχείρημα αποχής από πρωτογενή και πρωτότυπη ανάλυση το γεγονός πως στη Ελλάδα οι προσπάθειες επιστημονικής ανάλυσης των διεθνών σχέσεων είτε καθηλώθηκαν στον άχαρο ρόλο ταξινόμησης σχολών σκέψης είτε αναλώνονται σε μεταπρατικά αναμασήματα προπαγανδιστικών ηγεμονικών εκλογικεύσεων που ωραιοποιούν το διεθνές σύστημα για να επιτύχουν αναδιανεμητικά αποτελέσματα που εξυπηρετούν τα στρατηγικά συμφέροντα συγκεκριμένων κρατών[131].

Καταλήγοντας και για τονιστεί η σημασία των απόψεων του μεγάλου αμερικανού φιλοσόφου, ο John Rawls, έγραψε στοΔίκαιο των Λαών: «αν έπρεπε να τεθεί το ερώτημα κατά πόσο οι φιλελεύθερες κοινωνίες, ηθικά μιλώντας, είναι καλύτερες από τις ευπρεπώς ιεραρχημένες και άλλες ευπρεπείς κοινωνίες και, κατά συνέπεια, κατά πόσο ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν όλες οι κοινωνίες υποχρεώνονταν να γίνουν φιλελεύθερες, εκείνες οι οποίες υποστηρίζουν τη φιλελεύθερη άποψη μπορεί να πίστευαν ότι η απάντηση θα ήταν θετική. Όμως αυτή η απάντηση παραβλέπει την τεράστια σημασία της διατήρησης αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ των λαών όπως και της διατήρησης του αυτοσεβασμού κάθε λαού, χωρίς τον φόβο ο σεβασμός αυτός να μετατραπεί σε περιφρόνηση από την πλευρά ενός λαού και σε πικρία και θλίψη από την πλευρά ενός άλλου. Αυτές οι σχέσεις δεν είναι ζήτημα της εσωτερικής (φιλελεύθερης ή ευπρεπούς) βασικής δομής κάθε λαού ιδωμένου ξεχωριστά. Αφορούν περισσότερο σχέσεις αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ των λαών και έτσι συνιστούν ένα ουσιώδες μέρος της βασικής δομής και του πολιτικού κλίματος της Κοινωνίας των Λαών. Για τους λόγους αυτούς το Δίκαιο των Λαών αναγνωρίζει τους ευπρεπείς λαούς ως μέλη αυτής της ευρύτερης κοινωνίας. (…) Σέβεται τους ευπρεπείς λαούς επιτρέποντάς τους να βρουν τον δικό τους τρόπο να τιμήσουν αυτά τα ιδεώδη»[132].
            Υπό αυτό ακριβώς το φιλοσοφικό και δικαιακά θεμελιωμένο πρίσμα, ο John Rawls με τόλμη διευκρινίζει πως, στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας δημοκρατικής-πλουραλιστικής Κοινωνίας των Λαών και ενός Δικαίου των Λαών που θα είναι συμβατά με το καντιανό σύστημα σκέψης περί τα διεθνή, ειρήνη σημαίνει είτε σταθερότητα για τους σωστούς λόγους είτε σταθερότητα λόγω ισορροπίας[133]. Κατά συνέπεια, αν δεν θέλουμε σταθερότητα βάσει ισορροπίας με τα γνωστά προβλήματα (άνισης ανάπτυξης, διλημμάτων ασφάλειας κ.λπ. που περιγράφουν οι ρεαλιστικές θεωρίες), τότε θα πρέπει να προκαθορίσουμε έντιμα το γενικό περίγραμμα σχέσεων, συμπεριφορών και κανόνων που προκαλούν σταθερότητα για τους σωστούς λόγους.
            Κατ’ αρχάς, η εκπλήρωση αυτών των σωστών λόγων σημαίνει αποδοχή του εθνικού-κρατικού συστήματος κάθε λαού ή, όπως ο Rawls το ονόμασε, «θεμιτό πατριωτισμό» που συνδέεται με την (εθνική) υπερηφάνεια, την ιστορία και τα επιτεύγματα[134]. Συναρτάται επίσης με τα (εθνικά) συμφέροντα[135] γύρω από τα οποία συγκροτούνται: «Οι λαοί πρέπει να έχουν συμφέροντα – διαφορετικά θα ήταν είτε αδρανείς και παθητικοί είτε επιρρεπείς στο να παρασύρονται από παράλογα και κάποιες φορές τυφλά πάθη και παρορμήσεις»[136]. Αν δεν υπάρχουν αυτά τα συμφέροντα και αν οι διεθνείς σχέσεις δεν καθοδηγούνται από συνεπή και ακριβοδίκαιη ισότητα και δέοντα αμοιβαίο σεβασμό, ο Rawls δεν έχει αναστολές να δηλώσει τι σημαίνει αυτό: «Αυτά τα εύλογα συμφέροντα κάνουν εφικτή τη δημοκρατική ειρήνη και κατά συνέπεια η έλλειψή τους γίνεται αιτία η ειρήνη μεταξύ των κρατών να γίνεται στην καλύτερη περίπτωση ένα modus vivendi, μια σταθερή ισορροπία δυνάμεων μόνο προσωρινά»[137]. Δηλαδή μια ασταθής κατανομή ισχύος στο διεθνές σύστημα, περιόδους ειρήνης όταν επικρατεί ισορροπία δυνάμεων και αστάθεια όταν λόγω άνισης ανάπτυξης και άλλων αιτίων πολέμου διαταράσσεται η διεθνής σταθερότητα.
            Συνεπώς, στο υπόβαθρο της Κοινωνίας των Λαών και του Δικαίου των Λαών αναζητούνται οι «σωστοί λόγοι» για τους οποίους θα υπάρχει σταθερότητα. Εκτός από μια ασυμβίβαστη παραδοχή πως πρέπει να γίνονται αποδεκτά τα βασικά δόγματα, οι πολιτισμοί και τα καθεστώτα των άλλων πολιτισμένων λαών, τα κράτη έχουν ρητή υποχρέωση αρωγής σε όσες κοινωνίες της Κοινωνίας των Λαών είναι επιβαρημένες με δυσμενείς συνθήκες[138]. Η αρωγή και η αλληλεγγύη, κατά συνέπεια, και ο σεβασμός των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου, προηγούνται και δεν προηγουνται αμφιλεγόμενων «εκπολιτισμών», εκδημοκρατισμών» και «εκφιλελευθερισμών».

  

3000 π.Χ. – 1648 μ.Χ.
Þ
ΥΠΑΡΚΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ
Þ

Φάση αυτοκρατορικών αξιώσεων: Διαρκής διαπάλη μεταξύ των αυτοκρατορικών αξιώσεων και των αξιώσεων συλλογικής ελευθερίας-πολιτικής κυριαρχίας
Ü
ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Ü

¯
1648 Μ.Χ. – 19Ο ΚΑΙ 20Ο ΑΙΏΝΑ: ΣΎΣΤΗΜΑ ΙΣΟΡΡΟΠΊΑΣ ΔΥΝΆΜΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΆΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΈΘΝΟΥΣ-ΚΡΆΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΏΝ ΘΕΣΜΏΝ-ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
  1. Έλεγχος των αυτοκρατορικών αξιώσεων και τελικά συντριβή τους τον 20ο αιώνα.
  2. Αγώνες συλλογικής ελευθερίας-πολιτικής κυριαρχίας και σταδιακή των πολιτειακών δομών στην Υπαρκτική κοινωνική ετερότητα του πλανήτη
  3. Οι αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας γεννούν εθνικές-κρατικές κοσμοθεωρίες, τα υποκείμενα ανθρωπολογικά συστήματα και ταδιαρκώς εξελισσόμενα ηθικοκανονιστικά τους εποικοδομήματα.
  4. Ανάδειξη των εθνικών-κρατικών ηθικοκανονιστικών δομών ως θεσμών συλλογικής ελευθερίας των μη ηγεμονικών κρατών.
  5. Ανάδειξη των αντιηγεμονικού χαρακτήρα θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου: Μη επέμβαση, διακρατική ισοτιμία, εσωτερική αυτοδιάθεση. Ανάδειξη των θεσμών συλλογικής ασφάλειας.
  6. Καθεστώς διεθνών σχέσεων ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ: α) Εθνική-κρατική κυριαρχία, β) αρχές του διεθνούς δικαίου, γ) συλλογική ασφάλεια, δ) συνεχιζόμενη προσπάθεια κοινών εσωτερικών δικαιακών κανόνων στους τομείς των εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ποινικής δικαιοσύνης.

¯
ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ ΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΛΛΟΜΕΝΕΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ-ΕΙΡΗΝΗΣ
Þ
Εφαρμογή των αρχών του διεθνούς δικαίου και τήρηση της διεθνούς νομιμότητας
Þ
Û
1. Άνιση ανάπτυξη σ’ όλες τις πιιθανές εκδοχές: οικονομικές, στρατιωτικές, ιδεολογικές, εδαφικές, πλουτοπαραγωγικές, τεχνολογικές, διακρατικές, διαπεριφερειακές.
2. Άνιση κατανομή ισχύος σε συνδυασμό με άνιση ανάπτυξη προκαλούν ηγεμονικές αξιώσεις, ηγεμονικούς ανταγωνισμούς, αξιώσεις παράνομων διεθνών αλλαγών, διλήμματα ασφαλείας, πόλεμο.
3. «Κατάλοιπα» διενέξεων της φάσης του εθνικού-κρατικού γίγνεσθαι.
4. Επαναστατικές αξιώσεις: Εξομοιωτικοί διεθνισμοί, κοσμοπολιτισμοί, ηγεμονισμοί που αντιβαίνουν στο οντολογικά θεμελιωμένο (στις αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας) καθεστώς των διεθνών σχέσεων και που προκαλούν διακρατικό ανορθολογισμό
6. Αναθεωρητικές συμπεριφορές: μη αποδοχή προσφυγής στους αρμόδιους διεθνείς θεσμούς για την ερμηνεία των Συνθηκών εάν και όταν εκατέρωθεν υπάρχει αξίωση διεθνών αλλαγών.
7. Ανεξέλεγκτα διεθνικά φαινόμενα: τρομοκρατία, αναρχικές-ανατρεπτικές ιδέες, λαθρομετανάστες, εγκληματίες, ΜΚΟ, κ.ά.

Ü
Ειρήνη και σταθερότητα, αποτελεσματικοί διεθνείς θεσμοί διακρατικής τάξης και εφαρμογή των διεθνών συμβατικών δεσμεύσεων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εσωτερική δικαιοταξία
Ü

Πηγή: Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.Διαδρομή, αντικείμενο, περιεχόμενο και γνωσιολογικό υπόβαθρο (Εκδ. Ποιότητα, Αθήνα 2004) σ. 114.




[1] Θουκυδίδης V116
[2] Η παρούσα ανάλυση απορρίπτει ως λογικά επιστημονικά αυθαίρετο και εσφαλμένο όταν σε αναλύσεις πολλών φιλελεύθερων συγγραφέων η συζήτηση περιορίζεται στο επιχείρημα ότι «οι δημοκρατίες δεν πολεμούν μεταξύ τους» υπονοώντας έτσι ότι «όταν πολεμούν άλλους» είναι άνευ συνεπειών για την εσωτερική λογική των επιχειρημάτων τους. Βλ. την εξαιρετική και βαθυστόχαστη ανάλυση του Waltz K. «Structural Realism after the Cold War», International Security, vol. 25, no 1, 2000. Προστίθεται ότι εκτός του ότι όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο της παρούσης ανάλυσης εμπειρικά επαληθεύεται ότι «οι δημοκρατίες πολεμούν τόσο θεωρούμενα από αυτούς μη δημοκρατικά καθεστώτα όσο και μεταξύ τους», το κύριο ερώτημα δεν είναι η επιλεκτικότητα ή συχνότητα αλλά η πολεμοχαρής-ηγεμονική και/ή αναθεωρητική στάση ενός κράτους ή αντίστοιχα η φιλειρηνική συμπεριφορά του στην διεθνή πολιτική. Η τελευταία ορίζεται ως η συμπεριφορά ενός κράτους η οποία αφενός δεν χαρακτηρίζεται από αναθεωρητικές στάσεις και αφετέρου, αν υπάρξει αξίωση για διεθνή αλλαγή (είτε από το ίδιο το φιλειρηνικό κράτος είτε από άλλο κράτος) επιδιώκει την ετυμηγορία των αρμοδίων διεθνών θεσμών για την ερμηνεία των Συνθηκών. Στο πλαίσιο του ίδιου σκεπτικού επισημαίνεται ότι σχεδόν όλες οι θεωρίες του πολέμου δεν θεωρούν ως «πόλεμο» μόνο την άσκηση φυσικής βίας αλλά και την προετοιμασία πολέμου καθώς και την εκμετάλλευση της θέσεως ισχύος ενός κράτους για να ασκηθούν πιέσεις που προκαλούν διεθνείς αλλαγές παρά την θέληση λιγότερο ισχυρών κρατών. Προκαλούν ή ενθαρρύνουν μέσω των μυστικών τους υπηρεσιών, επίσης –όπως για παράδειγμα στην Χιλή και στην Ελλάδα την δεκαετία του 1960 και 1970– εγκαθίδρυση αιμοβόρων δικτατορικών καθεστώτων που εξυπηρετούν τα στρατηγικά τους συμφέροντα. Δεν διστάζουν για τον ίδιο λόγο, επιπλέον, να συνεργαστούν με εξίσου αιμοβόρους δικτάτορες όπως για παράδειγμα την δεκαετία του 180 με τον πρώην Πρόεδρος του Ιράκ Χουσείν. Αντιφατικά, όταν η στρατηγική σκοπιμότητα παρέρχεται περιφρονούν την διεθνή νομιμότητα και επεμβαίνουν (για παράδειγμα το 2003) με σκοπό, δήθεν, την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Δύο άλλα ζητήματα, επίσης, είναι αφενός ο απλουστευτικός τρόπος που ορίζεται ο «φιλελευθερισμός» ως έννοια –ζήτημα για το οποίο υπάρχουν πολλές διαφωνίες ή τουλάχιστον έντονες αποχρώσεις απόψεων ως προς το ποιες είναι οι βασικές αρχές και προσανατολισμοί του φιλελευθερισμού– και αφετέρου ο αυθαίρετος προσδιορισμός της έννοιας της δημοκρατίας, ζήτημα στο οποίο θα επανέλθουμε. 
[3] Τόσο νομικά όσο και πολιτικά καθιερώνεται ολοένα και περισσότερο –αν και ομολογουμένως συχνά αυτή η υποχρέωση δεν τηρείται, ενώ παράλληλα δεν έχουμε συμφωνία για την οριοθέτηση του «αμυντικού πολέμου»– ότι η διεθνής νομιμότητα (βλ. ορισμό πιο κάτω) συνεπάγεται ότι ο πόλεμος είναι παράνομος και ότι η ειρηνική επίλυση των διαφορών είναι μια υποχρεωτική συνθήκη για όλους. Επιπλέον, ορισμένα ζητήματα όπως το δίκαιο του πολέμου αν και κωδικοποιημένα συμβατικά και υποχρεωτικά για τα κράτη μόνο την ύστερη εποχή, με διάφορες μορφές και- εκδοχές αποτελούσαν κατάκτηση του πολιτισμού των ανθρώπων από αρχαιοτάτων χρόνων.
[4] Το θέμα αυτό έχει εξεταστεί στο Π. Ήφαιστος, Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική. Από την ιδεαλιστική Αθωότητα στο Πεπρωμένο του Έθνους(Εκδόσεις Οδυσσέα, Αθήνα 1994).
[5] Βλ. σύνοψη και σχετική βιβλιογραφία στο Πλατιάς Αθ. Το νέο διεθνές περιβάλλον (Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1995) σ. 33-6.
[6] Βλ. την εξαιρετική και βαθυστόχαστη ανάλυση του Waltz K. «Structural Realism after the Cold War», ό.π.
[7] Για την πτυχή αυτή της ευρωπαϊκής ιστορίας και την περιπτωσιολογική της εξέταση υπό διεθνολογικό πρίσμα, βλ. Π. Ήφαιστος, Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλία, Γερμανία και Μεγάλη Βρετανία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2000).
[8] Αναμφίβολα, η δυνατότητα να ενεργοποιηθεί το Συμβούλιο Ασφαλείας όταν κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη είναι το μόνο μέσο συλλογικής ασφάλειας που διαθέτουν τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ και που θα μπορούσε να είναι αποτελεσματικό εάν και όταν τα συμφέροντα των μονίμων μελών συγκλίνουν. Εν τούτοις, οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας θα παραμείνουν αμφιλεγόμενες ενόσω δεν πληρούνται δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, επεξεργασία κριτηρίων έκτακτης ανάγκης που θα οριοθετούν τις περιπτώσεις που κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη ή που δυνατό να συντελούνται εγκλήματα μεγάλης κλίμακας όπως γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις μεγάλης κλίμακας. Στο ίδιο πλαίσιο, απαιτείται μεγαλύτερη επεξεργασία κριτηρίων για τις ενέργειες πριν το ύστατο μέσο καταφυγής στην βία, την χρονική στιγμή καταφυγής στην βία, την διάρκεια, τα μέσα, τον τερματισμό, την διαχείριση των αναδιανεμητικών συνεπειών, τις αρμοδιότητες των θεσμών συλλογικής ασφάλειας σ’ όλα αυτά τα στάδια κτλ. Χωρίς μια τέτοια οριοθέτηση οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπως συνέβηκε την δεκαετία του 1990, θα αφήνουν πολλά περιθώρια καταχρηστικής δράσης και αποφάσεων δύο μέτρων και δύο σταθμών. Δεύτερον, δυνατότητα δικαστικού ή άλλου ελέγχου των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας κατά πιθανών καταχρηστικών αποφάσεων που παραβιάζουν την διεθνή νομιμότητα (για τον ορισμό της διεθνούς νομιμότητας βλ. πιο κάτω).
[9] Μερικά από αυτά τα κράτη όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι πυρηνικά κράτη και ανεξαρτήτως των αρχικών δεσμεύσεων στην Συνθήκη Μη Διασποράς των Πυρηνικών Όπλων για σταδιακό αφοπλισμό η αυθαίρετη θέση που υποβόσκει τείνει να καθιερωθεί μετά από πολλές δεκαετίες είναι ότι οι έχοντες μπορούν να παραμείνουν για πάντα κατέχοντες ενώ εάν και όταν (ακόμη και ως υποψία) οι μη έχοντες βρίσκονται στον δρόμο απόκτησης του ίδιου όπλου αυτό θέτει σε κίνδυνο την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Χαρακτηριστικά, η Συνθήκη γράφει τα εξής: «… Declaring the intention to achieve at the earliest possible date the cessation of the nuclear arms race and to undertake effective measures in the direction of nuclear disarmament». «Treaty on the Non-Proliferation of nuclear weapons», International Atomic Energy Agency, INFCIRC/140, 22 April 1970, σελ. 1.
[10] Για το ζήτημα αυτό εκδηλώθηκαν έντονες πολιτικές διαμάχες κατά την διάρκεια των ετών που ακολούθησαν στο εσωτερικό πολιτικό σύστημα των κρατών που συμμετείχαν στην παράνομη επέμβαση κατά του Ιράκ, κυρίως των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας. Για το ίδια ζήτημα υπήρξαν παραιτήσεις αξιωματούχων –και σε μια περίπτωση στην Βρετανία αυτοκτονία–, συζητήσεις στο Κογκρέσο και στην Βρετανική Βουλή και ομολογίες πολιτικών ηγετών είτε ότι παρασύρθηκαν είτε ότι έκαναν λάθος. Βεβαίως, αυτές οι εξελίξεις που δεν έλαβαν χώρα μεταγενέστερα δεν αναιρούν τα τετελεσμένα της επέμβασης, τις αναδιανεμητικές συνέπειες για τις ενδιαφερόμενες κοινωνίες και κυρίως ότι παραβιάστηκε η διεθνής νομιμότητα χωρίς κυρώσεις για τους παρανομούντες. Σημειώνεται, επιπλέον, ότι ο ΟΗΕ στην συνέχεια στο στάδιο των εσωτερικών αλλαγών στο Ιράκ μετά την αλλαγή καθεστώτος έσπευσε να συμμετάσχει στην διαχείριση των αποτελεσμάτων της παράνομης δράσης. Αυτή η περίπτωση, όπως είναι ευνόητο, για μια ακόμη φορά επαληθεύει το γεγονός που τονίζεται σε άλλο σημείο του παρόντος κειμένου, ότι δηλαδή ενόσω υπάρχουν αίτια πολέμου και ιδιαίτερα ηγεμονικές συμπεριφορές οι διεθνείς θεσμοί είναι καταδικασμένοι να παραμένουν εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος μη δυνάμενοι να εφαρμόσουν πλήρως τις καταστατικές τους διατάξεις.  
[11] Οι σημασίες αυτής της ρήσης είναι πολλές. Μεταξύ άλλων ότι α) ο πόλεμος δεν έχει την δική του γραμματική αλλά ελέγχεται και περιορίζεται από τους πολιτικούς σκοπούς μιας πολιτισμένης κοινωνίας, β) ο πόλεμος δεν είναι μόνο η άσκηση φυσικής βίας αλλά επίσης η προετοιμασία, η επίδειξη ισχύος, η εξαναγκαστική απειλή χρήσης βίας και οι κεκαλυμμένες ενέργειες, όλες συμπεριφορές με τις ίδιες –με την άσκηση φυσικής βίας– αναδιανεμητικές συνέπειες. Για μια εισαγωγική ανάλυση αυτών των ζητημάτων περί τις κλαουζεβιτζιανές θεωρήσεις σε αναφορά με την πυρηνική στρατηγική βλ. Ifestos Panayiotis, Nuclear Strategy and European Security Dilemmas. Towards an Autonomous European Defense System? (Gower, Aldeshot, UK), κεφ. 12.
[12] Βλ. Κασσιμάτης Γ., «Για μια ευρωπαϊκή λύση του κυπριακού», Ελευθεροτυπία, 17.12.2004. Επίσης, Κασσιμάτης Γ., «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και κυπριακό»,  Το Παρόν, 30.1.2005.
[13] Βλ. Alfred de Zayas, «The Anan Plan and the Implantation of Settlers in Northern Cyprus», κατόπιν αδείας του συγγραφέα προσωρινά δημοσιευμένο στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.ifestos.edu.gr/20.htm και περίληψη στην Καθημερινή, σε δύο επιφυλλίδες στις 24.7.2005 και 31.7.2005. Βλ. Επίσης την ανάλυση της Claire Palley, The UN Secretary-General’s Mission of Good Offices in Cyprus 1999-2004 (Jane Parker at Hart Publishing, U.K. 2005). Για μια βασική και σφαιρικά θεμελιωμένη ανάλυση για το θέμα αυτό βλ. International Expert Panel, convened by the Committee for a Europen solution in Cyprus: “A principled basis for a just and lasting Cyprus settlement in the light of International and European Law”, επίσης δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα www.ifestos.edu.gr στην διεύθυνση http://www.ifestos.edu.gr/32.htm. Το κείμενο επίσης, μεταξύ άλλων, δημοσιεύτηκε ως ένθετο στην Καθημερινή, 28.8.2005, βλ. www.kathimerini.gr, ως ένθετο στο New Europe, 12.10.2005, βλ. επίσης 16.10.2005, No 647 Brussels (βλ. http://www.new-europe.info/new-europe/displaynews.asp?id=116162). Δημοσιεύτηκε επίσης στο Προβληματισμοί, Εταιρεία Στρατηγικών Μελετών, τ. 29, Ιούλιος-Αύγουστος 2005.
[14] Βλ. κυπριακό τύπο 28-29 Οκτωβρίου 2004 και την αποκαλυπτική αξιολόγηση των Nathan Associates Inc., «Cyprus Bi-communal development program evaluation», Final Report, Evaluation IQC No. AEP-I-00-00023-00, May 25 2004. Η έκθεση αυτή αποκαλύφθηκε λόγω τυχαίας ανάρτησής της στο διαδίκτυο και στην βάση των αποκαλύψεων που τεκταίνονται ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Οκτώβριο 2004 χαρακτήρισε τις συγκαλυμμένες ενέργειες αξιωματούχων της αμερικανικής πρεσβείας στην Λευκωσία ως καταχρηστικές και παράνομες. Οι αποκαλύψεις ενέπλεξαν πλήθος κύπριων διανοουμένων ενώ ο διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ, ιδρύματος ανάλυσης προτάσεων πολιτικής που εδρεύει στην Αθήνα, απεύθυναν αιτήματα χρηματοδότησής τους στο ίδιοι πλαίσιο (και στελέχη αυτού του ιδιωτικού θεσμού με μεγάλες όμως προσβάσεις στο ελληνικό δημόσιο, συμμετείχαν σε σεμινάρια, «συζητήσεις» και άλλες δραστηριότητες προώθησης του από άποψη διεθνούς νομιμότητας εγκληματικού σχεδίου Αναν). Όπως σημειώθηκε ήδη, ο πολιτικός σκοπός του σχεδίου Αναν ήταν η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η παράνομη επιβολή ενός εσωτερικού πολιτειακού καθεστώτος που παραβίαζε την Συνθήκη της Γενεύης, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας. Πρόσθετη επισήμανση: Η ανίχνευση τεκμηριωμένων στοιχείων που θεμελιώνουν κεκαλυμμένες ενέργειες δεν είναι εύκολη και γι’ αυτό οι καλές ακαδημαϊκές αναλύσεις αποφεύγουν γενικόλογες αναφορές οι οποίες δυνατό να καταλήξουν σε είδος συνωμοτικής ερμηνείας των ιστορικών και διεθνών φαινομένων. Εν τούτοις, μερικές αποκαλύψεις στην μεταψυχροπολεμική εποχή προσφέρονται για έξοχες διερευνήσεις πάνω σε πραγματολογικά θεμελιωμένο έδαφος: Πρώτον, η περίπτωση «Εσιελον» (βιομηχανική κατασκοπεία των ΗΠΑ-Μεγάλης Βρετανίας εις βάρος άλλων δυτικοευρωπαϊκών κρατών), δεύτερον, η περίπτωση των γερμανών κατασκόπων στην υπηρεσία των μυστικών υπηρεσιών της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης που αποκαλύφθηκαν μετά την πτώση της ΕΣΣΔ και την επανένωση της Γερμανίας, και τρίτον, η περίπτωση της κεκαλυμμένης επέμβασης των ΗΠΑ εις βάρος της Κύπρου πάνω στην οποία ρίχθηκε άπλετο φως λόγω της κατά λάθος δημοσιοποίησης της προαναφερθείσης έκθεσης των Nathan Associates. 
[15] Αυτά είναι, μεταξύ άλλων, τα συμπεράσματα του προαναφερθέντος πορίσματος επιστημονικού πάνελ στο οποίο συμμετείχαν ακαδημαϊκοί από όλη την Ευρώπη. Για ανάγνωση πτυχών αυτής της ανάλυσης που αφορούν τον ΟΗΕ και την Συνθήκη της Γενεύης βλ. Alfred de Zayas, ό.π. και Malcom Shaw,  «Το κυπριακό και η λύση του προβλήματος», Το Παρόν, 30.1.2005.
[16] Πέραν αυτού, επισημαίνεται ότι δημοκρατικά κράτη της Ευρώπης και οι ΗΠΑ υπήρξαν αποικιοκρατικές, αναθεωρητικές και επεκτατικές δυνάμεις, τόσο πριν όσο και μετά το τέλος της αποικιακής εποχής ενοχοποιούνται για αναρίθμητες διϋποκειμενικά –και όχι μόνον– γνωστές πράξεις «διαίρει και βασίλευε», επεμβάσεις και άλλων ειδών ασύμβατες με τον πολιτικό πολιτισμό των διακρατικών σχέσεων και την διεθνή νομιμότητα. Κατά την διάρκεια της ύστερης εποχής, επίσης, με πράξεις όπως το προαναφερθέν σχέδιο Αναν που συχνά αναφέρονται ως «νεοαποικιακές συμπεριφορές», επιχειρούν να καθυποτάξουν την πολιτική κυριαρχία ανεξάρτητων κοινωνιών. Διϋποκειμενικά γνωστές περιπτώσεις είναι και η καθυπόταξη της πολιτικής κυριαρχίας πολλών κρατών της Λατινικής Αμερικής μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η κεκαλυμμένη προώθηση της φασιστικής δικτατορίας της περιόδου 1967-1974 στην Ελλάδα τα εγκάθετα μέλη της οποίας καταδυνάστευαν και σκότωναν πλήθος ελλήνων πολιτών. Κεκαλυμμένες παραβιάσεις της διεθνούς νομιμότητας όπως αυτές επιφέρουν τα ίδια –ή ακόμη και μεγαλύτερα– αποτελέσματα (όπως θάνατοι και άλλες ανθρώπινες κακουχίες από τις οποίες το διεθνές δίκαιο αποβλέπει να διασφαλίσει τα κράτη) με μια άμεση άσκηση πολεμικής βίας. Επαναλαμβάνεται ότι οι βάσιμες θεωρίες διεθνών σχέσεων θεωρούν ότι στο πλαίσιο των προαναφερθέντων κλαουζεβιτσιανών θεωρήσεων του πολέμου –που δεν θεωρούν ως «πόλεμο» μόνο την άσκηση φυσικής βίας– θεωρούν τέτοιες συμπεριφορές ως πολεμικές πράξεις ίδιου χαρακτήρα με την άσκηση φυσικής βίας και ίδιων διανεμητικών συνεπειών.       
[17] Πολιτισμένα είναι τα κράτη τα οποία συμμετέχουν στον ΟΗΕ. Η συμμετοχή τους σημαίνει ότι αποδέχονται τον Καταστατικό Χάρτη αυτού του Οργανισμού, τα οποία συμμετέχουν στους υπόλοιπους διεθνείς θεσμούς και τα οποία αποδέχονται τις συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την Διεθνή Ποινική Δικαιοσύνη και την Συνθήκη για τα εγκλήματα πολέμου. Όσον αφορά τις τελευταίες συμβάσεις ο βαθμός και ο τρόπος εφαρμογής τους ποικίλει ανάλογα με την πολιτισμική, οικονομική και θεσμική δομή κάθε κράτους. Ακόμη πιο σημαντικό, για αντικειμενικούς λόγους, κανένα κράτος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι εφαρμόζει πλήρως ή ιδεατά το γράμμα και το πνεύμα αυτών των κατακτήσεων πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων. Επειδή ως προς το θέμα αυτό υπάρχει τάση αυθαίρετων εκτιμήσεων, η συζήτηση απαιτείται να διακρίνει μεταξύ ειλικρινούς αναζήτησης των αιτιών πολέμου ή άλλων παραγόντων που επενεργούν ανασταλτικά στην πλήρη εφαρμογή των Συμβάσεων και προπαγάνδας ή ακόμη και αιτιάσεων που αποτελούν προσχηματικές αξιώσεις ισχύος για διεθνείς επεμβάσεις. Ακόμη, απαιτείται να διακρίνουμε μεταξύ θεσμικών προσεγγίσεων ίασης των αιτιών και υποκριτικής παραφιλολογίας υπέρ του ενός ή άλλου καθεστωτικού προτύπου και του ενός ή άλλου πολιτισμού ή θρησκείας που σκοπό έχει την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων ενός κράτους ή μιας συμμαχίας.
[18] Αυτοί που είναι προσηλωμένοι στην συμβατική ερμηνεία του όρου «κανονιστικές αρχές» ενδέχεται να διαφωνήσουν με αυτή την επισήμανση. Γι’ αυτό διευκρινίζεται ότι όπως θα γίνεται αντιληπτό σε άλλο σημείο της παρούσης ανάλυσης οι οντολογικά θεμελιωμένες στην αξίωση συλλογικής ελευθερίας δεν είναι «κανονιστικές» με την έννοια της στρατευμένης εξυπηρέτησης ατομικών ή συλλογικών συμφερόντων, κάτι που θεμιτά κάνουν όλες οι κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένες δομές και οι αρχές που τις διέπουν. Το έθνος-κράτος ως ενσάρκωση της οντολογικά θεμελιωμένης εθνικής-κρατικής αξίωσης συλλογικής ελευθερίας και πολιτικής κυριαρχίας κατά των διεθνοφασιστικών ηγεμονικών και/ή αυτοκρατορικών αξιώσεων υπό τις ιδιόμορφες συνθήκες της συλλογικής ετερότητας της καθέκαστης κοινωνίας είναι οντολογικά θεμελιωμένος θεσμός. Γι’ αυτό, οι «κανονιστικές» δομές της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας που προορίζονται να διασφαλίσουν την συλλογική ελευθερία των κυρίαρχων κοινωνιών είναι ηθικά αμάχητες και διυποκειμενικού-μη αξιολογικού χαρακτήρα. Πιο συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζεται σε άλλο σημείο του παρόντος κειμένου, το έθνος-κράτος ως πολιτική κυριαρχία που διασφαλίζει την συλλογική ελευθερία μιας κοινωνίας είναι το υπόβαθρο ανθρώπινης ελευθερίας πάνω στο οποίο κτίζονται τα αξιολογικά-κανονιστικά συστήματα των πολιτισμένων κοινωνιών (δηλαδή, όπως αναφέρθηκε, των κοινωνιών που είναι προικισμένες με κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένους σκοπούς συμβατούς με τον πολιτικό πολιτισμό των ανθρώπων που έχει ως πυρήνα την οντολογικού περιεχομένου συλλογική ανθρώπινη ελευθερία, η οποία, ακριβώς, αναγνωρίζεται και πιστοποιείται από το διεθνές δίκαιο ως υπέρτατο κριτήριο θεμελίωσης του διεθνούς συστήματος).   
[19] Αυτή η επισήμανση που υπαινίσσεται μια συμβατική προσέγγιση αναγνώρισης των «πολιτισμένων κρατών απαιτείται να συνοδεύεται και να μετριάζεται από την εξίσου σημαντική παρατήρηση ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας αν και ο μόνος υπαρκτός και δυνητικά αποτελεσματικός θεσμός διεθνούς τάξης είναι εν τούτοις θεσμός εξόχως αμφιλεγόμενος. Αυτό, κυρίως, οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχει έλλειμμα ακριβούς προσδιορισμού ως προς το πότε και πως υπάρχει τέτοια παραβίαση καθώς και έλλειμμα ρητών κανονιστικών ρυθμίσεων συμβατών με την αρχή της κρατικής κυριαρχίας για το πότε και πως ασκείται διεθνής βίας. Για το ζήτημα του πότε «κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια» και του πως αυτό συνδέεται με τις αυξημένες αρμοδιότητες του Συμβουλίου Ασφαλείας και την «διεθνή επέμβαση», θα επανέλθουμε.
[20] Το ότι το εσωτερικό πολιτικό καθεστώς ενός κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών διέπεται από την αρχή της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας είναι κανονιστικά και δικαιακά προσδιορισμένο και κωδικοποιημένο στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, Κεφάλαιο Ι, Άρθρο 2, παράγραφο 7.
[21] Βλ. Waltz, ό.π.
[22] Η προαναφερθείσα έκθεση International Expert Panel, convened by the Committee for a Europen solution in Cyprus: “A principled basis for a just and lasting Cyprus settlement in the light of International and European Law”, ορίζει επακριβώς την διεθνή νομιμότητα σε σχέση με το κυπριακό πρόβλημα και μεταξύ άλλων αναφέρει: «The rule of law in international law provides that all official activities must be undertaken in a way that is consistent with legal principles. It further means that legal processes must be established and respected in order for legal principles to operate effectively, so that, for example, the principle of due process is critical. As previously noted (paragraph 15), both the Council of Europe and the European Union are founded upon inter alia the principle of the rule of law. There can be no international rule of law in a territory illegally occupied by a foreign power. Indeed, the fact that a member state of the European Union is prevented from exercising its sovereignty over part of its internationally recognised territory challenges the reality of the European rule of law itself». Ο ορισμός αυτός θα μπορούσε διατυπωθεί-οριστεί συμπληρωματικά και ως εξής: «Διεθνής νομιμότητα εκ μέρους των κυβερνήσεων είναι η συμμόρφωση με τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που προκύπτουν τόσο από τις διεθνείς νομικές δεσμεύσεις σε οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ όσο και από πιο προωθημένες Συμβάσεις στο διακρατικό επίπεδο όπως οι Συνθήκες για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η Σύμβαση της Γενεύης και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο των οποίων οι κανονιστικές διατάξεις ενσωματώνονται με ακόμη πιο συγκεκριμένο και αυστηρό τρόπο στην εσωτερική δικαιακή τάξη των συμβεβλημένων κρατών» (σημειώνεται ότι η τάση τις τελευταίες δεκαετίες είναι να κατατείνει προς καθολική συμμετοχή σ’ αυτές τις συμβάσεις και ενσωμάτωση νομικών υποχρεώσεων στο ενδοκρατικό κανονιστικό σύστημα).
[23] Δεν θα επεκταθούμε υπέρμετρα στην μεγάλη συζήτηση για την έννοια «δημοκρατία». Είναι εν τούτοις αναγκαίο να τονιστούν μερικές βασικές πτυχές: α) Υπάρχουν πολλών ειδών φιλελεύθερα καθεστώτα. β) Σε πολλά κράτη το καθεστώς των οποίων θεωρείται μη φιλελεύθερο οι κλασικές φιλελεύθερες ιδέες περί ελεύθερης οικονομίας, κατοχύρωσης της ιδιοκτησίας και πολιτικού πλουραλισμού είναι ευρέως διαδεδομένες. γ) Δεν μπορεί να αιτιολογηθεί βάσιμα δικαίωμα ενός φιλελεύθερου κράτους να επιτεθεί κατά ενός άλλου κυρίαρχου κράτους επειδή το τελευταίο δεν είναι φιλελεύθερο ή να αιτιολογηθεί βάσιμα ότι ένα μη φιλελεύθερο κυρίαρχο κράτος έχει λιγότερα δικαιώματα από ένα φιλελεύθερο. Το τελευταίο σημείο θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο πολύ μεγάλης συζήτησης αν κανείς λάβει υπόψη τις δεσμεύσεις των πυρηνικών κρατών στην Συνθήκη μη Διασποράς των Πυρηνικών Όπλων (βλ. πιο πάνω), στην κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών και τεχνολογικής βελτίωσης της πυρηνικής ισχύος από τα ίδια κράτη που ακολούθησε την υπογραφή της Συνθήκες και την συμβατότητα με το διεθνές δίκαιο των αιτιολογήσεων για επεμβάσεις κατά κρατών που κατέχουν ή προτίθενται να κατέχουν πυρηνικά όπλα. Σε μια βαθυστόχαστη επισήμανσή του για το ζήτημα αυτό, ο Παναγιώτης Κονδύλης ορθά επισημαίνει ότι οι αντιδράσεις των ΗΠΑ απέναντι σε κράτη που προσπαθούν να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα είναι αξιώσεις ισχύος: «υπαγορεύονται από αξιώσεις ισχύος που δεν έχουν στέρεα λογική ή ηθική βάση, εφόσον ούτε ηθικό ούτε λογικό είναι να αρνείσαι σε άλλους το δικαίωμα που επιφυλάσσεις αυτονόητα στον εαυτό σου. Σύμφωνα με τον οικουμενισμό των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων” που διακηρύσσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι ουραγοί τους, όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια δικαιώματα, γιατί έχουν εκ γενετής την ίδια αξιοπρέπεια και όλοι μετέχουν εξίσου του ορθού Λόγου Με αφετηρία λοιπόν την οικουμενική αυτή αρχή δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι οι Δυτικές Δυνάμεις ή το Ισραήλ έχουν το δικαίωμα να κατέχουν πυρηνικά όπλα, γιατί είναι εξ ορισμού σε θέση να τα χρησιμοποιούν έλλογα» Θεωρία του Πολέμου (Θεμέλιο, Αθήνα 1997), σελ. 373. Σχετικά με αυτή την θέση του Κονδύλη κανείς μπορεί να συνεκτιμήσει την περιπτωσιολογική μελέτη του John Rawls, ό.π., βλ. σ. 171,179-80,182,188, όπου αναλύει τον καταχρηστικό και παράνομο χαρακτήρα της πρώτης χρήσης πυρηνικών όπλων από τις ΗΠΑ στην Ιαπωνία την δεκαετία του 1940.   
[24] Η σχετική με αυτό το θέμα ανάλυση του John Rawls στο τελευταίο πριν τον θάνατό του βιβλίο είναι βαθύτατα φιλοσοφημένη και απαλλαγμένη των συνήθων συμβατικών μεροληπτικών θεωρήσεων πολλών πολιτικά στρατευμένων αναλυτών του φιλελευθερισμού (και ιδιαίτερα του νεοφιλελευθερισμού). O Rawls υποστήριξε ότι ο διαχωρισμός των πολιτισμένων κρατών σε φιλελεύθερα και μη φιλελεύθερα είναι διεθνοπολιτικά αυθαίρετη. Προχώρησε επιπλέον στην σκιαγράφηση εξαιρέσεων, όπως για παράδειγμα τα κράτη που ονόμασε «βεβαρημένα», των οποίων ο κοινωνικός ιστός έχει καταλυθεί λόγω εσωτερικών συγκρούσεων και για τα οποία, όμως, το ζήτημα που τίθεται δεν είναι η αυθαίρετη και κατά βούληση πολεμική επέμβαση αλλά πρωτίστως αρωγή και αλληλεγγύη. Βλ. Το Δίκαιο των Λαών (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2002).
[25] Ένας επιστημονικός κλάδος θεμελιώνεται όταν είναι προικισμένος τόσο με ένα πλέγμα θεμελιωδών γενικών νόμων (το επιστημονικό Παράδειγμα) όσο και με αξιόπιστα θεωρητικά εποικοδομήματα συμβατά με το Παραδειγματικό υπόβαθρο (τις επιμέρους θεωρίες). Στην διεθνή πολιτική το επιστημονικό Παράδειγμα είναι το θουκυδίδειο υπόβαθρο ισχυρών ερμηνευτικών προτάσεων στη βάση των οποίων τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί επιχειρούν να οικοδομήσουν πραγματολογικά επαληθεύσιμες θεωρίες διεθνών σχέσεων. Στο θεμελιώδες ιστορικό-διεθνολογικό έργο Πελοποννησιακός Πόλεμος, υπό το πρίσμα αξιολογικής ελευθερίας όσον αφορά το κλασικό σύστημα των Πόλεων-κρατών, ο Θουκυδίδης περιέγραψε με πληρότητα και οξυδέρκεια το σύνολο σχεδόν των διλημμάτων και των προβλημάτων ενός συστήματος κυριαρχίας-αναρχίας. Οι βασικές θεωρήσεις στον πυρήνα του Παραδοσιακού Παραδείγματος δεν προτείνουν μια εξειδικευμένη ερμηνεία αναφορικά με ένα συγκεκριμένο ζήτημα διεθνούς πολιτικής, αλλά μόνο προσδιορίζουν γενικούς νόμους και γενικούς ερμηνευτικούς προσανατολισμούς οι οποίοι προσφέρουν διαυγή αντίληψη και βαθιά κατανόηση της φύσης, του χαρακτήρα και των λειτουργιών του διεθνούς συστήματος. Η συνολική αντίληψη που αποπνέουν οι περιγραφές του Παραδοσιακού Παραδείγματος για τη φύση και τη λειτουργία του διεθνούς συστήματος αναφέρονται σ’ ένα κόσμο κοινωνικοπολιτικά συγκροτημένων ετερογενών συλλογικών οντοτήτων που χαρακτηρίζονται από Υπαρκτική κοινωνική ετερότητα και από την ακατάπαυστα εκδηλωμένη αξίωση πολιτικής κυριαρχίας ως συμπαραδήλωσή της. Κατά συνέπεια, η αναρχία είναι σύμφυτη με το διεθνές σύστημα και τις αξιώσεις των κρατών για κυριαρχία-ανεξαρτησία. Αναρχία και κυριαρχία-συλλογική ελευθερία είναι δίδυμοι όροι: η κυριαρχία των μελών του συστήματος κρατών αυτομάτως προκαλεί διεθνή αναρχία. Επομένως, οι κρίσιμοι προσδιοριστικοί παράγοντες ή κριτήρια της θεωρίας διεθνών σχέσεων είναι: i) H Υπαρκτική κοινωνικοπολιτική ετερότητα των κυρίαρχων κοινωνιών. ii) H ανεξαρτησία-κυριαρχία των μελών του διεθνούς συστήματος που συμβολίζει το γεγονός πως η αξίωση συλλογικής ελευθερίας ευοδώθηκε. iii) H διεθνής αναρχία, δηλαδή, το γεγονός ότι απουσιάζει μια παγκόσμια κατεξουσιαστική δομή. iv) Η επιδίωξη συλλογικής ισχύος, διεύρυνσης της ισχύος και ασφάλειας στο επίπεδο κάθε κυρίαρχου έθνους-κράτους. v) Oι ποικίλες συναλλαγές του διακρατικού βίου οι οποίες λόγω της αναρχίας-κυριαρχίας δεν μπορεί να είναι προικισμένες είτε από ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα ελέγχων και εξισορροπήσεων είτε –συνέπεια απουσίας παγκόσμιου κοινωνικοπολιτικού συστήματος και παγκόσμιου δημόσιου χώρου πέραν του «δημόσιου διακρατικού χώρου» της «κοινότητας των κρατών»– από ένα νομιμοποιημένο υπερεθνικό ρυθμιστικό σύστημα. vi) O αγώνας για αυτοσυντήρηση-επιβίωση των κυρίαρχων εθνών-κρατών όταν αυτά απειλούνται. vii) Τέλος, η αναπόδραστη ευαισθησία των κρατών-μελών του διεθνούς συστήματος στην άνιση ανάπτυξη και στις συνεπαγόμενες ανακατανομές ισχύος που προκαλούν ανακατανομές κυριαρχίας και συμφερόντων. Έτσι, παρατηρείται πως τα κράτη αφενός επιδιώκουν ισχυρή θέση και ρόλο στις ιεραρχίες ισχύος του διεθνούς συστήματος και αφετέρου είναι ευαίσθητα στο κόστος-όφελος, που προκαλούν εναλλακτικές στρατηγικές εκπλήρωσης του εθνικού συμφέροντος. Αναφορικά με το τελευταίο σημείο, προστίθεται πως υπό συνθήκες ανυπαρξίας ενός αποτελεσματικού συστήματος διεθνούς τάξης και ενός συστήματος διακρατικής δικαιοσύνης όταν προκύπτουν διακρατικές διαφορές, ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας, γεγονός που σημαίνει ότι η ικανότητα διατήρησης ισχυρής θέσης και ρόλου στο διεθνές σύστημα είναι αναγκαία και μη εξαιρετέα προϋπόθεση εθνικής-κρατικής επιβίωσης και ευημερίας. Η αξιολογικά ελεύθερη εκδοχή του πολιτικού ρεαλισμού, η μόνη δηλαδή αμιγής επιστημονική προσέγγιση του όρου που ο Edward H. Carr καθιέρωσε ως «πολιτικό ρεαλισμό», εμπεριέχεται πλήρως στο Παραδοσιακό Παράδειγμα, το οποίο αποτελεί μέτρο στάθμισης και μέσο οριοθέτησης τόσο μιας ρεαλιστικής θεωρίας όσο και οποιασδήποτε άλλης θεωρητικής πρότασης.
[26] Η αμερικανική εξωτερική πολιτική των 10 τελευταίων ετών προσφέρει την δυνατότητα για δεκάδες περιπτωσιολογικές μελέτες όπου ένα δημοκρατικό κράτος συμπεριφέρεται ηγεμονικά και με εξαναγκαστικό τρόπο που προκαλεί μεγάλα αναδιανεμητικά αποτελέσματα που ακόμη και ευθεία πολεμική επίθεση δεν θα κατόρθωνε. Συναφής είναι επίσης και η «στρατηγική της μαλακής ισχύος», προσέγγιση δηλαδή έμμεσης στοχαστικής και πολιτικής υπονόμευσης άλλων κυρίαρχων κρατών για να προωθηθούν τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα. Βλ. ιδ.Katzenstein P., Keohane R. Krasner St. 1998. «International Organization and the Study of World Politics», International Organization, vol 52, no 4, σ. 672-3. Βλ. επίσης μια εξαιρετικά πυκνή ανάλυση πλήρη βιβλιογραφικών και περιπτωσιολογικών αναφορών στο κείμενο του Jonathan Mowat, «The new Gladio in action? Ukrainian postmodern coup completes testing of new template», στην ηλεκτρονική διεύθυνσηhttp://www.onlinejournal.com/ Special_Repo rts/ 03190 5Mowat-1/031905mowat-1.html , May 2005
[27] Το «ιδεώδες της ανεξαρτησίας» και οι Δελφοί καθώς και άλλοι συλλογικοί θεσμοί θεσπισμένοι στην βάση της αρχής της ανεξαρτησίας(-κυριαρχίας) των Πόλεων-κρατών, αποτελούσαν κώδικες, υποχρεώσεις, κριτήρια και παράγοντες πολύ πιο εμπεδωμένα και παραδεκτά στο κλασικό διακρατικό σύστημα απ’ ότι το διεθνές δίκαιο και η συλλογική ασφάλεια της σύγχρονης εποχής. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Adam Watson, «το σύστημα Πολιτειών της κλασικής Ελλάδας αποτελεί την πρώτη γνωστή περίπτωση ανεξάρτητων κρατών τα οποία υιοθετούσαν ως θεμελιώδη στάση-συμπεριφορά τον αντιηγεμονισμό. Ακόμη, θεωρούσαν πως, αν υποστηρίξουν τον νικητή μιας σύρραξης, [αυτό] αποτελούσε κίνδυνο για την ανεξαρτησία τους [επειδή στη συνέχεια ο ισχυρός θα εκμεταλλευόταν τις σχέσεις εξάρτησης]. Ο αντιηγεμονισμός ως θεμελιώδης στάση κατόπτριζε την προσήλωση των Ελλήνων στην ιδέα των πολλαπλών κυριαρχιών και είχε ως αποτέλεσμα το σύστημα των Πόλεων-Κρατών να κατατείνει προς την κατίσχυση των αρχών της αυτονομίας-ανεξαρτησίας των μελών του συστήματος», βλ. The evolution of international society (Routledge, London 1992, σελ. 51 (στα ελληνικά Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας, Ποιότητα, Αθηνα 2006).
[28] Χαρακτηριστικά, όπως τονίζει ο ο Ernest Barker, «καμιά ιστορία δεν είναι τόσο σημαντική για εμάς και καμιά δεν είναι τόσο σύγχρονη από αυτή της Κλασικής Ελλάδας. Σε πολύ μεγάλο βαθμό είμαστε αυτό που είμαστε επειδή οι έλληνες υπήρξαν με την μορφή που γνωρίσαμε. Με πολλούς τρόπους ισχύει το παράδοξο πως η Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. είναι πιο μοντέρνα απ’ ότι η Ευρώπή του 19ου αιώνα μ.Χ. Ένας άγγλος αισθάνεται μεγαλύτερη συγγένεια με τον επικήδειο του Περικλή παρά με τα απομνημονεύματα του Φρειδερίκου του Μεγάλου. Τα προβλήματα του έλληνα Πολίτη μας αγγίζουν ακόμη σήμερα, επειδή η ελληνική εμπειρία πέρασε στην ουσία της ύπαρξής μας και συγχωνεύτηκε με την ύπαρξή μας». Greek Political Theory (Methuen, London 1961) σελ. 17,18. Μετάφραση στα ελληνικά ως Ελληνική πολιτική σκέψη και θεωρία(Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006).
[29] Σε άλλη περίπτωση, τα πορίσματα μακροϊστορικών διερευνήσεων του υπογράφοντος συνταύτισαν την αξίωση συλλογικής ελευθερίας μιας διακριτής κοινωνίας στις διεθνείς σχέσεις ως το αντίστοιχο της οντολογικού περιεχομένου αξίωσης ανθρώπινης ελευθερίας. Κατά συνέπεια, η εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία μιας κοινωνίας είναι οντολογικού περιεχόμενου και γι’ αυτό ηθικά αμάχητη ανθρώπινη κατάκτηση. Η συνέπεια μιας τέτοιας παραδοχής είναι βαθύτατες, επειδή προεκτείνεται για να συμπεριλάβει το διεθνές δίκαιο και τους θεσμούς συλλογικής ασφάλειας αποστολή των οποίων είναι η διασφάλιση της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας. Καθιστά εφικτή, επίσης, την βάσιμη μη-αυθαίρετη διάκριση των κρατών μεταξύ φιλειρηνικών και αναθεωρητικών ανάλογα με την ετοιμότητά τους να αποδεχθούν την ερμηνεία των διακρατικών συνθηκών από τους διεθνείς θεσμούς. Βλ. Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό(Ποιότητα, Αθήνα 2004) ιδ. κεφ. 2-6.
[30] Παρά το ότι στον πολιτικό λόγο και στην βιβλιογραφία η έννοια που επικράτησε είναι «εθνική ανεξαρτησία», αφορά βασικά, την ανεπηρέαστη, αδέσμευτη και ανεμπόδιστη άσκηση πολιτικής κυριαρχίας στο εσωτερικό του κράτους στην βάση της κοσμοθεωρητικής και ηθικοκανονιστικής ετερότητας της κοινωνίας μιας έκαστης Πολιτείας. Αφορά δηλαδή την εφαρμογή των αρχών της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας όπως προβλέπει το διεθνές δίκαιο και ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ.
[31] Αυτή είναι μια κρίσιμη επισήμανση που αφορά ένα κεντρικής σημασίας ζήτημα, αυτό της παγκόσμιας ενότητας, των ιδεολογιών που την υποστηρίζουν και την μεθοδολογία εκπλήρωσής της. Κρίνοντας από την μαζικότητα των οπαδών των κατά καιρούς επαναστατικών κοσμοθεωριών –όπως ο ναζισμός, διεθνιστικός κομμουνισμός, διεθνιστικός νεοφιλελευθερισμός–, πολλά άτομα πολίτες του ενός ή του άλλου κράτους ποτέ δεν δέχθηκαν τον Πολιτειακό κατακερματισμό και προσδοκούν μια παγκόσμια εξουσία. Αν και πασίδηλα μια τέτοια προσδοκία είναι πασίδηλα ανορθολογική αν όχι παρανοϊκή, μολαταύτα είναι ευρέως διαδεδομένη. Κανείς δεν πρέπει να υποτιμά το γεγονός πως παρά την επικράτηση της έννοιας του κράτους επί των διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεών και αξιώσεων κατά την διάρκεια του 19ου και 20ουαιώνα ουκ ολίγοι, κυρίως λόγω ελλείμματος γνώσης για τα πραγματικά αίτια πολέμου, είναι μολαταύτα προσκολλημένοι στο παρελθόν. Οι αποχρώσεις της ιδεολογικής ή ψυχολογικής προσκόλλησης στο παρελθόν ποικίλουν. Αναμφίβολα, στον βαθμό που αντιβαίνουν με την ιστορική απόφαση καθιέρωσης της κρατικής κυριαρχίας ως του καθεστώτος οργάνωσης του συλλογικού ανθρώπινου βίου που καταγράφηκε στην Κοινωνία των Εθνών και στην συνέχεια στον ΟΗΕ, ο διεθνισμός και ο κοσμοπολιτισμός αποτελούν εισροές ανορθολογισμού και αιτιών πολέμου. Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο θα μπορούσε να γίνει και μια επισήμανση γνωσιολογικού και επιστημολογικού χαρακτήρα: Εξ αντικειμένου, κάθε προσπάθεια νομικής ή άλλης μελέτης του διεθνούς συστήματος εμπεριέχει επιστημονικά και στοχαστικά σφάλματα ευθέως ανάλογα της βαθμίδας διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων παραδοχών που εμπεριέχει.   
[32] Η βασική ανάλυση των αιτιών πολέμου βρίσκεται στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Μεταξύ άλλων, αναλυτές της ύστερης εποχής που εξέτασαν με εμβρίθεια και επάρκεια τα αίτια πολέμου είναι οι Robert Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή στην διεθνή πολιτική (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004), Waltz Kenneth, Theory of International Politics (Addison - Wesley, Mass. 1979) και Waltz K. 2000, ό.π.
[33] Αναμφίβολα, η σχέση ανεξαρτησίας και ηγεμονικών αξιώσεων ουδέποτε υπήρξε αρμονική. Ο Barry Hughes, παρατηρεί ότι η Πόλη ενσάρκωνε την φιλοσοφία της Ανεξαρτησίας των διακριτών συλλογικών οντοτήτων. Βλ. Hughes B. Barry, Continuity and Change in World Politic, The Clash of Perspectives (Prentice Hall, Englewoods, NJ, 1990), σελ. 72. Βλ. επίσης Watson Adam, The Evolution of International Society (Routledge, London, 1992), στα ελληνικά: Watson Ad. Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2005)
[34] Όπως παρατήρησε ο Hans Morgenthau στο Politics Among Nations: The Strunggle for Power and Peace (Alfred Knopf, NY, 1948,1978, 5th ed.), το πρόβλημα είναι αντικειμενικό: Εάν είχαμε μια παγκόσμια κοινωνία θα είχαμε μια παγκόσμια κυβέρνηση. Λόγω πολλών κοινωνιών, ακριβώς, ο Πολιτειακός κατακερματισμός κατοπτρίζει τον κοινωνικό κατακερματισμό του Πλανήτη. Η κοινωνική εξομοίωση του πλανήτη, εξάλλου, είναι εξ αντικειμένου ανέφικτη. 
[35] Στο σημείο αυτό τονίζεται η διάκριση μεταξύ «παγκόσμιας ανθρώπινης δικαιοσύνης» που θα μπορούσε να υπάρξει μόνο αν υπήρχε μια νομιμοποιημένη παγκόσμια ηθικοκανονιστική δομή (προικισμένη με ένα παγκόσμιο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης) και κανόνων διεθνούς δικαιοσύνης που ενσωματώνονται στην εσωτερική δικαιοταξία των κυρίαρχων κρατών μετά από διακρατική διαπραγμάτευση και σύναψη σχετικών συμβάσεων (Συνθήκη της Γενεύης, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο). Πρόκειται για δύο διαφορετικά και αντιθετικά πράγματα. Η παγκόσμια ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι ανέφικτη και θα μπορεί να υπάρξει μόνο ως επιβολή του «δικαίου του ισχυρού» επί των ετερογενών κοινωνιών του πλανήτη. Οι κανόνες διεθνούς δικαιοσύνης, αντίθετα, στερούνται κάθε διεθνιστικού, κοσμοπολίτικου ή ηγεμονικού περιεχομένου και εδράζονται αυστηρά πάνω στο καθεστώς της κρατικής κυριαρχίας το οποίο προορίζονται να εμπεδώσουν και να ενισχύσουν και όχι να καταργήσουν. Δεν είναι τυχαίο ότι η συνομολόγηση τέτοιων κανόνων γίνεται μετά από μακρόχρονη και εξαντλητική διακυβερνητική διαπραγμάτευση στο τέλος των οποίων αρχίζει η προσχώρηση στις σχετικές συμβάσεις. Ύστερο χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
[36] Πρέπει να γίνεται διάκριση, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, μεταξύ διεθνών θεσμών που αναφέρονται στην ισχύουσα τάξη των Συνθηκών και ενός πιθανού διεθνούς συστήματος απονομής «δικαιοσύνης» όταν αναφύονται διακρατικές διαφορές. Λόγω ιστορικότητας των διακρατικών προβλημάτων κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο ή αδύνατο. Γι’ αυτό στις διακρατικές σχέσεις το δίκαιο είναι η διακρατική τάξη που ορίζουν οι Συνθήκες το οποίο τηρείται όταν δεν υπάρχουν διαφορές ή όταν εάν υπάρχει οι εμπλεκόμενοι συμφωνούν να προσφύγουν στους διεθνείς θεσμούς για την ερμηνεία των προνοιών των Συνθηκών. Περιττό να τονιστεί, επίσης, ότι αυτή η συζήτηση δεν αφορά την Διεθνή Ποινική Δικαιοσύνη, τις Συμβάσεις των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και άλλες διεθνείς δεσμεύσεις των κυρίαρχων κρατών που ενσωματώνονται, όπως ήδη τονίστηκε, στην εσωτερική δικαιοταξία των κυρίαρχων κρατών.
[37] Ο φόβος της εξαπάτησης και της άνισης ανάπτυξης δεν οδηγεί μόνο σε διενέξεις αλλά και σε μειωμένη συνεργασία στους διεθνείς θεσμούς. Βλ. Grieco J. «The Maastricht Treaty, Economic and Monetary Union and the Neorealist Research Programme», Review of International Studies, vol. 21, no 1, 1995 και Grieco J. «State Interests and Institutional Rule Trajectories: A Neorealist Interpretation of the Maastricht Treaty and Economic European Union», Security Studies, Spring 1995. Επίσης Baldwin D. ed., Neorealism and Neoliberalism: The Contemporary Debate (Columbia University Press, NY 1993)
[38] Βλ. κυρίως Waltz Κ. Man, the State and War. A Theoretical Analysis. N.Y.:Columbia Univ. Press, Aron R, 1959. Paix et Guerre Entre les Nations. Paris: Calmann – Levy 1984 και Waltz K., Theory of International Politics, ό.π.,
[39] Αναμφίβολα, πέραν του Θουκυδίδη, η ανάγνωση του αριστουργήματος του Robert Gilpin, Πόλεμος και αλλαγή στην διεθνή πολιτική(Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004), δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό τον ρόλο των ηγεμονικών ανταγωνισμών.
[40] Για την έννοια του επαναστατισμού βλ. Martin Wight, Διεθνής Θεωρία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 1998). Η θεωρία διεθνών σχέσεων θεωρεί ότι το γεγονός των διαφορετικών περιεχομένων των επαναστατικών δογμάτων είναι άνευ σημασίας επειδή οι συνέπειες για την διακρατική τάξη είναι σε κάθε περίπτωση ανατρεπτικές της κοινωνικοπολιτικής οντολογίας. Η θεωρία διεθνών σχέσεων απλά περιγράφει το γεγονός ότι κάθε προσπάθεια εξομοίωσης του κοινωνικοπολιτικά-Πολιτειακά ανομοιόμορφου διεθνούς συστήματος προκαλεί εκατόμβες. Φορείς επαναστατικών δογμάτων ήταν οι Κινέζοι, οι Πτολεμαίοι, οι Αθηναίοι και κατά καιρούς άλλες ισχυρές Πόλεις του κλασικού συστήματος, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, οι Γάλλοι Επαναστάτες, οι Αμερικανοί τον 18ον και 19ον αιώνα όσον αφορά την Βόρειο Αμερική και τις Φιλιππίνες, οι Ναζί, οι διεθνιστές φιλελεύθεροι και οι διεθνιστές κομμουνιστές.
[41] Τρομοκρατικές ομάδες είναι μια τέτοια περίπτωση. Ανάλογης σημασίας εν τούτοις είναι και άτομα που ελέγχουν χρηματοοικονομικές ροές και εγκληματίες που πιθανό να θέσουν υπό τον έλεγχό τους μέσα μαζικής καταστροφής.
[42] Βλ. ιδ. Grieco J. , 1988. Επίσης, Grieco J. 1990, 1993, 1995 ό.π. και Grieco J., «Understanding the problem of International Cooperation: The Limits of Neoliberal Institutionalism and the Future of Realist Theory», στο Baldwin D. ed. 1995 ό.π.
[43] Η ορθολογικότητα και ευαισθησία ως προς το κόστος-όφελος αν και αμφισβητήθηκε δεν έχει ανατραπεί ως βασική έννοια στην εκτίμηση της στρατηγικής των κρατών. Το βασικό πρόβλημα πολλών τέτοιων αμφισβητήσεων είναι ότι διαπράττουν το λογικό και επιστημονικό σφάλμα να υποστηρίζουν ότι ο φαύλος κύκλος ανταγωνισμών και συγκρούσεων έχει ψυχολογικά αίτια. Όμως, δεν ισχύει επειδή όπως, αρχίζοντας από τον Θουκυδίδη, πολλοί θεμελίωσαν, οι ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις οφείλονται στον χαρακτήρα των συγκεκριμένων αιτιών πολέμου και τις βαθύτερες δυνάμεις που συνεπάγεται η άνιση ανάπτυξη και ιδιαίτερα οι εκπλήξεις που σχεδόν πάντα επιφυλάσσουν νέες τεχνολογίες. Ενίοτε πολλοί φιλελεύθεροι υποστηρίζουν, επίσης, πως ενδέχεται οι ηγεσίες μη φιλελεύθερων-δημοκρατικών καθεστώτων να είναι περισσότερο του συνήθους ευαίσθητες στο κόστος-όφελος εξωτερικών περιπετειών. Όμως, κατά την διάρκεια του Ψυχρού πολέμου στο πλαίσιο της αμερικανικής αποτρεπτικής στρατηγικής οι αμερικανικοί πύραυλοι στόχευαν αγαθά πολύτιμα στους σοβιετικούς ηγέτες καλλιεργώντας ακριβώς αποτρεπτικά τον ορθολογισμό των σοβιετικών ηγετών.
[44] Το ζήτημα των αξιώσεων διεθνών αλλαγών υπό το πρίσμα του Παραδοσιακού Παραδείγματος έχει εξεταστεί με πληρότητα από τον Robert Gilpin, Πόλεμος και αλλαγή στην διεθνή πολιτική (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004).
[45] Πολλές αιτιολογήσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε σχέση με την Τουρκία ανεπίγνωστα, κατά την εκτίμησή μας, οφείλονται σε αυτό το γεγονός. Εξαιρετικού ενδιαφέροντος είναι η θέση του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας Κώστα Σημίτη ο οποίος αιτιολογώντας την υπερθεμάτιση των θέσεων υπέρ της αποδοχής του δυσμενούς σχεδίου Αναν για την Κύπρο (για τις καταστροφικές συνέπειες βλ. πιο πάνω), ανέφερε ως αιτιολόγηση την διαρκώς διογκούμενη τουρκική ισχύ που θα καθιστούσε υποχρεωτικά μελλοντικά ακόμη δυσμενέστερη «λύση» του κυπριακού. Όπως το έθεσε, «μια βεβαιότητα υπάρχει, ότι ο γεωπολιτικός ρόλος της Τουρκίας για τις ΗΠΑ και την ΕΕ θα είναι όλο και πιο σημαντικός. Γιατί η Τουρκία μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τις εξελίξεις σε μια πολύ μεγάλη περιοχή» (Κ. Σημίτης, Ελευθεροτυπία 7.4.2004). Για τις πτυχές αυτές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής βλ. Π. Ήφαιστος, «Ισχύς και δίκαιο στην Ελληνική εξωτερική πολιτική: Ελληνική εξωτερική πολιτική 1974-2004», στο Κ. Αρβανιτόπουλος-Μ. Κοππά (επιμ.), 30 χρόνια ελληνικής εξωτερικής πολιτικής 1974-2004 (Εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2005).
[46] Για μια κατατοπιστική σειρά από κειμένων που συνοψίζουν τα εκατέρωθεν επιχειρήματα βλ. τα δοκίμια στο Brown M, Lynn-Jones S., Miller St, Debating the Democratic Peace (The MIT press, Cambridge Mass. 1996).
[47] Κατά την διάρκεια της κρίσης του Ιράκ το 2002-2004, τόσο στον πολιτικό όσο και στον πολιτικό λόγο αυτή η θέση έγινε ακριβέστερη: Είτε αυτός ο σκοπός θα εκπληρώνεται μέσω του ΟΗΕ είτε θα παραγκωνίζεται (ή ακόμη και θα επιδιωχθεί ριζική αλλαγή του ΟΗΕ, όπως υπαινίχθηκαν ο πρόεδρος των ΗΠΑ και ο πρωθυπουργός της Βρετανίας στην κοινή τους συνέντευξη στις Αζόρες νήσους λίγο πριν την εκτέλεση της παράνομης επέμβασης στο Ιράκ τον Μάρτιο του 2003).
[48] Η ύστερη νεοφιλελεύθερη εκδοχή αναγνωρίζει τον εξαρτημένο χαρακτήρα των θεσμών και υποστηρίζει, όπως θα δούμε πιο κάτω, την άκρως αμφιλεγόμενη θέση περί ηγεμονικής διαχείρισής τους (που θα φέρει οφέλη  τα οποία θα μείνουν «όταν η ηγεμονεύουσα δύναμη θα παρακμάσει»).
[49] Αρχικά η θέση αυτή υποστηρίχθηκε από τον Εμμανουήλ Καντ. Ο Καντ, όμως, την ενέταξε σ’ ένα συγκεκριμένο πλουραλιστικό διεθνές σύστημα στο οποίο δεν νοούνται ηγεμονικές συμπεριφορές. Έθεσε επιπλέον ένα πλήθος προϋποθέσεων που πολλοί μετέπειτα αναλυτές –με εξαίρεση ενδεχομένως τον John Rawls στο Δίκαιο των Λαών (εκδ. Ποιότητα, Αθήνα 2002)–, τείνουν να λησμονούν. Για συγκριτική ανάλυση βλ. Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό , ό.π., ιδ. κεφ. 6. Όσον αφορά τον Rawlsθα επανέλθουμε πιο κάτω. 
[50] Για μια σφαιρική αναφορά των θέσεων και βιβλιογραφία βλ. J. Grieco, «Anarchy and the limits …», ό.π., σ. 486-7
[51] Βλ. ιδ. Mitrany D. A Working Peace System, (Chicago: Quadrangle Press, 1966). Keohane R. Nye J. Power and Interdependence, World Politics in Transition. Boston: Little Brown 1977. Haas E. The Uniting of Europe (California: Stanford Univ Press 1958).
[52] Αυτή η έμφαση πάντως δεν είναι πάντα ευθύγραμμη ή πάντα ανιδιοτελής. Έτσι, βλέπουμε ότι οι ΗΠΑ, δηλαδή η μεγαλύτερη φιλελεύθερη-δημοκρατική χώρα, κατά την διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής εποχής προτιμούσε την συλλογική δράση ενόσω αυτό εξυπηρετούσε την εθνική στρατηγική της. Όταν τα υπόλοιπα κράτη του Συμβουλίου Ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης της φιλελεύθερης-δημοκρατικής Γαλλίας, αρνήθηκαν να συμπράξουν στην επέμβαση στο Ιράκ, οι ΗΠΑ γρήγορα και εύκολα παραμέρισαν τον ΟΗΕ και επέλεξαν μονομερή πολεμική δράση. Για ανάλυση αυτής της πτυχής, βλ. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης ..», κεφ. 7.3.2.
[53] Koehane/Nye, Power and Interdependence, ό.π., σ. 35.
[54] Βλ. ιδ. το κείμενο του R. Keohane After Hegemony (Princeton Un. Press, 1984), κεφ. Ι,IV.
[55] Χωρίς να χρειάζεται να υπεισέλθω σε λεπτομερείς αναφορές όσον αφορά τον διάλογο πολιτικών ρεαλιστών και νεοφιλελεύθερων την δεκαετία του 1990 αναφέρω απλά ότι στην κριτική των πρώτων ότι «όχι μόνο τα απόλυτα αλλά και τα σχετικά κέρδη διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο ζήτημα του φόβου της εξαπάτησης» (βλ. Grieco, Anarchy and the Limits of Cooperation, ό.π., ιδ. σελ. 501) και ότι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στον χώρο των στρατηγικών ανταγωνισμών (βλ. ιδ. Mearsheimer J. 1994/95, «The False Promise of International Institutions». International Security, vol. 19, no 3, και Mearsheimer J. 1995. «A Realist Reply»,International Security, vol. 20, no 1) οι νεοφιλελεύθεροι παραδέχθηκαν ότι η θεωρία τους έχει κενά επειδή παραμέλησαν να εξετάσουν τα φαινόμενα που επιδρούν διανεμητικά και επηρεάζουν την συνεργασία, βλ. Keohane R., «Institutional theory and the realist challenge after the Cold War» στο Baldwin D. ed. Neorealism and Neoliberalism (N.Y. : Columbia Un. Press 1993), ιδ. σελ. 292.
[56] Keohane ό.π., σ. 9-10,246. Αυτονόητα, μια τέτοια θέση δεν είναι μόνο ηθικά αμφιλεγόμενη αλλά και επιστημονικά αθεμελίωτη.
[57] Gilpin R. Πόλεμος και αλλαγή, ό.π., σελ. 351.
[58] Η οποία είτε θα είναι συμβατή με τον πολιτικό πολιτισμό των ανθρώπων στις διακρατικές σχέσεις και θα προνοεί, όπως επισημαίνει οGilpin, ένα αποτελεσματικό μηχανισμό ειρηνικής αλλαγής, είτε οι αναφερθείσες μόλις επαναστατικές αξιώσεις θα προκαλούν επιστροφή σε δαρβινιστικές και αυτοκρατορικές αντιλήψεις ηγεμονίας και επικυριαρχίας. Μια τέτοια επιστροφή, βεβαίως, όπως και στο παρελθόν, δεν θα οδηγήσει σε κοινωνική και ηθικοκανονιστική εξομοίωση του κόσμου αλλά μόνο θα αυξήσει και βαθύνει αίτια πολέμου.
[59] Κονδύλης, ό.π., σελ. 17. Λίγο πιο κάτω στην ίδια σελίδα συμπλήρωσε, «στην προοπτική της ιστορίας τα φαινόμενα έχουν μονιμότερο ενδιαφέρον απ’ ότι η προοπτική της δημοσιογραφίας. Και δεν θα έπεφτε κανείς έξω αν ισχυριζόταν ότι το γνήσιο ιστορικό ενδιαφέρον αρχίζει ν’ αναπτύσσεται αφού πια έχει εξαντληθεί το δημοσιογραφικό»
[60] Στο σημείο αυτό καλά θα κάνουμε να διακρίνουμε μεταξύ της περιγραφικής θουκυδίδειας παράδοσης των διεθνών σχέσεων και όσων θεωρητικοποιώντας ή μιλώντας πολιτικά για την ισχύ υποστηρίζουν ότι «ο ισχυρός πρέπει να επιβάλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του». Η θουκυδίδεια παράδοση θέλει τον αναλυτή των διεθνών σχέσεων να προχωρεί σε αξιολογικά ελεύθερη «διάγνωση» των αιτιών πολέμου και αναπόδραστα καταλήγει στο βάσιμο συμπέρασμα ότι στο άναρχο διεθνές σύστημα η ισχύς διαδραματίζει σημαντικό διαμορφωτικό ρόλο. Ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν συνδέεται με οποιαδήποτε θεώρηση περί φυσικού δικαίου και «δικαιώματος του ισχυρού» που η μια ή άλλη πλευρά θα μπορούσε να υιοθετήσει στο πλαίσιο της διακρατικής διαμάχης. Δηλαδή, η διάγνωση του προβλήματος με κανένα τρόπο δεν ισοδυναμεί με υποστήριξη ότι «ο ισχυρός πρέπει να επιβάλλεται επί των λιγότερο ισχυρών». Ούτε η διάγνωση ύπαρξης των υπόλοιπων αιτιών πολέμου σημαίνει υιοθέτησή τους ως επιθυμητών καταστάσεων, όπως μερικές αγοραία επιχειρήματα συχνά υποστηρίζουν (βλ. Ήφαιστος Π. Ο πόλεμος και τα αίτιά του (εκδ. Ποιότητα, Αθήνα 2002). Αντίθετα, αν δεχθούμε τον οντολογικό χαρακτήρα των κοινωνικοπολιτικών δομών του έθνους-κράτους, θα μπορούσε να σημαίνει τα εξής: α) Έμμεση έστω υπόδειξη αποφάσεων για την εξάλειψη των αιτιών πολέμου, όπως για παράδειγμα ροή πλουτοπαραγωγικών πόρων και τεχνολογίας για να αντιμετωπιστεί η άνιση ανάπτυξη μεταξύ περιφερειών και κρατών. Β) Ορθά συμπεράσματα για τα φιλειρηνικά κράτη των οποίων τα συμφέροντα ή και η επιβίωση απειλούνται για να αποκτήσουν επαρκή εσωτερική και εξωτερική ισχύ διασφάλισής τους. Γ) Ορθά συμπεράσματα στην βάση της θουκυδίδειας διαπίστωσης ότι «όσοι είναι ελεύθεροι το χρωστούν στην δύναμή τους» για να διασφαλίσουν επαρκώς την εσωτερική-εξωτερική τους κυριαρχία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
[61] Από την στιγμή που κάνει το αντίθετο δεν είναι πλέον επιστημονική ανάλυση αλλά πρόταση πολιτικής στρατευμένη στην εξυπηρέτηση εκατέρωθεν ιδιοτελών συμφερόντων της διακρατικής διαμάχης. Όσον αφορά οντολογικού περιεχομένου και ηθικά αμάχητα κριτήρια έχει ήδη γίνει λόγος πιο πάνω.
[62] Είναι χαρακτηριστικό ότι κεντρική θέση του John Rawls στο Δίκαιο των λαών (ό.π.) είναι ότι η αρωγή μεταξύ των κοινωνιών αποτελεί βασική προϋπόθεση μιας διεθνούς «Κοινωνίας των Λαών».
[63] Εξαιρουμένων ασφαλώς κάποιων ομάδων με ιεραποστολικές προθέσεις. Όσον αφορά την βοήθεια προς λιγότερο αναπτυγμένα κράτη, όχι μόνο θεωρείται από πολλούς παντελώς ανεπαρκής αλλά επιπλέον συχνά θεωρείται ως μέσο διείσδυσης και όχι ως μέσο ανιδιοτελούς αρωγής. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν κάποιος εμπνέεται από αλτρουιστικές και αγαθοεργές ιδέες, για να τις υλοποιήσει απαιτείται προηγουμένως να έχει ακριβή και ορθολογιστική κατανόηση της πραγματικότητας που μόνο μια υψηλών προδιαγραφών περιγραφική ανάλυση μπορεί να το κάνει.
[64] Ήδη τονίστηκε ότι και αυτό το θεμελιώδες κριτήριο συχνά δεν είναι αποτελεσματικό επειδή συχνά στις περιπτώσεις διακρατικών διενέξεων υπάρχουν λίγο πολύ διαφορετικές ηθικοπρακτικές προσεγγίσεις αντιμετώπισής τους, ενώ ιστορικά προβλήματα δυσχεραίνουν την ειρηνική επίλυση των διαφορών.
[65] Βλ. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης…, ό.π., ιδ. κεφ. 2.
[66] Σ’ άλλο σημείο της παρούσης ανάλυσης υποστηρίζεται ότι ο διεθνιστικός φιλελευθερισμός και τα περί δημοκρατίας επιχειρήματά τους δεν είναι συμβατά με τις αφετηριακές σπερματικές ιδέες του κορυφαίου φιλελεύθερου στοχαστή Εμανουήλ Καντ.
[67] Για μια βαθυστόχαστη εξέταση του διεθνιστικού φιλελευθερισμού όπως εξελίχθηκε στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων δογμάτων περί εξωτερικής πολιτικής, βλ. Hoffmann St., «The Crisis of liberal internationalism», Foreign Policy, Spring 1995. Για μια ευρύτερη επισκόπηση του φιλελευθερισμού όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις βλ. Richardson J. «Contending Liberalisms: Past and Present, International Relations». European Journal of International Relations. vol. 3, no 1, 1997.
[68] Κατά κάποιον τρόπο υπονοείται ότι οι έλεγχοι και εξισορροπήσεις στο εσωτερικό μιας φιλελεύθερης κοινωνίας θα προεκτείνονται στον έλεγχο της εξωτερικής της συμπεριφοράς. Βλ. Hoffmann St., «The Crisis of Liberal Internationalism», ό.π., σ. 161.
[69] Βλ. Ανάλυση στο Evans P., «The Eclipse of the state? Reflections on Stateness in an era of Globalization», World Politics, vol. 50, October 1997, ιδ. σελ. 64,65,78. Επίσης στο Doyle M., «Liberalism and World Politics Revisited», στο Kegley Jr. W. Charles, Controversies in International Relations Theory, Realism and the Neoleberal Challenge, (St. Martin’s Press, New York, 1995). Onuf N., Jonson Th., ό.π. Επίσης,Coker Ch., «Britain and the New World Order: The Special Relationship in the 1990s», International Affairs, 3/1992, σελ. 410-15. Eπίσης τα δοκίμια στο συλλογικό έργο Brown E. M., Lynn-Jones S., Miller St., (Eds), Debating the Democratic Peace, ό.π.
[70] Η κατανόηση αυτού του θεμελιώδους στοχαστικού, λογικού, επιστημονικού και πολιτικού σφάλματος έχει περιγραφεί και ερμηνευτεί πλήρως στο σπερματικό-πρωτοποριακό έργο του Edward H. Carr, Η Εικοσαετής Κρίση (Εκδόσεις Ποιότητα 2000). Σε αναφορά με την αμερικανικής εξωτερική πολιτική από το 1776 μέχρι το 1917 βλ. Ήφαιστος Π., Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική (Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1994). Το θέμα αυτό θα θιγεί ξανά πιο κάτω.
[71] Όπως επισήμανε ο Hedley Bull σε αναφορά με την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δηλαδή των ευρωπαϊκό πολιτικό χώρο όπου συνυπάρχουν δημοκρατικά καθεστώτα, αλληλεξάρτηση, υπερεθνικοί θεσμοί και πυκνές οικονομικές συναλλαγές, αυτό που μετράει είναι ότι υπάρχουν κράτη, εθνικά συμφέροντα και κατά συνέπεια τα εγγενή χαρακτηριστικά κάθε διακρατικού συστήματος. Σ’ ένα τέτοιο χώρο, «ακόμη και η απλή σκέψη ότι τα ευρωπαϊκά κράτη συνιστούν μια “κοινότητα ασφαλείας” ή μια “περιοχή ειρήνης” είναι ευσεβής πόθος, εάν αυτό σημαίνει ότι πόλεμος μεταξύ τους δεν θα υπάρξει ξανά, και όχι ότι δεν υπήρξε τα τελευταία χρόνια και ότι είναι εκτός λογικής εάν υπάρξει ξανά»,Journal of Common Market Studies, no 1-2, 1982, σ. 163.
[72] Για μια από τις σημαντικότερες αναλύσεις κοινωνικοπολιτικής οντολογίας στην διεθνή βιβλιογραφία που επεξεργάζεται αυτά τα ζητήματα βλ. Κονδύλης Π.,  Ισχύς και απόφασηΗ διαμόρφωση των κοσμοεικόνων και το πρόβλημα των αξιών (Στιγμή, Αθήνα 1991)
[73] Αναμφίβολα, η αυστηρότερη, πλέον θεμελιωμένη και σαρωτική κριτική τέτοιων αθεμελίωτων, αντιφατικών και ανακόλουθων υποθέσεων έγινε στο αριστούργημά του Edward H. Carr, ό.π.
[74] Ασφαλώς, στον σύγχρονο πολιτισμένο κόσμο ο πόλεμος είναι παράνομος. Για να ισχύσει πλήρως αυτή η ανθρώπινη κατάκτηση, όμως, απαιτείται αφενός να μην υπάρχουν αίτια πολέμου μεταξύ των κρατών και αφετέρου αν υπάρχουν και επιχειρείται να αντιμετωπιστούν να υπάρχει μια αποδοχή κριτηρίων δικαιοσύνης στις σχέσεις μεταξύ των κυρίαρχων κοινωνιών και μεταξύ των περιφερειών του πλανήτη. Χαρακτηριστικά, στο Άναρχη Κοινωνία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2000), ο Hedley Bull αναφέρει (κεφ. 4) την διαφορά μεταξύ των υπό ανάπτυξη κρατών που προτάσσουν την διαπεριφερειακή δικαιοσύνη και των αναπτυγμένων κρατών τα οποία ενδιαφέρονται για την διεθνή τάξη. Προστίθεται ότι, σ’ ένα κόσμο όπου ο πλούτος είναι άνισα κατανεμημένος, γεγονός που εν πολλοίς οφείλεται στις ηγεμονικές συγκρούσεις της αποικιακής εποχής υπάρχει ποικιλομορφία φιλοσοφικών ερμηνειών για την διεθνή τάξη και την διεθνή (διακρατική) ή παγκόσμια δικαιοσύνη.   
[75] Χρήζει να τονιστεί ξανά ότι, κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων στις διακρατικές σχέσεις όπως οι συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η Συνθήκη της Γενεύης για τα εγκλήματα πολέμου και η Διεθνής Ποινική Δικαιοσύνη δεν είναι κοσμοπολίτικου χαρακτήρα αλλά διακρατικά συμπεφωνημένες και ενσωματωμένες στην ενδοκρατική δικαιοταξία των συμβεβλημένων. Σημειώνεται η άρνηση διαδοχικών κυβερνήσεων των ΗΠΑ να προσχωρήσουν στο ΔΠΔ.
[76] Σ’ αυτό ακριβώς οφείλεται και το γεγονός ότι διεθνείς τρομοκρατικές ενέργειες είναι εγκλήματα κατά της ανθρώπινης ύπαρξης και ότι οι θρησκευτικές ή άλλες αιτιολογήσεις των τρομοκρατών είναι ανήθικες και ανατρεπτικές της ανθρώπινης ελευθερίας.
[77] Σ’ αυτή την φάση σταθεροποιούνται κοινές ταυτότητες, ανθρωπολογικά και κοσμολογικά υπόβαθρα, συλλογικές κοσμοεικόνες, διακριτές αισθητές και πνευματικές νοηματοδοτήσεις του συλλογικού βίου και κοινοί στρατηγικοί προσανατολισμοί. Εάν αυτό δεν συμβαίνει το πιο σύνηθες φαινόμενο είναι ο περαιτέρω κατακερματισμός του χώρου ούτως ώστε οι Πολιτειακές δομές να προσαρμοστούν στις κοσμοθεωρητικές και ηθικοκανονιστικές δομές των κοινωνιών που εμπεριέχονται. Ακόμη και ισχυρές επαναστατικές κοσμοθεωρίες που φαινομενικά για μερικές δεκαετίες φάνηκαν να παράγουν βιώσιμο πολιτειακό σύστημα κατάρρευσαν σαν πύργος στην άμμο όταν χαλαρώσει το κεντρικό αυταρχικό υπερεθνικό καθεστώς. Αυτό είναι το συμπέρασμα από την εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και άλλων κρατών στην περιφέρειά της.
[78] Αναμφίβολα, υπάρχει αυξομείωση το αριθμού αυτών των ανεξαρτήτων οντοτήτων ανάλογα με την βιωσιμότητα μερικών εξ αυτών. Όπως όμως ορθά επισημαίνει ο Keneth Waltz, 2000 ό.π., αν και συχνά παρατηρούνται αλλαγές κυριαρχικών οριοθετήσεων στο εσωτερικό του συγχρόνου διεθνούς συστήματος η θεμελιώδης μορφή και χαρακτήρας του καθεστώτος κυριαρχίας παραμένουν αναλλοίωτα. 
[79] Δεν είναι τυχαίο ότι στο Κεφάλαιο Ι άρθρο 2 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ ο «ιστορικός νομοθέτης» φρόντισε να διασφαλίσει αυτό το γεγονός αποκλείοντας επεμβάσεις επί υποθέσεων εσωτερικής φύσεως των κρατών. Μόνο, γενικώς και αορίστως, αναφέρεται στην πιθανότητα άσκησης βίας (Κεφάλαιο VII στις περιπτώσεις που κινδυνεύει η διεθνής ασφάλεια).
[80] Στην οξυδερκή και βαθύτατα φιλοσοφημένη θεώρηση αυτής της πτυχής στην οποία ήδη αναφερθήκαμε πιο πάνω, ο Παναγιώτης Κονδύλης αναφερόμενος στην επιμονή των πυρηνικών δυνάμεων να διεκδικούν το προνόμιο κατοχής όπλων μαζικής καταστροφής την στιγμή που το αρνούνται σε άλλους, σημειώνει ότι πρόκειται όχι για ηθικά και λογικά στέρεο επιχείρημα αλλά για αξίωση ισχύος. όπως ήδη σημειώθηκε, απλή ανάγνωση της Συνθήκης μη Διασποράς των Πυρηνικών Όπλων που πολλά κράτη σχεδόν υποχρεώθηκαν να υπογράψουν περιέχει ως υπόσχεση των πυρηνικών δυνάμεων τόσο το ενδεχόμενο περιορισμού των εξοπλισμών όσο και το ενδεχόμενο τελικού πυρηνικού αφοπλισμού. Ασφαλώς, σε πολιτικό επίπεδο αυτές οι πτυχές ερμηνεύονται στο πλαίσιο ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων που εξυπηρετούν εκατέρωθεν αξιώσεις ισχύος. Στο πλαίσιο μιας επιστημονικής θεώρησής τους, όμως, η ορθολογιστική και ακριβής εκτίμησή τους είναι προϋπόθεση απουσίας λογικών και επιστημονικών σφαλμάτων.
[81] Μια από τις πολλές πτυχές της έννοιας «δημοκρατία» θα μπορούσε να είναι: «έχουμε τόσο περισσότερη δημοκρατία όσο εγγύτερα βρίσκονται η εξουσία και η κοινωνία και όσο περισσότερο η έκφραση της κοινωνικής βούλησης και οι κανονιστικές δομές είναι άρρηκτα συνδεδεμένα διαμορφώνοντας διαρκώς τον συλλογικό τρόπο ζωής.
[82] Βλ. John Rawls, Το Δίκαιο των Λαών, ό.π. Αυτό το σύντομο αλλά περιεκτικό βιβλίο είναι εξαιρετικού ενδιαφέροντος όχι μόνο επειδή οRawls είναι ταγός του φιλελευθερισμού αλλά επίσης επειδή είναι ο πρώτος μεγάλος πολιτικός φιλόσοφος μετά τον Καντ που σκέφτηκε το διεθνές σύστημα με φιλοσοφικούς όρους και στην βάση πάγιων αρχών δικαίου και δικαιοσύνης.
[83] Ο Rawls παραθέτει το ακόλουθο εδάφιο του Καντ: «Η ιδέα του διεθνούς δικαίου προϋποθέτει τη διαχωρισμένη ύπαρξη ανεξάρτητων γειτονικών κρατών. Παρόλο που αυτή η συνθήκη είναι από μόνη της μια κατάσταση πολέμου (εκτός αν η ομοσπονδιακή ενότητα αποσοβήσει το ξέσπασμα εχθροπραξιών), είναι ορθολογικά προτιμότερη από το ανακάτεμα κρατών κάτω από μια ανώτερη εξουσία, γιατί κάτι τέτοιο θα μπορούσε να καταλήξει σε μία οικουμενική μοναρχία και πάντοτε οι νόμοι χάνουν σε ισχύ ό,τι η κυβέρνηση κερδίζει σε έκταση. Έτσι και μια κατάσταση άσπλαχνου δεσποτισμού καταλήγει στην αναρχία, αφού καταπνίξει κάθε σπόρο καλού». Ο Rawls προσθέτει ότι «Τη στάση του Καντ απέναντι στην οικουμενική μοναρχία συμμερίστηκαν και άλλοι συγγραφείς του δέκατου όγδοου αιώνα. Βλέπε, για παράδειγμα, το «Of the Balance of the Power» του Hume (1752), στο Political Essays, εκδόσεις K. Haakonssen (Cambridge: Cambridge University Press, 1994). O F. H. Hinsley στο έργο του Power and the Pursuit of Peace (Cambridge: Cambridge University Press, 1966), αναφέρει επίσης τον Μοντεσκιέ, τον Βολταίρο και τον Gibbon, σελ. 162 και μετά, και κάνει έναν ενδιαφέροντα σχολιασμό στις ιδέες του Καντ, στο κεφάλαιο 4. Βλέπε επίσης, Kant’s Political Philosophy του Patrick Riley (Totowa, N.J. Rowman and Littlefield, 1983) κεφάλαια 5 και 6» ό.π. σ. 71.
[84] Carr, Η Εικοσαετής Κρίση ό.π.,
[85] Αυτή κατά βάση είναι και η θέση του John Rawls, βλ. ιδ. 124,147,152,213. Στο σημείο αυτό, είναι χρήσιμο να διακρίνουμε ακόμη περισσότερο την διαφορά μεταξύ διεθνών ηθικοκανονιστικών δομών ή κανονιστικών δομών τάξης και φιλοσοφικών παραδοχών περί ανθρώπινου ορθολογισμού. Ηθικοκανονιστικές δομές είναι εκείνες οι διεθνείς δεσμεύσεις που ενσωματώνονται στην εσωτερική δικαιοπραξία των κρατών και που σε μεγάλο βαθμό εφαρμόζονται. Τέτοιες δομές είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Συνθήκη της Γενεύης για τα εγκλήματα πολέμου και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για όσους έχουν υπογράψει την Σύμβαση. Κανονιστικές δομές τάξεις είναι το σύνολο σχεδόν των διεθνών θεσμών ρύθμισης των διακρατικών σχέσεων συμπεριλαμβανομένου του θεσμού του ΟΗΕ. Οι θεσμοί αυτοί αν και οντολογικά θεμελιωμένοι (είναι σύμφυτοι με την εθνική-κρατική οντολογία και προορισμό έχουν να διαφυλάττουν την εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία των κρατών), αλλά η λειτουργία τους επηρεάζεται από την κρατική ισχύ και η εφαρμογή τους αν και συχνά υποχρεωτική δεν είναι ευθύγραμμη λόγω διαφορετικών ερμηνειών. Αμφότερες οι προαναφερθείσες δομές είναι προϊόν διαπραγμάτευσης μεταξύ των μελών της «κοινότητας των κρατών». Αντίθετα, η θέση πολλών νεωτερικών φιλοσόφων ότι υπάρχει επέκεινα προσδιορισμός παγκόσμιων ορθολογιστικών κριτηρίων είναι είτε αυθαίρετη (και συχνά ύποπτη επειδή όπως αποδεικνύεται στην πράξη ο φορέας μιας ηθικής θέσης την οικουμενικοποιεί για να επιβάλει τα συμφέροντά του) είτε μεταφυσικά προσδιορισμένη (όπως για παράδειγμα το «πεπρωμένο του έθνους» στις ΗΠΑ τον 19ον αιώνα, η αξίωση πολιτικής θεοκρατίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας των μεσαίωνα και τα περί ρατσιστικής ανωτερότητας των ναζιστών).  
[86] Επαναλαμβάνεται ότι οι σκοποί διεθνικών δρώντων όπως οι τρομοκράτες αφενός θρέφουν τα αίτια πολέμου και αφετέρου είναι μεταφυσικά προσδιορισμένοι, μη συμβατοί με τις προαναφερθείσεις κατακτήσεις πολιτικού πολιτισμού στις διακρατικές σχέσεις και ασφαλώς μη κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένοι.
[87] Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η τάση πολλών διεθνιστών φιλελεύθερων να ταυτίζουν την αμερικανική ή ευρύτερα αγγλοσαξονική φιλελεύθερη παράδοση με οικουμενικά κριτήρια σχετίζεται και με ένα ακόμη ζήτημα, τον μεταφυσικά προσδιορισμένο «ορθολογισμό» πολλών διεθνιστών της νεωτερικής παράδοσης. 
[88] Κάποιος δεν έχει παρά να μελετήσει την ιστορία της Μέσης Ανατολής, του Αφγανιστάν, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.
[89] Στο σημείο αυτό συναντώνται ο μαρξισμός με τον φιλελευθερισμό. Ο μαρξισμός υποστηρίζει ότι ο έλεγχος των μέσων παραγωγής θα εξαλείψει τα αίτια πολέμου και θα φέρει μια παγκόσμια αντίληψη οικουμενικής ανθρώπινης δικαιοσύνης και ο φιλελευθερισμός, αντίστοιχα, ότι η επικράτηση δημοκρατικών καθεστώτων, θα δημιουργήσει έναν οικουμενικό ορθολογισμό ειρηνισμού και ωφελιμιστικών ανταλλαγών. Ασκώντας κριτική στην διεθνιστική ροπή των φιλελεύθερων οικονομολόγων ο Κονδύλης έγραψε: «αφού οι πόλεμοι δεν έχουν μονοσήμαντη αιτία, δεν είναι ούτε δυνατό να εξαλειφτούν μέσω της εύρεσης και της εξουδετέρωσης αιτίας τους, έτσι όπως γίνεται, λ.χ. με μια ιάσιμη αρρώστια. Καταλαμβαίνουμε έτσι γιατί οι φιλελεύθεροι πολιτικοί και οικονομολόγοι, οι οποίοι παρά τις συνεχείς έμπρακτες διαψεύσεις των τριών τελευταίων αιώνων, εξακολουθούν να διατείνονται ότι το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο, υποπίπτουν σ’ ένα τεράστιο λογικό και ιστορικό σφάλμα. Μόνον όποιος ενστερνίζεται ένα οικονομιστικό ντετερμινισμό, δηλαδή μόνο όποιος αποδίδει τους πολέμους σε οικουμενικούς ανταγωνισμούς και μόνον, δικαιούται λογικά να πιστεύει ότι η οικονομική συνεργασία θα καταργήσει τους πολέμους. Στο κρίσιμο αυτό σημείο, όπως και σε άλλα ακόμη, ο οικονομικός φιλελευθερισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά χυδαίος μαρξισμός με αντεστραμμένα πρόσημα». Θεωρία του Πολέμου, ό.π., σ. 366
[90] Βλ. Aron R. 1966. «The Anarchical Order of Power», Daedalus, vol. 95, no. 2. Συναφής είναι και η θέση του Rawls όταν σημειώνει: «Ακολουθώ την άποψη του Καντ στο Αιώνια Ειρήνη[90] όταν στοχάζομαι ότι μια παγκόσμια κυβέρνηση –και με τον όρο αυτό εννοώ ένα ενοποιημένο πολιτικό καθεστώς με νομικές εξουσίες ασκούμενες κανονικά από κεντρικές κυβερνήσεις– θα ήταν είτε ένας οικουμενικός δεσποτισμός ή αλλιώς θα κυβερνούσε μια εύθραυστη αυτοκρατορία που θα ταλανιζόταν από συχνές εμφύλιες διαμάχες, καθώς οι διαφορετικές περιοχές και λαοί θα αγωνίζονταν να αποκτήσουν την πολιτική τους ελευθερία και αυτονομία» (σ. 70).
[91] Η απόφαση-απόφανση ότι η κοινωνία ενός κράτους δεν έχει προσχωρήσει στις θεμελιώδεις κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού στις διεθνείς σχέσεις δεν είναι ευθύνη ενός μόνο κράτους αλλά της «διεθνούς κοινότητας» η οποία διαθέτει προς τούτο πλήθος διεθνών θεσμών. Απόφανση και απόφαση θα πρέπει να είναι συλλογικές-διακρατικές.
[92] Η έννοια «ελευθερία» όπως διατυπώθηκε δεκάδες φορές στον εναρκτήριο λόγο του Προέδρου των ΗΠΑ Μπους το 2005, για παράδειγμα, καμιά σχέση δεν έχει με την έννοια που υποστηρίζεται εδώ ως οντολογικού περιεχομένου συλλογική αξίωση των διαμορφωμένων κοινωνικών ενώσεων για ανεξαρτησία-κυριαρχία όπως ενσαρκώνονται στις περί εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας αρχές του διεθνούς δικαίου.
[93] Για παράδειγμα, συχνά προβάλλονται αξιολογικού περιεχομένου ρασιοναλιστικά επιχειρήματα στην βάση εκλογικεύσεων όπως «αιτιολόγηση λόγω αποτελέσματος», «αιτιολόγηση λόγω επιτυχίας» και «επιλογή του μικρότερου κακού». Για τις αιτιολογήσεις αυτές βλ. Wight, ό.π., ιδ. σελ. 354
[94] Η σημασία αυτών των επισημάνσεων, όπως θα γίνει κατανοητό στη συνέχεια, είναι ότι οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου είναι ασύμβατες με εξομοιωτικές λογικές που συχνά παρεισφρέουν στις αναλύσεις μερικών νομικών-διεθνολόγων ή με αποχρώσεις ηγεμονικών ρυθμίσεων όπως τα προνόμια των μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η οντολογικού περιεχομένου συλλογική ελευθερία-κυριαρχία κάθε κοινωνίας στις διεθνείς σχέσεις, όπως υποστηρίζεται πανταχόθεν στο παρόν κείμενο, ενσαρκώνεται στις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου περί μη επέμβασης, διακρατικής ισοτιμίας και εσωτερικής αυτοδιάθεσης.
[95] Ο Παναγιώτης Κονδύλης, γράφει πως αυτές οι φορμαλιστικές μυθολογίες, όπως εύστοχα τις ονομάζει, ουσιαστικά υποστηρίζουν ότι μέσα στο ίδιο θεσμικό-διαδικαστικό πλαίσιο μπορούν να συνυπάρξουν πολύ διαφορετικές κοσμοθεωρητικές θέσεις και να πραγματωθεί η ανοχή όλων προς όλους. Αλλά ακόμη και μια μικρή εμβάθυνση στα πραγματικά δεδομένα, συνεχίζει, «επιτρέπει τη διαπίστωση ότι το σύγχρονο δυτικό “κράτος δικαίου” χρειάζεται λειτουργικά, εξίσου όσο και οποιοσδήποτε άλλος πολιτικοκοινωνικός σχηματισμός, μια κυρίαρχη ιδεολογία συνυφασμένη με ανθρωπολογικά αξιώματα». Βλ. Κονδύλης Π. «Επίμετρο», στην μετάφραση του Carl Schmitt, Πολιτική Θεολογία (Λεβιάθαν, Αθήνα 1994), σ. 127, 128.
[96] Οι επιφυλάξεις αυτές δεν σημαίνουν πως απορρίπτεται συλλήβδην το νεωτερικό παράδειγμα. Δεν μπορούν εντούτοις να μην τονιστούν οι αντιφάσεις και ιδιαίτερα το γεγονός πως στοχαστές που το επικαλούνται με ιδεολογικό φανατισμό περιπίπτουν σε σωρεία λογικών σφαλμάτων ή διολισθαίνουν στην πολιτική προπαγάνδα με τέτοιο τρόπο ώστε να νομίζουν ότι κρυμμένοι πίσω από έναν μεταφυσικά προσδιορισμένο «ορθό λόγο» μπορούν να βρίσκονται στο απυρόβλητο της αξιολογικά ουδέτερης θεωρίας. Δεν μπορεί επίσης παρά να επισημανθεί πως, ορίζοντας το ορθό και την «ορθότητα», ούτε ένας από τους εκατοντάδες ονομαζόμενους μεγάλους φιλοσόφους των πολλών αποχρώσεων της νεωτερικότητας δεν ταυτίζεται με κάποιον άλλο από τους υπόλοιπους. Ιδιαίτερα ιδεολογικοπολιτικά στρατευμένοι φιλόσοφοι διατρέχουν κάθετα και οριζόντια το νεωτερικό παράδειγμα και αντλούν αυθαίρετες και ευθύγραμμες «νεωτερικές θεμελιώσεις» που στη συνέχεια μετατρέπονται σε πολιτικά χρήσιμα συμπεράσματα, τα οποία αυτάρεσκα μεταμφιέζουν σε «ορθολογικά» και «ορθά» (και, κατά συνέπεια, όσα αντίθετα επιχειρήματα δεν συμφωνούν με αυτή την απόλυτη «ορθότητα» εξοβελίζονται ως «ανορθολογικά» και «παράλογα»). Αγοραίοι χαρακτηρισμοί όπως οι τελευταίοι αποτελούν και το κύριο γνώρισμα της κατ’ όνομα μόνο «νηφάλιας» φιλοσοφικής διαμάχης των νεότερων χρόνων. Λογικά, τέτοιες βαθύτατα υποκειμενικές - ιδιοτελείς και αγοραίες στάσεις και συμπεριφορές κατατάσσονται στην ποιοτική βαθμίδα που τους αξίζει ή και με νηφαλιότητα αποστέλλονται στον μεγάλο νεκροταφείο των ιδεών.
[97] Για να αναφερθούμε ξανά στα πιο γνωστά και πρόσφατα παραδείγματα αυτής της εξομοιωτικής νεωτερικής-εταιρικής πολιτικής θεολογίας, στις πιο ακραίες της συνέπειες η ανθρωπότητα συνταράχτηκε από τη μια πλευρά λόγω των αξιώσεων του ναζισμού για μια ρατσιστική παγκόσμια κοινωνία και από την άλλη λόγω των αξιώσεων των κομουνιστών για μια παγκόσμια αταξική κοινωνία.
[98] Βλ. Bull, Άναρχη κοινωνία, ό.π., σ. 314 κ.ε., 324 κ.ε.
[99] Τέτοιες θεωρήσεις βρίσκει κανείς στα κείμενα όλων σχεδόν των αναλυτών του κριτικού κοστρουκτιβισμού, οι  οποίοι αριθμητικά δεν είναι αμελητέοι.
[100] Για μια γλαφυρή αλλά ουσιαστική ανάλυση της ευρύτερης σύγχυσης βλ. Fuller Gr., «The next ideology», Foreign Policy, Spring 1995.
[101] Για την θέση ότι «τα δημοκρατικά κράτη δεν πολεμούν μεταξύ τους ή πολεμούν λιγότερο μεταξύ τους» βλ. ιδ. Doyle M., «Liberalism and World Politics Revisited» στο Kegley Ch. ed. Controversies in International Relations Theory, Realism and the Neoliberal Challenge.N.Y.: st. Martin’s Press, 1995 και Fukuyama Fr. The End of History and the Last Man. N.Y.: Free Press, 1995.
[102] Βλ. ιδ. την σπερματική ανάλυση του κυριότερου εκφραστή των νεοφιλελεύθερων, Keohane R., στο After Hegemony ό.π.,
[103] Βλ. Ιδ. Onuf J., Johnson Th, “Peace in a Liberal World: Does Democracy Matter?», στο Kegley Jr. W. Charles. Eds 1995 καιEvans P. «The Eclipse of the State? Reflections on Stateness in an Era of Globalization», World Politics, vol. 50, October, 1997.
[104] Στις παρυφές του νεοφιλελευθερισμού αναπτύσσονται πλήθος άλλων λεγόμενων σχολών σκέψης όπως οι «πλουραλιστές», οι αναλυτές της αλληλεξάρτησης, της παγκοσμιοποίησης κτλ. Εν μέρει αυτό ισχύει και για μερικές θεωρίες ολοκλήρωσης της ύστερης εποχής. Πιο συγκεκριμένα, η αποτυχία της πολιτικής ολοκλήρωσης όπως την φαντάστηκαν κορυφαίοι λειτουργιστές και νεολειτουργιστές πριν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε αφενός σε πολιτική θεολογία περί ενός ανύπαρκτου και ανέφικτου εταιρικού «συνταγματικού πατριωτισμού» και αφετέρου σε ισχυρές τάσεις ιεραρχήσεων ρόλων και αποφάσεων στην βάση κριτηρίων ισχύος. Το τελευταίο, όπως είναι φυσικό, ανατρέπει συλλήβδην το πνεύμα και το γράμμα της κοινοτικής αντίληψης που προϋποθέτει ισοτιμία και αλληλεγγύη μεταξύ των κοινωνιών που συμμετέχουν στην διαδικασία ολοκλήρωσης. Για εξέταση αυτών των πτυχών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από τον υποφαινόμενο, βλ. κυρίως Ήφαιστος Π.ς, Θεωρία Διεθνούς και Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 1999) και Π. Ήφαιστος,Κοσμοθεωρητική Ετερότητα και Αξιώσεις Πολιτικής Κυριαρχίας, ευρωπαϊκή άμυνα, ασφάλεια και πολιτική ενοποίηση (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004).
[105] Εκ των οποίων οι πλείστοι «κριτικοί κοντρουκτιβιστές» αποτελούν το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα.
[106]. Ένα σύνηθες βολικό επιχείρημα είναι πως η Αθήνα σε σύγκριση με τα σημερινά δημοκρατικά καθεστώτα ήταν απολυταρχικό καθεστώς. Εκτός του ότι αυτό το επιχείρημα δεν ευσταθεί, επειδή θα πρέπει να θεμελιωθεί (κάτι που δεν έγινε) ότι οι ΗΠΑ ή η Γερμανία ή η Μεγάλη Βρετανία είναι πιο δημοκρατικά κράτη από την Αθήνα της κλασικής εποχής, υπενθυμίζονται δύο στοιχεία: πρώτον, τα καθεστώτα των νεότερων χρόνων στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική είχαν ως πρότυπο την Αθηναϊκή Δημοκρατία για οικοδομήσουν τα καθεστώτα τους. Δεύτερον, ιδιαίτερα η αμερικανική πολιτική σκέψη έχει ως στοχαστικό θεμέλιο τις παραδοχές της κλασικής εποχής. Ιnter alia, βλ. Wilson Fr.Γρ. The American Political Thought (Mcraw-Hill, NY. 1949.
[107]. Owen J. 1994. «How Liberalism Produces Democratic Peace», International Security. Vol. 19, no 2, σ. 124. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο συγγραφέας αποδέχεται πως δεν υπάρχει απόδειξη για διαρκή ειρήνη, βλ. σ. 125.
[108] Βλ. Small D., Singer D. 1976. «The War Pro-proneness of Democratic Regimes», Jerusalem Journal of International Relations, vol. 1, no 4.
[109] Βλ. Spiro D. 1994. «The Insignificance of the Liberal peace», International Security, vol. 19, no 2, σ. 76-81 και Mearsheimer J. 1990. «Back to the future, Instability in Europe After the Cold War», International Security, vol 15, no 1, ιδ. Σ. 279 κ.ε.
[110] Nixon R. 1980. La Vraie Guerre (Paris: Albin Michel, 1980), κεφ.1 και σ. 279 κ.ε.
[111] Βλ. Layne, Layne Ch. «On the Democratic Peace», International Security, vol. 19, no 4, Spring 1995.
[112] Oren I. 1995. «The Subjectivity of the “Democratic” Peace». International Security, vol. 20, no 2, ιδ. Σ. 157 και Waltz, 2000, ό.π., σ. 7.
[113] Layne, ό.π., ιδ. σ. 6,8-15,45-9.
[114] Βλ. Ήφαιστος, στο Αρβανιτόπουλος-Ήφαιστος, Ευρωατλαντικές σχέσεις (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2000), σελ. 43-7.
[115]. Πιο μπροστά αναφερθήκαμε στην πρόσφατη ελληνική ιστορία και στο παράδειγμα των «αλλαγών» του κυπριακού κυριαρχικού χώρου και στις σημαντικές συναφείς θέσεις πρώην πρωθυπουργού για τις ανακατανομές ισχύος που επιτάσσουν συμβιβασμό επί ζητημάτων ανθρώπινης ελευθερίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
[116] Τέτοιες συμπεριφορές είναι καθημερινές και παρατηρήθηκαν με ιδιαίτερη ένταση κατά την διάρκεια των επεμβάσεων στα Βαλκάνια την δεκαετία του 1990, στο Αφγανιστάν το 2002 και στο Ιράκ το 2003. Για το τελευταίο ζήτημα ο Mark Danner σε ανάλυσή του με τίτλο «The secret way to war» στο The New York Review of Books, Vol. 52, no 10, June 9, 2005, αναφέρεται σε στα διαμειφθέντα πριν την επέμβαση, στην συνειδητή παραπλάνηση της αμερικανικής και παγκόσμιας κοινής γνώμης, στην συνέργια του Κογκρέσου και στο ηγεμονικό σκεπτικό αξιωματούχου της Προεδρίας των ΗΠΑ. Χαρακτηριστικά γράφει: In the United States, on the other hand, the Downing Street memorandum (NBτο οποίο δημοσιεύτηκε από τους Sunday Times στις 1.5.2003 και το οποίο προκάλεσε μεγάλες συζητήσεις στην Βρετανία) has attracted little attention. As I write, no American newspaper has published it and few writers have bothered to comment on it. The war continues, and Americans have grown weary of it; few seem much interested now in discussing how it began, and why their country came to fight a war in the cause of destroying weapons that turned out not to exist. For those who want answers, the Bush administration has followed a simple and heretofore largely successful policy: blame the intelligence agencies. Since "the intelligence and facts were being fixed around the policy" as early as July 2002 (as "C," the head of British intelligence, reported upon his return from Washington), it seems a matter of remarkable hubris, even for this administration, that its officials now explain their misjudgments in going to war by blaming them on "intelligence failures"—that is, on the intelligence that they themselves politicized. Still, for the most part, Congress has cooperated. Though the Senate Intelligence Committee investigated the failures of the CIA and other agencies before the war, a promised second report that was to take up the administration's political use of intelligence—which is, after all, the critical issue—was postponed until after the 2004 elections, then quietly abandoned. In the end, the Downing Street memo, and Americans' lack of interest in what it shows, has to do with a certain attitude about facts, or rather about where the line should be drawn between facts and political opinion. It calls to mind an interesting observation that an unnamed "senior advisor" to President Bush made to a New York Times Magazine reporter last fall: The aide said that guys like me [i.e., reporters and commentators] were "in what we call the reality-based community," which he defined as people who "believe that solutions emerge from your judicious study of discernible reality." I nodded and murmured something about enlightenment principles and empiricism. He cut me off. "That's not the way the world really works anymore," he continued. "We're an empire now, and when we act, we create our own reality. And while you're studying that reality—judiciously, as you will—we'll act again, creating other new realities, which you can study too, and that's how things will sort out. We're history's actors...and you, all of you, will be left to just study what we do (Ron Suskind, "Without a Doubt," The New York Times Magazine, October 17, 2004). Though this seems on its face to be a disquisition on religion and faith, it is of course an argument about power, and its influence on truth. Power, the argument runs, can shape truth: power, in the end, can determine reality, or at least the reality that most people accept—a critical point, for the administration has been singularly effective in its recognition that what is most politically important is not what readers of The New York Times believe but what most Americans are willing to believe. The last century's most innovative authority on power and truth, Joseph Goebbels, made the same point but rather more directly: There was no point in seeking to convert the intellectuals. For intellectuals would never be converted and would anyway always yield to the stronger, and this will always be "the man in the street." Arguments must therefore be crude, clear and forcible, and appeal to emotions and instincts, not the intellect. Truth was unimportant and entirely subordinate to tactics and psychology.
[117]. Μια επίθεση κατά του Ιράκ όπως έγινε τον Μάρτιο του 2003 με πρόσχημα τον αφοπλισμό του από όπλα μαζικής καταστροφής έχει βαθύτατες προεκτάσεις: διαμελισμός και νέα κράτη, κατάληψη μέρους της επικράτειάς του από γειτονικά κράτη, αλλαγή των περιφερειακών συσχετισμών συμφερόντων, ανεξέλεγκτες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές σε άλλα κράτη κ.ά. 
[118] Παρατίθεται στον Layne, ό.π., σ. 46.
[119]. Βλ. Waltz 2000, ό.π., σ. 9. Ασκώντας κριτική σ’ αυτές τις στάσεις, ο Kenneth Waltz (σ. 11-2) σημειώνει ότι οι «σταυροφορίες» υπήρξαν πάντα καταστροφικό φαινόμενο στην εξωτερική πολιτική. Δυστυχώς, όταν γίνει πιστευτό (στις ΗΠΑ) πως το ζωτικό συμφέρον των ΗΠΑ επιβάλλει να γίνουν δημοκρατικά άλλα κράτη, τότε ακολουθεί η λογική ότι «όλα τα μέσα επιτρέπονται». Σημειώνει επίσης τον τρόπο με τον οποίο δηλώσεις των πολιτικών ηγετών προς αυτή την κατεύθυνση έγιναν γρήγορα στρατιωτικό δόγμα του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου για συγκεκριμένες πολεμικές ικανότητες προβολής ισχύος διεθνώς οι οποίες «θα μπορούν να προωθούν τη δημοκρατία, την περιφερειακή σταθερότητα και την οικονομική ευημερία».
[120] Βλ. Hunt M. 1987. Ideology and United States Policy. New Haven: Yale Un. Press και Hoffmann, 1995 ό.π. ιδ. σ. 160.
[121] Βλ. Layne ό.π., σ. 47.
[122] Είναι αλήθεια ότι για μεγάλα τουλάχιστον ζητήματα δεν υπάρχει περιθώριο λάθους ούτε για τα μεγάλα κράτη. Έτσι βλέπουμε η θέση για τον ορθολογικό χαρακτήρα των κρατικών στρατηγικών (πλάστιγγα κόστους-οφέλους, βλ. πιο πάνω) υιοθετήθηκε πλήρως στο πλαίσιο της αποτρεπτικής στρατηγικής των ΗΠΑ απέναντι στην Σοβιετική Ένωση.
[123] Βλ. ανάλυση και παραπομπές σε βιβλιογραφία και συγκεκριμένα στο Jonathan Mowat, ό.π. Ο Σπύρος Βρυώνης, διακεκριμένος ελληνοαμερικανός ακαδημαϊκός, συγγραφέας ενός σημαντικού έργου για τις διώξεις των ελλήνων της Τουρκίας το 1955 και την στάση πολλών διανοουμένων, γράφει ότι κίνητρό του για την συγγραφή αυτής της μελέτης ήταν το γεγονός ότι τον είχε καταπλήξει η ετοιμότητα της αμερικανικής κυβέρνησης αλλά και των ακαδημαϊκών να «εκπορνεύσουν την αλήθεια χάριν χρημάτων, αναγνώρισης και/ή πολιτικής αποδοχής». Αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες να οδηγηθεί ο ιστορικός στην «απόλυτη αλήθεια», αυτός ο αμοραλισμός σε πολιτικό και ακαδημαϊκό επίπεδο σχετίζεται, κατά τον Σ. Βρυώνη, με καταστάσεις όπως η άρνηση του Ολοκαυτώματος των Εβραίων ή της Γενοκτονίας των Αρμενίων.«Το βόλεμα τελικά είναι πιο ισχυρό από την αλήθεια», παρατηρεί ο Σ. Βρυώνης, ο οποίος έγραψε το βιβλίο αυτό για να θίξει το ζήτημα της διαστρέβλωσης της Ιστορίας. Η μελέτη του πογκρόμ του 1955, ισχυρίζεται, μας βοηθά να αποκτήσουμε μια περισσότερο πρισματική εικόνα των τουρκικών, ελληνικών, βρετανικών και αμερικανικών συμφερόντων σε ένα ευρύτερο επίπεδο. Πάνω απ' όλα είναι μια προσπάθεια να αναζητηθούν οι θεμελιώδεις ιστορικές αλήθειες ενός γεγονότος και όχι οι «αλήθειες» των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Παραθέματα και σχόλια από την Καθημερινή 5.5.2005.
[124] Waltz, ό.π., σ. 9-10.
[125]. Όπως θα σημειωθεί παρακάτω, αυτή η προσκόλληση της φιλελεύθερης θεωρίας σε πολιτικές εκλογικεύσεις που εξυπηρετούν εφήμερα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ αποτελεί τελικά μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της φιλελεύθερης θεωρίας διεθνών σχέσεων, από την οποία νεότερα στελέχη του φιλελεύθερου στοχασμού αποστασιοποιούνται ολοένα και περισσότερο.
[126] Waltz, ό.π., σ. 10.
[127] Waltz, ό.π., σ. 12.
[128] Waltz ό.π., σ. 13.
[129] Η τελευταία περίπτωση αφορά κυρίως τον Καναδά, η κατάληψη του οποίου αποτράπηκε λόγω βρετανικών εξισορροπητικών στάσεων. Βλ. Ήφαιστος, Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, ό.π., κεφ. 6.
[130] Morgenthau, ό.π., σ. 510-11.
[131] Η περίπτωση της Κύπρου είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση.
[132] Rawls ό.π., 216-7.
[133] Rawls ό.π. σ. 84.
[134] Βλ. Rawls ό.π., σ. 85.
[135]. Τα συμφραζόμενα της ανάλυσης του Rawls, όταν αναφέρεται στα συμφέροντα ενός λαού στη βάση των οποίων συναλλάσσονται οι κοινωνίες, αποτελώντας τη βάση ισότητας μεταξύ των κρατών, δεν υποδηλώνουν πως εννοεί την ίδια ακριβώς έννοια με τον Hans Morgenthau (βλ. ό.π.).
[136] Rawls ό.π., σ. 85.
[137] Rawls ό.π., σ. 86.
[138] Βλ. Rawls ό.π. ιδ. σ. 190,205,207,207 κ.ε.,211.


http://www.ifestos.edu.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου