Πριν ακόμη αναφερθούμε στα διάφορα στάδια, μέσα από τα οποία οδηγήθηκε η χώρα μας στο ΔΝΤ, έχοντας ουσιαστικά απολέσει την ανεξαρτησία της (αφού δεν έχει πλέον τη «ρεαλιστική» δυνατότητα «φυσιολογικού» δανεισμού της από τις «αγορές», ενώ δεν αποφασίζει μόνη της για το μέλλον των Πολιτών της), θα ήταν ίσως σκόπιμο να αναφερθούμε στον «οικονομικό λαϊκισμό» - για τον οποίο κατηγορείται έντονα η Ελλάδα, τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια.
Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε προηγουμένως ότι, η πρόσφατη ανακοίνωση της Ελλάδας για μία νέα προσφυγή στις «αγορές» τον Ιούλιο (ομόλογα ύψους 4,8 δις €), πιθανόν να πηγάζει από τις αμφιβολίες που έχουν δημιουργηθεί, σε σχέση με το «πακέτο» των 80 δις € της ΕΕ. Όπως έγινε γνωστό, υφίσταται «ρήτρα», σύμφωνα με τη οποία ο ευρώ-δανεισμός παύει να ισχύει, εάν κριθεί «άκυρος» από τα δικαστήρια των χωρών-μελών της Ευρωζώνης ή από το αντίστοιχο Ευρωπαϊκό. Σε μία τέτοια περίπτωση, η χώρα μας θα πρέπει να αρκεσθεί στη «βοήθεια» του ΔΝΤ, ανταποκρινόμενη φυσικά πλήρως στις όποιες απαιτήσεις του.
Ο «λαϊκισμός» τώρα ορίζεται σαν μία «πολιτική φιλοσοφία», η οποία υποστηρίζει τα λαϊκά δικαιώματα, καθώς επίσης τη λαϊκή κυριαρχία – συνήθως απέναντι σε μία προνομιούχα άρχουσα τάξη. Κατά την άποψη πολλών, ο «οικονομικός λαϊκισμός» είναι μία αντίδραση ενός εξαθλιωμένου λαού, σε μία αποτυχημένη κοινωνία – μία κοινωνία δηλαδή, η οποία χαρακτηρίζεται από μία άρχουσα τάξη, η οποία θεωρείται «τάξη των καταπιεστών» (Greenspan). Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, ο «λαός» εν προκειμένω ορίζεται σαν μία άμορφη, μη συνεκτική μάζα ιδιοτελών, μη αλληλέγγυων ανθρώπων, η οποία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το σύνολο των ανεξάρτητων, «εκπαιδευμένων» και συνειδητών Πολιτών, το οποίο χαρακτηρίζει μία συνεκτική, δυναμική, δημοκρατική κοινωνία.
Περαιτέρω, υπό καθεστώς «οικονομικού λαϊκισμού», η κυβέρνηση ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των λαϊκών στρωμάτων, αγνοώντας εντελώς τόσο τα ατομικά δικαιώματα, όσο και την οικονομική πραγματικότητα – σε σχέση με το πως ο πλούτος ενός έθνους μπορεί να αυξηθεί ή, έστω, να διατηρηθεί στο ίδιο επίπεδο Δηλαδή, οι συνήθως αρνητικές οικονομικές συνέπειες των χρησιμοποιουμένων μεθόδων αγνοούνται, είτε εκούσια, είτε κατ’ ανάγκη – ενώ ο λαϊκισμός είναι πιο εμφανής σε κοινωνίες με υψηλά επίπεδα ανισότητας στα εισοδήματα.
Συνεχίζοντας, ο «οικονομικός λαϊκισμός» επιζητεί τη μεταρρύθμιση – όχι βέβαια την επανάσταση. Οι «απολογητές» του, οι εκάστοτε «λαϊκιστικές» κυβερνήσεις δηλαδή, είναι εντελώς σαφείς, σχετικά με τα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν αλλά, ταυτόχρονα, οι «συνταγές» που προτείνουν είναι εξαιρετικά ασαφείς – ως επί το πλείστον σκόπιμα. Σε πλήρη αντίθεση με τον καπιταλισμό ή το σοσιαλισμό (με τον κομμουνισμό επίσης), ο οικονομικός λαϊκισμός δεν ασχολείται σοβαρά με οποιαδήποτε ανάλυση των συνθηκών, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη δημιουργία πλούτου και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου - αρκούμενος σε λόγια, χωρίς πράξεις.
Οι «λαϊκιστές» ηγέτες προσφέρουν γενικά σαφείς υποσχέσεις για τη «θεραπεία» πραγματικών ή φανταστικών αδικιών, όπου η αναδιανομή των εισοδημάτων, καθώς επίσης η τιμωρία της διεφθαρμένης άρχουσας τάξης, η οποία «κλέβει τους φτωχούς», αποτελούν τα συνήθη «μέσα» επίλυσης των πάντων. Η «δικαιοσύνη» είναι άλλο ένα ζητούμενο, παρουσιαζόμενη με μία αναδιανεμητική ή «εκδικητική» μορφή, ενώ μία καθαυτό δημοκρατική διαδικασία ευρίσκεται πολύ χαμηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων.
Φυσικά ο «οικονομικός λαϊκισμός» δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς, δεν δείχνει την τάση να υποχωρεί όταν αποτυγχάνει επανειλημμένα, ενώ «φαντασιώνεται» έναν πιο ευθύγραμμο, έναν απλούστερο δηλαδή και «συμμετρικό» κόσμο. Τέλος, οι «αρχές» του είναι μάλλον «πρωτόγονες», βασιζόμενες στο κράτος-μητέρα, το οποίο οφείλει να κάνει τα πάντα για τους υπηκόους-παιδιά του, χωρίς να απαιτεί ουσιαστικές ενέργειες εκ μέρους τους - σε πλήρη αντίθεση με τις πραγματικές ανάγκες της Οικονομίας, «εγκυμονώντας» συχνά τον ολοκληρωτισμό.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ «ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ»
Επικεντρωνόμενοι στη χώρα μας, διαπιστώνουμε αρκετές φορές πως, αντί να αναλύουμε διεξοδικά τα υπαρκτά, διαχρονικά, μεγάλα προβλήματα του δημοσίου χρέους και των ελλειμμάτων (τα οποία οφείλονται κυρίως στη διαρκώς μειούμενη ανταγωνιστικότητα της Οικονομίας μας, όπως φαίνεται από το Ισοζύγιο στον Πίνακα Ι), αναλωνόμαστε στην αναζήτηση μίας βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης των «λειτουργικών» ζημιών του κράτους μας - μεταθέτοντας την επίλυση του πραγματικού προβλήματος, τη δημιουργία πλεονασμάτων δηλαδή, στο μέλλον.
Πίνακας Ι: Δείκτες της ελληνικής οικονομίας, σε ποσοστά
Περίοδοι | Ανάπτυξη % | Ανεργία % | Πληθωρισμός % | Ισοζύγιο % |
|
|
|
|
|
1975-1979 | 5,34 | 1,92 | 13,96 | 0,96 |
1980-1984 | -0,22 | 5,36 | 21,10 | 0,28 |
1985-1989 | 1,76 | 6,76 | 17,58 | -1,44 |
1990-1994 | 0,84 | 7,78 | 16,06 | -0,94 |
1995-1999 | 2,98 | 10,28 | 5,92 | -2,92 |
2000-2004 | 4,56 | 10,48 | 3,90 | -11,82 |
2005-2008 | 3,58 | 8,70 | 3,55 | -12,15 |
|
|
|
|
|
Πρόβλεψη 2010* | -4,00 | 14,00 | 7,00 | -15,00 |
Πηγή: ΕΕ 2009
* Β. Βιλιάρδος (εάν στην ύφεση -4% που υπολογίζεται από το ΔΝΤ για το 2010 προσθέσει κανείς την αύξηση των τιμών κατά περίπου 8% λόγω των φόρων, τότε η ύφεση αγγίζει το -12%).
Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα «ενοχλητικό», αφού ουσιαστικά γνωρίζουμε τα λάθη μας, ενώ οι ενέργειες διόρθωσης τους («μέτρα» του ΔΝΤ) είναι προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση – οδηγώντας μας με μαθηματική ακρίβεια στην αναδιάρθρωση του χρέους, στη «λεηλασία» του πλούτου της χώρας μας, στην καταστροφή της μεσαίας τάξης, καθώς επίσης στην εξαθλίωση του μεγαλύτερου μέρους των Ελλήνων.
Για παράδειγμα, διακρίνοντας δύο είδη επιχειρήσεων στη χώρα μας, γνωρίζουμε με απόλυτη σαφήνεια ότι, η πρώτη ομάδα αποτελείται από τις επιχειρήσεις, οι οποίες παράγουν αγαθά και υπηρεσίες που δεν είναι διεθνώς εμπορεύσιμα (δημόσιος τομέας, μέρος των κλάδων της οικοδομής και των υπηρεσιών), ενώ η δεύτερη δραστηριοποιείται στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων. Επίσης διαπιστώνεται ότι (Πίνακας ΙΙ), το 80% σχεδόν του συνολικού ΑΕΠ μας προέρχεται από τις υπηρεσίες, με την ευρύτερη έννοιά τους.
Πίνακας ΙΙ: Σύσταση του συνολικού ΑΕΠ της Ελλάδας (213 δις €, χωρίς την «αναπροσαρμογή» του 2006)
Κατηγορίες | Σε ποσοστά του ΑΕΠ |
|
|
Χονδρικό και λιανικό εμπόριο | 33,50 |
Χρηματοπιστωτική και κτηματική δραστηριότητα | 19,80 |
Τουρισμός | 18,00 |
Λοιπές Υπηρεσίες | 8,60 |
Βιομηχανία συμπεριλαμβανομένης ενέργειας | 11,80 |
Οικοδομική βιομηχανία | 4,50 |
Γεωργία, Κτηνοτροφία, Αλιεία | 3,80 |
|
|
ΣΥΝΟΛΟ | 100% |
Πηγή: ΕΣΥΕ, Spiegel
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Περαιτέρω είναι σαφές ότι, η πρώτη «ομάδα» επιχειρήσεων δεν υφίσταται πίεση από το διεθνή ανταγωνισμό, αφού λειτουργεί μόνο «εντός των συνόρων» - οπότε μπορεί να επιβαρύνει εύκολα τις τιμές πώλησης της με τις αυξήσεις του κόστους, οι οποίες πηγάζουν από τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της Οικονομίας μας. Για παράδειγμα, μία καφετέρια στην Αθήνα έχει τη δυνατότητα να χρεώνει τον καφέ 4 €, παρά το ότι το ίδιο προϊόν σε μία καφετέρια της Ιταλίας κοστίζει μόλις 1,5 €.
Αντίθετα, η δεύτερη «ομάδα», η οποία περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του δευτερογενούς τομέα (μεταποίηση), καθώς επίσης σημαντικό μέρος των υπηρεσιών (τουρισμός, μεταφορές κλπ), δεν έχει τη δυνατότητα να επιρρίψει τις αυξήσεις του «ελληνικού κόστους» στις τιμές, επειδή ευρίσκεται κάτω από την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού (η διεθνής ανταγωνιστικότητα είναι μία πολυσύνθετη έννοια, η οποία σχετίζεται με την παραγωγικότητα, τις τιμές, το κόστος παραγωγής, την ποιότητα των προϊόντων, την τεχνολογική ανάπτυξη, τη γραφειοκρατία, τα επενδυτικά κίνητρα, τα αντικίνητρα κλπ).
Έτσι διαπιστώνουμε ότι, ακόμη και οι ελληνικές εξαγωγικές βιομηχανίες, προτιμούν να πουλούν τα προϊόντα τους εντός Ελλάδας, επειδή έχουν τη δυνατότητα να τα χρεώνουν ακριβότερα. Πόσο μάλλον όταν, η καταναλωτική συμπεριφορά των Ελλήνων είναι σε μεγάλο βαθμό «συμπλεγματική», αφού σπάνια αναζητούμε την καλύτερη δυνατή τιμή αγοράς, θεωρώντας ότι έτσι «υστερούμε» συγκριτικά - εμφανιζόμενοι φτωχότεροι, σε σχέση με το άμεσο περιβάλλον μας, οπότε λιγότερο ικανοί. Για παράδειγμα, αρκετές οινοβιομηχανίες της χώρας μας, πολλά χρόνια πριν, αναρωτιόταν γιατί να πουλήσουν τη φιάλη κρασιού στην Ολλανδία προς 2 €, όταν είχαν τη δυνατότητα να διαθέσουν το ίδιο ακριβώς προϊόν στην Αθήνα, έναντι 5 €.
Στη Γερμανία αντίθετα, τα κέρδη των επιχειρήσεων από την εσωτερική αγορά, είναι κατά πολύ χαμηλότερα, σε σχέση με τα αντίστοιχα στις εξαγωγές, επειδή οι καταναλωτές εκεί είναι εξαιρετικά προσεκτικοί (μη «συμπλεγματικοί»), όσον αφορά τις τιμές των προϊόντων που αγοράζουν. Για παράδειγμα, τα καθαρά κέρδη της Lidl στη Γερμανία, δεν ξεπερνούσαν πρόσφατα το 1%, ενώ στην Ελλάδα υπερέβαιναν το 5%. Κατ’ επέκταση, οι γερμανικές επιχειρήσεις επικεντρώνονται στις εξαγωγές, με ευεργετικά αποτελέσματα για το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας τους.
Συμπερασματικά λοιπόν, τόσο οι επιχειρηματίες, όσο και οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα, έχουν οδηγηθεί «υποχρεωτικά» στην πρώτη ομάδα επιχειρήσεων (δημόσιο, οικοδομή, εστιατόρια, καφετέριες κλπ), με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται διαρκώς το ισοζύγιο μας, όπως επίσης να διαστρεβλώνεται η Οικονομία μας - χάνοντας και τα τελευταία υπολείμματα της ανταγωνιστικότητας της.
Παρ’ όλα αυτά, αντί να μειωθεί το εργατικό κόστος στη δεύτερη ομάδα από την «κυβέρνηση» μας (χωρίς να σημαίνει ότι επικροτούμε μία τέτοια ενέργεια, αφού οι μισθοί στην Ελλάδα είναι από τους χαμηλότερους στην ΕΕ, ενώ τυχόν περιορισμός τους δεν επιλύει το πρόβλημα), μειώνεται στην πρώτη – ειδικότερα στο δημόσιο, το οποίο δεν είναι εκτεθειμένο στο διεθνή ανταγωνισμό. Προφανώς, η σωστή «θεραπεία» θα ήταν η μείωση των υπεράριθμων απασχολουμένων του δημόσιου τομέα, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των επιχειρήσεων της δεύτερης ομάδας, έτσι ώστε να απορροφηθεί η ανεργία, ταυτόχρονα με την επίτευξη υψηλότερης ανταγωνιστικότητας.
ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
Πριν ακόμη αναφερθούμε στα επί μέρους γεγονότα, τα οποία οδήγησαν τη χώρα μας στα νύχια του ΔΝΤ (χωρίς φυσικά να δίνουμε σημασία στις «περιρρέουσες» απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι κυβερνήσεις μας «κοιμόντουσαν» συνειδητά με τους «εχθρούς» μας – Goldman Sachs, Η.Π.Α. κλπ), θα παραθέσουμε τον Πίνακα ΙΙΙ, ο οποίος αναφέρεται στους «βαθμούς», με τους οποίους αμείβουν ή τιμωρούν οι (μονοπωλιακές) εταιρείες αξιολόγησης τα κράτη και τις επιχειρήσεις.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Αξιολόγηση δημοσίων ομολόγων της Standard & Poor’s
Βαθμός | Ερμηνεία |
|
|
ΑΑΑ | Σχεδόν μηδενικός κίνδυνος |
ΑΑ+ , ΑΑ , ΑΑ- | Σίγουρη επένδυση, ελαφρό ρίσκο |
Α+ , Α , Α- | Σίγουρη επένδυση, εκτός απροβλέπτων γεγονότων* |
ΒΒΒ+ , ΒΒΒ, ΒΒΒ- | Μέτρια επένδυση, μεσαίο ρίσκο χρεοκοπίας |
ΒΒ+ , ΒΒ , ΒΒ- | Κερδοσκοπική επένδυση, ρίσκο χρεοκοπίας |
Β+ , Β , Β- | Πολύ κερδοσκοπική επένδυση, πιθανή χρεοκοπία |
CCC+ | Πολύ υψηλό ρίσκο χρεοκοπίας |
|
|
Τάση** | Σταθερή – Θετική – Αρνητική |
* Σε σχέση με την παγκόσμια οικονομία γενικά
** Εμφανίζεται σε συνδυασμό με τους βαθμούς αξιολόγησης
Πηγή: Spiegel
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Για παράδειγμα βαθμολόγησης, η Γερμανία αξιολογείται με ΑΑΑ, το Βέλγιο με ΑΑ+, η Ιαπωνία και η Ισπανία με ΑΑ, η Κίνα, η Χιλή και η Ιταλία με Α+, η Πολωνία και η Πορτογαλία με Α-, η Ρωσία με ΒΒΒ, η Βραζιλία και η Ινδία με ΒΒΒ-, η Ελλάδα και η Ρουμανία με ΒΒ+, η Τουρκία με ΒΒ, η Ουγκάντα με Β+, η Κένυα με Β, το Πακιστάν με Β- και το Εκουαδόρ με CCC+ (με ημερομηνία 29.04.2010).
Συνεχίζοντας, αναφέρουμε με χρονολογική σειρά τα διάφορα γεγονότα, τα οποία οδήγησαν την Ελλάδα στο ΔΝΤ και την ΕΕ σε άμυνα – ενδεχομένως σε μεγάλη ήττα, μετά τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ευρωπαϊκό πακέτο στήριξης της οικονομίας.
20.10.2009: Το έλλειμμα του προϋπολογισμού της Ελλάδας για το 2009 «διορθώνεται» στο 12,5% του ΑΕΠ, από το 6% που είχε προβλεφθεί, ενώ ο νέος Υπουργός Οικονομικών ανακοινώνει εσπευσμένα τη λήψη μέτρων. Το γεγονός αυτό «συνδέεται» (εύλογα) από τις «αγορές», με τη διενέργεια πρόωρων εκλογών, με την ατυχή απογραφή του 2004, καθώς επίσης με τους ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους η Ελλάδα παραποίησε τα στοιχεία της, κατά την εισαγωγή της στη ζώνη του Ευρώ. Ως εκ τούτου, αντιμετωπίζεται αφενός μεν «ανησυχητικά», αφετέρου με έντονη δυσπιστία - τόσο από την ΕΕ, όσο και από τις διεθνείς αγορές, «εκβάλλοντας» στην «κρίση αξιοπιστίας» της χώρας μας.
22.10.2009: Η εταιρεία αξιολόγησης Fitch «υποτιμάει» την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στο Α-. Η αμεσότητα της κίνησης της Fitch, είτε κριθεί εντός των «πλαισίων» της επιθετικής πολιτικής των Η.Π.Α., είτε σαν προσπάθεια διόρθωσης των προηγουμένων «σφαλμάτων» της (απαράδεκτα θετική αξιολόγηση των CDO’s κλπ), δημιούργησε τεράστιες δυσκολίες στην Ελληνική κυβέρνηση, για τις οποίες δεν φαινόταν να είναι κατάλληλα προετοιμασμένη (εάν βέβαια δεν συμμετείχε στο «σχέδιο» έλευσης του ΔΝΤ, όπως κάποιοι ισχυρίζονται).
09.12.2009: Η Fitch υποτιμάει ξανά την Ελλάδα, γεγονός που οδηγεί για πρώτη φορά το Ευρώ σε πτώση. Εν τούτοις, η Ευρωζώνη δεν φαίνεται να αξιολογεί σωστά το πρόβλημα, θεωρώντας ότι αφορά αποκλειστικά και μόνο την Ελλάδα.
16.12.2009: Η Standard & Poor’s μειώνει με τη σειρά της την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, ακολουθώντας «κατά πόδας» την πρώτη αδελφή. Αν και οι πιέσεις είναι πλέον εμφανείς, η Ελλάδα παραμένει «στατικά» στις ανακοινώσεις μελλοντικών μέτρων, χωρίς να βιάζεται να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση των ομολόγων που λήγουν εντός του 2010.
22.12.2009: Η τρίτη αδελφή, η Moody’s, υποβιβάζει την Ελλάδα από Α1 σε Α2, χωρίς καμία ουσιαστική αντίδραση, εκ μέρους της ΕΕ ή της χώρας μας.
14.01.2010: Η κρίση επιβαρύνει πλέον σημαντικά το κοινό νόμισμα, η ισοτιμία του οποίου, απέναντι στο δολάριο, διαμορφώνεται στο 1,44. Εν τούτοις, η ΕΕ παραμένει στο ρόλο του θεατή, χωρίς να κάνει το παραμικρό για την έγκαιρη αντιστροφή της τάσης.
28.01.2010: Ο υπουργός οικονομικών της χώρας μας «ενοχοποιεί» τους κερδοσκόπους, σε σχέση με την αύξηση των επιτοκίων (spreads) των ελληνικών ομολόγων. Παρά το ότι η κριτική του δεν είναι άνευ περιεχομένου, δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί πως οι «αγορές» επιτίθενται, μόνο όταν διακρίνουν σημαντικές αδυναμίες στην κυβέρνηση, καθώς επίσης στα οικονομικά μίας χώρας.
03.02.2010: Το πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης της Ελλάδας κατατίθεται στην Κομισιόν για έλεγχο. Αν και έχουν περάσει αρκετοί μήνες από τα πρώτα «συμπτώματα» της κρίσης, τόσο η ΕΕ, όσο και η Ελλάδα, συνεχίζουν να αντιδρούν, ενώ όφειλαν να «δρουν».
11.02.2010: Ανακοινώνονται οι πρώτες υποσχέσεις βοήθειας προς την Ελλάδα, εκ μέρους της Ευρωζώνης, οι οποίες όμως δεν φαίνεται να πείθουν τις αγορές.
03.03.2010: Κατάθεση νέου «πακέτου μέτρων» εκ μέρους της Ελλάδας, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα τις απειλές των εργατικών συνδικάτων, τα οποία προειδοποιούν για κοινωνικές εκρήξεις.
05.03.2010: Η κυβέρνηση παρουσιάζει ένα καινούργιο οικονομικό πρόγραμμα, το οποίο συμπεριλαμβάνει αυξήσεις φόρων, μειώσεις αμοιβών, καθώς επίσης «πάγωμα» των κρατικών συντάξεων.
15.03.2010: Οι υπουργοί οικονομικών της Ευρωζώνης φαίνεται ότι αρχίζουν να κατανοούν το μέγεθος του προβλήματος. Ανακοινώνουν λοιπόν την πρόθεση τους να βοηθήσουν την Ελλάδα, χωρίς όμως να αποφασίζουν συγκεκριμένα μέτρα.
18.03.2010: Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας αναφέρει ότι επιθυμεί να απευθυνθεί στο ΔΝΤ για την επίλυση των προβλημάτων εξυπηρέτησης του χρέους, ενώ οι Ευρωπαίοι ηγέτες αδυνατούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Η κίνηση του αυτή χαρακτηρίζεται μάλλον «εκβιαστική» από την Ευρωζώνη, με τη Γερμανία να διαχωρίζει τη θέση της, εμφανίζοντας για πρώτη φορά τις ηγετικές της φιλοδοξίες.
25.03.2010: Ενώ το Ευρώ αγγίζει το χαμηλότερο σημείο της ισοτιμίας του από το Μάιο του 2009, λαμβάνει χώρα η σύνοδος κορυφής της ΕΕ. Η Ευρωζώνη, η Γερμανία καλύτερα, αποφασίζει ένα πακέτο στήριξης της ελληνικής οικονομίας, αποτελούμενο από διακρατικά δάνεια, καθώς επίσης βοήθεια εκ μέρους του ΔΝΤ. Το «πακέτο» οφείλει να ληφθεί, μόνο εάν υπάρξει φόβος χρεοκοπίας της Ελλάδας – δηλαδή, εάν δεν μπορέσει να δανεισθεί από τις διεθνείς αγορές, για να τηρήσει τις υποχρεώσεις της.
11.04.2010: Οι υπουργοί οικονομικών της Ευρωζώνης συγκεκριμενοποιούν την παροχή οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα, ύψους 30 δις €, την οποία όμως η χώρα μας θα λάβει μόνο σε περίπτωση ανάγκης. Οι συζητήσεις συνεχίζουν να διενεργούνται τα Σαββατοκύριακα, με στόχο να προλάβουν το άνοιγμα των αγορών. Στον αντίποδα, οι αμερικανικές εταιρείες αξιολόγησης ή τα οικονομικά ΜΜΕ «εκφράζονται» τις Παρασκευές, μετά το «κλείσιμο» της εβδομάδας.
22.04.2010: Ενώ το επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας αυξάνεται στο 4,82% (19.04) πάνω από το γερμανικό, η στατιστική υπηρεσία της ΕΕ «διορθώνει» ξανά το έλλειμμα του προϋπολογισμού του 2009, στο 13,6% του ΑΕΠ. Ακολουθεί μία περαιτέρω υποβάθμιση εκ μέρους της Moody’s, οπότε ο Έλληνας πρωθυπουργός ζητάει απροσδόκητα, την επόμενη ημέρα, χωρίς καν να απευθυνθεί για δανεισμό στις «αγορές», την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης «ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ».
27.04.2010: Υποβιβασμός της Ελλάδας από την Standard & Poor’s στο ΒΒ+, ο οποίος ουσιαστικά επισφραγίζει την ανάμιξη των Η.Π.Α. στα εσωτερικά της ΕΕ, δια μέσου του ΔΝΤ.
02.05.2010: Αποφασίζεται η λήψη του πακέτου στήριξης ύψους 110 δις € έως το 2012 – τα 80 δις € από την Ευρωζώνη, ενώ τα υπόλοιπα από το ΔΝΤ.
05.05.2010: Γενική απεργία στη Ελλάδα και μεγάλη διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας, εναντίον των ΔΝΤ-μέτρων. Μετά από επίθεση σε τραπεζικό κατάστημα, βρίσκουν το θάνατο τρεις άνθρωποι, υπενθυμίζοντας μας αντίστοιχα περιστατικά στην Αργεντινή, μετά την εκεί «έλευση» του ΔΝΤ. Τα γεγονότα λειτουργούν «ανατρεπτικά» στις ειρηνικές εκδηλώσεις των εργαζομένων, εξουδετερώνοντας τες σε μεγάλο βαθμό «εν τη γενέσει» τους - ενώ δημιουργούν απορίες, σε σχέση με τους «πραγματικούς» δράστες.
09.05.2010: Συμφωνείται ένα επόμενο πακέτο στήριξης ύψους 750 δις € για όλη την Ευρωζώνη, η οποία προσπαθεί να διασώσει το κοινό νόμισμα από τις επιθέσεις των κερδοσκόπων. Το ΔΝΤ εγκαθίσταται πλέον επίσημα στο χώρο του Ευρώ, δια μέσου του Ελληνικού δούρειου ίππου. Η παρουσία του σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ, θεωρείται από πολλούς σαν στρατηγική τοποθέτηση των πιονιών, σε μία εξαιρετικά σημαντική παρτίδα σκακιού, με έπαθλο την Ευρώπη.
17.05.2010: Το Ευρώ συνεχίζει την πτωτική του πορεία απέναντι στο δολάριο, χάνοντας ακόμη και το 1,23 – σε κάθε περίπτωση έχει ηττηθεί πια, σε σχέση με τις φιλοδοξίες του για παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, «χάρη» στη Γερμανία.Η αιτία είναι κατά την άποψη μας προφανής: είναι πλέον ορατή στους κερδοσκόπους, η απόλυτη ανάγκη της Ευρώπης να επενδύσει στη διάσωση των υπερχρεωμένων κρατών της - αντί στην ανάπτυξη και στην πρόοδο της Οικονομίας της, η οποία ως εκ τούτου απειλείται με ύφεση (αποπληθωρισμό).
Η ενδεχόμενη λοιπόν αντικατάσταση του δολαρίου θα ήταν ένα καίριο χτύπημα για την αμερικανική οικονομία, η οποία στηρίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο χρηματοπιστωτικό της σύστημα (45% του ΑΕΠ). Όλα όσα απαίτησαν οι Ευρωπαίοι, όπως για παράδειγμα ο αυξημένος έλεγχος των τραπεζών, θα ήταν περιττά εφ όσον (ακόμη και αν απλά μειωνόταν η σημασία του δολαρίου σαν αποθεματικό νόμισμα) θα γκρεμιζόταν κυριολεκτικά ολόκληρη η αμερικανική οικονομία.
Οι Η.Π.Α. πλέον, έχοντας εν πρώτοις αποφύγει τον τεράστιο κίνδυνο, δεν μπορεί παρά να θελήσουν να μην επαναληφθεί κάτι τέτοιο στο μέλλον, παίρνοντας τα μέτρα τους. Πιστεύοντας τώρα ότι, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, με τα τεράστια προβλήματα της αγγλικής λίρας και του ιαπωνικού γεν, μόνο το Ευρώ είναι ο «εχθρός», οτιδήποτε θα μείωνε την ισχύ του θα ήταν δώρο για τους Αμερικανούς και ζημία για τους Ευρωπαίους.
Κατ’ επέκταση, φαίνεται εν πρώτοις δίκαιη η θέση της Ευρώπης απέναντι στην Ελλάδα, αφού κυρίως εμείς μπορούμε να «υπονομεύσουμε» την εγκαθίδρυση του Ευρώ σαν παγκοσμίου αποθεματικού νομίσματος στη θέση του δολαρίου και την εξ αυτής τεράστια ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού «βραχίονα» της ΕΕ (οπότε και του ΑΕΠ της).
Θα μπορούσε όμως να αντικατασταθεί σήμερα το δολάριο από το ευρώ και άραγε να δικαιολογηθεί η βιασύνη της Γερμανίας να «αποκαταστήσει την τάξη», στοχοποιώντας τη χώρα μας για παραδειγματισμό των υπολοίπων κρατών-μελών της ΕΕ; Πιστεύουμε πως όχι, για τους παρακάτω μερικούς λόγους:
(α) Το ευρώ θα μπορούσε κάποτε να αντικαταστήσει το δολάριο στις διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές, μόνο εάν η Ευρώπη δημιουργήσει μία ολοκληρωμένη και αποτελεσματική χρηματοοικονομική αγορά. Αυτό είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι θα συμβεί, ενώ σίγουρα όχι στο κοντινότερο μέλλον.
(β) Εάν η ΕΕ ήταν ένας «άριστος νομισματικός χώρος», θα μπορούσε να υπάρξει η προοπτική. Αναλυτικότερα, εάν οι τιμές και οι μισθοί στα κράτη-μέλη της ανέβαιναν και έπεφταν συγχρόνως, όταν μεσολαβούσε κάποια αλλαγή στις οικονομικές συνθήκες (κάτι που προϋποθέτει πλήρη κινητικότητα του Κεφαλαίου και των Εργαζομένων μεταξύ όλων των χωρών), τότε θα μιλούσαμε γα άριστο νομισματικό χώρο.
Η ΕΕ, χωρίς καμία περαιτέρω αναφορά, φαίνεται καθαρά ότι δεν συνιστά τέτοιο χώρο, αφού της λείπουν και οι δύο προϋποθέσεις. Πόσο μάλλον όταν η «ξενοφοβία» που επικρατεί, κυρίως στις πιο πλούσιες χώρες-μέλη, επιδεινούμενη σήμερα από την οικονομική κρίση και το φόβο της απώλειας θέσεων εργασίας των κατοίκων τους από τους «οικονομικούς μετανάστες», μειώνει ακόμη περισσότερο την κινητικότητα των Εργαζομένων.
(γ) Εάν είχε προϋπάρξει η πολιτική ένωση της Ευρώπης, εάν δηλαδή ήμασταν Πολιτείες κατά το «πρότυπο» των Η.Π.Α. και όχι ανεξάρτητα κράτη, θα μπορούσε επίσης να υπάρχει η προοπτική. Όμως, η Ευρώπη ξεκίνησε σαν οικονομική ένωση (ΕΟΚ) και όχι πολιτική ολοκλήρωση κάποιων κρατών - και μία οικονομική ένωση δεν οδήγησε ποτέ από μόνη της στην πολιτική ολοκλήρωση (από ιστορικής άποψης, η πολιτική ολοκλήρωση προηγήθηκε ανέκαθεν της οικονομικής).
Εκτός αυτού, μάλλον συνεχίζει να υπάρχει «υποσυνείδητα» η διαφορετική θέση των δύο ηγέτιδων δυνάμεων της ΕΕ σχετικά με την πολιτική ένωση. Η Γερμανία προτιμούσε ανέκαθεν ένα «συγκεντρωτικό ομοσπονδιακό πολιτικό σύστημα», όπου προφανώς η ίδια θα αναδεικνυόταν η κυρίαρχη δύναμη. Αντίθετα, η Γαλλία ήταν πάντοτε υπέρ μίας «Ευρώπης των πατρίδων», η οποία θα επέτρεπε στα κράτη-μέλη να έχουν μεγαλύτερη ελευθερία δράσης. Εμείς όλοι θα προτιμούσαμε βέβαια μία «Ευρώπη των Πολιτών της», χωρίς κανέναν κυρίαρχο και με ισότιμη ψήφο των Πολιτειών, ανεξαρτήτως του μεγέθους ή της οικονομικής ισχύος τους.
Για τους λόγους αυτούς λοιπόν, αλλά και για πολλούς άλλους που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν εδώ, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η βιασύνη, αλλά ούτε και οι άλλες επιθετικές ενέργειες της Γερμανίας. Όπως αναφέρει δε ο R. Gilpin: «Ένας τυχόν οικονομικός κλυδωνισμός σε μία περιοχή, που θα οδηγούσε τη συγκεκριμένη περιοχή σε κάμψη, θα μπορούσε εύκολα να έχει ολέθριο οικονομικό και πολιτικό αντίκτυπο όχι μόνο στην περιοχή που πλήττεται άμεσα, αλλά πιθανόν και σε ολόκληρη την ΕΕ».
Επομένως, στη βάση όλων όσων αναλύσαμε παραπάνω, είναι πολύ επιβλαβής η «στοχοποίηση» της χώρας μας για την Ευρώπη και για το μέλλον του κοινού μας νομίσματος. Σε κάθε περίπτωση, αφού μεταξύ άλλων η ένταξη στην Ευρωζώνη ήταν από την αρχή, για όλες τις χώρες, ένας δρόμος χωρίς επιστροφή (όπως είχε πει χαρακτηριστικά ο τότε γερμανός καγκελάριος H. Kohl), η επίθεση που δέχεται η Ελλάδα, «υποθάλπει» επικίνδυνα τη συνοχή ολόκληρης της ΕΕ”
24.05.2010: Η Ισπανία «παίρνει τη σκυτάλη», σε σχέση με τις πιέσεις στο κοινό νόμισμα της Ευρωζώνης, μετά την βιαστική «διάσωση» μίας τοπικής τράπεζας της, η οποία ανήκει στην καθολική εκκλησία. Η απαιτούμενη χρηματοδότηση της τράπεζας υπολογίζεται στο 1,4 δις € - είναι η δεύτερη μετά το ξέσπασμα της κρίσης και τη διάσωση, το Μάρτιο του 2009, της CCM, κόστους 9 δις €. Κατά την άποψη μας, την οποία έχουμε τεκμηριώσει σε προηγούμενο κείμενο μας (άρθρο μας:ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΤΑΡΑΞΕΙΣ: Αναφορές στην Ισλανδική, στην Ιρλανδική και στην Ισπανική κρίση, οι οποίες αναδεικνύουν όχι μόνο το σημερινό, αλλά, κυρίως, το μελλοντικό πρόβλημα του συνόλου των κρατών της Ενωμένης Ευρώπης και της ΕΚΤ 11/1/2010), η Ισπανία έχει πολύ μεγαλύτερα προβλήματα, από αυτά της Ελλάδας - ενώ το μέγεθος της Οικονομίας της απαιτεί περισσότερα «μέτρα στήριξης», εκ μέρους της Ευρωζώνης-ΔΝΤ.
Όπως ήταν αυτονόητο, το ΔΝΤ «απαιτεί» τη λήψη δραστικών μέτρων εκ μέρους της Ισπανίας - ειδικά όσον αφορά το χρηματοπιστωτικό της σύστημα, καθώς επίσης την «καταπονημένη» αγορά εργασίας. Ως εκ τούτου, υποθέτουμε τεκμηριωμένα ότι θα συμμετέχει πλέον κάθε φορά «ενεργητικότερα», στα εσωτερικά θέματα της Ευρωζώνης. Τέλος, πιθανολογείται η στενότερη «σύνδεση» Η.Π.Α. και Γερμανίας, «ερήμην» της υπόλοιπης ΕΕ - ιδιαίτερα μετά τις από κοινού πρωτοβουλίες τους, εναντίον του χρηματοπιστωτικού συστήματος (απαγόρευση των ανοιχτών πωλήσεων κλπ), οι οποίες όμως πολύ δύσκολα θα δαμάσουν το «θηρίο».
25.05.2010: Η Ελληνική κυβέρνηση επιμένει παραδόξως ότι, δεν πρόκειται να υπάρξει αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους - καθώς επίσης νέα εισπρακτικά μέτρα. Επομένως, ισχυρίζεται έμμεσα ότι έχουμε ξεφύγει από τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, παρά την τεράστια ύφεση που προδιαγράφουν οι αποφάσεις της, οι οποίες φυσικά επιβλήθηκαν από το ΔΝΤ - με τη σύμφωνη γνώμη Ελλάδας και ΕΕ (αν και αρκετοί υποθέτουν ότι η κυβέρνηση μας σχεδίαζε, πριν ακόμη εκλεγεί, την «εμπλοκή» του ΔΝΤ - θεωρώντας ότι μόνο με τη βοήθεια του θα μπορούσε να επιλύσει τόσο τα εσωτερικά, όσο και τα εξωτερικά προβλήματα της χώρας).
Κρίνοντας όμως από τα γενικότερα στοιχεία της Ελληνικής οικονομίας, αδυνατούμε να κατανοήσουμε που ακριβώς στηρίζεται η τεράστια αυτή αισιοδοξία της. Πόσο μάλλον αφού δεν φαίνεται να «αγγίζει» τις δημόσιες επενδύσεις, καθώς επίσης τα προγράμματα εξοπλισμού, από τα οποία θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν άμεσα σημαντικότατοι πόροι – χωρίς να επιβαρυνθούν ιδιαίτερα οι Πολίτες.
Βέβαια, κατανοούμε ότι τέτοιου είδους «περιορισμοί» θα ήταν εις βάρος των πάσης φύσεως ξένων προμηθευτών μας (Γερμανία, Γαλλία, Η.Π.Α. κλπ), επειδή αυτοί κυρίως επωφελούνται από τις συγκεκριμένες δαπάνες. Όμως, οι μειώσεις μισθών, σε συνδυασμό με την αύξηση των εμμέσων φόρων, όχι μόνο δεν θα επιλύσουν το πρόβλημα, αλλά πιθανότατα θα επιδεινώσουν στο έπακρο και τις τρείς κεντρικές συνισταμένες του: Δημόσιο Χρέος, Έλλειμμα, Ανταγωνιστικότητα. Επί πλέον, σε συνθήκες στασιμοπληθωρισμού και παγκόσμιας αποσταθεροποίησης (όχι απλά κρίσης), θα αποδυναμώσουν σε μεγάλο βαθμό τη μεσαία κοινωνική τάξη, η οποία αποτελεί ουσιαστικά το συνεκτικό κρίκο μεταξύ της ανώτερης και κατώτερης – με κίνδυνο να καταστραφεί εντελώς η κοινωνική συνοχή.
Επομένως, η εμφανής αισιοδοξία της κυβέρνησης μας, θα στηρίζεται σε κάποια άλλα «κρυφά» δεδομένα, τα οποία ενδεχομένως δεν γνωρίζουμε ή αδυνατούμε να διακρίνουμε. Ελπίζοντας λοιπόν να αποδειχθεί ότι έχουμε εμείς άδικο, θα αναφερθούμε αναλυτικά στα σημερινά μεγέθη, καθώς επίσης στις «εκρηκτικές» συνθήκες της οικονομίας μας, σε ένα επόμενο κείμενο μας.
Ειδικότερα, επειδή όλοι μας «απαριθμούμε» τους λόγους, για τους οποίους είναι ασύμφορη σήμερα η έξοδος μας από την Ευρωζώνη, θα επικεντρωθούμε στα δεδομένα, με βάση τα οποία είναι ή όχι προς το συμφέρον μας, η παραμονή της Ελλάδας στη ζώνη του Ευρώ. Οφείλουμε να αναλύσουμε δηλαδή, τι κερδίσαμε, κερδίζουμε ή θα κερδίσουμε από τη συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη, καθώς επίσης με ποια ακριβώς ανταλλάγματα.
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
Αθήνα, 26. Μαΐου 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου