Ἐγὼ τώρα ἐξαπλώνω ἰσχυρὰν δεξιὰν καὶ τὴν ἄτιμον σφίγγω πλεξίδα τῶν τυράννων δολιοφρόνων . . . . καίω τῆς δεισιδαιμονίας τὸ βαρὺ βάκτρον. [Ἀν. Κάλβος]


******************************************************
****************************************************************************************************************************************
****************************************************************************************************************************************

ΑΙΘΗΡ ΜΕΝ ΨΥΧΑΣ ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ… 810 σελίδες, μεγέθους Α4.

ΑΙΘΗΡ ΜΕΝ ΨΥΧΑΣ ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ… 810 σελίδες, μεγέθους Α4.
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

****************************************************************************************************************************************

TO SALUTO LA ROMANA

TO SALUTO  LA ROMANA
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
****************************************************************************************************************************************

ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΩΝ ΓΙΓΑΝΤΩΝ

ΕΥΡΗΜΑ ΥΨΗΛΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΣΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗΝ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΟΣΟΝ ΚΑΙ ΔΙΑ ΜΙΑΝ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΘΕΜΕΛΙΩΣΙΝ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ Η ΑΝΕΥΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΜΟΜΜΙΟΠΟΙΗΜΕΝΟΥ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΟΥ ΔΑΚΤΥΛΟΥ! ΙΔΕ:
Οι γίγαντες της Αιγύπτου – Ανήκε κάποτε το δάχτυλο αυτό σε ένα «μυθικό» γίγαντα
=============================================

.

.
κλικ στην εικόνα

.

.
κλικ στην εικόνα

.

.
κλικ στην εικόνα

5 Απριλίου 2010

Αντιλήψεις για την ευρωπαϊκή ιδέα

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ
(το κείμενο αυτό διδάσκεται στο παράλληλο μάθημα Θεωρία διεθνούς και ευρωπαϊκής 
ολοκλήρωσης) (το κείμενο που παρατίθεται εδώ αντλείται από το βιβλίο πριν αυτό τύχει 
ορθογραφικής και φιλολογικής επιμέλειας)
http://www.ifestos.edu.gr/

5.3. Πέντε εναλλακτικές, άλλοτε αντιθετικές και άλλοτε συμπληρωματικές, αντιλήψεις για την ευρωπαϊκή ιδέα

Η προηγηθείσα ανάλυση επιβεβαιώνει τον πρωτεϊκό χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ιδέας. Το «τέλος της ιστορίας» δεν έφτασε και το έθνος-κράτος παραμένει ο κυριότερος συντελεστής του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Ταυτόχρονα, παρά τις αφελείς προσδοκίες για μία νέα ευνομούμενη διεθνή τάξη που συνόδευσαν τον τερματισμό του ψυχρού πολέμου[1], ο ρους της ιστορίας επανέφερε με δριμύτητα τα μεγάλα γεωπολιτικά ζητήματα του ευρασιατικού χώρου. Αν αποδεχτεί κανείς τη θεωρητική θέση για τη σημασία των στρατηγικών δομών στην οποία αναφέρομαι σε άλλο σημείο, αυτό σημαίνει πως αλλαγές στο συστημικό επίπεδο επηρεάζουν τον τρόπο που οι Ευρωπαίοι βλέπουν το εγχείρημα της ολοκλήρωσης και τη θέση τους σε αυτό. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ως σύστημα θεσμικής και πολιτικής αλληλεξάρτησης είναι μια πραγματικότητα η οποία είτε θα σταθεροποιηθεί είτε θα οπισθοδρομήσει συγκρουσιακά είτε θα αναπτυχθεί προς περαιτέρω ενοποιητικά βήματα. Επειδή και τα τρία ενδεχόμενα είναι εξόχως πιθανά, απαιτείται ακριβής κατανόηση των διλημμάτων και προβλημάτων, ιδιαίτερα όσον αφορά τα περαιτέρω ενοποιητικά βήματα. Ενοποιητικά βήματα πρέπει να γίνονται σε σταθερό έδαφος, διαφορετικά το δεύτερο ενδεχόμενο, δηλαδή η σύγκρουση, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Σε αυτό το πλαίσιο, η έννοια της ευρωπαϊκής ιδέας, τα αδιέξοδά της, τα διλήμματα που θέτει και το μωσαϊκό των ορισμών που επιδέχεται ανάλογα με το κράτος, το άτομο και τη συγκυρία, επιτρέπουν να σκιαγραφήσουμε μερικά διλήμματα και προβλήματα. Στο πλαίσιο αυτού του σκεπτικού, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε πως υπάρχουν οι εξής πέντε εναλλακτικές, ενίοτε αντιθετικές και άλλοτε συμπληρωματικές, αντιλήψεις για την ευρωπαϊκή ιδέα:

Πρώτον, η αρχαϊκή διεθνιστική αντίληψη, μίγμα φεντεραλιστικών ιδεών και άλλων κοσμοπολίτικων αντιλήψεων, που θεωρεί το έθνος-κράτος ως την κυριότερη αιτία πολέμου και επιδιώκει πάση θυσία να καταργήσει ή να αποδυναμώσει τις εθνικές-κρατικές κανονιστικές δομές, για να τις αντικαταστήσει ή να τις υποκαταστήσει με μια ενιαία ευρωπαϊκή και ενδεχομένως παγκόσμια κανονιστική δομή. Η ιδέα αυτή θα μπορούσε να αναφέρεται σε μια ακραία νεωτερική-φιλελεύθερη αντίληψη περί μορφών οργάνωσης που είναι αποστερημένες από τα κλασικά κοινωνικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά ή σε μια ακόμη πιο αφηρημένη αντίληψη περί συμπολιτείας, της οποίας το ακριβές κοινωνικό-ψυχολογικό υπόβαθρο ουδέποτε ορίζεται με ακρίβεια. Στο ίδιο πλαίσιο, θα μπορούσε να είναι μια ήπια νεωτερική άποψη που επιζητεί τη συμβίωση του «συνταγματικού πατριωτισμού» με τον «εθνικό πατριωτισμό», δηλαδή μια ενδιάμεση περίπτωση που ενέχει αντιφάσεις και στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω. Επιπροσθέτως, θα μπορούσε να αναφέρεται σε μια μαρξιστική ιδέα (αταξική κοινωνία) ή και σε μια κονστρουκτιβιστική ουτοπία, όπως αυτή περιγράφεται από συγγραφείς που επηρεάστηκαν από τα κείμενα της νεανικής ηλικίας του Μαρξ (βλ. παράρτημα στο τέλος του βιβλίου).

Δεύτερον, η κλασική φεντεραλιστική ιδέα, η οποία, αν και εξαιρετικά δύσκολο να οριστεί με ακρίβεια, από αιώνες θεωρούσε την Ευρώπη προνομιακό πεδίο πειραματισμών. Όπως και με την προηγούμενη περίπτωση, το κυριότερο πρόβλημα, το οποίο αποτελεί και το «διεθνές πρόβλημα» από καταβολής κόσμου, είναι το έλλειμμα αξιόπιστων προτάσεων για την ύπαρξη μιας υπερκαλύπτουσας κανονιστικής δομής πέραν και υπεράνω των ιστορικών κανονιστικών δομών κάθε μιας διακριτής κανονιστικής οντότητας. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός πως, αν δεν αναφερόμαστε σε μια αυτοκρατορική-ηγεμονική επιβολή, διάφορες ομάδες ατόμων ποικίλων ιστορικών ψυχολογικών διαμορφώσεων, που ανέπτυξαν τις δικές τους κανονιστικές δομές, θα πρέπει να πειστούν να επιδείξουν πίστη και νομιμοφροσύνη στη νέα κανονιστική δομή. Σε μεγάλο βαθμό, η αναξιοπιστία των οικουμενικών φεντεραλιστικών σχημάτων έγκειται στο γεγονός πως δεν διακρίνουν ή δεν επεξεργάζονται επαρκώς τη διαφορά μεταξύ αφενός μιας ομοσπονδιακής δομής εντός ενός ομοιογενούς χώρου, οπότε πρόκειται για διοικητική αποκέντρωση όπως της Γερμανίας ή των ΗΠΑ εντός ενός κοινωνικού χώρου όπου υπάρχει κοινωνία-κοινότητα, κοινωνικό συμβόλαιο και κανονιστική δομή που τα αντανακλά και αφετέρου μιας ομοσπονδιακής δομής εντός ενός χώρου που χαρακτηρίζεται από ετερότητα και κοινωνικό-ψυχολογικό κατακερματισμό όπου οι σχέσεις μεταξύ των συλλογικών οντοτήτων βρίσκονται σε φυσική κατάσταση.

Τρίτον, η ευρωπαϊκή ιδέα δεν είναι μόνον πρωτεϊκή, αλλά επιπλέον περιλαμβάνει δύο μεγάλες τάσεις. Η μια είναι αυτή η οποία ασαφώς και με τοποθετήσεις που προσαρμόζονται ανάλογα με την περίπτωση επιζητά θεσμικά και κοινωνικά σχήματα που θα εξαλείψουν τα αίτια του πολέμου. Έστω κι αν εκκινούν από διαφορετικές ιδεολογικές και φιλοσοφικές θεωρήσεις και εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς, στην τάση αυτή θα μπορούσαν να καταταχτούν οι προσεγγίσεις τόσο του Ντε Γκωλ όσο και του Μοννέ. Στην άλλη τάση, εντάσσονται θέσεις και απόψεις ιδεολογικού χαρακτήρα οι οποίες έχουν μαχητικό προσανατολισμό που προσιδιάζει στον εθνικισμό-σοβινισμό όπως εκδηλώνεται στο επίπεδο του έθνους-κράτους, συνιστώντας ό,τι σε άλλο σημείο ονομάζω «ευρωιδεολογία». Η τελευταία εκδοχή είναι εθνικισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στηλιτεύτηκε, όπως είδαμε, από συγγραφείς όπως ο David Mitrany, ο Ernst Haas και ο Hans Morgenthau αλλά και από τον Ντε Γκωλ. Όπως υποστηρίζω στο προηγούμενο κεφάλαιο, η «ευρωιδεολογία» συνίσταται στη μαχητική και κανονιστική υποστήριξη μιας μελλοντικής πολιτικής δομής στη βάση μιας δέσμης ιδεών και απόψεων.

Όμως αυτή η ιδεολογική τάση, ενδιαφέρεται λιγότερο για τη θεωρητική εξέταση του φαινομένου και περισσότερο για την ανάπτυξη πολιτικής δράσης που θα επιφέρει αλλαγές σε διεθνικό επίπεδο. Η διάκριση αυτή δεν είναι άγνωστη στη θεωρία ολοκλήρωσης. Ο Ernst Haas, για παράδειγμα, διακρίνει τους φεντεραλιστές σε δύο κατηγορίες: Πρώτον, σε αυτούς που συνιστούν «ιδεολογική ομάδα» και που ενδιαφέρονται να αναπτύξουν μια «θεωρία δράσης» με την οποία θα επέλθει η περιφερειακή ή παγκόσμια ομοσπονδία, τους οποίους και αντιμετωπίζει κριτικά. Οι φεντεραλιστές που ανήκουν στην τάση αυτή, συνεχίζει ο Haas, δεν συνεισφέρουν στη θεωρητική συζήτηση, αλλά απλώς προβάλλουν κανονιστικές και αξιολογικές προσωπικές απόψεις για το είδος της ομοσπονδιακής δομής που αυτοί, ως άτομα, επιθυμούν. Αυτές οι απόψεις συμπληρώνονται με διάφορες θέσεις που αναφέρονται σε ποικίλα ομοσπονδιακά παραδείγματα του παρελθόντος, τα οποία ίσως δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην περίπτωση της Ευρώπης. Το αποτέλεσμα είναι να μην υπάρχει διάκριση μεταξύ των σκοπών και των μέσων ή μεταξύ του ακτιβιστή και του αναλυτή. Δεύτερον, στους θεωρητικούς του φεντεραλισμού οι οποίοι δεν συμμερίζονται την ελιτίστικη και υπεροπτική προσέγγιση αυτών που διεκδικούν το προνόμιο να γνωρίζουν αυτό που είναι καλό για την κοινωνία ή αυτό που «πρέπει» να γίνει. Δεν συνδυάζουν, επίσης, τον πολιτικό ακτιβισμό με τη θεωρητική ανάλυση ή τα μέσα με τους σκοπούς. Αν και υποστηρίζουν τον φεντεραλισμό στη βάση μιας σειράς επιστημονικών επιχειρημάτων, δεν φτάνουν στο σημείο να εξισώσουν όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας με τη συγκέντρωση ή την αποκέντρωση της εξουσίας. Γι’ αυτό αναλύουν λιγότερο τις «ανάγκες της κοινωνίας και του λαού» και περισσότερο τις προϋποθέσεις που προκαλούν μια βέλτιστη κατανομή ρόλων μεταξύ μιας ομάδας κρατών και κυβερνήσεων και τις προϋποθέσεις μεγαλύτερης λαϊκής συμμετοχής στην διαδικασίας ολοκλήρωσης[2]. Οι αποστάσεις που τηρεί ο  Ernst Haas από τον πολιτικό ακτιβισμό και τις στάσεις που προκαλούν ιδεολογική πόλωση δεν οφείλονται μόνο στη βαθύτατη πίστη του κορυφαίου αναλυτή της ολοκλήρωσης στις πνευματικές αξίες και την ακαδημαϊκή δεοντολογία αλλά επίσης και στην επίγνωση των συνεπειών της στοχαστικής διαφθοράς που δυνατό να προκαλέσει η ανάμειξη ιδεολογικών σκοπιμοτήτων, θεσμικών εξαρτήσεων και άλλων διαβρωτικών παραγόντων. ¨Όπως υποστηρίζω σε άλλο σημείο, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στην ανάλυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης οφείλεται, ενδεχομένως, στο γεγονός πως αυτές και άλλες επιφυλάξεις ταγών της θεωρίας ολοκλήρωσης δεν λήφθηκαν επαρκώς υπ’ όψιν από την επόμενη γενιά αναλυτών της θεωρίας ολοκλήρωσης.

Τέταρτον, η ιδέα για την «Ευρώπη των πατρίδων», η οποία στην ουσία δεν έχει δοκιμαστεί στην πράξη. Προέκυψε ως αποτέλεσμα του συστήματος ισορροπίας ισχύος που επέτρεψε την ανάδειξη του έθνους-κράτους, αλλά, όταν το έθνος ωρίμασε, μεγάλες διαφορές γεωπολιτικών συμφερόντων και κοσμοαντιλήψεων προκάλεσαν σοβινιστικο εθνικισμό και δύο μεγάλους παγκόσμιους πολέμους. Όταν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δόθηκε η ευκαιρία να δοκιμαστεί υπό νέες συνθήκες (σχέδια Pleven και Fouchet), απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα μεταπολεμικά να υιοθετηθεί μια ιδιόμορφη μικτή προσέγγιση «οικονομικού κοινοτισμού» σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να διευθετηθούν τα στρατηγικά ζητήματα σε ατλαντικό ή εθνικό επίπεδο και να μη γίνει σχεδόν καμία απολύτως προσπάθεια για την ανάδειξη μιας νομιμοποιητικής ευρωπαϊκής κοινωνίας[3]. Κατά τη διάρκεια της ψυχροπολεμικής εποχής, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, τόσο στο επίπεδο των σχέσεων Ανατολής-Δύσης στην ευρασιατική ήπειρο όσο και στο ενδοευρωπαϊκό επίπεδο, το σύστημα σταθεροποιήθηκε λόγω της στρατηγικής υπερεπίστρωσης των Ηνωμένων Πολιτειών. Μετά τον ψυχρό πόλεμο υπάρχει το ίδιο ακριβώς ευπαθές οικοδόμημα, ενώ η «Ευρώπη των Πατρίδων» είναι γεγονός, δηλαδή, το έθνος-κράτος είναι ισχυρό όσο ποτέ. Συνολικά, στα πρόθυρα του 21ου αιώνα τα κλασικά υπαρκτικά ζητήματα είναι ξανά, τουλάχιστον εν δυνάμει, στο πολιτικό προσκήνιο της Ευρώπης.

 Πέμπτον, υπάρχει ένα μεγάλο σώμα ανάλυσης, με το οποίο δεν θα ασχοληθώ στο παρόν κείμενο, το οποίο υποστηρίζει πως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι θεσμικό και πολιτικό σύστημα suis generis. Θα διαφωνήσω με αυτή την εκτίμηση και θα υποστηρίξω ότι είναι περισσότερο ένα ημιτελές σύστημα. Το σύστημα αυτό αμφιταλαντεύεται μεταξύ της τάσης προς ομοσπονδία λόγω κεκτημένης ταχύτητας μισού αιώνα και σημαντικών επιτυχιών στα καταναλωτικά ζητήματα και της τάσης για οπισθοδρόμηση ή στασιμότητα λόγω πολιτικών δυσκολιών. Το κατά πόσο η Πολιτική Ένωση είναι εφικτή ή όχι είναι το αιτούμενο κάθε ανάλυσης. Αναμφίβολα, πάντως, το κεκτημένο της θεσμικής και οικονομικής αλληλεξάρτησης καλεί προς Πολιτική Ένωση. Αντίθετα, η επιβίωση του έθνους-κράτους και η πίεση των εξωτερικών εξελίξεων καλεί είτε προς επανα-κατακερματισμό (με πολύ μεγάλο κόστος) είτε χωρίς ταλαντεύσεις αναγνώριση των δυσκολιών και υιοθέτηση ενός αμιγώς διακυβερνητικού συστήματος που θα περισώσει το κεκτημένο και θα επιχειρήσει συνεργασία στη διπλωματία και στην άμυνα στο πλαίσιο της γκωλικής θεώρησης. Βεβαίως, ότι κάτι τέτοιο θα επιτύχει δεν είναι δεδομένο. Όπως συμπεραίνω σε άλλες[4] μελέτες, πέραν των ρευστών στρατηγικών παραμέτρων και των πολλών ερωτημάτων στο ευρωατλαντικό επίπεδο[5], η επιβίωση και η ενίσχυση του έθνους-κράτους[6] δεν είναι χωρίς συνέπειες. Μαζί με το έθνος-κράτος επιβίωσαν και τα διλήμματα ασφαλείας λόγω άνισης ανάπτυξης, η δε επανεμφάνιση ηγεμονικών κριτηρίων, των ιεραρχήσεων δηλαδή που βασίζονται στα κριτήρια οικονομικής και πολιτικής ισχύος που υποσκάπτουν την ισοτιμία και τη λαϊκή κυριαρχία, δεν δημιουργεί πολύ μεγάλα προβλήματα όσο οι συνέπειες δεν επεκτείνονται στις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης. Ένα σημείο που ίσως θα άξιζε να διερευνηθεί περισσότερο αφορά, ακριβώς, τη διερεύνηση του παράγοντα «αλληλεγγύη» όχι σε νομική ή ποσοτική βάση αλλά στη βάση του θεμελιακού αιτούμενου της διαδικασίας ολοκλήρωσης, δηλαδή της εξάλειψης της άνισης ανάπτυξης και των διλημμάτων που πάντοτε τη συνοδεύουν στις διακρατικές σχέσεις.

Καταληκτικά, θα μπορούσαμε να τονίσουμε πως οι βάσεις κάθε θεσμικού οικοδομήματος είναι το κοινωνικό υπόβαθρο και οι ιδεολογικές συνιστώσες που αναφέρονται στην κοινωνία, στην πίστη, στη νομιμοφροσύνη και στη συλλογική ταυτότητα. Γι’ αυτό, στηριζόμενοι στη Θεωρία Διεθνών Σχέσεων, μια πιθανή υπόθεση εργασίας είναι ότι, αντί να αναζητήσουμε στις πολλαπλές ταυτότητες τη σταθεροποιητική παράμετρο του συστήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το κεκτημένο μπορεί να διασφαλιστεί στο πλαίσιο μιας «Ευρώπης των Πατρίδων» όπου θα έχει αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το πρόβλημα της άνισης ανάπτυξης, της ισοτιμίας και της απουσίας ηγεμονισμού[7]. Υπό τις δεδομένες συνθήκες, αυτό είναι το μείζον. Στην ιστορία οι μεγαλύτερες κρίσεις έλαβαν χώρα όταν στο μείζον προτάσσεται το έλασσον και όταν χτίζονται επίπλαστα και ασταθή διεθνή θεσμικά και ιδεολογικά οικοδομήματα. Αυτό υπήρξε πάντοτε, υποστήριξε ο Edward Carr, μια από τις σημαντικότερες αιτίες πολέμου στην ανθρώπινη ιστορία[8].

5.4. Εντάσεις και αντιφάσεις στο μεταίχμιο μεταξύ υψηλής και χαμηλής πολιτικής

Ένα νομίζω κρίσιμο συμπέρασμα από την ανάλυση που προηγήθηκε είναι ότι τα δύο βασικά μοντέλα ανάπτυξης της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι αφενός το «γκωλικό-διακυβερνητικό» και αφετέρου η Ευρώπη του Ζαν Μοννέ. Ενώ το Κοινοτικό οικοδόμημα όπως διαμορφώθηκε μετά το 1957 είναι ένα μίγμα χαρακτηριστικών που αντλούνται από αμφότερες τις προσεγγίσεις, εντούτοις κυριαρχεί το πρώτο. Αυτό δημιουργεί αντιθέσεις και αντιφάσεις: Πρώτον, αναπτύσσονται εντάσεις μεταξύ του οράματος για μια ειρηνική «Ευρώπη των Πατρίδων» και της ομοσπονδιακής Ευρώπης όπως την οραματίστηκε –αν και τελικά συμβιβάστηκε– ο Ζαν Μοννέ. Δεύτερον, εντάσεις επίσης αναπτύσσονται μεταξύ της γκωλικής προσέγγισης που τείνει προς διακρατικές συσπειρώσεις, όπως τις οραματίστηκε ο Γάλλος πρόεδρος, και που ευνοεί τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης και της προσέγγισης του Μοννέ που ευνοεί αφενός θεσμική ανάπτυξη της Ευρώπης και αφετέρου ένταξή της στην «ευρωατλαντική κοινότητα» και στη συνέχεια σε μια ενδεχομένως ευρύτερη διεθνή κοινότητα. Πέραν αυτών όμως υπάρχει πλήθος άλλων εισροών, όπως η βρετανική στρατηγική, οι διακυμάνσεις της αμερικανικής στρατηγικής και συστημικοί παράγοντες του ευρύτερου διεθνούς συστήματος.

Οι αντιφάσεις και οι αντιθέσεις είναι πολλές, άναρχα διαπλεκόμενες και συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας: Ενώ ο Μοννέ ευνοούσε την ανάπτυξη ενός ενιαίου ευρωατλαντικού χώρου σε αντίθεση με τον Ντε Γκωλ που ήθελε ένα πιο αποκεντρωμένο ευρωατλαντικό σύστημα, οι Βρετανοί εξαρχής[9] επιθυμούσαν μεν μια ευρωατλαντική κοινότητα, αλλά στα θέματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν πιο κοντά στην γκωλική αντίληψη. Ταυτόχρονα, ενώ Βρετανοί και γκωλικοί είχαν την ίδια αντίληψη για την κανονιστική δομή της διαδικασίας ολοκλήρωσης, διαφωνούσαν απολύτως με τη στρατηγική δομή. Συγκεκριμένα, από την ίδρυση της κοινότητας μέχρι τις μέρες μας, ενώ οι Βρετανοί παραμένουν αμετάθετα υπέρ της ευρωατλαντικής κοινότητας, οι Γάλλοι, χωρίς κατ’ ανάγκη να απορρίπτουν στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας, σταθερά επιδιώκουν μια αυτόνομη στρατηγική ταυτότητα[10]. Αυτό φάνηκε με το σχέδιο Pleven[11] στις αρχές της δεκαετίας του 1950, με το σχέδιο Fouchet[12] στις αρχές της δεκαετίας του 1960, με τη στάση που τήρησαν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας τις δεκαετίες του 1970 και του 1980[13], με τις θέσεις που υποστήριξαν όσον αφορά την αναβίωση της ΔΕΕ το 1983[14] και με την προσπάθειά τους να αναπτυχθεί η ευρωπαϊκή αμυντική ταυτότητα μετά τον ψυχρό πόλεμο, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της περιόδου 1988-1994[15].

Με δεδομένες τις πιο πάνω αντιθέσεις και αντιφάσεις, δεν είναι περίεργο πως το βήμα από την οικονομική ολοκλήρωση στην πολιτική ολοκλήρωση παρέμεινε μετέωρο επί μισό περίπου αιώνα, ενώ βρίσκεται διαρκώς υπό την αίρεση των διακυμάνσεων της ευρωατλαντικής σχέσης και των λογικών που δημιουργούσαν οι κατά καιρούς μεταλλαγές της εθνικής στρατηγικής των ΗΠΑ.

Εάν ανατρέξουμε στις απαρχές του εγχειρήματος της διαδικασίας ολοκλήρωσης, παρά την οπισθοδρόμηση που προκάλεσε η αποτυχία της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας και παρά τον περιορισμό της συνθήκης της Ρώμης στους εμπορικούς-καταναλωτικούς τομείς, το σύστημα που δημιουργήθηκε έφερε το περίβλημα του οράματος του Ζαν Μοννέ: Οι θεσμοί και οι βάσεις οικονομικής συνεργασίας στόχευαν στη σταδιακή δημιουργία ενός ομοσπονδιακού συστήματος. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαπλαστικής ιστορικής φάσης ο στρατηγός Ντε Γκωλ βρισκόταν στην αντιπολίτευση. Αναμενόμενα, επομένως, όταν επανήλθε θριαμβευτικά εγκαθιδρύοντας την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία, η σύγκρουσή του με το υπερεθνικό σύστημα των Βρυξελλών ήταν αναπόφευκτη.

Αμέσως μετά την επάνοδό του στην εξουσία, σε αντίθεση με το σύστημα που εγκαθίδρυσε ο Ζαν Μοννέ, ο Ντε Γκωλ προώθησε ενεργά τη δική του «ιδέα για τη Γαλλία» και τη δική του «ιδέα για την Ευρώπη» (βλ. αποσπάσματα από ομιλίες του στο παράρτημα). Οι πολιτικές ενέργειες του Γάλλου προέδρου, εξάλλου, ευνοήθηκαν από δύο πραγματικότητες. Πρώτον, την έλλειψη κοινωνικής ολοκλήρωσης[16] και, δεύτερον, την έλλειψη λαϊκής υποστήριξης υπέρ της υπερεθνικής Ευρώπης[17].  Αυτές οι πραγματικότητες ενισχύθηκαν και για ένα ακόμη σημαντικό λόγο: το «παράδοξο ολοκληρώσεως». Αντί να μεταβιβαστούν εξουσίες από το εθνικό επίπεδο στο υπερεθνικό ή με οποιοδήποτε τρόπο να αποδυναμωθεί η εθνική-κρατική κανονιστική δομή προς όφελος των υπερεθνικών ευρωπαϊκών θεσμών, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ο εξορθολογισμός των οικονομικών δραστηριοτήτων σε ευρωπαϊκή κλίμακα είχε ως συνέπεια την ανασύνταξη των οικονομιών των εθνών-κρατών, την πολιτισμική τους ανάπτυξη και τη βελτιστοποίηση της δομής και της αποτελεσματικότητας των εθνικών θεσμών. Έτσι, αντί να μεταβιβαστεί «πίστη, νομιμοφροσύνη και εξουσίες»[18] στα υπερεθνικά όργανα, η Εκτελεστική Επιτροπή παρέμεινε ο εντολοδόχος και τα κράτη οι εντολείς. Οι κυβερνήσεις και οι λαοί των εθνών-κρατών δεν έδειξαν προθυμία να μεταβιβαστεί η άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο[19].

Ανεξαρτήτως αυτού, βεβαίως, σε κάθε καμπή της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης[20] η συζήτηση επανέρχεται στις αφετηριακές λογικές και στο βασικό ερώτημα εάν και πότε πρέπει να λάβει χώρα το πέρασμα από την οικονομική στην πολιτική ολοκλήρωση[21] και από τη συνεργασία στη χαμηλή πολιτική στη συνεργασία στην υψηλή πολιτική[22]. Το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα της διαδικασίας ολοκλήρωσης αλλά και της θεωρίας ολοκλήρωσης είναι ότι η μετάβαση από την Οικονομική στην Πολιτική Ένωση[23], επειδή ακριβώς θεωρήθηκε περίπου αυτονόητη ή και αυτόματη, παρέβλεψε τα προβλήματα που θέτει η κοινωνική και στρατηγική ετερότητα του ευρωπαϊκού χώρου καθώς και τις εντάσεις που αναπόφευκτα θα δημιουργούσαν οι πολύμορφες συζεύξεις ΗΠΑ-Δυτικής Ευρώπης και οι ισορροπίες [24].

Τα πιο πάνω διλήμματα και προβλήματα, τα οποία και θα εξατάσουμε στις σελίδες που ακολουθούν, αποτυπώνονται στη θεωρία ολοκλήρωσης με τη συζήτηση για την «υψηλή» και τη «χαμηλή» πολιτική στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

5.5. Μετέωρες θεωρήσεις μεταξύ λειτουργικής συνεργασίας και διαδικασιών ολοκλήρωσης που οδηγούν ή δεν οδηγούν στην πολιτική ολοκλήρωση και τα όρια-περιορισμοί του «spillover»

Ακόμη και αν οι πρώτες προσπάθειες δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης απέτυχαν, η ιδέα πως τα ευρωπαϊκά κράτη θα μπορούσαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους σε μια ομοσπονδιακή ή κρατική μορφή, έστω κι αν κάτι τέτοιο είναι πιθανότατα ανέφικτο, εξάπτει τη φαντασία. Αυτό είναι ίσως και το πρόβλημα: Πολλά από αυτά που γράφονται και δηλώνονται, συχνά κινούνται στον χώρο της φαντασίας και του εξωπραγματικού. Γι’ αυτό, με τη βοήθεια της Θεωρίας Διεθνών Σχέσεων και της θεωρίας ολοκλήρωσης, θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε με ψυχραιμία και νηφαλιότητα τα βασικά προβλήματα και διλήμματα. Μολονότι η συζήτηση αυτή βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος κατά τη δεκαετία του 1970, θα συνεχίσει να είναι επίκαιρη όσο η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θα παραπαίει μεταξύ οικονομικής ολοκλήρωσης και πολιτικής ολοκλήρωσης. Όπως και με την ανάλυση των υπόλοιπων κεφαλαίων, ασφαλώς ο σκοπός δεν είναι η έκφραση κανονιστικών απόψεων ή η προβολή των προσωπικών απόψεων του συγγραφέα αλλά η συνειδητή προσπάθεια να εξεταστούν τα αντικειμενικά προβλήματα και διλήμματα.

Το βασικό θεωρητικό ερώτημα είναι οι δεσμοί και οι διασυνδέσεις ή η σχέση αιτίας και αποτελέσματος μεταξύ της διαδικασίας οικονομικής ολοκλήρωσης και των πιθανών πολιτικών συνεπειών στο επίπεδο της κοινωνικής και πολιτικής συγκρότησης στο ευρωπαϊκό επίπεδο ή στο παγκόσμιο επίπεδο, εάν το ενδιαφέρον μας είναι η ευρύτερη διεθνής ολοκλήρωση[25]. Οι δυσκολίες δεν είναι αμελητέες, καθώς είναι δύσκολο να διαπιστωθεί με βεβαιότητα αν πολλά πολιτικά αποτελέσματα οφείλονται στη διαδικασία ολοκλήρωσης ή όχι και αν η αποτυχία εκπλήρωσης των πολιτικών στόχων οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες[26]. Θα λάμβανε ή δεν θα λάμβανε χώρα ο συντονισμός της εξωτερικής πολιτικής των ευρωπαϊκών κρατών αν δεν υπήρχε η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης; Εάν δεν υπήρχε η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, πώς θα είχε διαμορφωθεί ο ευρωατλαντικός χώρος; Είναι η αποτυχία εκπλήρωσης της Πολιτικής Ένωσης συνέπεια της κοινωνικής ετερότητας, των περιορισμών που θέτει η στρατηγική των ΗΠΑ ή των διαφορών στα θέματα στρατηγικής μεταξύ των μεγάλων κρατών της Ευρώπης; Τι ρόλο διαδραματίζει η ανισότητα των κρατών μελών της Κοινότητας; Πόσο επηρεάζει τις αποφάσεις για ένα κοινό αμυντικό σύστημα η ασυμμετρία ισχύος μεταξύ των μελών;

Μια άλλη παράμετρος είναι οι επιπτώσεις που δεν οφείλονται σε σκόπιμη πολιτική ενέργεια, αλλά προκύπτουν εκ της φύσεως των πραγμάτων. Η ανάπτυξη κανονιστικών δομών που ρύθμιζαν ένα μέρος της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρώπη δημιούργησε διεθνείς σχέσεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι συνοδεύτηκε από συλλογική ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική ανάλογης εμβέλειας[27]. Όμως στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής, τρίτοι παράγοντες λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τη δυνατότητα ύπαρξης ενός ενιαίου διεθνούς παράγοντα στην Ευρώπη με τον οποίο θα μπορούσαν να συνεταιριστούν ή με τον οποίο έπρεπε να ανταγωνιστούν. Αυτό είτε προκαλεί συλλογική ευρωπαϊκή αντίδραση είτε –το πιο συχνό– δημιουργεί θεσμικό και πολιτικό κενό που προκαλεί ανορθολογισμό. Για παράδειγμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο πρόεδρος Κένεντυ επιζητούσε «συνεταιρισμό για την ειρήνη»[28] στον ευρωατλαντικό χώρο και το 1973-74 οι Άραβες ηγέτες πιεστικά απαιτούσαν κοινή συλλογική θέση των Ευρωπαίων όσον αφορά τα μεσανατολικά ζητήματα[29]. Από μια άλλη οπτική γωνία, εξάλλου, μερικοί άσκησαν κριτική προβάλλοντας το επιχείρημα πως η Κοινότητα είναι μια «υπερδύναμη εν τω γίγνεσθαι» η οποία μέσω της συλλογικής της ισχύος θα αντικαταστήσει ή θα υποκαταστήσει μέρος του αμερικανικού ηγεμονισμού στις σχέσεις με τις αναπτυσσόμενες χώρες[30]. Εξάλλου, η υιοθέτηση του «μηχανισμού Νταβινιόν» στις αρχές της δεκαετίας του 1970, για να συντονίζει τα θέματα διπλωματικού ενδιαφέροντος, προκάλεσε υπερβολικές προσδοκίες οι οποίες στη συνέχεια διαψεύστηκαν. Υπενθυμίζεται πως «ο μηχανισμός Νταβινιόν» μετεξελίχθηκε στην «Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία», η οποία σε πρώτη φάση ήταν άτυπο συντονιστικό όργανο, το 1985 ιδρύθηκε με συνθήκη και το 1991-2 στο Μάαστριχ μετονομάστηκε σε ΚΕΠΠΑ με σκοπό να διευρύνει τις δραστηριότητές της[31].

Τα πιο πάνω φαινόμενα περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο, όπως προσδοκούσαν πολλοί τις πρώτες δεκαετίες, θα μπορούσε να προκύψει σταδιακή «εκχείλιση» και πολιτικοποίηση των συλλογικών εξωτερικών επιλογών της κοινότητας και στη συνέχεια ανάπτυξη της ευρωπαϊκής πολιτικής και αμυντικής ταυτότητας. Η σπερματική θεωρητική προσέγγιση αυτού του κρίσιμου ζητήματος βρίσκεται στα κείμενα του Ernst Haas, αν και ως «θεωρητική σύλληψη» η πατρότητα ανήκει στους λειτουργιστές που ανέλυσαν την πιθανότητα εκχείλισης από τομέα σε τομέα στη διαδικασία ολοκλήρωσης. Εάν επανέλθουμε στην αφετηριακή θεώρηση του David Mitrany, παρατηρούμε ότι στηριζόταν σε δύο κεντρικές υποθέσεις. Πρώτον, στην υπόθεση πως η συνεργασία για την ικανοποίηση καταναλωτικών αγαθών θα εξανέμιζε τις ιδεολογικές διαφορές και τις διχαστικές ιδεολογικές συγκρούσεις. Δεύτερον, πως η ικανοποίηση των λειτουργικών αναγκών[32] με τη δημιουργία οργανισμών θα καθιστούσε εν πολλοίς περιττή την παρεμβολή των θεσμών της κρατικής κυριαρχίας[33]. Αυτή ήταν περίπου και η κεντρική λογική, όταν δημιουργήθηκε ο Οργανισμός Άνθρακα και Χάλυβα στις αρχές του 1950, και σε αυτή τη λογική προσαρμόστηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, όταν μετά την αποτυχία των προσπαθειών δημιουργίας πολιτικής κοινότητας υπογράφηκε η συνθήκη της Ρώμης. Όμως, όπως παρατήρησε ο Ernst Haas, η συνεργασία που αυτοπεριορίζεται στην ικανοποίηση των λειτουργικών αναγκών δεν σχετίζεται απαραιτήτως με την ολοκλήρωση[34]:

«Εάν η ολοκλήρωση συνδεθεί με την έννοια “κοινότητα” σύμφωνα με τον όρο Gemeinschaft, όπως τον χρησιμοποιούσε οTonnies, και η λειτουργική συνεργασία με συμφέροντα και με τρόπο που οδηγεί σε ad hoc και ασύμμετρες σχέσεις, τότε ο λειτουργισμός είναι απλώς η διεθνής εφαρμογή του Gesellschaft. Γι’ αυτό, η λειτουργική συνεργασία δεν συνδέεται κατ’ ανάγκη με την οικοδόμηση κοινότητας και η λειτουργική ιδεολογία επαναφέρεται στις πραγματικές της διαστάσεις [δηλαδή, τις απλές εταιρικές σχέσεις, οι οποίες δεν μεταθέτουν αφοσίωση και δεν οικοδομούν συλλογική ταυτότητα] (…) [Όμως, επειδή ο σκοπός είναι να εξετάσουμε τις διεθνείς σχέσεις ως μια εξελικτική διαδικασία] η λειτουργική κοινωνιολογία θα μπορούσε να διερευνήσει πως το Gesellschaft θα μπορούσε να οδηγήσει σε Gemeinschaft»[35].

Στη βάση των πιο πάνω προβληματισμών, οι νεολειτουργιστές επιχείρησαν να επεξεργαστούν ιδεολογικά ζητήματα, να εξετάσουν τον ρόλο της ισχύος και των πολιτικών δρώντων εντός και εκτός του κράτους και να υποδείξουν τρόπους πολιτικοποίησης, θεσμικής ανάπτυξης και πολιτικής ολοκλήρωσης, που ήταν το αιτούμενο της θεωρίας ολοκλήρωσης. Αυτά τα στοχαστικά άλματα επιχειρήθηκαν από τον Ernst Haas και τους συνεργάτες του. Η μετέπειτα υποχώρηση στις θέσεις τους που καταγράφουμε στο παρόν κείμενο σε πολύ μεγάλο βαθμό αντανακλά και τους περιορισμούς υπερεθνικής ολοκλήρωσης.

Το κεντρικό ερώτημα που απασχόλησε τους λειτουργιστές στις απαρχές του θεωρητικού προβληματισμού[36] ήταν ο τρόπος που η συνεργασία θα σταθεροποιούνταν και θα επεκτεινόταν διευρύνοντας και εμβαθύνοντας την ολοκλήρωση. Στο πλαίσιο αυτής της προβληματικής αναπτύχθηκε η έννοια της εκχείλισης (spillover), η οποία αφορούσε δύο διαφορετικές αλλά αλληλένδετες διαδικασίες[37]. Πρώτον, εκχείλιση από τομέα σε τομέα, όπως αυτή που παρατηρήθηκε από τον τομέα του άνθρακα-χάλυβα στον αγροτικό τομέα και από την τελωνειακή ένωση στη νομισματική συνεργασία. Δεύτερον, όπως αργότερα υποστηρίχθηκε από τον Ernst Haas και άλλους, η σταδιακή εκχείλιση που θα επεκτεινόταν προς τομείς που θα απαιτούσαν κεντρική θεσμική και πολιτική διαχείριση με τρόπο που θα οδηγούσε σε ραγδαία πολιτικοποίηση της διαδικασίας ολοκλήρωσης[38]. Το ιδεολογικό οικοδόμημα αυτών των θεωρήσεων[39] εδράζεται στη θέση πως η πολιτική κοινότητα ή ακόμη και ένα έθνος-κράτος μπορεί να αναπτυχθεί με κινητήρια δύναμη κοινούς θεσμούς[40]. Η δημιουργία θεσμών καλλιεργεί την απογοήτευση, επειδή όλες οι προσδοκίες σε έναν τομέα με αποτέλεσμα να αναζητούνται εναλλακτικοί τρόποι επιτυχίας. Αυτό συνεπάγεται επιδίωξη συλλογικής δράσης σε τομείς που δεν προβλέφτηκαν στην αρχική συμφωνία και κατά συνέπεια μεταβίβαση εξουσιών στους κεντρικούς θεσμούς:

«Η εκχείλιση αναφέρεται στο προτσές όπου μέλη ενός προγράμματος ολοκλήρωσης – συμφωνημένου στη βάση κάποιων συλλογικών σκοπών και ποικίλων κινήτρων αλλά άνισα ικανοποιημένοι ως προς την επιτυχία αυτών των στόχων – επιχειρούν να εκπληρώσουν τους στόχους τους είτε προσφεύγοντας σε συνεργασία σε έναν άλλο συναφή τομέα (επεκτείνοντας τον συλλογικό σκοπό) είτε εντατικοποιώντας τις δεσμεύσεις τους όσον αφορά τον αρχικό τομέα (αυξάνοντας το επίπεδο αμοιβαίας δέσμευσης) ή κάνοντας και τα δύο»[41].

Στην αναζήτηση εναλλακτικών επιλογών στο πλαίσιο της διαδικασίας εκχείλισης, συνεχίζει το επιχείρημα, οι πολιτικοί δρώντες θα αναζητούν τη θεσμική εκείνη ρύθμιση η οποία θα ικανοποιήσει τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή των προσδοκιών τους. Στη συνέχεια, οι προσπάθειές τους θα επικεντρωθούν στη θωράκιση του περιφερειακού θεσμού από εξωτερικές επιρροές με την υιοθέτηση ένα συστήματος αυτοσυντηρούμενου θεσμικού πλαισίου. Οι επόμενες δύο κεντρικές υποθέσεις του Philippe Schmitter, ουσιαστικά οι μόνες οι οποίες προχώρησαν σε τολμηρές προβλέψεις για τις πολιτικές και εξωτερικές επιπτώσεις της ολοκλήρωσης, είναι η «υπόθεση της πολιτικοποίησης» και η «υπόθεση της εξωτερίκευσης». Η υπόθεση της πολιτικοποίησης στηρίζεται στη θέση πως η διαδικασία εκχείλισης έχει σωρευτική τάση καθώς τείνει να συμπεριλάβει ολοένα και περισσότερους πολιτικούς παράγοντες σε ένα ολοένα διευρυνόμενο πλαίσιο επιλογών και σε ένα διαρκώς αυξανόμενο πλαίσιο κοινών διαδικασιών λήψεως αποφάσεων[42]:

«Η πολιτικοποίηση, επομένως, αρχικά αναφέρεται σε μια διαδικασία όπου τα αμφιλεγόμενα ζητήματα της διαδικασίας κοινής λήψης αποφάσεων θα αυξάνονται. Αυτό στη συνέχεια θα οδηγεί στην αύξηση του ακροατηρίου και της συμμετοχής των ομάδων συμφερόντων που αφορά η διαδικασία ολοκλήρωσης. Κάπου στη διαδικασία αυτή, θα λαμβάνει χώρα επαναπροσδιορισμός των σκοπών. Αυτό το αποτέλεσμα δυνατό να σημαίνει ή να μη σημαίνει συνειδητή και τελεσίδικη μετατόπιση προς τομείς ολοκλήρωσης πολιτικού χαρακτήρα. Μπορεί να συμπεριλαμβάνει απλώς κοινή αναγνώριση ότι οι αρχικοί σκοποί εκπληρώθηκαν, ξεπεράστηκαν ή κατέστησαν άσχετοι και ότι είναι ανάγκη να τεθούν νέοι στόχοι που απαιτούν ανοδική πορεία είτε του σκοπού είτε του επιπέδου ολοκλήρωσης. Τελικά, κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει πως με δεδομένα τα πιο πάνω, θα υπάρξει μετατόπιση προσδοκιών, πίστης-νομιμοφροσύνης και αφοσίωσης σε ένα νέο περιφερειακό κέντρο»[43].  

Η «υπόθεση της εξωτερίκευσης» είναι ίσως η πιο τολμηρή διατύπωση των νεολειτουργιστών[44]. Όπως υποστήριξε οSchmitter, από τη στιγμή που θα λάμβανε χώρα συμφωνία στο περιφερειακό επίπεδο ως προς ένα φάσμα επιλογών και θα ετίθετο σε λειτουργία με τρόπο που θα είχε επιπτώσεις στις σχέσεις μεταξύ των μελών, οι συμμετέχοντες στη διαδικασία ολοκλήρωσης θα ήταν υποχρεωμένοι, ανεξάρτητα από την αρχική τους επιλογή, να υιοθετήσουν κοινές επιλογές απέναντι στους τρίτους. Ένα βασικό κίνητρο σε αυτή τη διαδικασία εξωτερίκευσης της ολοκλήρωσης είναι η αύξηση της συλλογικής και εθνικής διαπραγματευτικής ισχύος. Αυτό, συνεχίζει ο συλλογισμός, θα οδηγήσει στην υιοθέτηση κοινής εξωτερικής πολιτικής ανεξάρτητα από τον αρχικό σκοπό. Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να αποκλείεται και αρνητική ολοκλήρωση, δηλαδή αποκλίσεις και διαφορές που δεν θα επιτρέψουν κοινή θέση και ταυτόχρονα θα χειροτερεύσουν τις σχέσεις μεταξύ των μελών[45].

Η συνεισφορά των Haas, Nye, Puchala, Schmitter, Lindberg και άλλων έγκειται, πρώτο στη διασύνδεση των διαδικασιών ολοκλήρωσης με θεωρήσεις της πολιτικής επιστήμης και της κοινωνιολογίας, στην επεξεργασία υποθέσεων για τον τρόπο που οι εξαρτημένες μεταβλητές συνδέονται με εναλλακτικές εξαρτημένες μεταβλητές της διαδικασίας ολοκλήρωσης και στην περαιτέρω ανάπτυξη της έννοιας της εκχείλισης (spillover) για την κατανόηση των αλλαγών στα διάφορα στάδια της διαδικασίας. Η συνεργασία, επομένως, είναι αντιληπτή ως μια δυναμική διαδικασία ολοκλήρωσης που μετεξελίσσεται προς κάποιας μορφής πολιτική κοινότητα[46]. Στο πλαίσιο αυτών των διευρυμένων θεωρήσεων, το κεντρικό επιχείρημα των νεολειτουργιστών είναι πως η πολιτική ολοκλήρωση είναι αποτέλεσμα λιγότερο πιέσεων για ικανοποίηση αναγκών ή τεχνολογικών αλλαγών και περισσότερο αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης πολιτικών παραγόντων, όπως ομάδων πίεσης, πολιτικών κομμάτων, κυβερνήσεων και διεθνών θεσμών, που επιχειρούν να εκπληρώσουν τους δικούς τους σκοπούς και τα δικά τους συμφέροντα[47]. Σε μερικές περιπτώσεις, υποστηρίζεται, αυτά εκπληρώνονται με τη μεταβίβαση εξουσιών και αρμοδιοτήτων σε κοινούς θεσμούς[48] και τη μεταβίβαση πίστης-νομιμοφροσύνης που μεταβάλει το σύστημα σε «πολιτική κοινότητα». Σε αυτό το σημείο, βεβαίως, είναι χρήσιμο να τονίσω πως, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, η έννοια της πολιτικής κοινότητας, της οποίας τους ορισμούς δώσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, μετεξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου καταδεικνύοντας τόσο τους περιορισμούς της θεωρίας ολοκλήρωσης όσο και τους πρακτικούς περιορισμούς ολοκλήρωσης ενός χώρου που χαρακτηρίζεται από ετερότητα των συλλογικών οντοτήτων που τον αποτελούν.

Η μετάβαση της θεωρίας ολοκλήρωσης από την εξέταση της ικανοποίησης λειτουργικών αναγκών στην εξέταση κεντρικών ζητημάτων της κλασικής πολιτικής θεωρίας, όπως αναμενόταν, είναι διάσπαρτη προβλημάτων, όπως είναι αντίστοιχα προβληματική η μετάβαση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από την οικονομική ολοκλήρωση στην Πολιτική Ένωση. Πρωτίστως, σε αντίθεση με την αφετηριακή λογική που άφηνε την εξαρτημένη μεταβλητή να διαμορφωθεί στο απροσδιόριστο μέλλον και με απροσδιόριστο τρόπο, ο τολμηρός ορισμός του Ernst Haas για την πολιτική κοινότητα με την έννοια του Gemeinschaft (κοινότητα-κοινωνία) ήταν μια πρόκληση για την παραγωγή αξιόπιστης θεωρίας όσον αφορά τη μετατόπιση πίστης-νομιμοφροσύνης, τη λογική βάση εγκατάλειψης της εθνικής κυριαρχίας προς όφελος υπερεθνικών θεσμών και γενικότερα τη συνολική θεσμική, κοινωνική και ιδεολογική αλλαγή ενός χώρου που χαρακτηρίζεται από έντονη κανονιστική ετερότητα. Συνειδητοποιώντας τις δυσκολίες, τόσο ο Haas όσο και άλλοι, εισήλθαν σε μια διαδικασία σταδιακής αποδυνάμωσης του αρχικού ορισμού της «πολιτικής κοινότητας». Ο Leon Lindberg ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 έγραψε πως είναι δυνατό να υπάρξουν μεγάλες μετατοπίσεις αρμοδιοτήτων προς υπερεθνικούς θεσμούς, χωρίς να υπάρξει κατ’ ανάγκη πολιτική κοινότητα όπως την όρισε ο Ernst Haas αρχικά[49]. Στο πλαίσιο αυτό, ο Lindberg υποστηρίζει μια θεώρηση που στηρίζεται αφενός στην ύπαρξη ενός κέντρου εξουσίας το οποίο ελκύει αφοσίωση αλλά όχι κατ’ ανάγκη θεμελιώδη πίστη-νομιμοφροσύνη, όπως απαιτούσε οHaas, και αφετέρου στην πολιτική διαδικασία προσδιορισμού συλλογικών αποφάσεων επί κοινών προβλημάτων[50]. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αφενός διατηρεί απόσταση ασφαλείας από τις υπεραισιόδοξες προσδοκίες που δημιούργησε η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αφετέρου προσεγγίζει τη διακυβερνητική θεώρηση της ολοκλήρωσης:

«Θεωρώ τη διεθνή ολοκλήρωση ως μια μόνο διακριτή όψη μιας ευρύτερης διαδικασίας (γενικώς, διεθνή ολοκλήρωση) στο πλαίσιο της οποίας μεγαλύτερες ομάδες εμφανίζονται ή δημιουργούνται μεταξύ των εθνών χωρίς τη χρήση βίας. (…) Η ουσία της πολιτικής ολοκλήρωσης είναι η σταδιακή εμφάνιση ή δημιουργία διαδικασιών συλλογικής λήψης αποφάσεων, δηλαδή πολιτικών θεσμών στους οποίους οι κυβερνήσεις μεταθέτουν εξουσίες και/ή μέσω των οποίων αποφασίζουν από κοινού στο πλαίσιο συνήθων διακυβερνητικών διαπραγματεύσεων»[51].

Συνεχίζοντας την αγωνιώδη προσπάθεια να παρακάμψει την αναλογία της πολιτικής κοινότητας με το έθνος-κράτος, όπως αρχικά φάνηκε να κάνει ο Haas, ο Leon Lindberg οδηγήθηκε στη θεωρία των συστημάτων[52]. Στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης, διακρίνονται δύο βασικά επιχειρήματα: Πρώτον, όσον αφορά υποχρεώσεις και αρμοδιότητες, οι θεσμοί στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αφενός εκπληρώνουν συγκεκριμένους στόχους ή επιβλέπουν τη διαδικασία συμμόρφωσης με συγκεκριμένους κανόνες και αφετέρου θεσμοθετούν μια εξελισσόμενη διαδικασία λήψεως αποφάσεων η οποία αποσκοπεί στη μετατροπή των γενικών στόχων σε συγκεκριμένους κανόνες και συγκεκριμένες επιλογές. Δεύτερον, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί καθίστανται το επίκεντρο της προσοχής πολιτικών δυνάμεων, πολιτικών προσώπων, ομάδων συμφερόντων και άλλων ομάδων που αλληλεπηρεάζονται σε μια διαδικασία ολοένα και περισσότερο «πολιτικοποιημένη» που δυνατό να οδηγήσει στην ανάπτυξη των υπερεθνικών θεσμών[53].

Μολαταύτα, παρατηρεί ο Charles Pentland ότι, αν και να προσπαθεί να αποφύγει την παγίδα ορισμού της εξαρτημένης μεταβλητής, τελικά δεν καταφέρνει να το επιτύχει[54]. Στο πιο ώριμο έργο του μαζί με τον Stuart Scheingold, μετά από το οποίο ο ίδιος ως επιστήμονας μετακινήθηκε σε άλλους γνωστικούς τομείς, ο Leon Lindberg, αφήνοντας μεγάλα περιθώρια ερμηνειών για τη μορφή και τον χαρακτήρα της εξαρτημένης μεταβλητής εντάσσει την ολοκλήρωση στο πλαίσιο ευρύτερων προσπαθειών συλλογικών αποφάσεων τα οποία διέπονται από την «τέχνη του εφικτού», διαδικασία στην οποία ο Ζαν Μοννέ είχε ήδη συμβιβαστεί[55]. Στο πλαίσιο αυτό, οι Leon Lindberg και Stuart Scheingold πιστεύουν ότι η ουσία είναι η συμβιωτική διάσταση και οι ισορροπίες που αναπτύσσονται σε αυτή τη συλλογική προσπάθεια λήψεως αποφάσεων όπου οι κοινοτικοί θεσμοί δεν ανταγωνίζονται τα έθνη-κράτη αλλά αυτοορίζονται σε αναφορά με ανάγκες επίλυσης συγκεκριμένων ζητημάτων[56].

Από την ανάλυση που προηγήθηκε, γίνεται σαφές πως το δεύτερο κύμα θεωρητικού προβληματισμού τη δεκαετία του 1960 δεν οδήγησε σε «θεωρητική απογείωση». Η προσδοκία δημιουργίας μιας νέας περιφερειακής παραδοσιακής κοινωνίας-κοινότητας στα πρότυπα του έθνους-κράτους και η λιγότερο φιλόδοξη προσδοκία δημιουργίας μιας κοινότητας στα πρότυπα της φιλελεύθερης-νεωτερικής αντίληψης διαψεύστηκαν. Αυτή η διάψευση αποτυπώθηκε στην εξέλιξη των θέσεων των νεολειτουργιστών όπως τις περιγράψαμε πιο πάνω. Στη συνέχεια η στροφή αυτή θα γίνει ακόμη πιο σαφής. Πέραν αυτών των βασικών παρατηρήσεων θα μπορούσαμε να κάνουμε δύο ακόμη επισημάνεις: Πρώτον, οι αναλύσεις που εξετάσαμε παρακάμπτουν ή εξετάζουν μόνο οριακά τα ιδεολογικά, διπλωματικά και στρατηγικά ζητήματα[57]. Δεύτερον, εισάγονται ρασιοναλιστικά κριτήρια που παρακάμπτουν το ζήτημα της ανάγκης ύπαρξης μιας ολοκληρωμένης και συγκροτημένης εξαρτημένης μεταβλητής. Ουσιαστικά, διαπιστώσαμε ότι συν τω χρόνω ο ορισμός της εξαρτημένης μεταβλητής στερείται τις αρχικές φιλόδοξες υπερεθνικές προδιαγραφές. Τρίτον, υποτιμούνται οι αναταραχές που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλα εξωτερικά γεγονότα αλλά και ενδογενείς ανακατατάξεις σε περιφερειακό ή ενδοκρατικό επίπεδο. Τέταρτον, παρακάμπτονται παντελώς τα διλήμματα ασφαλείας. Ουσιαστικά, σχεδόν όλες ο αναλύσεις αναπτύσσονται σαν να μην υπάρχουν πλέον προβλήματα άνισης ανάπτυξης και διλήμματα ασφαλείας στην Ευρώπη[58].

Συνολικά, οι αναλυτές του νεολειτουργισμού, ακολουθώντας ανάλογες τάσεις στο επίπεδο της εφαρμοσμένης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αναπτύσσουν μια λιγότερο δυναμική θεώρηση όπου η εξαρτημένη μεταβλητή δεν μοιάζει πλέον με τις αρχικές φιλόδοξες προσδοκίες για υπερεθνική ολοκλήρωση. Τα ερωτήματα που τίθενται σε αυτή την περίπτωση όμως είναι πολλά και ενδιαφέροντα: Πόσο αυτό δημιουργεί μια στατική κατάσταση και ίσως μια ευπαθή δομή; Πόσο αυτό εμποδίζει τη μετάβαση από την οικονομική ολοκλήρωση στην υψηλή πολιτική; Πόσο επηρεάζεται ο στόχος της Πολιτικής Ένωσης; Εξάλλου, αυτή η τάση στη νεολειτουργική ανάλυση σε συνδυασμό με εξελίξεις στην Ευρώπη (κρίση του 1965-66) έδωσε το έναυσμα, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, για μια μεγάλη συζήτηση ως προς το αν η ολοκλήρωση «θα ασχολείται με την ουσία ή με τις διαδικασίες» καθώς και ως προς αν, τελικά, είναι ή δεν είναι εφικτή η Πολιτική Ένωση.

Αναμφίβολα, για πολλούς λόγους, ο θεωρητικός προβληματισμός για το θέμα της διεθνούς και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν και συνεχίζει να είναι πολύτιμος: Κατ’ αρχάς, μετά την καταξίωση του έθνους-κράτους τον 18ο και 19ο αιώνα ως της βασικής συλλογικής μονάδας οργάνωσης του διεθνούς χώρου, η θεωρία διεθνούς ολοκλήρωσης –και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως το κυριότερο παράδειγμα– αποτελεί την πρώτη περίπτωση συστηματικής διερεύνησης τρόπων εθελούσιας συγχώνευσης του έθνους-κράτους σε ευρύτερα πολιτικά σύνολα. Επομένως, αφορά άμεσα τον «διεθνισμό» ως υπερβατικό όραμα, εξετάζει τα όρια και τους περιορισμούς του και φωτίζει τα αδιέξοδά του. Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο, φωτίζει τις αντοχές και τις αντιστάσεις του έθνους-κράτους. Δεύτερον, η θεωρία ολοκλήρωσης, ιδιαίτερα οι λειτουργιστές και νεολειτουργιστές, επηρέασαν πολύ τη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Γι’ αυτό, η κατανόηση της σημερινής μορφής και του χαρακτήρα της Κοινότητας καθώς και των προοπτικών εξέλιξης ή των πιθανοτήτων οπισθοδρόμησης περνά μέσα από την κατανόηση του θεμελιώδους θεωρητικού προβληματισμού, ιδιαίτερα όπως καταστάλαξε προς το τέλος της δεκαετίας του 1960. Τρίτον, όπως ήδη τονίστηκε, η εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της θεωρίας ολοκλήρωσης που τη συνόδευσε αφορά άμεσα και ζωτικά τη συζήτηση μεταξύ νεωτερικών-φιλελευθέρων και παραδοσιακών για τις δυνατότητες άρθρωσης ενός νέου διεθνούς συστήματος που δεν θα στηρίζεται στο έθνος-κράτος και στην κρατική κυριαρχία. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική πτυχή που ελάχιστα έχει προσεχτεί και δεν μπορεί παρά να αποτελέσει μελλοντικά αντικείμενο περαιτέρω διερεύνησης. Ήδη, από τα ελάχιστα στα οποία αναφέρθηκα πιο πάνω, γίνεται σαφές πως οι θεμελιώδεις παραδοχές των κυριότερων θεωριών της ολοκλήρωσης ανήκουν στη νεωτερική-φιλελεύθερη παράδοση και θεώρησαν την Ευρώπη ως προνομιακό πεδίο εφαρμογής του θεωρητικού τους μοντέλου. Η επικράτηση του έθνους-κράτους, επομένως, είναι σημαντική τόσο από άποψη θεωρίας ολοκλήρωσης όσο και ευρύτερα από τη σκοπιά της πολιτικής θεωρίας. Τέταρτον και συναφές, η κατανόηση της εξέλιξης της θεωρίας ολοκλήρωσης είναι απολύτως απαραίτητη, για να γίνει καλύτερα αντιληπτός ο τρόπος που το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα αναδείχθηκε ως η κυριότερη πρόκληση κατά του ρεαλιστικού παραδείγματος, θέμα στο οποίο αναφέρθηκα στο πρώτο και στο τρίτο κεφάλαιο.

5.6. Μετέωρες θεωρήσεις και μετέωρα βήματα μεταξύ χαμηλής και υψηλής ολοκλήρωσης οδηγούν στην κρίση του 1965 και στη σταθεροποίηση του χαρακτήρα της διαδικασίας ολοκλήρωσης

Το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1960 ήταν καθοριστικό όχι μόνο για τη θεωρία ολοκλήρωσης αλλά και για τη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης[59]: Πρώτον, τα στοχαστικά άλματα της λειτουργικής και νεολειτουργικής θεωρίας, όπως ήδη διαπιστώσαμε, εξαντλήθηκαν στη διαπίστωση πως τόσο στην Ευρώπη όσο και σε άλλες περιοχές η προσδοκία βαθμιαίας ολοκλήρωσης διαψεύστηκε[60]. Δεύτερον, χαρισματικοί ηγέτες, όπως ο πρόεδρος Ντε Γκωλ, δραστηριοποιήθηκαν όχι προς όφελος της υπερεθνικής ολοκλήρωσης αλλά υπέρ μιας «Ευρώπης των Πατρίδων», η οποία και τελικά επικράτησε. Τρίτον, η «εξωτερίκευση» της διαδικασίας ολοκλήρωσης λειτούργησε αρνητικά. Δηλαδή, όπως σημειώθηκε στην προηγούμενη ενότητα, στις μεγάλες εξωτερικές προκλήσεις η κοινότητα ως συλλογικός δρων είτε λειτούργησε σπασμωδικά είτε με διακυβερνητικές συνεργασίες[61]. Τέλος, και ίσως το κυριότερο, έγινε πλέον σαφές πως παρά  τις προσδοκίες το έθνος-κράτος δεν αποδυναμώθηκε προς όφελος μιας υπερεθνικής συλλογικής οντότητας ούτε μετατοπίστηκε πίστη-νομιμοφροσύνη στο υπερεθνικό επίπεδο. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο: Λόγω οικονομικού εξορθολογισμού σε ευρωπαϊκή κλίμακα τα έθνη-κράτη, οι θεσμοί τους και ο πολιτισμός τους αντί να εξασθενίσουν προς όφελος μιας αναδυόμενης υπερεθνικής κοινότητας ενισχύθηκαν και αναπτύχθηκαν.

Στο επίπεδο του θεωρητικού προβληματισμού, μερικά κείμενα που γράφτηκαν το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1960 ίσως αποτελούν και τα σημαντικότερα της θεωρίας ολοκλήρωσης. Τα κυριότερα εξ αυτών είναι τα κείμενα του Stanley Hoffmann και οι παραδοχές του Ernst Haas που ακολούθησαν. Έκτοτε, όπως το έθεσαν δύο συγγραφείς σε πρόσφατο κείμενό τους, η θεωρία ολοκλήρωσης μπήκε στην εικοσαετή «φάση του σκότους», για να επανακάμψει στη «φάση της μελαγχολίας»[62] τη δεκαετία του 1990, όταν νέες θεωρήσεις, βασικά πολιτικών ρεαλιστών, επιβεβαίωσαν τη διακυβερνητική πραγματικότητα υπό ένα νέο πρίσμα[63]. Θα μπορούσε να προστεθεί πως αυτή η πορεία της θεωρίας ολοκλήρωσης αντανακλά πιστά την πορεία της εφαρμοσμένης ολοκλήρωσης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Σε μια κομβική στιγμή για την εξέλιξη της εφαρμοσμένης ολοκλήρωσης και της θεωρίας ολοκλήρωσης ο Stanley Hoffmann, ίσως στο πιο συζητημένο κείμενο της θεωρίας ολοκλήρωσης, προκάλεσε στροφή στον θεωρητικό προβληματισμό θέτοντάς τον στην τροχιά στην οποία βρίσκεται μέχρι και τις μέρες μας. Οι υπόλοιποι θεωρητικοί της διεθνούς ολοκλήρωσης, όπως θα δούμε πιο κάτω, συμπεριλαμβανομένου και του Ernst Haas, προσαρμόστηκαν στην ανάλυση του Hoffmann. Βασικά, ο Stanley Hoffmann υποστήριξε πως στη Δυτική Ευρώπη το κρισιμότερο εσωτερικό χαρακτηριστικό του πολιτικού συστήματος είναι όχι μόνον πως διαιωνίστηκε το έθνος-κράτος, αλλά κυρίως ότι ενισχύθηκε η κρατική κυριαρχία, οι θεσμοί, ο πολιτισμός, η οικονομία των κρατών-μελών καθώς και η θέση τους στο διεθνές σύστημα. Οι εσωτερικές διαφορές του ενδοευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος οξύνθηκαν αντί να εξαλειφθούν ή να αποδυναμωθούν. Όπως το έθεσε:

«Για τρεις λόγους, η ενοποιητική διαδικασία υπήρξε το θύμα με αποτέλεσμα την επιβίωση του έθνους-κράτους. Ο ένας λόγος χαρακτηρίζει κάθε διεθνές σύστημα και οι άλλοι δύο μόνο το ευρωπαϊκό σύστημα. Η εσωτερική λογική και ο τρόπος εξέλιξης κάθε διεθνούς συστήματος βρίσκεται στη διαφορά των εσωτερικών του συντελεστών, στις γεωϊστορικές συνθήκες που το χαρακτηρίζουν και στις εξωτερικές επιδιώξεις των μονάδων [σημ.: δηλαδή οργανωμένο σε ανεξάρτητες, ετερογενείς, ανομοιογενείς και κυρίαρχες που το συνθέτουν]. Κάθε σύστημα χαρακτηριζόμενο από κατατεμαχισμό [μονάδες], τείνει, με τη δυναμική που αναπτύσσει η ενυπάρχουσα ανισότητα να αναπαράγει τη διαφορά. [Οι άλλοι δύο παράγοντες] ο ένας είναι η νομιμοποίηση της εθνικής αυτοδιάθεσης[64], της μόνης αρχής που υπερβαίνει όλους τους συνασπισμούς και ιδεολογίες καθώς όλοι την εξυμνούν [έστω και αν είναι μόνο στα λόγια] και που προσφέρει τα θεμέλια του μόνου “οικουμενικού δρώντα” του διεθνούς συστήματος: του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Ο άλλος παράγοντας είναι το γεγονός πως πολλά από τα κράτη είναι νέα και πως κέρδισαν την ανεξαρτησία τους με αγώνες και εθνικιστικές εξεγέρσεις και γι’ αυτό είναι απίθανο να δώσουν αυτό που μόλις πρόσφατα κέρδισαν» [65].

Στη συνέχεια, ανέλυσε τη θέση του έθνους-κράτους στο σύγχρονο διεθνές σύστημα, για να τονίσει πως τα μαθήματα από τη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι διδακτικά:

«Η αποτυχία (μέχρι στιγμής) ενός πειράματος το οποίο έλαβε χώρα υπό ιδεατές συνθήκες, μας διδάσκει πάρα πολλά για την παγκόσμια πολιτική, για τις δυνατότητες να επιτύχουν τα κινήματα ενοποίησης σε άλλες περιοχές και για τη λειτουργική προσέγγιση στη θεωρία ολοκλήρωσης. Δείχνει πως τα κινήματα αυτά μπορούν να αποτύχουν όχι μόνο όπου υπάρχει έξαρση εθνικισμού, αλλά επίσης που υπάρχουν διαφορές εκτιμήσεων των εθνικών συμφερόντων όπου καθιστούν απαγορευτική τη συμφωνία ως προς τη μορφή και τον διεθνή ρόλο της επιδιωκόμενης υπερεθνικής οντότητας»[66].

Τρεις ακόμη παράγοντες που επηρεάζουν τη διαδικασία ολοκλήρωσης, προσθέτει ο Hoffmann, είναι: 1) το «εθνικό αίσθημα», 2) η θέση και ο ρόλος του κράτους στο διεθνές σύστημα και 3) ο εθνικισμός ως το εκάστοτε πολιτικό δόγμα που διερμηνεύει τη συνισταμένη της εθνικής συλλογικής πολιτικής βούλησης. Ο εθνικισμός μπορεί να σημαίνει πολλά διαφορετικά και ενίοτε αντιφατικά πράγματα: επέκταση εις βάρος άλλων, άμυνα κατά εξωτερικών απειλών, ιδεολογία οικουμενικής αποστολής ή αντίστροφα στάση απομόνωσης έναντι τρίτων. Εξάλλου, ο εθνικισμός μπορεί να είναι ειρηνικός ή μαχητικά εμπόλεμος. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως υπάρχει κάτι κοινό: ο υπέρτατος σκοπός είναι η διαφύλαξη του έθνους[67]. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι επικρατεί σταθερότητα όσον αφορά τόσο τους εσωτερικούς συντελεστές όσο και τις εξωτερικές επιδιώξεις του κάθε έθνους-κράτους, η υπέρβαση των εθνοκρατικών δομών, αν και επανειλημμένα διακηρυγμένη, ουδέποτε επιχειρήθηκε παρά μόνον ως «διαδικασία που αντικαθιστούσε την ουσία». Το αποτέλεσμα είναι ότι συνυπάρχουν, πρώτον, μια διαδικασία που λειτουργεί στο όνομα της «λογικής της ολοκλήρωσης»[68], όπως την προσδιόρισε ο Ζαν Μοννέ και την ανέλυσε ο Ernst Haas, και δεύτερον, οι εθνικές πραγματικότητες που λειτουργούν με τη «λογική της ετερότητας»[69]. Κυρίως, η λογική της ετερότητας σημαίνει ότι:

«όταν σε ένα ζωτικό ζήτημα οι απώλειες δεν αποζημιώνονται από κέρδη σε άλλους τομείς (και ιδιαίτερα σε τομείς όχι λιγότερο ζωτικούς): κανείς δεν θέλει να πιαστεί κορόιδο. Η λογική της ολοκλήρωσης καθιστά τις αβεβαιότητες των υπερεθνικών λειτουργιών δημιουργικές. Η λογική της ετερότητας τις βλέπει καταστροφικές πέραν ορισμένων ορίων: Η ρωσική ρουλέτα είναι αποδεκτό παιχνίδι, εφόσον το πιστόλι είναι γεμάτο με άδειες σφαίρες. Η αμφιβολία δεν μετράει αρνητικά, εφόσον τα κέρδη είναι ψηλά και οι προσδοκίες μεγάλες. Η αμφιβολία δυνατό να μεγαλώσει και να εκτραχύνει το εθνικό αίσθημα σε εθνικισμό, εάν τα κέρδη είναι λίγα, οι απώλειες μεγάλες και οι ελπίδες εξανεμίζονται ή μεταφέρονται στο απώτερο μέλλον»[70].

Δηλαδή υποστηρίζεται πως το κοινοτικό οικοδόμημα στηρίζεται σε ρευστές και ασταθείς βάσεις στο πλαίσιο μιας διαδικασίας συνεχών ανταλλαγών συμφερόντων που το κρατούν σε ισορροπία, όσο τα ανεξάρτητα και κυρίαρχα κράτη αισθάνονται πως το ισοζύγιο οφελών-ζημιών εξυπηρετεί τα εθνικά τους συμφέροντα. Αυτή η ισορροπία ισχύει για τα οικονομικά ζητήματα στο πλαίσιο μιας έντονα εταιρικής ανταλλακτικής βάσης, σε βαθμό μάλιστα που προκαλεί κίνητρα περαιτέρω ανάπτυξης του κοινοτικού οικοδομήματος, αλλά δεν ισχύει, όπως έκανε σαφές η κρίση του 1965, όταν συγκρούστηκε ο πρόεδρος Ντε Γκωλ με την Εκτελεστική Επιτροπή, για την πολιτική ολοκλήρωση και την υψηλή πολιτική. Συνοπτικά, οι βασικές θέσεις του Hoffmann είναι πέντε: Πρώτον, το έθνος-κράτος όχι μόνο επιβίωσε, αλλά ενισχύθηκε από τη διαδικασία ολοκλήρωσης. Δεύτερον, ο εθνικισμός έχει πολλές διαστάσεις. Μια διάστασή του είναι η ενστικτώδης αρνητική αντίδραση των πολιτικών ηγεσιών, όταν τίθεται σε κίνδυνο η αυτονομία και η ανεξαρτησία του έθνους-κράτους[71]. Τρίτον, ο εθνικισμός, όπως εκδηλώθηκε στην περίπτωση του Ντε Γκωλ, είναι εγγενές χαρακτηριστικό κάθε διακρατικού συστήματος και η εκδήλωσή του δεν ήταν θέμα ιδιοσυγκρασίας κάποιου ηγέτη αλλά συνάρτηση πολιτικών κριτηρίων[72]. Το θέμα δεν είναι ο εθνικισμός που αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό του σύγχρονου έθνους-κράτους, αλλά τα αίτια που μετατρέπουν το εθνικό αίσθημα σε αμυντικό εθνικισμό που ματαιώνει τη συνεργασία. Τέταρτον, υπάρχει θεμελιώδης διαφορά μεταξύ χαμηλής και υψηλής πολιτικής και το πέρασμα από την πρώτη στη δεύτερη ούτε εύκολο είναι ούτε αυτονόητο[73]. Πέμπτον, ενώ η επίτευξη της εμπορικής και ενδεχομένως οικονομικής ολοκλήρωσης είναι πολύ πιθανή, η Πολιτική Ένωση είναι απίθανη. Το κυριότερο αίτιο είναι η ουτοπική προσδοκία πως το έθνος-κράτος θα απεκδυθεί των οντολογικών του χαρακτηριστικών όπως τα διαμόρφωσε η ιστορική εξέλιξη.

Ίσως είναι σκόπιμο να ενδιατρίψουμε με συντομία στην πολιτική του Ντε Γκωλ και στην κρίση του 1965[74]. Όπως μπορεί να διαπιστωθεί από τις θέσεις του Ντε Γκωλ, μερικές από τις οποίες συμπεριέλαβα στο παράρτημα στο τέλος του βιβλίου, η στάση του για τον χαρακτήρα των θεσμών της Κοινότητας ήταν απόρροια ενός φιλοσοφικού οικοδομήματος που σχετιζόταν με μια «ιδέα για τη Γαλλία», μια «ιδέα για την Ευρώπη» και μια ιδέα για τον κόσμο. Αυτές οι φιλοσοφικές και ιδεολογικές αντιλήψεις οι οποίες σχετίζονταν άμεσα με απτά συμφέροντα και κρατούσες ηθικές αξίες στη Γαλλία, εκφράστηκαν μέσα από τη στρατηγική της Γαλλίας στο θέμα των πυρηνικών όπλων, στο θέμα των σχέσεων με τις ΗΠΑ, στο μέλλον των σχέσεων με την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, στις σχέσεις με τα κράτη του Τρίτου Κόσμου και σε ζητήματα όπως οι συλλογικές στάσεις στην GATT. Το γεγονός ότι δεν οφείλονταν στην ιδιοσυγκρασία του Ντε Γκωλ, αλλά εξέφραζαν βαθύτερες δυνάμεις και συμφέροντα συνάγεται από το γεγονός πως αποτέλεσαν την πολιτική όλων των διαδόχων του μετά την αποχώρησή του[75]. Οι αλλεπάλληλες ασκήσεις του δικαιώματος βέτο όσον αφορά την ένταξη της Βρετανίας στην Κοινότητα εξέφραζαν μια βαθύτερη αντίληψη πολλών Γάλλων για τις ευρωατλαντικές σχέσεις. Όσον αφορά τις ευρωατλαντικές σχέσεις, το ελάχιστο αποδεκτό καθεστώς είναι ισότιμες ευρωαμερικανικές σχέσεις και μια αυτόνομη ευρωπαϊκή ταυτότητα. Για πολλούς Βρετανούς, αντίθετα, οι ευρωατλαντικές σχέσεις εντάσσονται στην αρκετά διαδεδομένη ιδεολογία για τον «αγγλοσαξονικό κόσμο»[76], στο πλαίσιο του οποίου το εθνικό συμφέρον της Βρετανίας απαιτεί ένα αμερικανικό ηγετικό ρόλο. Είναι φανερό πως αυτοί οι δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι στρατηγικοί προσανατολισμοί είναι δύσκολο ή και αδύνατο να συμβιβαστούν[77]

Χωρίς να υπεισέλθουμε σε άλλα ζητήματα που αφορούν τη βαθιά εθνική ετερότητα μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, είναι τουλάχιστον ουτοπικό να αναμένει κανείς πως θα μπορούσε να υπάρξει πρόοδος προς την κατεύθυνση μιας υπερεθνικής Ευρώπης, όταν μεγάλα ιστορικά εθνικά κράτη απέκλιναν σε τέτοιο βαθμό ως προς τόσο θεμελιώδη ζητήματα. Στο ίδιο πλαίσιο, οι κρίσεις ήταν αναμενόμενες και στη «φύση των πραγμάτων», αν συνεκτιμήσει κανείς τις γαλλικές θέσεις την πρώτη δεκαετία για το «γερμανικό ζήτημα». Πώς θα μπορούσε να υπάρξει υπερεθνική ολοκλήρωση, όταν όλοι οι Γάλλοι ηγέτες[78] πίστευαν πως αυτή θα οδηγούσε εκπλήρωση των ιστορικών γερμανικών ηγεμονικών στόχων[79] μέσω των κοινοτικών θεσμών και μάλιστα χωρίς πόλεμο;.

Η κρίση του 1965-66 φανέρωσε τις πραγματικές διαστάσεις ορισμένων προβλημάτων. Ενώ δεν αφορούσε άμεσα τη διάσταση υψηλή-χαμηλή πολιτική, σχετιζόταν εντούτοις με τη φυσιογνωμία του εγχειρήματος ολοκλήρωσης. Όπως ήδη τονίστηκε πιο πάνω, σχετιζόταν με το κατά πόσο η κοινοτική μέθοδος θα αποκτούσε δυναμική αυτοτροφοδότησης των διαδικασιών μετάθεσης εξουσιών από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο. Σχετιζόταν επίσης άμεσα με τη μορφή των σχέσεων μεταξύ των εθνικών και των υπερεθνικών θεσμών: Ποιος θα είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων, ποιος θα ήταν ο εντολέας, ποιος ο εντολοδόχος και ποιος ο ύστατος κριτής; Χρονικά, επίσης, θα μπορούσε να επισημανθεί πως σχετιζόταν με τη μετεξέλιξη της γαλλικής πολιτικής σκηνής. Τα αίτια της ανόδου του στρατηγού Ντε Γκωλ στην εξουσία και η τήρηση νέων στιβαρών διπλωματικών στάσεων που στηρίζονταν στο δόγμα της «εθνικής ανεξαρτησίας» δημιούργησαν ένα νέο περιβάλλον στην Ευρώπη που έθετε το θεσμικό κεκτημένο εκτός πολιτικής πραγματικότητας, κάτι το οποίο δεν κατάλαβε –ή δεν ήθελε να καταλάβει– η διορισμένη πολιτική ηγεσία των υπερεθνικών θεσμών[80]. Ουσιαστικά, αυτό που συνέβη το 1965 είναι ότι συγκρούστηκε το όραμα του Μοννέ, στο πλαίσιο του οποίου κινήθηκε η Εκτελεστική Επιτροπή και η «κοινοτική μεθόδος»[81], με το γκωλικό διακυβερνητικό όραμα για δημιουργία μιας ευρωπαϊκής διακρατικής συσπείρωσης που θα είναι στην καλύτερη περίπτωση συνομοσπονδιακού χαρακτήρα. Το γκωλικό όραμα, όπως γίνεται σαφές από τις θέσεις του στρατηγού που παρατίθενται στο παράρτημα, απέβλεπε στη συσσωμάτωση των στρατηγικών, των πολιτιστικών και των οικονομικών δραστηριοτήτων σε μια διακυβερνητική δομή που αποσκοπούσε στο να καταστήσει την Ευρώπη τον τρίτο (εξισορροπητικό) πόλο μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Η θεσμική και πολιτική έκφραση του τελευταίου οράματος, όπως ήδη αναφέρθηκε, εκφράστηκε με το σχέδιο Fouchet στις αρχές της δεκαετίας του 1960, αλλά απορρίφθηκε από τα υπόλοιπα μέλη, επειδή ήθελαν τη Βρετανία ως εξισορροπητικό παράγοντα της Γαλλίας. Διαφωνίες υπήρξαν, επίσης, στο θέμα των σχέσεων με το ΝΑΤΟ[82]. Το ξέσπασμα μιας καθεστωτικής κρίσης ήταν στη φύση των πραγμάτων και περίπου αναπόφευκτο λόγω βαθύτατων αντιθέσεων μεταξύ του πολιτικού και θεσμικού συστήματος, όπως εκφράστηκε με την Κοινότητα που ιδρύθηκε το 1957, και του στρατηγικού οράματος της Γαλλίας. Αυτές οι αντιφάσεις του συστήματος εντείνονταν λόγω των προσπαθειών της Βρετανίας να ενταχθεί στην Κοινότητα προκαλώντας ακόμη περισσότερες αντιθέσεις και ρήγματα στο εσωτερικό του Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Η κρίση της «αδειανής καρέκλας» του 1965 οδήγησε στον «συμβιβασμό του Λουξεμβούργου»[83], μια συμφωνία σταθμό στην ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης την οποία εξέτασα σε άλλη μελέτη και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να επανέλθω[84]. Θα μπορούσα, εντούτοις, για τις ανάγκες της παρούσης ενότητας, να αναφέρω ορισμένα συμπεράσματα. Ο «συμβιβασμός του Λουξεμβούργου» ήταν μια άτυπη πολιτική «συμφωνία» για τον τρόπο με τον οποίο θα λαμβάνονται οι αποφάσεις στα όργανα της Κοινότητας. Ακόμη πιο σημαντικό, δεν συμφωνήθηκε πως θα υπάρχει δικαίωμα βέτο, αλλά προβλεπόταν ότι: «η γαλλική αντιπροσωπία θεωρεί πως, όταν πρόκειται για πολύ σημαντικά συμφέροντα, η συζήτηση θα πρέπει να συνεχίζεται μέχρις ότου επιτευχθεί συμφωνία. Οι έξι αντιπροσωπίες διαπιστώνουν ότι υπάρχει μια διαφωνία σε σχέση με εκείνο που θα πρέπει να γίνει στην περίπτωση που η συνδιαλλαγή δεν ολοκληρωθεί»[85]. Δεν επιμένω στη νομική διάσταση του ζητήματος, επειδή προηγείται η πολιτική ερμηνεία του τι συνέβη στη συνέχεια[86]. Συγκεκριμένα, η σημασία του «συμβιβασμού του Λουξεμβούργου» έγκειται στο γεγονός πως, μολονότι πρόκειται για μια απλή πολιτική συμφωνία, επί μακρόν κυριάρχησε επί των προβλέψεων των συνθηκών που αποτελούν νόμους τόσο της Κοινότητας όσο και των κρατών-μελών. Εξάλλου, αν και η άτυπη συμφωνία αναφερόταν στην περίπτωση που διακυβεύονται «ζωτικά συμφέροντα», παρατηρήθηκε καθολική εφαρμογή του κανόνα της ομοφωνίας μέχρι και την Ενιαία Πράξη[87]. Πριν και μετά την Ενιαία Πράξη[88] καθώς και μετά τις δύο νέες συνθήκες τη δεκαετία του 1990, δεν εγκαταλείφθηκε τελείως η εθιμική προσέγγιση να λαμβάνονται συναινετικές αποφάσεις, ακόμη και όταν οι συνθήκες προβλέπουν δυνατότητα ψηφοφορίας[89]. Δηλαδή η ουσία δεν έγκειται στο κατά πόσον μερικές φορές η προεδρία καλεί σε ψηφοφορία, για να επιλυθεί ένα αδιέξοδο επί ενός δευτερεύοντος ζητήματος, αλλά σε δύο άλλες διαστάσεις του θέματος: Πρώτον, στο γεγονός πως αναπτύχθηκε η συνήθεια συναινετικών αποφάσεων και, δεύτερον, στο γεγονός πως υπάρχει παραδοχή του γεγονότος πως είναι αδιανόητο να υποχωρήσει επειδή καταψηφίστηκε ένα κράτος όταν διακυβεύονται ζωτικά του συμφέροντα[90]. Η ερμηνεία αυτών των συμπεριφορών είναι μάλλον απλή: Πρώτον, αφού η λαϊκή κυριαρχία ασκείται πρωτίστως στο εθνικό-κρατικό επίπεδο, θα ήταν παράδοξο να καταστρατηγείται από μια ψηφοφορία στο επίπεδο κυβερνήσεων που αντιπροσωπεύουν ξεχωριστά και ενίοτε αντιθετικά εθνικά συμφέροντα. Δεύτερον, εάν γενικευτεί η πρακτική πλειοψηφικών αποφάσεων, τότε ένα κράτος θα μπορούσε σε ορισμένες περιπτώσεις να μειοψηφεί και σε άλλες να πλειοψηφεί. Τίποτα δεν εγγυάται πως θα πλειοψηφεί σε όλες ή στις περισσότερες. Τρίτον, πλειοψηφικές αποφάσεις λαμβάνονται εντός ενός βιώσιμου κανονιστικού συστήματος όπου η μειοψηφία ακολουθεί την πλειοψηφία και όπου υπάρχει διάκριση μεταξύ της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας. Οι πλειοψηφικές αποφάσεις θα είναι πολιτικά νομιμοποιημένες και βιώσιμες, αν η υπερεθνικότητα επεκταθεί ταυτόχρονα με πανευρωπαϊκά νομοθετικά και εκτελεστικά όργανα που θα μειώνουν ή θα εξουδετερώνουν το δημοκρατικό έλλειμμα. Η γενίκευση των ψηφοφοριών μεταξύ κυβερνήσεων είναι στην καλύτερη περίπτωση έμμεση και στη χειρότερη μεγάλης κλίμακας καταστρατήγηση της λαϊκής κυριαρχίας[91].

Εν ολίγοις, σε ένα σύστημα ουσιωδώς διακρατικό-διακυβερνητικό όπου λόγω ετερότητας υπάρχει απροθυμία να μετατεθεί το δικαίωμα άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο, η κρίση του 1965 σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης, πιο πραγματιστικής προσέγγισης των διαδικασιών ολοκλήρωσης. Αναμφίβολα, αν και πολλές αρμοδιότητες της Επιτροπής παρέμειναν άθικτες προσδίδοντας την απατηλή εικόνα ενός υπερεθνικού σχήματος, έκτοτε οι εντολείς είναι τα κράτη-μέλη και οι εντολοδόχοι οι υπερεθνικοί θεσμοί. Εντούτοις, τα αίτια που έθεσαν τη διαδικασία ολοκλήρωσης σε αυτή την τροχιά δεν είναι πάντοτε κατανοητά. Συγκεκριμένα, δεν συνειδητοποιείται πως τα όρια και οι περιορισμοί υπερεθνικής ανάπτυξης οφείλονται, όπως μόλις αναφέρθηκε, στην άρνηση μετάθεσης του δικαιώματος άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας, γεγονός που ανατρέπεται μόνο αν μετριαστεί ή εξαλειφθεί η κοινωνική και πολιτική ετερότητα του ευρωπαϊκού χώρου. Οι τάσεις, όπως έχω επανειλημμένα τονίσει, είναι έκτοτε σταθερά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το ζήτημα που τίθεται στην παρούσα ανάλυση, όπως τονίστηκε σε άλλο σημείο, δεν είναι η αξιολογική προσέγγιση του θέματος, για την οποία το κάθε άτομο έχει τη δική του άποψη. Το αιτούμενο είναι να γίνουν κατανοητές οι συνέπειες και τα διλήμματα προς τη μια ή προς την άλλη κατεύθυνση καθώς και να αποκρυσταλλωθούν τα διλήμματα των εναλλακτικών επιλογών.
*****************
[1] Οι προσδοκίες αυτές κονιορτοποιήθηκαν από τους βομβαρδισμούς των ΗΠΑ κατά του Ιράκ και της Σερβίας τον Δεκέμβριο 1998 και τον Μάρτιο 1999 αντίστοιχα. Μετά από αυτά τα ιστορικής σημασίας γεγονότα, ποιος θα μπορούσε να μιλήσει αξιόπιστα για υπερβατικές «νομοπαραγωγικές διαδικασίες»; (πέραν των αρχών του διεθνούς δικαίου περί μη επέμβασης και της διακρατικής ισοτιμίας). Ασφαλώς, δεν αποκλείεται ηγεμονικά κονσέρτα δυνάμεων να κατορθώσουν να επιβληθούν προσωρινά επί λιγότερο ισχυρών κρατών. Έστω και αν για πολλούς και ευνόητους λόγους πολιτικά πρόσωπα και διανοούμενοι στρατευμένοι στην ιδέα των ηγεμονικών ρυθμίσεων θα προπαγανδίζουν υπέρ αυτών των υπερβατικών μεθόδων, χωρίς να προτείνουν αξιόπιστες προσεγγίσεις ταυτόχρονης υπέρβασης της διεθνούς ετερότητας, δεν αναφερόμαστε πλέον σε δικαιική κανονιστική ανάπτυξη του διεθνούς χώρου αλλά σε επιτυχίες των ηγεμονικών κρατών.
[2] Βλ. Haas Ernst, «The Study of Regional Integration: Reflections on the Joy and Anguish of Pre-theorizing», ό.π., σελ. 624-5 (και τις υποσημειώσεις).
[3] Ασφαλώς, οι χρηματοδοτήσεις οι οποίες αποβλέπουν στη σύγκλιση μεταξύ των κρατών-μελών θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως οικονομική αλληλεγγύη που οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση. Όμως δεν έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να προκύψει εθνογένεση μέσω ελεύθερης κυκλοφορίας αγροτικών προϊόντων ή με το ενιαίο νόμισμα.
[4] Ήφαιστος Παναγιώτης, Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας, Γερμανίας (Ποιότητα, Αθήνα, 1999), ιδ. κεφ. 6.
[5] Αρβανιτόπουλος Κ., Ήφαιστος Π., Ευρω-ατλαντικές Σχέσεις (Ποιότητα, Αθήνα, 1999).
[6].Ενίσχυση η οποία οφειλόταν στα πλεονεκτήματα της διαδικασίας οικονομικής ολοκλήρωσης και την οποία ο Stanley Hoffmann ονόμασε «ευρωπαϊκό παράδοξο».  Βλ. Hoffmann Stanley, «Obstinate or Obsolete? The Fate of the Nation-State and the Case of Western Europe»,Daedalus, vol. 95, no. 3, Summer 1966.
[7] Από προηγούμενες αναφορές μου, είναι σαφές πως θεωρώ ότι ούτε αυτό είναι αρκετό. Ακόμη και όταν επιλυθούν αυτά τα ζητήματα στην Ευρώπη, υπάρχει το διεθνές σύστημα στο οποίο ανήκει η ευρωπαϊκή περιφέρεια. Είτε το ευρύτερο διεθνές σύστημα θα κινηθεί προς τη διαδικασία εθελούσιας ολοκλήρωσης είτε η ευρωπαϊκή περιφέρεια θα πρέπει να συγκροτηθεί πολιτικά, θεσμικά και αμυντικά με τρόπο που θα τις επιτρέπει να αντιμετωπίζει συλλογικά τις διεθνείς προκλήσεις και ανταγωνισμούς.
[8] Βλ. Carr E. H., The Twenty Years Crisis, 1919-1939, An Introduction to The Study of International Relations (Macmillan, St Martin’ s Press, London, 1940), κεφ. 5.
[9] Για τις θέσεις των Βρετανών αντιπροσώπων στο συνέδριο της Χάγης το 1948 βλ. Sidjanski Dusan, Η Ομονπονδίωση της Ευρώπης(Παπαζήσης, Αθήνα, 1996), σελ. 42.
[10] Επιπλέον, η στάση αυτή επηρεαζόταν από τις ιδιομορφίες της γαλλικής εθνικής στρατηγικής που προσδιόριζε και την ατζέντα της γαλλικής ευρωπαϊκής πολιτικής. Παραδοσιακή στάση της Γαλλίας από τον Ντε Γκώλ μέχρι τον Μιτεράν και στη συνέχεια τον Σιράκ είναι να μην αποδέχεται ξένο έλεγχο ή άλλες επιρροές σε οτιδήποτε αφορά την άμυνά της. Στον τομέα αυτό διατηρεί το προνόμιο απόλυτου εθνικού ελέγχου. Οι πέντε θεμελιακές επιλογές της Γαλλίας στην άμυνα είναι: 1) εθνικός έλεγχος, 2) άρνηση στάθμευσης ξένων στρατευμάτων στο έδαφός της, 3) προτεραιότητα στο πυρηνικό της αποτρεπτικό, 4) τακτική μόνο χρήση των τακτικών πυρηνικών όπλων και 5) προτεραιότητα για προμήθειες στην εγχώρια παραγωγή. Για σύντομη ανάλυση αυτών των πτυχών στο πλαίσιο των επιλογών του 1990 βλ. Menon Anand, «Explaining Defense Policy: The Mitterrand Years», Review of International Studies, vol. 21, 1995, σελ. 282-4.
[11] Βλ. Masclet Jean-Claude, L’ Union Politique de l’ Europe (PUF, Paris, 1973), κεφ. 1.
[12] Βλ. Zorgbibe Charles, La Construction Politique de l’ Europe (PUF, Paris, 1978), κεφ. 2.
[13] Βλ. Ifestos Panayiotis, European Political Cooperation. Towards a Framework of Supranational Diplomacy? (Gower, Aldeshot, UK, 1987), ιδ. κεφ. 9 και 20.
[14] Βλ. Ifestos Panayiotis, Nuclear Strategy and European Security Dilemmas. Towards an Autonomous European Defense System? (Gower, Aldeshot, UK), κεφ. 29.
[15] Βλ. Gordon Philip, A Certain Idea of France: French Security Policy and the Gaullist Legacy (Princenton Univ. Press, NJ, 1993). Επίσης, Art Robert, «Why Europe Needs the United States and NATO», Political Science Quarterly, vol. 111, no. 1, 1996.
[16] Όπως σημειώθηκε σε άλλο σημείο, αυτό είναι ένα τεράστιο ζήτημα το οποίο έχει ελάχιστα αναλυθεί από τους ειδικούς, δηλαδή τους κοινωνιολόγους. Για μια ανάλυση που εξαιρείται από τον κανόνα και που καταλήγει στην άποψη πως μάλλον το ευρωπαϊκό μοντέλο αποκλίνει προς ένα σύστημα όπου επικρατεί η εθνική ετερότητα βλ. Smith Anthony, «National Identity and the Idea of European Unity», International Affairs, vol. 68, no. 1, 1992.
[17] Βλ. Duroselle Jean-Baptiste, «General De Gaulle’s Europe and Jean Monnet’s Europe» στο Cosgrove Carol Ann, Twitchett J. Kenneth, The Νew International Actors, The United Nations and the European Communities (Macmillan St Martin Press, 1970), σελ. 199.
[18] Βλ. ανάλυση του Haas στα κεφάλαια 3, 4 και 3.
[19] Για την ανάλυση που θεμελίωσε αυτή την εκτίμηση και που θεωρείται σταθμός στη θεωρία ολοκλήρωσης βλ. Hoffmann Stanley, «Obstinate or Obsolete? The Fate of the Nation-State and the Case of Western Europe», Daedalus, vol. 95, no. 3, Summer 1966.
[20] Συνήθως, οι Διακυβερνητικές Διασκέψεις αποτελούν σταθμό στην πορεία του εγχειρήματος, καθώς ενώνονται τα νήματα των κρατουσών αντιλήψεων, για να προκύψει η συνισταμένη των θέσεων, συνήθως ο χαμηλότερος κοινός παρονομαστής.
[21] Δηλαδή υπερεθνικούς εκτελεστικούς και νομοθετικούς θεσμούς με μεγαλύτερες αρμοδιότητες και σε κατευθείαν σχέση με τους λαούς της Ευρώπης.
[22] Δηλαδή στην άμυνα, την ασφάλεια και τη διπλωματία.
[23] Μια άλλη διάσταση, βεβαίως, είναι η διάσταση ιδεών ως προς το τι είναι ακριβώς η Πολιτική Ένωση ή Πολιτική Ολοκλήρωση, γεγονός που αποτέλεσε σημείο σύγκρουσης ακόμη και των πιο ένθερμων υποστηρικτών της «ενωμένης Ευρώπης» στις πρώτες συνάξεις των Ευρωπαίων φεντεραλιστών. Στο συνέδριο της Χάγης τον Μάιο 1948, για παράδειγμα, υπήρξε σύγκρουση μεταξύ των φεντεραλιστικών τάσεων και των ενωτικών που υποστήριζαν μια χαλαρή διεθνή συνεργασία που θα σεβόταν πλήρως την κυριαρχία των κρατών. Το αποτέλεσμα ήταν να αποτυπωθεί η διαφωνία στο κοινό ανακοινωθέν. Βλ. Sidjanski Dusan, Η Ομονπονδίωση της Ευρώπης, ό.π., σελ. 42-4.
[24] Αυτές οι αντιθέσεις ήταν ενδεχομένως και το μεγάλο πρόβλημα του οράματος του Ζαν Μοννέ. Δηλαδή εκλάμβανε ως δεδομένο πως θα αναπτυσσόταν ο ευρωατλαντικός χώρος, χωρίς να ανακύψουν μεγάλα στρατηγικά διλήμματα που δεν θα αφορούσαν μόνο τα διλήμματα, που έθετε η αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης αλλά και ιστορικά αποκλίνουσες εθνικές κοσμοαντιλήψεις και κοσμοθεωρήσεις των κρατών-μελών της Ατλαντικής Συμμαχίας. Για ανάλυση αυτών των πτυχών βλ. Αρβανιτόπουλος Κ., Ήφαιστος Π., Ευρωατλαντικές Σχέσεις (Ποιότητα, Αθήνα, 1999).
[25] Υπενθυμίζεται πως, όπως ήδη τονίστηκε, μεγάλο μέρος των αναλυτών στην αφετηριακή διαπλαστική φάση πρόσβλεπε στην έναρξη διαδικασίας ολοκλήρωσης στην Ευρώπη με σκοπό να καταστεί η απαρχή ευρύτερης διεθνούς ολοκλήρωσης. 
[26] Για μερικά από τα ερωτήματα που ακολουθούν βλ. Pentland Charles, «The Political Consequences of Economic Integration: Political Science and the Case of Western Europe», Journal of European Integration, vol. 3, no. 3, May 1980. Επίσης, Caporaso C. James, «The External Consequences of Regional Integration for European Relations: Inequality, Dependence, Polarization and Symmetry», International Studies Quarterly, vol. 20, no. 3, September 1976.
[27] Για το θέμα αυτό σε αναφορά με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα βλ. Dolan M., Caporaso J., «The External Relations of the European Community»,Annals AAPSS, vol. 440, November 1978, σελ. 136
[28] Βλ. στο Αρβανιτόπουλος Κ., Ήφαιστος Π., Ευρωατλαντικές Σχέσεις (Ποιότητα, Αθήνα, 1999), κεφ. 3.
[29] Οι δυσκολίες να συγκροτηθεί κοινή ευρωπαϊκή θέση ήταν χαρακτηριστικές και δεν διαφέρουν από ανάλογες δυσκολίες σε αναφορά με τις βαλκανικές κρίσεις της δεκαετίας του 1990. Χρειάστηκαν περίπου δέκα χρόνια για να καταλήξουν σε μια ουσιαστική κοινή πλατφόρμα, από την οποία όμως τίποτα ουσιαστικό δεν προέκυψε, επειδή μόλις ο Φρανσουά Μιτεράν ανήλθε στην προεδρία της Γαλλίας κράτησε πιο φιλοϊσραηλινή θέση. Για ανάλυση αυτού του θέματος βλ. Ifestos Panayiotis, European Political Cooperation. Towards a Framework of Supranational Diplomacy?(Gower, Aldeshot, UK, 1987), κεφ. 20. Μια άλλη περίπτωση που θα μπορούσε να αναφερθεί ήταν η προσπάθεια της Κύπρου τη δεκαετία του 1980 και του 1990 να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή κοινότητα προβάλλοντας ως κυριότερο επιχείρημα πως αυτό θα είχε θετικές επιπτώσεις στην επίλυση του Κυπριακού.
[30] Βλ. Galtung Johan, The European Community: A Superpower in the Making, Universitets Forlaget (George Allen and Unwin, 1973), ιδ. κεφ. 5 και 9.
[31] Για ανάλυση αυτών των πτυχών βλ. το παράρτημα στο τέλος του βιβλίου. Για εκτενέστερη ανάλυση βλ. την αγγλική μονογραφία του υποφαινόμενο Ifestos P., European Political Cooperation, ό.π., ιδ. κεφ. 6-17.
[32] Όπως περιβαλλοντικά προβλήματα, ρύθμιση των αερομεταφορών, ρύθμιση της ναυσιπλοϊας στους ποταμούς κτλ.
[33] Βλ. ιδιαίτερα Mitrany David, «The Prospect of Integration: Federal or Functional», Journal of Common Market Studies, vol. IV, no. 2, 1965-66. Επίσης, Mitrany David, A Working Peace System (Quatrangle Press, Chigaco, 1966).
[34] Ουσιαστικά, η αρχική λειτουργική θεωρία δεν πρόσφερε μια σαφή πολιτική θεωρία ή ερμηνεία της πολιτικής επιλογής και των πολιτικών αλλαγών. Bl. Caporaso James, Keeler John, «European Union and Regional Integration Theory» στο Rhodes Carolyn, Mazey Sonia (eds), The State of the European Union. Building a European Polity? (Lynne Rienner, Boulder, Colorado 1995), σελ. 32.
[35] Haas Ernst, Beyond the Nation-State, Functionalism and International Organization (Stanford University, Stanford, Callifornia, 1964), σελ. 26
[36] Για ανάλυση της λειτουργικής θεωρίας πέραν αυτού από τον 18ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας βλ. Haas Ernst, Beyond the Nation-State, ό.π., σελ. 8-25.
[37] Βλ. Caporaso James, «Keeler John, European Union and Regional Integration Theory», ό.π., σελ. 31. Επίσης, Harrison Reginald, Europe in Question, Theories of Regional International Integration (Allen and Unwin, London, 1974), σελ. 82-6.
[38] Όπως παρατηρεί ο Leon Lindberg, η ουσία της εκχείλισης έγκειται στο γεγονός πως η ικανότητα οποιουδήποτε από τα μέλη να επιτύχει μεγάλους στόχους εξαρτάται από την επιτυχία των στόχων των υπολοίπων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, συνεχίζει, ο ρόλος των θεσμών για τη συγκρότηση των κοινών στόχων και τον συντονισμό είναι μεγάλος. Βλ. Lindberg N. Leon, The Political Dynamics of European Economic Integration, ό.π., σελ. 288. Για ανάλογη ανάλυση βλ. επίσης, Haas Ernst, Beyond the Nation-State, ό.π., σελ. 111, 127, 149, 409-14, 456-7.
[39] Στις οποίες εδράζεται η ευρωπαϊκή κοινότητα και στην οποία θα μπορούσε να ενταχθεί η νεολειτουργική θεώρηση των Haas, Lindberg και άλλων, καθώς επίσης και οι πολιτικές πρωτοβουλίες, μεταξύ άλλων, των Ζαν Μοννέ, Schuman και Hallstein.
[40] Βλ. Pentland Charles, International Theory and European Integration (Faber, London, 1973). Ο Pentland παρατηρεί πως συχνά οι ηγέτες της ευρωπαϊκής κοινότητας δηλώνουν πως είναι «καταδικασμένοι να επιτύχουν» τον στόχο της Πολιτικής Ένωσης. Όμως, συνεχίζει, για να τονίσει τη διαφορά μεταξύ θεσμικών και πολιτικών αλλαγών, «η επιτυχία τους θα τους καταδικάσει σε μια ολοένα και πιο ακατάλληλη θεσμική δομή όσον αφορά περαιτέρω πολιτικές αλλαγές» (σελ. 108).
[41] Schmitter Philippe, «Three Neo-Functional Hypotheses About Regional Integration», International Organization, vol. 23, no. 1, Winter 1969,σελ. 162. Βλ. επίσης Schmitter C. Phipippe, «Further Notes on Operationalizing Some Variables Related to Regional Integration», International Organization, vol. 23, no. 2, Spring 1969. Επίσης, Schmitter C. Philippe, «A Revised Theory of Regional Integration», International Organization,vol. 24, 1970, σελ. 847.
[42] Schmitter Philippe, «Three Neo-Functional Hypotheses About Regional Integration», ό.π., σελ. 165-6.
[43] Schmitter Philippe, «Three Neo-Functional Hypotheses About Regional Integration», ό.π., σελ. 166. Για περισσότερη ανάλυση επί του θέματος βλ. επίσης Schmitter C. Philippe, «A Revised Theory of Regional Integration», ό.π., σελ. 847.
[44] Ίσως είναι χρήσιμο να σημειωθεί πως, αν και πολυσυζητημένη, η υπόθεση του Schmitter δεν επιβεβαιώθηκε, ενώ άλλοι νεολειτουργιστές τόνισαν πως η εκχείλιση είναι ευκολότερη στους τομείς της οικονομίας και του εμπορίου παρά στα ιδεολογικά, πολιτισμικά και αμυντικά ζητήματα. Βλ. Haas Ernst, «The Study of Regional Integration: Reflections on the Joy and Anguish of Pretheorizing», International Organization, vol. 24, 1970, σελ. 616. Είναι ευνόητο ότι τέτοιες παραδοχές οδηγούν σε ακόμη πιο απαισιόδοξα συμπεράσματα για τις δυνατότητες μετατόπισης πίστης και νομιμοφροσύνης από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο.
[45] Schmitter Philippe, «Three Neo-Functional Hypotheses About Regional Integration», ό.π., σελ. 165. Το τελευταίο ενδεχόμενο έκανε πολλούς να διστάζουν να συναινέσουν στο πέρασμα της ολοκλήρωσης από τη χαμηλή στην υψηλή πολιτική. Εάν συνέβαινε αυτό, θα υπήρχαν αρνητικές επιπτώσεις στο κεκτημένο οικονομικής ολοκλήρωσης. Οι συνέπειες ήταν να ενισχυθεί ο ρόλος της Ατλαντικής Συμμαχίας στις αρμοδιότητες της οποίας παρέμειναν τα ιδεολογικά και αμυντικά ζητήματα.
[46] Για ορισμούς της πολιτικής κοινότητας από τον Haas και άλλους βλ. το προηγούμενο κεφάλαιο.
[47] Μια σημαντική συνεισφορά των νεολειτουργιστών στην πολιτική επιστήμη είναι η μελέτη του κρατικού συστήματος και των διεθνών οργανισμών, του κατακερματισμού συμφερόντων και του ρόλου των ομάδων συμφερόντων σε αυτά τα πλαίσια. Βλ. Pentland Charles,International Theory and European  Integration, ό.π., σελ. 134-6.
[48] Βλ. Pentland Charles, International Theory and European  Integration, ό.π., σελ. 100.
[49] Βλ. Lindberg N. Leon, The Political Dynamics of European Economic Integration (Stanford University Press, Stanford, 1963), ιδ. σελ. 4-5.
[50] Βλ. Lindberg N. Leon, The Political Dynamics of European Economic Integration, ό.π., σελ. 5-6.
[51] Lindberg N. Leon, «Political Integration as a Multidimensional Phemomenon Requiring Multivariate Measurement», International Organization, vol. 24, 1970, σελ. 649 και 652.
[52] Βλ. επίσης το Lindberg N. Leon, «Integration as a Source of Stress on the European Community System», International Organization, vol. 20, 1966. Επίσης, το Lindberg N. Leon, «The European Community as a Political System», Journal of Common Market Studies, vol. 5, no. 4, 1967. Επίσης, το Lindberg N. Leon, «Decision Making and Integration in European Community», International Organization, vol. xix, 1965. Για σχόλια σε ελληνική δημοσίευση βλ. Στεφάνου Κωνσταντίνος, Η Θεσμική Μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Παπαζήσης, Αθήνα 1996), σελ. 88.
[53] Βλ. Lindberg Leon, Scheingold Stuart, Europe’s Would Be Polity (Prentice Hall, Englewood Cliffs, 1970), σελ. 135-136. Η δεύτερη παράμετρος, σημειώνεται, είναι και η βασική θέση των υπόλοιπων νεολειτουργιστών στην οποία ήδη αναφέρθηκα πιο πάνω.
[54] Βλ. Pentland Charles, International Theory and European Integration, ό.π., σελ. 105.
[55] Βλ. Lindberg Leon, Scheingold Stuart, Europe’s Would Be Polity, ό.π., σελ. 16-7, 32-33.
[56] Βλ. Lindberg Leon, Scheingold Stuart, ό.π., σελ. 33.
[57] Η σημαντικότερη ίσως θεωρητική υπόθεση της θεωρίας ολοκλήρωσης ήταν η υπόθεση της εξωτερίκευσης του Schmitter στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω. Ελάχιστα όμως έχει διερευνηθεί. Βλ. Pentland Charles, «The Political Consequences of Economic Integration: Political Science and the Case of Western Europe», Journal of European Integration, vol. 3, no. 3, May 1980, σελ.368-9.
[58] Όπως ήδη σημείωσα, δική μου πρόσφατη μελέτη για το θέμα αυτό οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως τα προβλήματα αυτά στη Δυτική Ευρώπη είναι έντονα. Βλ. Ήφαιστος Παναγιώτης, Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας, Γερμανίας (Ποιότητα, Αθήνα, 1999), ιδ. κεφ. 6.
[59] H μορφή και ο χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δεν έχει αλλάξει ουσιωδώς τα τελευταία τριάντα χρόνια. Με κίνδυνο απλούστευσης ενός σύνθετου συστήματος, θα μπορούσα να πω ότι είναι ένα μίγμα διακυβερνητικών και ιδιόμορφων υπερεθνικών θεσμών. Η ιδιομορφία των υπερεθνικών θεσμών έγκειται στο γεγονός πως είναι οι εντολοδόχοι του συστήματος, ενώ οι εντολείς είναι οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών. Εξάλλου, τα διλήμματα που αντιμετωπίζει στα σύνορα υψηλής και χαμηλής πολιτικής είναι ακριβώς τα ίδια.
[60] Όπως σημείωσε ο Ernst Haas το 1967, «για να το πούμε λακωνικά, η σταδιακή ολοκλήρωση απέτυχε», επειδή δεν οδηγηθήκαμε σε Πολιτική Ένωση. Haas Ernst, «The Uniting of Europe and the Uniting of Latin America», Journal of Common Market Studies, vol. 5, 1966-7, σελ. 335.
[61] Με την εγκαθίδρυση της άτυπης διακυβερνητικής πολιτικής συνεργασίας στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω.
[62] Βλ. Caporaso James, Keeler John, «European Union and Regional Integration Theory» στο Rhodes Carolyn, Mazey Sonia (eds), The State of the European Union. Building a European Polity? (Lynne Rienner, Boulder, Colorado 1995), σελ. 36.
[63] Αναφέρομαι σε αναλύσεις όπως του Moravcisik, Grieco και άλλων στις οποίες θα αναφερθώ πιο κάτω.
[64] Ο Hoffmann, στο σημείο αυτό, αναφέρεται στη θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου και του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ για το δικαίωμα της άσκησης εσωτερικής αυτοδιάθεσης. Οι άλλες δύο αρχές, όπως ανέφερα στο πρώτο κεφάλαιο, είναι οι αρχές της μη επέμβασης και της διακρατικής ισοτιμίας.
[65] Hoffmann Stanley, «Obstinate or Obsolete? The Fate of the Nation-State and the Case of Western Europe», Daedalus, vol. 95, no. 3, Summer 1966, σελ. 864.
[66] Hoffmann Stanley, «Obstinate or Obsolete?», ό.π., σελ. 867.
[67] Hoffmann, ό.π., σελ. 867-9.
[68] Η «λογική της ολοκλήρωσης» αναφέρεται στην αναγκαιότητα ολοκλήρωσης λόγω αλληλεξάρτησης και στη δράση των πολιτικών ελίτ οι οποίες έχουν πειστεί πως πρέπει να διατηρήσουν τη διαδικασία συσσωμάτωσης των κρατών τους σε ένα ευρύτερο σύνολο.
[69] Η «λογική της ετερότητας» θέτει τα όρια εντός των οποίων λειτουργεί η εκχείλιση ούτως ώστε να μην περιορίζονται υπερβολικά οι δραστηριότητες των κυβερνήσεων. Αναφέρεται επίσης στα όρια που θέτουν τα κράτη σε αυτό που ορίζουν ως εθνικό συμφέρον, τις ανάγκες αυτοδυναμίας και την επιθυμία να διαφυλαχτούν από μελλοντικές εξελίξεις.
[70] Hoffmann, ό.π., σελ. 881-2, το εντός εισαγωγικών κείμενο από τη σελ. 882.
[71] Ανεξαρτησία και αυτονομία η οποία, σημειώνει ο Stanley Hoffmann, σε όλες τις περιπτώσεις κατακτήθηκε πρόσφατα με πολλούς αγώνες και με πολλές θυσίες.
[72] Με τη θέση αυτή συμφώνησε πλήρως ο Leon Lindberg. Αναφερόμενος στον ρόλο του στρατηγού Ντε Γκωλ, αναγνωρίζει πως ο Ernst Haasκαι άλλοι έτειναν να βλέπουν την επιδίωξη πολιτικών στόχων, όπως η «εθνική ανεξαρτησία» και το «εθνικό μεγαλείο», ως αταβισμό ή κάποια υποκατηγορία του. Βλ. Lindberg N. Leon, «Integration as a Source of Stress on the European Community System», International Organization, vol. 20, 1966, σελ. 235.
[73] Όπως γίνεται φανερό από τις σελίδες που προηγήθηκαν, η διάκριση του Stanley Hoffmann για το θέμα της υψηλής-χαμηλής πολιτικής έγινε το επίμαχο σημείο της θεωρίας ολοκλήρωσης. Ο ίδιος ο Hoffmann σε μεταγενέστερο κείμενό του προσπάθησε να ρίξει τους τόνους της συζήτησης, αναφερόμενος στη διάκριση μεταξύ πολιτικής που επιτρέπει τη μεγιστοποίηση του κοινού συμφέροντος και πολιτικής που απαιτεί αυστηρή αμοιβαιότητα (ή είναι μηδενικό παιχνίδι). Βλ. Hoffmann Stanley, «Reflections on the Nation-State in Western Europe Today», Journal of Common Market Studies, vol. xxi, no. 1-2, Sept-Dec. 1982, σελ. 29-30 Βεβαίως, η συζήτηση ήδη απέκτησε τη δική της δυναμική και νομιμοποιήθηκε από το γεγονός πως η ίδια η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στηρίζεται σε αυτή ακριβώς τη διάκριση. Παρά τις διαδοχικές προσπάθειες τα κράτη δεν μετάθεσαν εξουσίες από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο όσον αφορά την άμυνα, την ασφάλεια και τη διπλωματία, δηλαδή τους τομείς που αφορούν την επιβίωση του έθνους-κράτους.
[74] Η μετέπειτα πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δείχνει πως τα προβλήματά της δεν προέκυπταν από ιδιοτροπίες του Ντε Γκωλ. Κατά τη διάρκεια των τριών δεκαετιών που ακολούθησαν υπήρξαν πολλές άλλες κρίσεις στις οποίες πρωταγωνίστησαν άλλοι ηγέτες, Γάλλοι, Άγγλοι, Γερμανοί αλλά και ηγέτες μικρότερων χωρών. Σε όλες τις περιπτώσεις, το ζήτημα ήταν ο τρόπος που αντιλαμβάνονταν το εθνικό συμφέρον σε συνάρτηση με την εξίσωση κόστους-οφέλους της ευρωπαϊκής συμμετοχής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η κρίση για τον προϋπολογισμό με πρωταγωνιστή τη Βρετανία στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και η κρίση για τον προϋπολογισμό της Κοινότητας με πρωταγωνιστή τη Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ακόμη περισσότερες κρίσεις έλαβαν χώρα επί διπλωματικών και στρατηγικών θεμάτων, όπως εξάλλου μαρτυρεί και η αδυναμία να «απογειωθεί» η πολιτική συνεργασία τρεις δεκαετίας μετά την ίδρυσή της.
[75] Για αναλυτική εξέταση αυτών των στάσεων βλ. την πρόσφατη μονογραφία μου Ήφαιστος Παναγιώτης, Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας, Γερμανίας (Ποιότητα, Αθήνα, 1999), κεφ. 3. Επισημαίνεται πως στη μελέτη αυτή προχωρώ σε συγκριτική εξέταση της Τέταρτης με την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία που δείχνει πως υπήρχαν ελάχιστες διαφορές, αν όχι καμία μεταξύ όλων των Γάλλων ηγετών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
[76] Βλ. ανάλυση αυτής της πτυχής στο Αρβανιτόπουλος Κ., Ήφαιστος Π., Ευρωατλαντικές Σχέσεις (Ποιότητα, Αθήνα, 1999), κεφ. 1.
[77] Θα μπορούσε να προστεθεί πως ισχύει το ίδιο και μετά το 1995, όταν η Γαλλία έκανε σαφή στροφή όσον αφορά την Ατλαντική Συμμαχία. Η στροφή αυτή σχετιζόταν με την πλήρη πλέον αποδοχή της γαλλικής πυρηνικής ανεξαρτησίας και την υποστήριξη των γαλλικών επεμβάσεων στις περιφερειακές κρίσεις. Βλ. Ήφαιστος Παναγιώτης, Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας, Γερμανίας, ό.π., κεφ. 6.
[78] Αλλά και οι ή δεν επιθυμούσε Βρετανοί,  οι Ιταλοί και άλλοι ηγέτες της Ευρώπης.
[79] Αυτές οι πτυχές έχουν αναλυθεί σε τελευταίες μονογραφίες μου και δεν χρειάζεται να επανέλθω. Για το γερμανικό και τις στάσεις των υπολοίπων βλ. το Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας, Γερμανίας, ό.π., κεφ. 5 και 6. Για τη βρετανική αντίληψη των ευρωατλαντικών σχέσεων βλ. Ήφαιστος, στο Αρβανιτόπουλος Κ., Ήφαιστος Π., Ευρωατλαντικές Σχέσεις(Ποιότητα, Αθήνα, 1999), κεφ. 1.
[80] Για ανάλυση των εξελίξεων κατά τη διάρκεια του πρώτου ημίσεως της δεκαετίας του 1960 που οδήγησαν στην κρίση του 1965-66 βλ. επίσηςSidjanski Dusan, Η Ομοσπονδίωση της Ευρώπης (Παπαζήσης, Αθήνα, 1996), κεφ. ΙΙΙ.3.
[81] Δηλαδή, μεταξύ άλλων, αποδοχή μιας αναβαθμισμένης ερμηνείας των σχετικών καταστατικών προβλέψεων της συνθήκης της Ρώμης και του διαμεσολαβητικού ρόλου της Εκτελεστικής Επιτροπής, αποδοχή της αρχής να επιδιώκονται συμβιβασμοί οι οποίοι αν δεν επιτυγχάνονταν θα λαμβάνονταν αποφάσεις με ψηφοφορίες όπως πρόβλεπαν οι συνθήκες. Αυτσταδιακή επέκταση των υπερεθνικών θεσμών της Κοινότητας. Βλ.Lindberg Leon, Scheingold Stuart, Europe's Would Be Polity (Prentice Hall, Englewood Cliffs, 1970), σελ. 96-7. Για τις δυνατότητες ανάπτυξης του συστήματος προς υπερεθνικές κατευθύνσεις, αν δεν αντιδρούσε ο Ντε Γκωλ βλ. επίσης την ανάλυση του Haas Ernst, «The Uniting of Europe and the Uniting of Latin America», Journal of Common Market Studies, vol. 5, 1966-7, σελ. 326. Επίσης, βλ. Webb Carole, «Introduction: Variations on a Theoretical Theme» στο Wallace W., Wallace H., Webb (eds), Policy Making in the European Community (Wiley John, London, 1977, 1983), σελ. 13-15.
[82] Βλ. Zorgbibe Charles, La Construction Politique de l’ Europe (PUF, Paris, 1978), ιδ. σελ. 44-9. Αυτή είναι μια άλλη διάσταση που δείχνει μια άλλη πτυχή των αντιθέσεων και αντιφάσεων του συστήματος. Ενώ δηλαδή επιδιωκόταν ολοκλήρωση, στις μεταξύ τους σχέσεις λειτουργούσαν με όρους κλασικής διακρατικής εξισορρόπησης.
[83] Για την κρίση του 1965-6 βλ. Lindberg N. Leon, «Integration as a Source of Stress on the European Community System», ό.π. Επίσης, Heathcoate Nina, «The Crisis of European Supranationality», Journal of Common Market Studies, vol. 5, 1967. Επίσης, Monnet Jean, Memoires,vol. II (Fayard, Paris, 1976), σελ. 726-32. Επίσης, Nicoll W., «The Luxembourg Compromise», Journal of Common Market Studies,  vol. 23, September 1984.
[84] Βλ. Ifestos Panayiotis, European Political Cooperation. Towards a Framework of Supranational Diplomacy? (Gower, Aldeshot, UK, 1987), κεφ. 17.
[85] Για το πλήρες κείμενο στα ελληνικά βλ. Sidjanski, ό.π., σελ. 68.
[86] Μετά από τη μελέτη αυτού του ζητήματος το 1987 κατέληξα στο συμπέρασμα πως νομικά δεν υπήρξε ποτέ εμπόδιο για ψηφοφορίες, όταν προβλέπονται από τις συνθήκες. Όμως την απάντηση σε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα «τη δίνει ο πολιτικός και όχι ο νομικός». Βλ. Ifestos, ό.π., σελ. 323.
[87] Κατά τη διάρκεια της Διακυβερνητικής Διάσκεψης που οδήγησε στην Ενιαία Πράξη ήταν ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα. Για ανάλυση των θέσεων σε αυτή τη φάση βλ. Ifestos, ό.π., κεφ.18.
[88] Ενίοτε, λανθασμένα, η ψήφος για τον προϋπολογισμό και τη βρετανική συνεισφορά το 1982 θεωρείται ως υπέρβαση του «συμβιβασμού του Λουξεμβούργου» (βλ. Sidjanski, ό.π., σελ. 69). Οι Γάλλοι ηγέτες, μετά την ψηφοφορία διευκρίνισαν πως η ψηφοφορία δεν σήμαινε εγκατάλειψη της πρακτικής των ομόφωνων αποφάσεων. Αυτό που έγινε, εξήγησαν, δεν αφορούσε τον κανόνα της ομοφωνίας, όταν υπάρχουν ζωτικά συμφέροντα, αλλά την εκτέλεση ήδη ειλημμένης απόφασης στο πλαίσιο περιστάσεων που έθεταν επί τάπητος τον ρόλο της Βρετανίας στην Κοινότητα. Βλ. Le Monde, 21 και 22 Μαϊου και το Europe, αρ. 3373, 17-18 Μαϊου και αρ. 3376, 24-25 Μαϊου 1982.
[89] Για τη θέση ότι μετά την Ενιαία Πράξη η εθιμική προσέγγιση της συναίνεσης αποδυναμώθηκε βλ. Garrett Geoffrey, Tsebelis George, «An Institutional Critique of Intergovernmentalism», International Organization, Spring 1996, ιδ. σελ. 281-3, 293-4.
[90] Αυτό γίνεται ακόμη πιο σαφές, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι περισσότερο από τρεις δεκαετίες μετά στα θέματα άμυνας, εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας δεν εγκαταλείφτηκε η ομοφωνία.
[91] Για ανάλυση του ζητήματος του δημοκρατικού ελλείμματος βλ. Στεφάνου Κωνσταντίνος, Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση (Σάκκουλας, Αθήνα, 1999), σελ. 227-34.

-------------------------------
Σημείωση προς φοιτητές.
Η έμφαση στο κείμενο είναι δική μου. Κείμενο όπως το παρόν προσφέρεται ως τροφή για σκέψη, σύγκριση με τις θεωρητικές παραδοχές και έλεγχο θεωρίας υπό το πρίσμα των εμπειρικών δεδομένων.
Π.Ήφ.

Του FEDERICO SANTOPINTO*
Le Monde Diplomatique – Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 14.3.2010

Οι αμφισβητούμενοι διορισμοί του Βέλγου Χέρμαν βαν Ρομπάι και της Βρετανίδας Κάθριν Αστον αντίστοιχα στις θέσεις του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας, στις 23 Νοεμβρίου 2009, επιβεβαιώνουν ότι τα κράτη-μέλη επιθυμούν να διατηρήσουν τον έλεγχο της κοινής εξωτερικής πολιτικής.
Η συγκεχυμένη και με πολύ κόπο επικυρωμένη Συνθήκη της Λισαβόνας μεταθέτει τις απαραίτητες διευκρινίσεις σε μελλοντικές αβέβαιες διαπραγματεύσεις. Χρειάστηκαν περισσότερα από οκτώ χρόνια διαπραγματεύσεων, συμφωνιών, διακρατικών διαβουλεύσεων, τραυματικών δημοψηφισμάτων, συμφωνιών και διασκέψεων κορυφής, για να καταλήξουμε -αφού πρώτα εγκαταλείφθηκε η Συνταγματική Συνθήκη- στη Συνθήκη της Λισαβόνας, που τελεί εν ισχύι από την 1η Δεκεμβρίου 2009.
Η «πολεμική διαδρομή» δεν έχει, εν τούτοις, τελειώσει. Στον εμβληματικό τομέα της εξωτερικής πολιτικής, οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις που όφειλαν να κάνουν πιο ομοιογενή την εξωτερική δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μοιάζουν, τελικά, με αίνιγμα. Οι αόριστες και διφορούμενες διατυπώσεις της Συνθήκης διαφεύγουν απ' όλους και παραπέμπουν σε μεταγενέστερες της επικύρωσης, και προφανώς δύσκολες, διαπραγματεύσεις.
Μεταξύ των κυριότερων νεωτερισμών εντάσσεται η δημιουργία της θέσης του μόνιμου προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (βλέπε πλαίσιο), με θητεία διάρκειας δυόμισι ετών, ανανεώσιμη μία φορά, και αυτής του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ). Οι δύο θέσεις ανατέθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αντίστοιχα, στον Βέλγο Χέρμαν βαν Ρομπάι και στη Βρετανίδα Κάθριν Αστον, στις 23 Νοεμβρίου 2009. Τέλος, θεσπίζεται η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, της οποίας διαχειριστής είναι ο ύπατος εκπρόσωπος, που αναλαμβάνει επιπλέον και τις αρμοδιότητες του αντιπροέδρου της Επιτροπής.
Η νέα δομή συμπληρώνει το υπάρχον θεσμικό σύστημα -για παράδειγμα, η εκ περιτροπής προεδρία ανά εξάμηνο διατηρείται- χωρίς επιπλέον διευκρίνιση όσον αφορά τον συντονισμό του συνόλου(1).
Η έλλειψη συνοχής της εξωτερικής ευρωπαϊκής δράσης είναι το αποτέλεσμα ενός παράδοξου που, ανέκαθεν, διαπερνά το κοινοτικό οικοδόμημα. Από τη μια, τα κράτη-μέλη εκτιμούν ότι θα περιθωριοποιηθούν σταδιακά στον πλανήτη εάν δεν ενωθούν. Από την άλλη, φοβούνται την ανάδειξη μιας Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής της οποίας θα έχαναν τον έλεγχο. Εν ολίγοις, θα ήθελαν μια Ευρώπη πιο δυνατή χωρίς να μοιραστούν την κυριαρχία τους.
Προχωρώντας διστακτικά ανάμεσα στις αντίξοες απαιτήσεις, δημιούργησαν σιγά σιγά θεσμούς και εξαιρετικά περίπλοκες διαδικασίες, ελπίζοντας ότι, μια μέρα, μια «μαγική» φόρμουλα θα μπορούσε να διασφαλίσει τις προσδοκίες τους.
Είναι μια δυσνόητη κατασκευή που η Συνθήκη της Λισαβόνας όφειλε να επανεξετάσει πριν συναντήσει τους ίδιους σκοπέλους όπως και στο παρελθόν.

Η πρώτη παρέμβαση
Η ιστορική αναδρομή διαφωτίζει την κατάσταση. Οι ευρωπαϊκές αρμοδιότητες είναι, βασικά, οικονομικές (Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα, Κοινή Αγορά). Μέσω αυτής της οδού, λοιπόν, η Ενωση παρενέβη προοδευτικά στη διεθνή σκηνή. Εκτός από τις δικαιοδοσίες της στο εμπόριο -για παράδειγμα, διαπραγματεύεται, στο όνομα των είκοσι επτά, στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου- καλλιέργησε κυρίως, με την πάροδο του χρόνου, μια εντυπωσιακή πολιτική συνεργασίας για την ανάπτυξη (περισσότερο από το 5% του προϋπολογισμού, ήτοι περισσότερα από 7 εκατομμύρια ευρώ σε πέντε χρόνια[2]). Αυτή η πολιτική, εκλαμβανόμενη ως ένας από τους τομείς στους οποίους η Ενωση θα μπορούσε να διακριθεί και να κατοχυρώσει μια δική της ταυτότητα, ασκείται από τους δύο κύριους υπερεθνικούς οργανισμούς, την Επιτροπή και το Κοινοβούλιο.
Το 1993, εν μέσω του καπνού των γιουγκοσλαβικών πολέμων που ανέδειξαν την ευρωπαϊκή αδυναμία, δημιουργήθηκε η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) από τη Συνθήκη του Μάαστριχ, στην οποία προστέθηκε, το 1999, η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Αμυνας (ΕΠΑΑ). Παρ' όλο που η ίδρυση της ΚΕΠΠΑ και της ΕΠΑΑ αντικατοπτρίζει τη θέληση να ξεπεραστεί η οικονομική διάσταση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και να απαντηθούν οι προκλήσεις του τέλους του διπολικού κόσμου, ερμηνεύει επίσης τη θέληση των κρατών-μελών να ελέγξουν την επέκταση των αρμοδιοτήτων.
Πράγματι, η ΚΕΠΠΑ/ΕΠΑΑ απομακρύνει ρητά την Επιτροπή, το Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, υπέρ του Συμβουλίου (υπουργοί των κρατών-μελών), το οποίο, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, αποφασίζει ομόφωνα. Υπό αυτή την οπτική, επίσης, δημιουργήθηκε η θέση του ύπατου εκπροσώπου για την ΚΕΠΠΑ, το 1999, και ανατέθηκε στον Χαβιέρ Σολάνα. Ο ίδιος, ενεργώντας ως υπερ-πρέσβης, δεν είναι ένας γνήσιος πολιτικός ιθύνων. Όσον αφορά δε τη συνεργασία για την ανάπτυξη και το εμπόριο, παρέμειναν προνόμιο της Επιτροπής. Οι δύο τομείς αναπτύσσονται, λοιπόν, παράλληλα.
Η εξέλιξη του διεθνούς πλαισίου στις αρχές της δεκαετίας του 2000 θα κάνει ανυπόφορη αυτήν την κατάσταση. Η επικέντρωση σε «απειλές» όπως η τρομοκρατία, τα κράτη-παρίες και η μετανάστευση, αλλάζει, πράγματι, τη φύση της συνεργασίας στον τομέα της ανάπτυξης, μετατρέποντάς την σε μείζον στρατηγικό εργαλείο. Οι πόλεμοι του Ιράκ και του Αφγανιστάν αποκάλυψαν τα όρια της στρατιωτικής δύναμης, επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι η βοήθεια είναι ένα σημαντικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής. Η λειτουργία της Ένωσης εμφανίζεται, λοιπόν, ασυνάρτητη ως προς το ότι τα μέσα της εξωτερικής της δράσης (η συνεργασία στην ανάπτυξη από τη μία, η ΚΕΠΠΑ/ΕΠΑΑ από την άλλη) είναι διαμοιρασμένα μεταξύ πολυάριθμων οργάνων και λειτουργούν σύμφωνα με καθορισμένες διαδικασίες, κοινοτικές στην πρώτη περίπτωση, διακυβερνητικές στη δεύτερη περίπτωση.
Επιπλέον, κάθε οργανισμός αποτελεί από μόνος του μια πολύπλοκη δομή. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για παράδειγμα, όταν παρεμβαίνει στο εξωτερικό, διασπάται σε έξι γενικές διευθύνσεις, των οποίων διαχειριστές είναι τέσσερις διαφορετικοί επίτροποι(3), στους οποίους, βεβαίως, δεν πρέπει να ξεχάσουμε να προσθέσουμε τον ίδιο τον πρόεδρο της ΕπιτροπήςΟσον δε αφορά το Συμβούλιο, η αντιπροσώπευσή του εξασφαλίζεται όχι μόνο από τον ύπατο εκπρόσωπο για την ΚΕΠΠΑ, αλλά επίσης και από το κράτος-μέλος που ασκεί, κάθε έξι μήνες, την εκ περιτροπής προεδρία της Ενωσης. Μια προεδρία που είχε θεωρηθεί πηγή ασυναρτησίας και ασυνέχειας.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας τίθεται σε ισχύ σε αυτό το διασπασμένο πλαίσιο. Στη νέα αρχιτεκτονική της Ε.Ε., ο ύπατος εκπρόσωπος για την ΚΕΠΠΑ παίζει χωρίς αμφιβολία τον πιο σπουδαίο και τον πιο ευαίσθητο ρόλο. Πρέπει να συγκεντρώνει τις παλιές αρμοδιότητες του ύπατου εκπρόσωπου και αυτές της Επιτροπής, στην οποία εντάσσεται ως αντιπρόεδρος. Θα έχει, λοιπόν, το ένα πόδι στο Συμβούλιο και το άλλο στην Επιτροπή. Αυτή η λύση, αποτέλεσμα μακροχρόνιων και δύσκολων διαπραγματεύσεων, δεν μοιάζει κατάλληλη για να βοηθήσει να γίνει πιο ομοιογενής η εξωτερική δράση της Ένωσης.
Πράγματι, οι νέες διατάξεις δεν τροποποιούν καθόλου τον δυϊσμό Επιτροπή-Συμβούλιο.
Όταν ο ύπατος εκπρόσωπος θα επέμβει, για παράδειγμα, στον τομέα της συνεργασίας, θα το κάνει στο πλαίσιο των παραδοσιακών εξουσιών της Επιτροπής και των ημι-υπερεθνικών διαδικασιών της, που καθιστούν την Ενωση την καλύτερα ενταγμένη περιφερειακή οργάνωση στον κόσμο. Όταν θα δράσει στο διπλωματικό και στρατιωτικό πεδίο, θα ξαναγίνει αυτό που ήταν πριν από τη Λισαβόνα, ένας εντολοδόχος των κρατών-μελών, κι όχι ένας ιθύνων. Οι νέες διατάξεις θεσπίζουν, λοιπόν, μια γέφυρα μεταξύ των δύο σφαιρών δράσης, χωρίς, όμως, να λύνουν ουσιαστικά το πρόβλημα.

Η οργανωτική δομή που προτείνεται από τη Συνθήκη της Λισαβόνας είναι γεμάτη αινίγματα και αντιξοότητες, που σκορπούν τη σύγχυση στο κέντρο της Ένωσης. Το Βέλγιο, που θα αναλάβει την εξαμηνιαία διεύθυνση της Ένωσης τον Ιούλιο 2010, έχει ήδη ανακοινώσει ότι οι εκ περιτροπής προεδρίες των κρατών-μελών, που παραμένουν εν ισχύι, δεν μπορούν να αποκλειστούν από την ΚΕΠΠΑ, ακόμη κι αν, κανονικά, είναι ο ύπατος εκπρόσωπος εκείνος που πρέπει να προεδρεύει του συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών. Η Ισπανία, που έχει την προεδρία το πρώτο εξάμηνο 2010, φαίνεται να συμφωνεί. Σε αυτήν την περίπτωση, αν η εξωτερική δράση της Ένωσης, πριν από τη Λισαβόνα, καθοδηγούνταν από τρεις κύριους παράγοντες, μετά τη Λισαβόνα οι παράγοντες πιθανόν να γίνουν τέσσερις.
Δεύτερον, η πρόσφατη μεταρρύθμιση της Επιτροπής, που ετέθη εν ισχύι τον Φεβρουάριο, αφήνει τον οργανισμό με τρεις επιτρόπους και πέντε γενικές διευθύνσεις αρμόδιες για τις εξωτερικές σχέσεις(4), στα οποία προστίθενται ο ύπατος εκπρόσωπος-αντιπρόεδρος της Επιτροπής και η νέα Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ). Αυτή η υπηρεσία, που όφειλε να συγκεντρώνει πολλές άλλες υπηρεσίες της Ένωσης διασκορπισμένες μεταξύ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, δεν έχει ακόμη ξεκάθαρα τοποθετηθεί μεταξύ των δύο οργανισμών. Αγνοούμε, επιπλέον, το πώς το Κοινοβούλιο, που έχει μια εξουσία ελέγχου στις δραστηριότητες της Επιτροπής αλλά όχι στην ΚΕΠΠΑ, θα μπορεί να ελέγχει την ΕΥΕΔ.

Το νέο καθεστώς
Από την άλλη, η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν υποδεικνύει καθαρά την ιεραρχική θέση του ύπατου εκπρόσωπου/αντιπροέδρου της Επιτροπής. Αν ένας επίτροπος οφείλει πάντα να δίνει λογαριασμό στον πρόεδρό του -που μπορεί άλλωστε να ζητήσει την παραίτησή του- τι θα γίνει με την Κάθριν Αστον, της οποίας η νομιμότητα απορρέει κυρίως από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που τη διόρισε; Ποια θα είναι η αυτονομία της Επιτροπής σε σχέση με τα κράτη-μέλη; Εκτός ευρωπαϊκών συνόρων, η Επιτροπή θα γίνει ένα σώμα με δύο κεφάλια. Όχι μόνο ο θεσμικός δυϊσμός της εξωτερικής δράσης παραμένει, αλλά κινδυνεύει τώρα να μεταφερθεί και στο ίδιο το εσωτερικό της Επιτροπής.
Αυτά τα ζητήματα, καθώς και άλλα ακόμη, πρέπει να συζητηθούν σε νέες διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, η βιωσιμότητα των νέων οργανισμών θα εξαρτηθεί επίσης από τις προσωπικότητες των επικεφαλής τους. Οι διορισμοί του Βέλγου Βαν Ρομπάι και της Βρετανίδας Αστον έχουν ήδη επικριθεί. Η επιλογή τους εκφράζει τη θέληση των ευρωπαϊκών πρωτευουσών να διατηρήσουν τον έλεγχό τους στην κοινή εξωτερική πολιτική.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν προτείνει λύσεις στην πολυπλοκότητα της Ένωσης ούτε στο διοικητικό της χάος.Μπορούμε, εντούτοις, να αναρωτηθούμε αν η έλλειψη κοινής εξωτερικής πολιτικής οφείλεται σε έλλειψη θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Οφείλουμε, επίσης, να λάβουμε σοβαρά υπ' όψιν και την καθαρά πολιτική διάσταση.Πάρα πολύ συχνά, τα κράτη-μέλη της Ένωσης, όταν ασχολούνται με διεθνείς φακέλους, έχουν διιστάμενα συμφέροντα, που δεν οφείλονται μόνο στις αντικειμενικές καταστάσεις. Είναι επίσης και το αποτέλεσμα στρατηγικών επιλογών κάθε κράτους χωριστά.
Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα είναι η ενέργεια. Καμία θεσμική μεταρρύθμιση δεν θα μπορέσει να ενώσει τους Ευρωπαίους όσο μια κοινή πολιτική. Χωρίς αυτήν, πώς η Ενωση θα μπορούσε να έχει μια κοινή δράση απέναντι στη Ρωσία(5); Πιο συγκεκριμένα, αν η ΒΡ μαζί με την αμερικανική Chevron κατασκευάζει τον πετρελαιαγωγό BTC (Μπακού-Τμπίλισι-Σεϊχάν) που διασχίζει τη Γεωργία, ενώ η Γερμανία κατασκευάζει, κάτω από τη Βαλτική Θάλασσα, έναν αγωγό αερίου που παρακάμπτει τη μισή Ευρώπη και την ενώνει απευθείας με τη Μόσχα, πώς στη συνέχεια να εκπλησσόμαστε όταν το Λονδίνο και το Βερολίνο έχουν διιστάμενες πολιτικές απέναντι στη γεωργιανή κρίση και τη Μόσχα; Το θέμα, επομένως, είναι η ερμηνεία των κοινών ευρωπαϊκών συμφερόντων(6).
Όταν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα διδάσκεται στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, παρουσιάζεται συχνά ως μια «διακριτική επανάσταση». Χρησιμοποιούμε, ιδιαίτερα, τη μεταφορά των «μικρών βημάτων» για να εξηγήσουμε, κυρίως, τα όρια και τα μειονεκτήματα της διαδικασίας ένταξης. Παρ' όλα αυτά, σήμερα, το εγχείρημα μοιάζει να εξυπηρετεί τη δικαίωση θεσμικών συμβιβασμών όλο και περισσότερο επίπονων και συγκεχυμένων, ενώ απομακρύνεται συνεχώς η διαβούλευση για το περιεχόμενο των πολιτικών που πρέπει να εφαρμοστούν.
Υποσημειώσεις
(1) Οι αρμόδιες για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπηρεσίες, σε σχετικό ερώτημα της «Monde diplomatique», έδειξαν προβληματισμένες με τη νέα θεσμική δομή: Δεν μπόρεσαν να εκφράσουν παρά υποθέσεις σχετικά με τη μελλοντική της λειτουργία.
(2) Όσον αφορά τον προϋπολογισμό της εξωτερικής πολιτικής και της κοινής ασφάλειας (PESC), αυτός ανέρχεται σε περίπου 250 εκατομμύρια ευρώ ετησίως (ήτοι, 1,74 δισεκατομμύρια ευρώ για την περίοδο 2007-2013).
(3) Από το 2004 έως το 2009: εξωτερικές σχέσεις (Αστον), ανάπτυξη και ανθρωπιστική βοήθεια (Κάρελ ντε Γκουχτ), διεύρυνση (Ολι Ρεν), εμπόριο, ευρωπαϊκή πολιτική γειτονίας και γραφείο συνεργασίας EuropeAid (Μπενίτα Φερέρο-Βάλντνερ).
(4) Έπρεπε να αφορά τη γενική διεύθυνση εμπορίου, τη γενική διεύθυνση ανάπτυξης, το Γραφείο Ανθρωπιστικής Βοήθειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ECHO), το EuropeAid (που διαχειρίζεται τη βοήθεια στην ανάπτυξη) και τη γενική διεύθυνση διεύρυνσης (που θα μπορούσε να συμπεριλάβει επίσης και τις αρμοδιότητες της πολιτικής γειτονίας).
(5) Διάβασε Mathias Reymond, « Η ενεργειακή Ευρώπη μεταξύ ανταγωνισμού και εξάρτησης», «Le Monde diplomatique», Δεκέμβριος 2008.
(6) Διάβασε Michel Foucher, «Ποια σύνορα και ποιο σχέδιο για την Ένωση;», «Le Monde Diplomatique», Μάιος 2007.
*Ερευνητής στην Ομάδα Ερευνας και Πληροφόρησης για την Ειρήνη και την Ασφάλεια (GRIP) στις Βρυξέλλες
http://www.ifestos.edu.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου